ΣΤΑ ΣΧΕΔΟΝ ΔΥΟ χρόνια ζωής της στήλης, που προσπαθούμε να φέρουμε το θέμα της αποκέντρωσης ξανά στο προσκήνιο της δημόσιας συζήτησης, έχουμε παρουσιάσει πολλούς ανθρώπους οι οποίοι έχουν αφήσει την Αθήνα ή τη Θεσσαλονίκη και έχουν ξεκινήσει μια άλλη ζωή, σε έναν μικρότερο τόπο. Αυτή την εβδομάδα ο Σταύρος Παναγιωτόπουλος μάς μιλά για μια λίγο πιο διαφορετική διαδρομή, αυτή που τον έφερε από την Καλαμάτα στη Νίσυρο.
Βλέποντας την πόλη που μεγάλωσε να μεταμορφώνεται σε κάτι που δεν αναγνώριζε, πήρε την απόφαση να μετακομίσει με τη σύντροφό του και την οικογενειακή επιχείρηση οπτικών που ιδρύθηκε από τον παππού του το μακρινό 1922 και να ζήσουν μια ζωή με συνείδηση.
Επέλεξαν τη Νίσυρο, καθώς από την πρώτη στιγμή τους είχε αγγίξει το νησί, όχι μόνο για τη φυσική του ομορφιά, αλλά για τους ανθρώπους του, το κλίμα του και την ηρεμία που αναδίδει. Όπως μας λέει χαρακτηριστικά, δεν νιώθει πως έφυγε από κάπου, αλλά ότι επέστρεψε στον εαυτό του. Στη συζήτησή μας εξήγησε την απόφασή του και περιέγραψε πώς εξελίσσεται η ζωή του ως τώρα.
«Η αίσθηση της ελευθερίας που ζούμε εδώ δεν έχει να κάνει με εξωτερικές πολυτέλειες. Είναι κάτι εσωτερικό. Το να ξυπνάς χωρίς κόρνες και άγχος. Το να βλέπεις το πέλαγος πριν ακόμα πιεις καφέ. Το να νιώθεις χρήσιμος σε μια κοινότητα που σε χρειάζεται».
«Υπάρχουν κάποιες αποφάσεις στη ζωή που δεν παίρνονται σε μία στιγμή, αλλά ωριμάζουν αθόρυβα μέσα μας μέχρι που έρχεται εκείνη η μία, καθοριστική μέρα που το “ίσως” γίνεται “τώρα”. Η δική μας απόφαση να αφήσουμε την Καλαμάτα και να ξεκινήσουμε από την αρχή σε ένα μικρό νησί του Αιγαίου ήταν ακριβώς αυτό, η σιωπηλή επιθυμία ετών που βγήκε στην επιφάνεια όταν ο κόσμος πάτησε παύση.

Γεννήθηκα και μεγάλωσα στην Καλαμάτα, μια πόλη που τις δεκαετίες του ’70 και του ’80 διατηρούσε ακόμα τον χαρακτήρα της παλιάς, ανθρώπινης Ελλάδας. Σπούδασα στην Αθήνα, στο ΤΕΙ Οπτικών, αλλά από τότε ήξερα ότι δεν ήταν για μένα οι ρυθμοί της μεγαλούπολης. Δεν είμαι φτιαγμένος για το άγχος, τον θόρυβο, το διαρκές τρέξιμο που ουσιαστικά σε αποκόβει από τον εαυτό σου. Ήξερα ότι κάποτε θα επιστρέψω.
Επέστρεψα λοιπόν, ανέλαβα την οικογενειακή επιχείρηση – μια επιχείρηση με ιστορία σχεδόν 100 χρόνων, ξεκινώντας από τον παππού μου το 1922. Η δουλειά, η οικογένεια, τα παιδιά – όλα στη θέση τους, όπως τα ορίζει η “κανονική” ζωή. Μόνο που μέσα μου κάτι δεν ταίριαζε πια. Η Καλαμάτα άλλαζε. Από μικρή επαρχιακή πόλη άρχισε να θυμίζει Αθήνα: κίνηση, φασαρία, παραβατικότητα, τιμές στα ύψη. Έβλεπα την πόλη που με μεγάλωσε να μεταμορφώνεται σε κάτι που δεν αναγνώριζα.
Η πανδημία μάς έδωσε τον χρόνο και τον χώρο που χρειαζόμασταν για να ακούσουμε στ’ αλήθεια τον εαυτό μας. Έτσι με τη σύντροφό μου αποφασίσαμε να κάνουμε το μεγάλο βήμα, να φύγουμε. Όχι για να ξεφύγουμε, αλλά για να επιστρέψουμε – όχι σε μια πόλη, αλλά σε μια ουσία ζωής που είχαμε χάσει.
Δεν ήταν εύκολο. Οι πρώτες αντιδράσεις από οικογένεια και φίλους ήταν μοιρασμένες: έκπληξη, αγωνία, ερωτήσεις. Αλλά σταδιακά ήρθε η κατανόηση, κι ακόμη περισσότερο η στήριξη, ο θαυμασμός.
Μας ενδιέφερε ένα μέρος που θα συνδύαζε ποιότητα ζωής και επαγγελματικές δυνατότητες. Ένα νησί με μόνιμο πληθυσμό και τουριστική κίνηση. Τα Δωδεκάνησα μάς είχαν κερδίσει από χρόνια. Είχαμε επισκεφτεί την Κω, τη Λέρο, την Κάλυμνο. Αλλά η Νίσυρος… Η Νίσυρος ήταν αλλιώς. Από την πρώτη στιγμή μάς άγγιξε. Όχι μόνο για τη φυσική της ομορφιά, αλλά για τους ανθρώπους της, το κλίμα της, την ηρεμία που αναδίδει.
Μεταφέραμε λοιπόν την επιχείρηση στο Μανδράκι, την πρωτεύουσα του νησιού. Και σιγά σιγά, μεταφέραμε και τη ζωή μας. Όχι βιαστικά – κάθε μετάβαση θέλει τον χρόνο της. Εδώ και οκτώ μήνες ζούμε στη Νίσυρο. Και όσο κι αν ακούγεται απλό, η μεγαλύτερη απόδειξη ότι κάτι αλλάζει μέσα σου είναι ότι… κοιμόμαστε με ανοιχτά παράθυρα. Χρόνια είχαμε να το κάνουμε αυτό.

Οι ρυθμοί είναι αλλιώς εδώ. Ναι, οι άνθρωποι δουλεύουν – συχνά πολύ. Αλλά υπάρχει χρόνος και για την ψυχή. Υπάρχει χρόνος για έναν καφέ δίπλα στο κύμα, για έναν απογευματινό περίπατο, για μια κουβέντα στην αυλή. Η παλιά Ελλάδα που νομίζαμε πως χάθηκε ζει ακόμα σε τόπους σαν κι αυτόν. Εδώ τα παιδιά παίζουν ελεύθερα στους δρόμους, οι γείτονες “αποσπερίζουν”, οι πόρτες δεν κλειδώνουν. Εδώ δεν χρειάζεσαι GPS – όλα οδηγούν στη θάλασσα.
Το καλοκαίρι η Νίσυρος αλλάζει πρόσωπο. Πανηγύρια, γιορτές, κόσμος από παντού. Οι Νισύριοι έχουν το γλέντι στο αίμα τους. Δεν χρειάζονται αφορμή – μόνο παρέα.
Και τον χειμώνα η ηρεμία ξαναγυρίζει σαν παλιός φίλος. Και τότε είναι η ώρα για εξερεύνηση: πεζοπορίες, μονοπάτια, σιωπές.
Μην ξεχνάμε πως το νησί είναι στην ουσία ένα ηφαίστειο – και ως τέτοιο, έχει τη δική του ενέργεια. Μια ενέργεια υπόγεια, ζωντανή, που σε κρατάει σε επαφή με κάτι πιο βαθύ.
Η αίσθηση της ελευθερίας που ζούμε εδώ δεν έχει να κάνει με εξωτερικές πολυτέλειες. Είναι κάτι εσωτερικό. Το να ξυπνάς χωρίς κόρνες και άγχος. Το να βλέπεις το πέλαγος πριν ακόμα πιεις καφέ. Το να νιώθεις χρήσιμος σε μια κοινότητα που σε χρειάζεται. Οι κάτοικοι του νησιού μάς εμπιστεύτηκαν, και αυτό είναι ίσως το πιο σημαντικό κομμάτι της επαγγελματικής μετάβασης: να νιώθεις πως είσαι απαραίτητος, όχι απλώς παρών.

Φυσικά, δεν είναι όλα τέλεια. Υπάρχουν προκλήσεις. Όπως το παράδειγμα ενός αγαπημένου μας φίλου που θέλει να επισκεφθεί το νησί αλλά χρησιμοποιεί αναπηρικό αμαξίδιο. Δυστυχώς, δεν βρήκαμε κατάλυμα με πρόσβαση για άτομα με αναπηρία. Αυτό πονάει – και είναι κάτι που θέλουμε να αλλάξουμε. Γιατί αν δεν διεκδικήσεις κάτι καλύτερο για τον τόπο που διάλεξες, τότε δεν τον έχεις αγαπήσει στ’ αλήθεια.
Όμως για κάθε δυσκολία υπάρχουν δεκάδες όμορφες στιγμές. Οι άνθρωποι της Νισύρου δεν περιγράφονται εύκολα – θα ήταν άδικο να αναφέρω μόνο έναν ή δύο. Είναι η γενναιοδωρία τους, το χιούμορ τους, η αίσθηση πως εδώ οι σχέσεις έχουν βάθος. Και το πιο συγκινητικό είναι πως, ενώ όλα για εμάς είναι καινούργια, νιώθουμε σαν να ήμασταν εδώ πάντα.
Δεν ξέρω αν αυτή είναι η “ιδανική” ζωή. Ξέρω όμως ότι είναι δική μας. Και ότι, για πρώτη φορά μετά από πολύ καιρό, ζούμε με συνείδηση. Δεν κυνηγάμε το Σαββατοκύριακο – κάθε μέρα έχει αξία. Δεν περιμένουμε τις διακοπές – το καλοκαίρι είναι έξω από την πόρτα.

Αυτό που συνειδητοποίησα μέσα από όλο αυτό είναι πως η αληθινή αλλαγή δεν είναι να πας αλλού. Είναι να βρεις το κουράγιο να ζήσεις έτσι όπως σου ταιριάζει. Να ακούσεις την καρδιά σου, ακόμα κι αν η φωνή της έρχεται σε σύγκρουση με τη “λογική”. Κάποιες φορές, η πιο ριζική ελευθερία έρχεται όχι όταν κυνηγάς κάτι νέο, αλλά όταν εγκαταλείπεις αυτό που σε βαραίνει.
Η απόφαση να μετακομίσουμε στη Νίσυρο δεν ήταν φυγή. Ήταν επιστροφή στον εαυτό μας. Και όπως συμβαίνει με κάθε τολμηρή επιλογή, η ανταμοιβή δεν άργησε να έρθει: ησυχία, αυθεντικότητα, σχέση με τη φύση και τους ανθρώπους. Και πάνω απ’ όλα, εκείνο το ανεξήγητο συναίσθημα ότι, επιτέλους, βρίσκεσαι στο σωστό μέρος.
Αν είχα να δώσω μία μόνο συμβουλή από αυτή την εμπειρία, θα ήταν αυτή: όταν η ψυχή σου σού δείχνει τον δρόμο, ακολούθησέ την. Δεν θα σε προδώσει ποτέ».
Στείλτε τις προτάσεις σας για τη στήλη «Γειτονιές της Ελλάδας» στο [email protected]