ΗΡΘΑΝ ΛΟΙΠΟΝ ΤΑ πράγματα έτσι και στις 8 Σεπτεμβρίου κρίνεται η τύχη του Φρανσουά Μπαϊρού, πρωθυπουργού της κυβέρνησης που είχε σχηματιστεί μετά την ήττα της προηγούμενης πρωθυπουργικής ιδέας του Μακρόν, του Μισέλ Μπαρνιέ. Ας θυμηθούμε μόνο πως, έπειτα από τις εκλογές του Ιουλίου του ’24, ο Γάλλος Πρόεδρος είχε αρνηθεί πεισματικά την πρόταση του Νέου Λαϊκού Μετώπου για την αριστερή οικονομολόγο Λουσί Καστέ στο πρωθυπουργικό αξίωμα.
Ο Mπαϊρού ζητάει ψήφο εμπιστοσύνης για ένα σχέδιο «περιορισμού των δαπανών» και την αντιμετώπιση του δημόσιου χρέους της χώρας. Τα στοιχεία δείχνουν πως στο τέλος του τρίτου τριμήνου του ’25, το χρέος της χώρας άγγιζε τα 3,345 δισεκατομμύρια ευρώ και, όπως και σε πολλά ακόμα κράτη, το επίπεδο του χρέους έχει αυξηθεί πάνω από το 100% του Ακαθάριστου Εθνικού Προϊόντος (τώρα είναι στο 113,9%).
Διατρέχοντας κάποια πρωτοσέλιδα των γαλλικών εφημερίδων (στις 30 και 31/8 συγκεκριμένα) αιφνιδιάζεσαι με τη σχετικά χαμηλή θέση του θέματος, κάτω από τα σχετικά με την Ουκρανία, τον Τραμπ ή τον streamer που οδηγήθηκε στον θάνατο, αφού πρώτα κακοποιήθηκε live στην πλατφόρμα Kick. Γίνεται βέβαια λόγος για τις ανησυχίες των οικονομικών παραγόντων, τη δήλωση των Σοσιαλιστών πως είναι έτοιμοι «να κυβερνήσουν» και κάποιες εικασίες-σενάρια για το «μετά».
Η πιθανή πτώση Μπαϊρού δεν ακυρώνει τη δυνατότητα για τον Μακρόν να επιμείνει στους σκοπούς του, στη συνάντηση του τεχνοκρατικού μεταρρυθμισμού με έναν βοναπαρτισμό του μεγαλείου στο εσωτερικό και ιδίως στο εξωτερικό της χώρας και στην ευρύτερη ευρωπαϊκή, δυτική σφαίρα.
Μάλλον ασυνήθιστη ηρεμία για κάτι που παρουσιάζεται ως προανάκρουσμα χρεοκοπίας. Στα mainstream μέσα το θέμα συνδέεται με τη σεπτεμβριανή επανάκαμψη των απεργιακών κινητοποιήσεων, κάτι σαν τη δική μας εβδομάδα της Διεθνούς Έκθεσης Θεσσαλονίκης με τις διαδηλώσεις της. Μόνο στη ριζοσπαστική σφαίρα σε όλο της το εύρος –από αυτόνομα συνδικάτα και ιστοσελίδες της άκρας αριστεράς ως την Ανυπότακτη Γαλλία– το σύνθημα «Οn Bloque Τout» παραπέμπει σε μια στιγμή μεγάλης και αποφασιστικής σύγκρουσης.
Πέρα όμως από το υποτονισμένο ή θορυβημένο στυλ της παρουσίασης των εξελίξεων, ερχόμαστε ξανά μπροστά στο βαθύ πολιτικό πρόβλημα της Γαλλίας. Έχει συγχρόνως πλευρές που μάς είναι γνώριμες τα τελευταία χρόνια: μια πολιτική τάξη και μια κοινωνική ενδοχώρα που έχουν κατακερματιστεί με τρόπο που δεν αφήνει περιθώρια για παλαιού τύπου «συνθέσεις». Πάλι η ρητορική περί της αναγκαίας εθνικής συναίνεσης και κοινωνικής ευθύνης −προερχόμενη προφανώς από το φιλοκυβερνητικό μπλοκ και τους στυλοβάτες του στη δημοσιότητα− δεν συντονίζεται με τη διάταξη των ανταγωνιζόμενων πολιτικών δυνάμεων, ούτε, κυρίως, με τον χάρτη των παθών και των διαθέσεων στο κοινωνικό πεδίο.
Γι’ αυτό και κάποιοι δικοί μας μιλούν για παραλληλισμό με τα ελληνικά χρόνια της περιόδου 2012-2015, αν και οι ουσιώδεις διαφορές μεγεθών και ιστορικής περίστασης πρέπει να μας αποτρέπουν από τέτοιες ιμπρεσιονιστικές συγκρίσεις.
Εξωτερικά, αυτό το πολιτικό πρόβλημα περιλαμβάνει τη γνωστή έλλειψη δημοτικότητας του Εμανουέλ Μακρόν, την, ας το πούμε κομψά, «αδυναμία συναίνεσης» των βασικών πόλων –ριζοσπαστική δεξιά, φιλελεύθερο κέντρο/ κεντροδεξιά, αριστερά– και, ιδίως, τα θέματα της μεταρρύθμισης του κράτους και της περιλάλητης αναδιάρθρωσης των δημόσιων δαπανών. Στο παρασκήνιο όμως πρέπει να δούμε τη θέση του γαλλικού καπιταλισμού και των ερεισμάτων του στις καινούργιες συνθήκες του παγκόσμιου ανταγωνισμού. Είναι η συγκυρία όπου η άνοδος της πολεμικής οικονομίας συνυπάρχει –και συνδέεται– με την επανεμφάνιση των απαιτήσεων για «δημοσιονομική αυστηρότητα» και περί του τέλους της περιόδου χάριτος για τις δαπάνες των κυβερνήσεων. Αυτό που κάποιος ονόμασε «ο παράξενος μη θάνατος του νεοφιλελευθερισμού», ακόμα και αν έχουν προστεθεί πολλά καινούργια στοιχεία προστατευτισμού και εθνικισμού στο μεγάλο κάδρο.
Πληρώνει η Γαλλία τον «κρατισμό» της;
Θυμάμαι κάποιους πικρόχολους παρατηρητές, κυρίως από τη Βρετανία ή τις ΗΠΑ, να αναφέρονται, μεταξύ περιφρόνησης και έκθαμβου δέους, στις παραξενιές της γαλλικής κουλτούρας του κρατισμού και ενός κοινωνικού μοντέλου που «πρέπει να αλλάξει, για να μη βουλιάξει». Αυτή ήταν και εξακολουθεί νομίζω να είναι η ορθόδοξη άποψη όσων ισχυρίζονται και σήμερα πως η Γαλλία πληρώνει τις «υπερβολικές ρυθμίσεις», τον κρατικό παρεμβατισμό ή τα συγκρουσιακά ιδεολογικά της κολλήματα. Υπάρχει και στη χώρα μας μια μερίδα αγγλόφιλων επικριτών της Γαλλίας ως χώρας με πολλά σωρευμένα επαναστατικά και κρατικιστικά «δεινά» − δεν είναι τυχαίο που οι ίδιοι παρατηρητές έχουν κατά κανόνα στην καρδιά τους τη Μάργκαρετ Θάτσερ ή άλλες εκδοχές εμπιστοσύνης στα θαύματα των αγορών με σιδερένια πυγμή απέναντι στο «πεζοδρόμιο».
Η κατάσταση της Γαλλίας όμως δεν έχει σχέση με το φάντασμα κάποιου ενδημικού αντιφιλελευθερισμού που υποτίθεται ότι μπλοκάρει τις αλλαγές. Η θεωρία περί «κακομαθημένων παιδιών» που περνούν θαυμάσια αλλά διαρκώς παραπονιούνται πως κακοπερνούν είναι η αιώνια μόδα μιας συντηρητικής σκέψης που τρέφεται με στατιστικές και συχνά αγνοεί το βάθος των κρίσεων. Αυτό που βαραίνει συντριπτικά πλέον είναι οι συνέπειες από έναν συνδυασμό επιμέρους κρίσεων. Τα ελλείμματα των δαπανών της πανδημίας, οι δασμοί του Τραμπ, το ενεργειακό κόστος και φυσικά η μείωση της αγοραστικής δύναμης μεγάλων κομματιών της κοινωνίας. Η επιτάχυνση διαφόρων ανατροπών στον χάρτη της εργασίας γεννά διαρκώς ρήγματα μέσα σε επαγγελματικούς κλάδους, όπως και ανάμεσα στις γενιές. Έχει γεννήσει τέρατα η άνιση ανάπτυξη περιφερειών και αυτή η γεωγραφία κοινωνικών διακρίσεων και μιζέριας που στις επιδερμικά εντυπωσιοθηρικές της περιγραφές έχει συνδεθεί με την παραβατικότητα των νέων ή την «ισλαμοποίηση» των προαστίων. Αυτή εξάλλου η «ισλαμοποίηση» των προαστίων έχει γίνει κανονικό πολιτικό όπλο για επιθέσεις στην αριστερά αλλά και για τη μετατόπιση από την κοινωνική κρίση στο γήπεδο ενός πολέμου πολιτισμών και εθνοτικών/θρησκευτικών κοινοτήτων.
Η λαϊκή καχυποψία
Πρωτίστως όμως πρέπει να σταθούμε στην αίσθηση μεγάλου μέρους των πολιτών ότι τα τελευταία χρόνια ο πλούτος και η ισχύς μιας κάστας δισεκατομμυριούχων έχει ξεφύγει στον ουρανό και ότι η δεσπόζουσα πολιτική τάξη προστάτευσε, κολάκευσε και, πάντως, διευκόλυνε ποικιλότροπα αυτήν τη συνθήκη αιχμαλωσίας και εξάρτησης. Σε μεγάλο βαθμό, ο μακρονισμός λειτούργησε ως κεντρικός αρμός αυτής της αποξένωσης, παρά το ότι ο ίδιος ο Μακρόν χειρίστηκε έξυπνα μια ρητορική κοινωνικής συμπερίληψης και προστασίας «για αυτούς που έχουν μείνει πίσω». Αυτός εξάλλου ο συμπονετικός λόγος του ισχυρού δύσκολα μπορεί να κρύψει μια πατερναλιστική και εκνευριστικά αλαζονική εκδοχή περί κοινωνικής πολιτικής, μια κουλτούρα ελεημοσύνης και επιδοματικών ανακουφίσεων που ανατρέχει στις πολιτικές των προυχόντων του 19ου αιώνα απέναντι στους φτωχούς. Βρισκόμαστε στο 2025 και πολλοί επαναφέρουν μια γλώσσα ποιμαντικής των κατώτερων τάξεων και των αδύναμων από το 1825!

Στο μεταξύ, η κοινωνική καχυποψία για τις προθέσεις της εξουσίας έχει κάψει μια σειρά από επείγοντα θέματα, σαν αυτά της επιταχυνόμενης ενεργειακής και οικολογικής εξάντλησης. Για όλο και περισσότερους λαϊκούς ανθρώπους, πολύ πέραν του κοινού των κλιματοσκεπτικιστών και ακροδεξιών, αυτά τα ζητήματα θεωρούνται πια τεχνάσματα ή προσχήματα για να κάνουν οι ελίτ πιο ακριβή την καθημερινή ζωή των πολλών. Σαν μια ατζέντα εύπορων και με το αζημίωτο προοδευτικών, όσων εν πάση περιπτώσει έχουν λύσει τα «σκληρά» προβλήματα της βιοτικής τους ανασφάλειας.
Αυτή η μεγάλη υποθήκευση και ναρκοθέτηση όλων των σημαντικών θεμάτων που σχετίζονται με αλλαγές των παραγωγικών και καταναλωτικών προτύπων, με αυτό που στη Γαλλία ονομάζουν «οικολογική μετάβαση», είναι άλλη μια αποτυχία του έως τώρα συστήματος διακυβέρνησης και στη Γαλλία.
Για να επιστρέψω όμως στην παρούσα αναταραχή, το πολιτικό αδιέξοδο θα διαρκέσει ακόμα και αν μετά τον Μπαϊρού έρθει η στιγμή ενός Ζεράρ Νταρμανάν ή όποιου/-ας άλλου/-ης αναλάβει το κόστος των «μέτρων». Το πρόβλημα βάθους θα εξακολουθήσει να είναι παρόν γιατί δεν εμπλέκει μόνο τον πολιτικό χώρο του Γάλλου Προέδρου αλλά και την αριστερά της έριδας και των πολλών αρχηγικών οίστρων, καθώς και την αναβαθμισμένη ακροδεξιά με τις ακόρεστες και επικίνδυνες φιλοδοξίες της. Η ακροδεξιά οργανώνεται περιμένοντας, η αριστερά προσπαθεί να συνεννοηθεί ή εναποθέτει την ελπίδα στα κινήματα, το τεχνοκρατικό και συντηρητικό κέντρο ψάχνει τρόπο να εξασφαλίσει το γκουβέρνο, ακόμα κι αν γνωρίζει ότι έχει γίνει μισητό σε ένα μεγάλο μέρος της χώρας.
Οι τρεις «λαοί» και η αδύνατη σύνθεση
Όπως έχουμε γράψει σε προηγούμενα κείμενα, κανένας από τους τρεις «λαούς» της Γαλλίας δεν είναι τόσο ισχυρός ώστε να επιβάλει το δικό του όραμα/σχέδιο για τη χώρα. Αυτή είναι η πηγή των πολιτικών δυσκολιών, ότι η «γενική βούληση» δεν κάνει τη χάρη σε κανέναν να του αναθέσει τη φορά της Ιστορίας και του προσανατολισμού της χώρας, ότι η διαίρεση δεν επιτρέπει σαφείς γραμμές για τη διεύθυνση της κοινωνίας και το στίγμα της πολιτικής. Ούτε η όλη αριστερά –ακόμα κι αν υποθέσουμε ότι καταφέρνει να λειάνει τα πολλά της εσωτερικά μέτωπα− ούτε η συνολική ακροδεξιά έχουν τη λαϊκή δυναμική να διεκδικήσουν την ψυχή των χώρων της αγανάκτησης συσπειρώνοντας συγχρόνως και κόσμο από την πιο «ήσυχη» Γαλλία.
Απομένουν έτσι οι δυνάμεις του λεγόμενου «κεντρικού μπλοκ», «Bloc Central», το συντηρητικό κέντρο και οι εύπορες μερίδες ηλικιωμένων, κατά βάση, πολιτών που είναι ο κορμός του: αυτός ο χώρος, που θα τον ονομάζαμε εδώ φιλελεύθερο, εκσυγχρονιστικό ή ακροκεντρώο, έχει ενσωματώσει πλέον μια πιο αυταρχική κουλτούρα. Δοκιμάζει από καιρό να ιδιοποιηθεί τα αιτήματα «ασφάλειας» της άκρας δεξιάς ώστε να κερδίσει κάποιους πόντους στο επίπεδο της λαϊκότητας ή, πιο σωστά, στο συναίσθημα του δεξιού λαϊκισμού. Προσπάθησε και ακόμα επιχειρεί να ιδιοποιηθεί τη γλώσσα ενός κλασικού γαλλικού ρεπουμπλικανισμού, έχοντας όμως παραμερίσει τις λαϊκές, εξισωτικές και αντιπλουτοκρατικές διαστάσεις τις οποίες ο μακρονισμός εξαρχής απωθούσε και τα αστικά κοινά του τις αντιπαθούσαν.
Η πιθανή πτώση Μπαϊρού δεν ακυρώνει τη δυνατότητα για τον Μακρόν να επιμείνει στους σκοπούς του, στη συνάντηση του τεχνοκρατικού μεταρρυθμισμού με έναν βοναπαρτισμό του μεγαλείου στο εσωτερικό και ιδίως στο εξωτερικό της χώρας και στην ευρύτερη ευρωπαϊκή, δυτική σφαίρα. Το στοίχημα είναι να δελεαστεί ένα τμήμα των Σοσιαλιστών και να αξιοποιηθούν οι φόβοι που προκαλούνται σε κάποια στρώματα του πληθυσμού από την κινηματική αριστερά και, δευτερευόντως πλέον, την ψευτοεξημερωμένη άκρα δεξιά.
Την ίδια στιγμή όμως που μπορεί πράγματι να «σωθούν» όλα και να περάσει το χειρότερο, το αδιέξοδο θα επιστρέφει ως υπόγειος ορίζοντας που υποσκάπτει τις όχθες της γαλλικής πολιτικής. Κάθε πολιτική κυριαρχία που δεν στηρίζεται σε ηγεμονικό ρεύμα, σε μια σημαντική κοινωνική δυναμική, είναι κατά κανόνα επισφαλής. Και πρέπει να σταθμίσει κανείς και το ευρωπαϊκό περιβάλλον που πιέζεται από το καθημερινό αίμα στην Ουκρανία, τα τραμπικά εκβιαστικά παζάρια και τη γενική εξαχρείωση αυτής της «εποχής των αρπακτικών», όπως αποκαλεί εύστοχα τους καιρούς μας ο Ιταλός δοκιμιογράφος Τζουλιάνο ντα Έμπολι.
Από πολλές προηγούμενες σεκάνς της γαλλικής αναστάτωσης έχουμε καταλάβει ένα πράγμα: οι μεγάλες και βαθιές πληγές δεν επουλώνονται με τα παχιά λόγια ούτε με ανακύκλωση των συνταγών μιας οικονομικής ορθοδοξίας που δοξάζει στο έπακρο την καινοτομία την ίδια στιγμή που προωθεί την κοινωνική οπισθοδρόμηση. Ακόμα κι αν αυτή η περιδίνηση κατασιγάσει μέσα από μια νέα πολιτική δραματοποίηση από πλευράς Γάλλου Προέδρου ή με ένα παζάρι φιλοδοξιών ανάμεσα σε πρόθυμους πολιτικούς, τα συστατικά που διαιωνίζουν την κρίση θα είναι εδώ, στοιχειώνοντας και τους παίκτες και τις κινήσεις τους. Μέχρι τις επόμενες προεδρικές εκλογές, όπου θα ξαναπαιχτεί το δράμα των μεγάλων εγώ ή μπορεί και να ανασυγκροτηθούν πραγματικά στρατηγικά διλήμματα που δίνουν πάντα νόημα στην πολιτική. Και όλα θα εξαρτηθούν και από τα κοινωνικά κινήματα και τις λαϊκές αντιδράσεις που, είτε το θέλουμε είτε όχι, στη Γαλλία έχουν τη δική τους παρακαταθήκη μέσα στον ιστορικό χρόνο και στην κίνηση της δημοκρατικής ζωής.