Το σπίτι της ζωγράφου Κρις Μπέτα στο Παγκράτι έχει χρώμα, γούστο και μοιάζει να χωράει την πληθωρική της προσωπικότητα. Έχει επιρροές απ’ το Λονδίνο, όπου έζησε εννέα χρόνια, και φλερτάρει με το ρετρό και το pop.
«Μα πόσο χαρούμενο είναι!», αναφωνώ μπαίνοντας, γιατί νιώθω αμέσως μια ανάταση. «Σ’ αρέσει;» μου λέει με μια δόση αμφιβολίας. «Κάποιους τους τρελαίνει η τόση πληροφορία. Όμως ο στόχος μου ήταν να είναι ένας χώρος που να φτιάχνει τη διάθεση. Να μου αρέσει να επιστρέφω εδώ. Είναι η πολύχρωμη σπηλιά μου», συμπληρώνει.
Παρατηρώ το καθετί. Πηγαίνω από δωμάτιο σε δωμάτιο. «Τώρα είναι σαν να σε γνωρίζω ουσιαστικά», της λέω. Συμφωνεί. «Δείξε μου το σπίτι σου, να σου πω ποιος είσαι» λέει γελώντας. «Από το σπίτι δεν μπορείς να κρυφτείς, κάτι θα σε προδώσει πάντα», παρατηρώ. «Το δικό μου τι σου μαρτυρά;» με ρωτάει. «Είναι σαν να λέει “δεν αντέχω τη μιζέρια και τη σοβαροφάνεια”». Κουνάει το κεφάλι. «Καλά με διάβασες. Πράγματι, δεν θα μπορούσα να ζω σε ένα σπίτι γκρίζο ή μίνιμαλ, αποστειρωμένο σαν ξενοδοχείο. Αγαπώ τους χώρους που είναι σαν να αφηγούνται την ιστορία σου».
«Το σπίτι είναι για μένα η ηρεμία μου, η έμπνευση, ο επαναπροσδιορισμός μου. Έχει τόσο πολλά προσωπικά μου πράγματα. Φωτογραφίες στους τοίχους∙ σημειωματάρια από φίλους∙ μια πέτρα που μου χάρισαν ένα καλοκαίρι, που την πήγα στην Αγγλία και ξανά πίσω στην Ελλάδα».
«Γιατί διάλεξες το Παγκράτι;» τη ρωτάω. «Έχω ζήσει και στα βόρεια προάστια και στα νότια. Στο Λονδίνο έμενα στο κέντρο, οπότε όταν ήρθα εδώ ήθελα να ζω σε μια πιο ανθρωποκεντρική γειτονιά της Αθήνας, που τα έχει όλα και είναι όλα κοντά. Το Παγκράτι είναι χρόνια τώρα σε άνθηση, ανοίγουν συνέχεια εδώ ωραία εστιατόρια, café, αλλά αυτό που με συγκινεί περισσότερο είναι το ανθρώπινο μέτρο. Εδώ με ξέρουν όλοι με το όνομά μου. Ο κρεοπώλης, ο μανάβης, στον φούρνο, και είναι τόσο όμορφο αυτό, νιώθω ότι, αν χρειαστώ οτιδήποτε, υπάρχουν άνθρωποι δίπλα μου. Στην πραγματικότητα είμαι αρκετά κλειστή ως χαρακτήρας και κάπως επιφυλακτική, οπότε αυτή η ζεστασιά με κάνει σταδιακά να βγαίνω απ’ το καβούκι μου».

Την κούρασε, λέει, το απρόσωπο που συναντάς στις μεγαλουπόλεις. Εδώ είναι σίγουρα καλύτερα απ’ το Λονδίνο, χωρίς να σημαίνει ότι το Λονδίνο δεν είναι μια φανταστική πόλη, που σου διευρύνει τους ορίζοντες και σε κάνει να τα βλέπεις όλα μέσα από το πρίσμα της διαφορετικότητας.
Τη ρωτάω τι της άρεσε περισσότερο στο συγκεκριμένο διαμέρισμα. «Το ’70s μαύρο μάρμαρο στο πάτωμα. Δεν είχα τρομερές απαιτήσεις από αυτό το διαμέρισμα. Δεν είναι ένα σπίτι που το βλέπεις και θαυμάζεις τις αρχιτεκτονικές του γραμμές. Όμως είναι ένα τίμιο σπίτι, με άνετους χώρους, που με βολεύει τη δεδομένη στιγμή. Το είδα ως ουδέτερο καμβά που μπορούσα πάνω του να φτιάξω αυτό που θέλω και να βάλω τη δική μου ενέργεια. Είναι το πρώτο μου σπίτι εδώ στην Αθήνα. Δεν το παντρεύτηκα κιόλας, είναι για όσο εξυπηρετεί τις ανάγκες μου. Οι ανάγκες αλλάζουν, το ίδιο και τα σπίτια», λέει.
Στο σπίτι κάθεται περισσότερο στον καναπέ και στο κρεβάτι. Της αρέσει να έρχονται φίλοι, αλλά προσέχει τις ενέργειες. Μόνο οι πολύ κολλητοί της είναι ευπρόσδεκτοι. Δεν της αρέσει η μαγειρική, αλλά της αρέσει να περιποιείται όσους αγαπά.
Τα έργα της στους τοίχους βγάζουν δυναμισμό. «Είναι πολύχρωμο το σύμπαν σου», παρατηρώ. «Είσαι έτσι και μέσα σου;» Ανασηκώνει τους ώμους της. «Το μέσα μου είναι άλλοτε πολύχρωμο, άλλοτε πιο σκοτεινό. Δεν είναι η ζωή μας μια ευθεία. Δεν μπορώ όμως να ζω χωρίς χρώμα και χωρίς μουσική. Το σπίτι είναι για μένα η ηρεμία μου, η έμπνευση, ο επαναπροσδιορισμός μου. Έχει τόσο πολλά προσωπικά μου πράγματα. Φωτογραφίες στους τοίχους∙ σημειωματάρια από φίλους∙ μια πέτρα που μου χάρισαν ένα καλοκαίρι, που την πήγα στην Αγγλία και ξανά πίσω στην Ελλάδα».



Σηκώνεται και μου δείχνει ένα μικρό χάρτινο βαρκάκι που το έχει πάνω στα βιβλία της. «Μου το είχε χαρίσει κάποτε ένα αγόρι, το έφτιαξε σε ένα ραντεβού μας. Μου αρέσει να κρατάω αυτά που μου δίνουν με αγάπη. Είναι σαν διάσπαρτοι φρουροί μου στον χώρο. Σαν ασπίδα προστασίας».
Έχει ένα σπασμένο κόκκινο φωτιστικό στο καθιστικό. «Αυτό, τι φάση;» τη ρωτάω. «Α, είχα χτυπήσει μια μέρα το κεφάλι μου και έσπασε. Εντάξει, δεν είμαι και τόσο ψηλή, δεν ξέρω πώς τα κατάφερα», γελάει. «Αφού όμως είμαι τόσο σιδεροκέφαλη, το άφησα έτσι για να θυμάμαι τη δύναμή μου. Έχω αγοράσει ένα καινούργιο, αλλά δεν το αλλάζω. Μ’ αρέσει αυτή η υπενθύμιση».
Τη ρωτάω για τον ωραίο καναπέ. Τον έφερε απ’ το Λονδίνο. «Τον έβαλα σε μεταφορική όχι γιατί είναι design, αλλά για να μου θυμίζει όλη την ανεμελιά εκείνων των χρόνων». Η πολυθρόνα είναι Modernon Rertrosexual. Aυτή η ωραία θήκη για τα βινύλια; Vintage. Και το τραπέζι το έφερε απ’ το Λονδίνο. Οι ’70s καρέκλες είναι αγορασμένες από flea market. Οι καθρέφτες της Seletti. Τρελαίνεται να ανακαλύπτει αντικείμενα από άλλες εποχές. Στο Λονδίνο ψώνιζε πολύ και από το market place, εδώ λιγότερο, αλλά της αρέσει πολύ να ψάχνει και να βρίσκει αντικείμενα. «Είναι σαν κυνήγι του χαμένου θησαυρού», αναφωνεί με κάτι σκανταλιάρικο στη φωνή της. Το τραπεζάκι με τα κεριά ειναι απ’ το Ντεμοντέ στα Εξάρχεια.
Τη ρωτάω αν έχει πράγματα απ’ το πατρικό της. «Θα σου δείξω τα πιο αγαπημένα μου πράγματα στο σπίτι», λέει με ενθουσιασμό και σηκώνεται. «Αυτό το χαλί, που είναι πάρα πολύ παλιό και όλο φτιαγμένο στο χέρι, το είχε ο μπαμπάς μου στην είσοδο σε ένα απ’ τα θρυλικά κλαμπ του στη Θεσσαλονίκη, το Vog. Μετά το πήγε σπίτι του. Το πήρα και, παρόλο που είναι φθαρμένο σε πολλά σημεία, δεν θέλω να το φτιάξω γιατί μ’ αρέσει που δείχνει την παλαιότητά του. Αγαπώ και αυτό το βιβλίο του φωτογράφου Ron Garella, που είναι κι αυτό του μπαμπά μου. Δες πόσο ταλαιπωρημένο είναι, αλλά για μένα είναι πολύτιμο».


«Τα φυτά τα αγαπάς;» τη ρωτάω, γιατί βλέπω ότι έχει αρκετά εσωτερικού χώρου. «Πολύ», μου απαντάει και λέει ότι αισθάνεται μια παράξενη σύνδεση μαζί τους. «Χρειάζομαι, φαίνεται, κι εγώ φροντίδα, ήλιο, πότισμα. Η ανθοφορία μου δεν είναι και τόσο δεδομένη» μου λέει ποιητικά. «Aπ’ τη μαμά μου έχω κρατήσει κάποιες φωτογραφικές μηχανές και βιβλία που τα έχω συνδέσει με το σπίτι όπου μεγάλωσα».
Στους τοίχους της έχει φωτογραφίες με φίλους. «Εγώ, η κολλητή μου, η Θάλεια, και ο κολλητός μου, ο Hikmat, γράψαμε τα έξι πιο έντονα συναισθήματα που έχουμε βιώσει και τα έχω κορνιζάρει».
Στο σπίτι της αγαπάει πιο πολύ από όλα τα βιβλία της. «Τα βιβλία και τα βινύλιά μου. Όλα αυτά τα coffee table books τα έχω κουβαλήσει απ’ τα ταξίδια μου. Θα μπορούσα να τα βρω και στην Ελλάδα, όμως μου αρέσει να τα έχω φέρει η ίδια», λέει και μου δείχνει ένα που κουβάλησε απ’ το Λος Άντζελες.
«Άλλαζα πτήσεις και κουβαλούσα το τούβλο. Όμως πίσω από το καθετί υπάρχει και μια ιστορία. Η ταλαιπωρία του κουβαλήματος το κάνει ακόμα πιο πολύτιμο».



Τη ρωτάω αν είναι τακτική. Μου λέει ότι δεν γίνεται αλλιώς, είναι τόσο χαοτική με όλα τα υπόλοιπα, που στη δουλειά και στο σπίτι είναι για εκείνη απαραίτητη η τάξη. «Έχω δυο τομείς στη ζωή μου στους οποίους υπάρχει συνέπεια και οργάνωση∙ όλα τα άλλα είναι σε χάος» μου λέει με πονηρό χαμόγελο. «Ακριβώς σαν γνήσια καλλιτέχνης, δηλαδή» παρατηρώ.
Στο Λονδίνο έκανε σπουδές στη Νομική και στη Σχολή Καλών Τεχνών. Έχει κάνει έξι εκθέσεις ζωγραφικής. Σήμερα ένας πίνακάς της έγινε σουπλά στην αλυσίδα Friday’s και έχει λανσάρει ένα φιλόδοξο brand με καλλυντικά, το Betta, στο οποίο τα κραγιόν μοιάζουν με σωληνάρια από είδη ζωγραφικής.


«Πότε τα πρόλαβες όλα αυτά και ακόμα δεν έχεις κλείσει τα τριάντα;» τη ρωτάω. «Εντάξει, δώδεκα χρόνια έχουν περάσει απ’ τα δεκαοκτώ. Δεν είναι λίγα. Πάντα ήξερα ότι ήθελα να ασχοληθώ με τη ζωγραφική και ως ζωγράφος συστήνομαι». Και η Νομική τι ήταν; Χατίρι στους γονείς; «Ούτε καν, το ήθελα και δεν θεωρώ ότι ήταν χαμένος χρόνος. Aντιθέτως, νιώθω ότι πατάω πολύ πιο γερά στα πόδια μου και μπορώ μόνη μου να διαχειριστώ τα συμβόλαιά μου με τις γκαλερί. Με βοηθάει στο στήσιμο της εταιρείας μου, στον τρόπο σκέψης. Είμαι πολύ χύμα και οι σπουδές στη Νομική με έκαναν να σκέφτομαι πιο οριοθετημένα. Θεωρώ ότι μπορώ να κάνω παράλληλα αρκετά πράγματα. Άλλωστε καμιά γνώση δεν πάει χαμένη», μου απαντάει.
«Και πώς απ’ τη ζωγραφική αποφάσισες να κάνεις εταιρεία με καλλυντικά;» ρωτάω. «Το αστείο είναι ότι δεν βαφόμουν ποτέ ιδιαίτερα, ήμουν πάντα λίγο αγοροκόριτσο. Σε μια πτήση, μια αεροσυνοδός φορούσε ένα εντυπωσιακό μοβ ρουζ. Το θαύμασα, και για την τόλμη της και κυρίως γιατί μ’ άρεσε η συγκεκριμένη απόχρωση. Έτσι μου ήρθε η ιδέα να φτιάχνω καλλυντικά σαν τέμπερες, που να μπορούν να λειτουργούν στο πρόσωπο με τρόπο καλλιτεχνικό. Να αυτοσχεδιάζουν οι άνθρωποι και να προσεγγίζουν το πρόσωπό τους σαν έργο τέχνης» λέει.


Διστάζω λίγο να τη ρωτήσω και κομπιάζω. «Λέμε ότι η Νατάσα Θεοδωρίδου είναι η μητέρα σου;» ρωτάω με πιο σιγανή φωνή, λες και θα μας ακούσει από το μέσα δωμάτιο η Νατάσα και θα διαφωνήσει. «Φυσικά και το λέμε. Όπως λέμε και ότι ο Τάκης Μπέτας είναι ο μπαμπάς μου. Είμαι περήφανη που προέρχομαι από δυο τόσο καλούς γονείς. Με τον μπαμπά βλέπαμε ταινίες και του έγραφα πάντα μια σύνοψη. Το ίδιο και απ’ τα βιβλία που μου πρότεινε. Εκείνος μου πέρασε το πάθος του για τα βιβλία, τις ταινίες, την τέχνη. Η μαμά έχει μεγάλη καλοσύνη και σοφία ζωής και είναι πάντα δίπλα μου μ’ έναν τρόπο πολύ υποστηρικτικό αλλά και διακριτικό». «Της αρέσει το σπίτι σου;» ρωτάω. Γελάει. «Όχι, καθόλου, την κουράζει. Μου λέει “πώς αντέχεις εδώ μέσα με τόση πληροφορία;”».
«Από φωνή πώς τα πας;», τη ρωτάω ενώ είμαι στην πόρτα. «Άσ’ τα, χάλια» απαντάει. Ωραία, ακομπλεξάριστη και άνετη η Κρις. Έτσι είναι και το σπίτι της, γεμάτο απ’ τη γλυκιά ψυχή της που παραμένει κοριτσίστικη.