ΕΝΑ ΑΠΟ ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ σκίτσα του Μίλαν Κούντερα και από τα περιπαικτικά που κοσμούν τα βιβλία του είναι αυτό με τον άνθρωπο που κρατάει στο χέρι του το ένα του μάτι. Πρόκειται για την ίδια προσωπογραφία που διακρίνεται στο εξώφυλλο του βιβλίου της κριτικού λογοτεχνίας και συγγραφέως Φλοράνς Νουαβίλ με τον τίτλο Μίλαν Κούντερα: Γράψιμο… Τι ιδέα κι αυτή!. Για τους γνωρίζοντες, η Νουαβίλ είναι εκείνη που τόλμησε να δημοσιεύσει μια φανταστική συνέντευξη με τον επίμονο αρνητή των συνεντεύξεων Κούντερα κατόπιν εγκρίσεώς του, χρησιμοποιώντας αποσπάσματα από τα βιβλία του, και, εν προκειμένω, να εκδώσει την πρώτη, επίσημη και εγκεκριμένη από τον ίδιο λογοτεχνική βιογραφία του. Έχοντας, επομένως, ως απαρχή το γνωστό αυτό σκίτσο, η Νουαβίλ σκιαγραφεί εκτενώς το πορτρέτο του Κούντερα, ο οποίος προσπαθούσε διαρκώς να δει απέξω τον εαυτό του και το σύμπαν, καταργώντας έτσι την ακραία υποκειμενικότητα και την άγρια επικράτηση του εγώ στη λογοτεχνία. Πρόκειται για το διαρκές αίτημα του συγγραφέα, ο οποίος επέμενε πως οφείλεις ως αναγνώστης και πολίτης «να τοποθετείς το μάτι σου σε απόσταση. Με χαμόγελο». Χωρίς έπαρση, αλλά με ταπεινότητα.
Η ελάχιστη στιγμή της λήθης εκδηλώνεται στιγμιαία μέσα σε ένα βλέμμα, σε μια χειρονομία που κρύβει μέσα της όλο το σύμπαν – ιδού η ελαφρότητα της ύπαρξης που απασχολούσε τον Κούντερα και αναπλάθει πολύ ωραία η συγγραφέας, μελετώντας το παρελθόν του μέσα από μια συγχρονική ματιά, σαν να βλέπει τον βίο του τη στιγμή που συμβαίνει.
Σε αυτό ακριβώς συνίσταται η στρατηγική που ακολουθεί η Νουαβίλ στη συγγραφή ενός βιβλίου που αναλαμβάνει να συνομιλήσει ευθέως με τον συγγραφέα και φίλο της Μίλαν Κούντερα, χωρίς να θέσει σε κίνδυνο τα πιο μύχια κομμάτια του, αφού ούτε ο ίδιος πίστευε στις εξομολογήσεις. Εξού και ότι, αντί για δηλώσεις, η συγγραφέας δημοσιοποιεί φευγαλέα αποσπάσματα από τις συζητήσεις που είχε με τον Κούντερα στο ιστορικό ξενοδοχείο Λουτεσιά, διακόπτοντας την αφήγηση με φωτογραφίες που μιλούν από μόνες τους: από πορτρέτα του προικισμένου μουσικού πατέρα του, Λούντβικ, μαθητή του Γιάνατσεκ, και της όμορφης μητέρας, Μίλαντα, έως το ζαρωμένο χέρι του συγγραφέα στο πιάνο, από εικόνες του σπιτιού του στην οδό Πούρκινιοβα 6 στον τόπο γέννησής του, το Μπρνο, και στην Μπάρτολομιεσκα στην Πράγα μέχρι αμέριμνες στιγμές με τη Βέρα και τους φίλους τους στο Παρίσι. Το αφηγηματικό αυτό κολάζ είχε ως στόχο να σπάσει τη μονοδοξία της σκέψης και τη μονοδιάστατη αφήγηση, κάτι που έκανε κατ’ εξακολούθηση ο ίδιος ο Κούντερα στα βιβλία του, δημιουργώντας αφηγηματικές παρεκβάσεις και παραθέτοντας σκίτσα και εμβόλιμα κείμενα. Ακόμα και ο τρόπος εξιστόρησης της Νουαβίλ ακολουθεί την αγαπημένη του συγγραφέα λογική της τέχνης της φούγκας, αναδεικνύοντας προηγούμενες σκέψεις για να επανέλθει ξανά στο κεντρικό θέμα, υιοθετώντας την οδό των διαρκών παραλλαγών.

Εκδόσεις Βιβλιοπωλείο της Εστίας
Μουσική και ποίηση είναι, εν προκειμένω, τα νήματα που κινούν τις κρυφές κατευθύνσεις του βιβλίου: γιατί μπορεί ο Κούντερα να αποκήρυξε πλατωνικώ τω τρόπω τον παλιότερο ποιητικό εαυτό ακριβώς επειδή θέλησε να αποστασιοποιηθεί από τη μια από τον λυρισμό και από την άλλη από τους στρατευμένους στίχους –ποιος ήξερε ότι ένα από τα πιο ωραία ποιήματα του Γκόρκι που αναφέρει το βιβλίο ήταν αφιερωμένο στον Στάλιν;–, αλλά παρέμεινε ένας ποιητής εν υπνώσει μέχρι τέλους. Επίσης, παρότι του άρεσε η φωτογραφία, αναγκάστηκε να την αποκηρύξει γιατί ήταν ο κατεξοχήν τρόπος παρακολούθησης, όπως υποστηρίζει η συγγραφέας, τις δεκαετίες του ’60 και του ’70. Το διαπίστωσε η ίδια ψάχνοντας για τεκμήρια παρακολούθησης του Κούντερα στα άδυτα των μυστικών υπηρεσιών της ΚαΓκεΜπε, λίγο πιο κάτω από τη γέφυρα του Καρόλου, στην οδό Να Στρούτσε, όπου εντόπισε το κωδικό όνομα που είχε ο Κούντερα στα αρχεία όταν τον παρακολουθούσαν: Ελιτιστής-1. Πρόκειται για άλλη μια προφανή μαρτυρία της αποσυνάγωγης φύσης που έφερνε αντιμέτωπο τον συγγραφέα με όλες τις συσπειρωμένες ομάδες και άτεγκτες αλήθειες σε όλη του τη ζωή.
Η Νουαβίλ δεν αποφεύγει, επίσης, να απαντήσει σε όλες τις κατηγορίες που αμαύρωσαν τη φήμη του Κούντερα, στερώντας του, όπως παραδέχεται, το Νόμπελ. Υπενθυμίζει, ωστόσο, ότι πρόθεσή της δεν είναι να δει μέσα από την κλειδαρότρυπα αλλά να κατανοήσει ποιες ήταν οι απαρχές όλων των κατηγοριών, οι οποίες καμία σχέση δεν είχαν με τον πρωταρχικό σκοπό του Κούντερα, που ήταν η λογοτεχνία. Αντικρούει, για παράδειγμα, την κατηγορία ότι ο συγγραφέας κατέδωσε στις Αρχές έναν νεαρό Τσέχο τη δεκαετία του ’50, την οποία υποστήριξε ένα δημοσίευμα του περιοδικού «Respekt», ενώ αποδομεί με λεπτομέρειες τη γεμάτη μίσος βιογραφία του Γιαν Νόβακ Λούντβικ. Ταυτόχρονα, αποδίδει τη διαβρωμένη εικόνα που υπάρχει στην Τσεχία για τον Κούντερα στην εγγενή τάση, ανεξαρτήτως ιδεολογικών αποχρώσεων, των συμπατριωτών του να θεωρούν όλους όσοι εγκατέλειψαν τότε τη χώρα συλλήβδην προδότες. Όσο για την κατηγορία ότι ο Κούντερα είχε την τάση στα μυθιστορήματά του να κακοποιεί τους γυναικείους χαρακτήρες, η Νουαβίλ επιμένει ότι αυτή η παρανάγνωση οφείλεται στην κυρίαρχη τάση του να συγχέει τις μεταφορές, π.χ. τις βίαιες συνθήκες που παραπέμπουν στις γδαρμένες σάρκες που κρέμονται από τα τσιγκέλια στους αγαπημένους του πίνακες του Μπέικον ή τους βιασμούς στους οποίους αναφέρεται στα μυθιστορήματά του με την πραγματικότητα. Οι μυθιστορηματικοί χαρακτήρες, βιώνοντας διάφορες ακρότητες, απλώς αποκαλύπτουν τον αποτρόπαιο χαρακτήρα και την αρρώστια τους μέσα από αυτό που ανέκαθεν φοβόντουσαν οι φανατικοί: τη μεταφορική τους χρήση. Εδώ, η συνθήκη μοιάζει με εκείνη των αγαπημένων του Κούντερα, Φλομπέρ και Κάφκα, που τους αδίκησαν ακριβώς εξαιτίας της ταύτισης των φανταστικών τους ηρώων με αληθινούς χαρακτήρες, ακόμα και με τους ίδιους.

Η μανία με την κυριολεξία ήταν, άλλωστε, για τον Κούντερα η απαρχή όλων των ολοκληρωτισμών. Από εδώ γεννήθηκε το ’67 το Αστείο, το πρώτο του μυθιστόρημα, όπου η φράση του «ο οπτιμισμός είναι το όπιο του λαού! Το υγιές πνεύμα βρομάει βλακεία. Ζήτω ο Τρότσκι» ελήφθη κατά γράμμα και τον οδήγησε σε μία ακόμα διαγραφή του από το Κομμουνιστικό Κόμμα. Είναι τότε που ο ίδιος αποφάσισε, αντί για τον δρόμο του ρομαντικού εκτιμητή των σπουδαίων ηρώων και των κυρίαρχων ιδεών, να ακολουθήσει συνειδητά τον περιπετειώδη και ειρωνικό δρόμο του Ντιντερό προς ζωντανή υποστήριξη των έσχατων που έσονται πρώτοι. Σκοτώνοντας τον άλλοτε ρομαντικό και επαναστατικό του εαυτό, αυτό το «τέρας», όπως το αποκαλεί στο βιβλίο η Νουαβίλ, φροντίζει να κρατήσει αποστάσεις –βλέπε το Η ζωή είναι αλλού– από τη νεανική, παράφορη εικόνα του. Άλλωστε, στα μάτια του Κούντερα «πραγματικός ήρωας είναι αυτός που κατορθώνει να απαλλαγεί από τον εαυτό του» και αυτό είναι ένα μότο που αναδείκνυε τόσο για προσωπική όσο και για δημόσια χρήση μέχρι τέλους.
Το πραγματικό νόημα για τον συγγραφέα είναι, επομένως, όπως θα επαναλάβει και στην Τέχνη του μυθιστορήματος, ότι όταν «ο Άνθρωπος σκέφτεται, ο θεός γελάει», που σημαίνει ότι το πρόσφορο χιούμορ είναι η μόνη λυσιτελής απάντηση στο διαρκές πολιτικό και υπαρξιακό δράμα. Σε μια πνευματική στασιμότητα που συγκροτείται με βεβαιότητες ο Κούντερα συνειδητά επιλέγει τη διαρκή αμφισβήτηση και τον αλλόκοτο τρόπο του Δον Κιχώτη, ο οποίος προτιμάει να κυνηγάει χίμαιρες από το να κρύβεται σε ασφυκτικές βεβαιότητες και περίκλειστους πύργους. Όπως γράφει χαρακτηριστικά στην Τέχνη του μυθιστορήματος: «Η τέχνη που γεννήθηκε από το γέλιο του Θεού δεν υπηρετεί, εκ φύσεως, ιδεολογικές βεβαιότητες αλλά τις αντικρούει. Όπως και η Πηνελόπη ξηλώνει τη νύχτα το πέπλο που ύφαναν τη μέρα οι θεολόγοι, οι φιλόσοφοι, οι σοφοί». Και αυτό το ακολουθούσε διαρκώς σκοτώνοντας, σαν τον πρωταγωνιστή του, Γιάρομιλ, τον λυρικό ποιητή μέσα και ανακαλύπτοντας την περίφημη «αλήθεια της αβεβαιότητας».
Ως εκ τούτου, δεν πτοήθηκε ακόμα και όταν τον κυνήγησαν οι κρατικοί κομμουνιστικοί φορείς από παντού στην Τσεχία ή όταν τον αμφισβήτησαν οι δήθεν προοδευτικοί στη Γαλλία. Ακόμα και όταν τον έδιωξαν από την Ακαδημία Κινηματογράφου στην Τσεχία ως αντιφρονούντα και παρότι του στέρησαν κάθε δυνατότητα επαγγελματικής αποκατάστασης, εκείνος το χάρηκε, όπως επιβεβαιώνει η Νουαβίλ, ζώντας αμέριμνες μέρες με τη Βέρα στις αρχές της δεκαετίας του ’70 μέχρι το 1975, που έφυγαν για Παρίσι. Ήταν τότε που βιοποριζόταν γράφοντας με ψευδώνυμα ζώδια και φτιάχνοντας αστρολογικούς χάρτες: ήταν η δική του χιουμοριστική απάντηση στη μοίρα, που τον απασχολούσε πάντα. Η έννοια της τύχης και της σύμπτωσης διαπερνούσε κάθε έκφανση της ζωής του και των μυθιστορημάτων του, μετατοπίζοντας το βάρος από το παρελθόν στο τώρα, από την αιώνια επιστροφή στο λαμπερό παρόν. Η συγκυρία του τώρα απασχολούσε πάντα τους Κεντροευρωπαίους συγγραφείς όπως ο Μπροχ, ο Καφκα, ο Μούζιλ, με τους οποίους ανέκαθεν συντασσόταν. Μπροστά στο καθαρό παρόν υποχωρεί το βάρος της Ιστορίας και απλώνεται η φευγαλέα σκιά της λήθης.

Η ελάχιστη στιγμή της λήθης εκδηλώνεται στιγμιαία μέσα σε ένα βλέμμα, σε μια χειρονομία που κρύβει μέσα της όλο το σύμπαν – ιδού η ελαφρότητα της ύπαρξης που απασχολούσε τον Κούντερα και αναπλάθει πολύ ωραία η συγγραφέας, μελετώντας το παρελθόν του μέσα από μια συγχρονική ματιά, σαν να βλέπει τον βίο του τη στιγμή που συμβαίνει. Όπως ο Ζήνων δεν δεχόταν την κίνηση του βέλους γιατί η διαδοχή των στιγμών ακινησίας δεν μπορούσε να είναι κίνηση, το ίδιο εμφανίζονται στις σελίδες οι στιγμές της ζωής του Κούντερα: δεν είναι η διαδοχή των αφηγήσεων που φτιάχνει τη λογοτεχνία αλλά η απίστευτη αποσπασματική τους δύναμη. Η κραταιά δύναμη της αμφιβολίας που διατηρούσε σε κάθε γωνιά της αφήγησης ο ίδιος ως συγγραφέας απλώς επιβεβαίωνε διαρκώς τη δύναμη που έχει η λογοτεχνία να ξαναστήνει τα επιμέρους κομμάτια. Το προσωπικό γίνεται έτσι καθολικό και η στιγμή που η Νουαβίλ μας περιγράφει πως ο Κούντερα θυμάται, όντας σε βαριά άνοια, τις πρώτες του ρομαντικές συνθέσεις από το τηλέφωνο, για να ξαναβυθιστεί ξανά στη λήθη, είναι η πιο ωραία σύνδεση του αλλοτινού εαυτού με το τώρα.
Σήμερα, λοιπόν, που οι βεβαιότητες και οι άτεγκτες αλήθειες ευνοούν νέους φασισμούς και στήνουν άλλους πολέμους, το κενό που άφησε η απώλεια του Κούντερα μοιάζει πιο δυσαναπλήρωτο από ποτέ, μια συνειδητοποίηση που προκύπτει αυθόρμητα, διαβάζοντας τη βιογραφία της Νουαβίλ στην τελευταία μετάφραση του Γιάννη Η. Χάρη, στον οποίο χρωστάμε μια γλώσσα ανάλαφρη, χωρίς περιττά φτιασίδια, ακριβώς όπως την ήθελε ο Κούντερα. Το περιπαικτικό ύφος της αφήγησης θυμίζει αυτά στα οποία θα επανερχόμαστε πάντα, σύμφωνα με το διαρκές αίτημα του Κούντερα, ο οποίος προέτασσε την ανάγκη του παιχνιδιού και όχι αυτή του κανόνα, την ελαφράδα της ειρωνείας στην απειλητική βεβαιότητα ως το μοναδικό όπλο που έχει σήμερα η Δύση. Όπως έγραφε χαρακτηριστικά ο ίδιος στην Αθανασία: «Και τότε κατάλαβα τον Αβενάριο: αν αρνιόμαστε να αποδώσουμε σημασία σ’ έναν κόσμο που ο ίδιος πιστεύει πως είναι σημαντικός, κι αν δεν βρίσκουμε σ’ αυτόν τον κόσμο καμία ανταπόκριση στο γέλιο μας, μια λύση μόνο μας μένει: να τον πάρουμε τον κόσμο έτσι ολόκληρο και να τον κάνουμε αντικείμενο του παιχνιδιού μας: να τον κάνουμε τον ίδιο παιχνίδι». Όσο δύσκολο κι αν φαντάζει αυτό, ειδικά σήμερα.