Gay άνδρας έλαβε αποζημίωση από την Αγγλικανική Εκκλησία που τον υπέβαλε σε τελετή εξορκισμού.
Ο 37χρονος Μάθιου Ντράπερ, ήταν εθελοντής στην ενορία St Thomas Philadelphia το 2014, όταν τον κάλεσαν σε ένα «Σαββατοκύριακο συνάντησης με τον Θεό», σύμφωνα με την εφημερίδα The Times και τον Guardian.
Υπέστη «εξορκιστική τελετή» με σκοπό «να εκδιωχθεί η ομοφυλοφιλία του». Οι άνθρωποι της ενορίας, είπαν στον Ντράπερ ότι «η σεξουαλική ακαθαρσία» είχε επιτρέψει σε δαιμόνια να εισέλθουν στο σώμα του και ότι θα έπρεπε να πραγματοποιηθεί εξορκισμός. Κατά τη διάρκεια του περιστατικού του ζητήθηκε να «διαρρήξει συμφωνίες με το Χόλιγουντ και τα ΜΜΕ» που τον είχαν οδηγήσει σε έναν μη θεάρεστο τρόπο ζωής.
Ο ίδιος δήλωσε, ότι μετά τον λεγόμενο εξορκισμό αισθάνθηκε «βαθιά ταραγμένος και τόσο καταθλιπτικός και άδειος» που σκέφτηκε να βάλει τέλος στη ζωή του.
Ο Ντράπερ περιέγραψε στους Times, πως: «Αναδρομικά, μοιάζει σαν κάτι βγαλμένο από ταινία τρόμου, να στέκεται κάποιος από πάνω σου και να λέει ότι βλέπει τα δαιμόνια να φεύγουν από το σώμα σου είναι αρκετά τρομακτικό. Αλλά όταν είσαι βαθιά δεμένος με την Εκκλησία, όπως ήμουν τότε, είναι εύκολο να πιστέψεις οτιδήποτε σου πουν».
Ο Ντράπερ αποχώρησε από την Εκκλησία το 2016 και τρία χρόνια αργότερα προχώρησε σε επίσημη καταγγελία για τον εξορκισμό, ζητώντας συγγνώμη από την St Thomas Philadelphia, η οποία υποτίθεται ότι υπαγόταν στους κανονισμούς προστασίας της επισκοπής του Σέφιλντ.
Αρχικά, η St Thomas ισχυρίστηκε ότι δεν υπήρχαν στοιχεία για την καταγγελία, αλλά όταν ο Ντράπερ επέμεινε, το 2021 η Εκκλησία ανέθεσε στην οργάνωση Barnardo’s να διερευνήσει την υπόθεση.
Πέρυσι, η φιλανθρωπική οργάνωση δημοσίευσε την έκθεσή της, στην οποία διαπιστώθηκε ότι αποτελεί «τεκμηριωμένο γεγονός» πως ο Ντράπερ υπέστη μια συνεδρία προσευχής που «κατά τη γνώμη μας συνιστούσε μορφή εξορκισμού».
Μετά τη δημοσίευση της έκθεσης, ο Ντράπερ κατέθεσε αγωγή κατά της St Thomas Philadelphia, η οποία κατέληξε σε εξωδικαστικό συμβιβασμό και καταβολή αποζημίωσης «πέντε αριθμητικών ψηφίων», όπως αναφέρουν τα δημοσιεύματα.
Μετά τη δημοσίευση της έκθεσης της Barnardo’s, η Εκκλησία δήλωσε:
«Έχουμε αποδεχθεί τα αποτελέσματα της πρώτης έρευνας και λυπούμαστε που ένα μέλος της κοινότητάς μας δεν έτυχε της φροντίδας που θα επιθυμούσαμε. Του ζητήσαμε ειλικρινά συγγνώμη για αυτό».