Στην Καρδαμύλη πρωτοβρέθηκα όταν πήγαινα ακόμα στο δημοτικό. Μια και ο αγαπημένος μου θείος είχε πάρει μετάθεση στην Καλαμάτα –στρατιωτικός γαρ–, τον επισκεπτόμασταν συχνά και σταδιακά αρχίσαμε να εξερευνούμε την ευρύτερη περιοχή.
Η Καρδαμύλη ήταν από τις πρώτες πινέζες που βάλαμε στον χάρτη, οπότε δεν αργήσαμε να πάμε εκεί οικογενειακώς για καλοκαιρινές διακοπές, νοικιάζοντας ένα από αυτά τα old fashion διαμερίσματα με τα σουηδικά έπιπλα και τα κεντημένα καδράκια στους τοίχους.
Από αυτή την εποχή, εκτός από τα θρυλικά δωμάτια, θυμάμαι κάτι βράχια τα οποία δεν ξέρω πού ακριβώς ήταν, κάτι γλέντια με μπουζούκια και κιθάρες στη Στούπα –σε μια υπερυψωμένη ταβέρνα, την οποία νομίζω ότι αναγνώρισα– και κάτι επικά γεμιστά.
Ο καταστροφικός σεισμός του 1986 διέκοψε βίαια τις σχέσεις μας με τη Μεσσηνία, καθώς ο θείος επέστρεψε στα πάτρια «συν γυναιξί και τέκνοις» και για πολλά χρόνια δεν μας έβγαλε ο δρόμος προς τα εκεί.
Η Καρδαμύλη μπορεί να «ανακαλύφθηκε» τις τελευταίες δεκαετίες, όμως ο σπουδαίος ταξιδιωτικός συγγραφέας Πάτρικ Λι Φέρμορ, που πήρε μέρος και στην Αντίσταση στην Κρήτη, ήρθε στο χωριό το 1963, το ερωτεύτηκε, αγόρασε ένα κτήμα εννέα στρεμμάτων και ζώντας σε αντίσκηνα με τη σύζυγό του, Τζόαν, επέβλεψε την κατασκευή του σπιτιού των ονείρων του, και των δικών μου, παρεμπιπτόντως.
Χρειάστηκε να τελειώσω το σχολείο, να πάρω πτυχίο, να παντρευτώ και να αποκτήσουμε το πρώτο μας αυτοκίνητο για να ξαναβρεθώ στην Καρδαμύλη με ένα αντίσκηνο στο πορτμπαγκάζ αλλά και με τα κεντημένα μου σεντόνια με το μονόγραμμα, ως νιόπαντρη που τιμά την προίκα της δεόντως.

Στο αξέχαστο κάμπινγκ «Μελιτσίνα», που πλέον είναι μπουτίκ ξενοδοχείο, στριμωγμένοι κάτω από μια λιλιπούτεια ελιά που πάσχιζε να προσφέρει ελάχιστη σκιά, περάσαμε ένα από τα ωραιότερά μας καλοκαίρια, σε εποχές που ήταν ακόμα πολύ αθώες.
Προορισμός αγαπημένος, όχι μόνο δικός μας «δυστυχώς», η Καρδαμύλη είναι τόπος στον οποίο επανερχόμαστε, φροντίζοντας απλώς να αποφεύγουμε τις περιόδους αιχμής – ο Ίθαν Χοκ, η Ζιλί Ντελπί και το «Πριν τα μεσάνυχτα», που γυρίστηκε εδώ το 2013, έχουν κάνει δουλίτσα.
Πρώτη ημέρα
Η πρώτη εικόνα της Καρδαμύλης που θα αντικρίσετε, εφόσον έρχεστε από την Καλαμάτα, θα σας μαγέψει με την ομορφιά της – δεν έχει χαρακτηριστεί τυχαία «τοπίο ιδιαίτερου φυσικού κάλλους» από το υπουργείο Πολιτισμού.
Χτισμένη στα «πόδια» της ψηλότερης κορφής του Ταΰγετου, του Προφήτη Ηλία, με το Φαράγγι του Βυρού να καταλήγει σε αυτήν, η Καρδαμύλη είναι τόπος που σε μαγεύει άμα τη εμφανίσει.
Η γοητεία της φαίνεται πως έχει βαθιές ρίζες, καθώς η Καρδαμύλη είναι η πρώτη από τις «επτά πεντάμορφες πολιτείες» που τάζει ο Αγαμέμνονας, μαζί με όποια από τις κόρες του προτιμά, στον Αχιλλέα για να τον πείσει να επιστρέψει στη μάχη (Ιλιάδα, ραψωδία Ι, στ. 149-150) μετά τον καβγά για τα μάτια της Βρισηίδας – μάταιος κόπος.
Κοντά στον γραφικό νεότερο οικισμό βρίσκεται η Παλιά (Πάνω) Καρδαμύλη, όπου δεσπόζει το οχυρό συγκρότημα των Μούρτζινων-Τρουπάκηδων, το οποίο πρόλαβα προτού κηρυχθεί ιστορικό διατηρητέο μνημείο και αναστηλωθεί.

Στην τριώροφη οχυρωμένη κατοικία μίας από τις ισχυρότερες μανιάτικες οικογένειες λειτουργεί σήμερα μουσείο, ενώ το συγκρότημα περιλαμβάνει επίσης τον πύργο, το σιδηρουργείο, το ελαιοτριβείο και τον ναό του Άγιου Σπυρίδωνα που χτίστηκε στις αρχές του 18ου αιώνα από μαρμαρόπετρα και πορόλιθο και διαθέτει ένα από τα ομορφότερα καμπαναριά στην Ελλάδα.
Στο οχυρό των Τρουπάκηδων κατέφυγε κυνηγημένος από τους Τούρκους ο Κολοκοτρώνης, εκεί τα βρήκε με τους ντόπιους οπλαρχηγούς, οργάνωσαν την Επανάσταση και δυο μέρες μετά τη δοξολογία που πραγματοποιήθηκε στις 21 Μαρτίου 1821 στον Άγιο Σπυρίδωνα, παρουσία του Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη, κατάφεραν να απελευθερώσουν την Καλαμάτα.
Μετά από αυτό το χορταστικό ταξίδι στον χρόνο και στην Ιστορία, καλή ιδέα είναι μια βουτιά στα Ριτσά, την παραλία που απέχει μόλις πέντε λεπτά από την Παλιά Καρδαμύλη. Ξαπλώστρες, ταβερνάκια, πάρκινγκ είναι όλα στη διάθεσή σας.

Η παραλία έχει μεγάλα βότσαλα, τα νερά βαθαίνουν απότομα, η εικόνα όμως του επιβλητικού και συνήθως νεφοσκεπούς Ταΰγετου μέσα από τη θάλασσα είναι ανυπέρβλητη – λατρεύω να κολυμπώ στα Ριτσά, προφανώς.
Για όσους είναι ελαφρώς «κρυουλιάρηδες», ένας καφές στην Aquarella, με τη μοναδική θέα και τα χαλαρά vibes, θα σας ταξιδέψει. Αν, πάλι, πεινάσατε, ακριβώς δίπλα βρίσκεται η ιστορική ταβέρνας της Λέλας. Η τοποθεσία είναι «κινηματογραφική», η Λέλα μαγείρευε θεϊκά, οπότε είναι στο χέρι σας να αποφασίσετε αν θέλετε να δοκιμάσετε και τη διάδοχη κατάσταση – εγώ δεν βρήκα τραπέζι.
Δεύτερη ημέρα

Η Καρδαμύλη μπορεί να «ανακαλύφθηκε» τις τελευταίες δεκαετίες, όμως ο σπουδαίος ταξιδιωτικός συγγραφέας Πάτρικ Λι Φέρμορ, που πήρε μέρος και στην Αντίσταση στην Κρήτη, ήρθε στο χωριό το 1963, το ερωτεύτηκε, αγόρασε ένα κτήμα εννέα στρεμμάτων και ζώντας σε αντίσκηνα με τη σύζυγό του, Τζόαν, επέβλεψε την κατασκευή του σπιτιού των ονείρων του, και των δικών μου, παρεμπιπτόντως.
Το πετρόκτιστο αυτό σπίτι, που ενσωματώνει πολλά διαφορετικά χαρακτηριστικά, στηρίχτηκε σε σχέδια του ζεύγους και το επέβλεψε ο μοντερνιστής αρχιτέκτονας Νίκος Χατζημιχάλης – το δώρισε ο ίδιος ο «Παντελής», όπως τον αποκαλούσαν οι ντόπιοι, στο Μουσείο Μπενάκη, όσο βρισκόταν ακόμα εν ζωή.
Σήμερα, μετά από μια ανακαίνιση που σεβάστηκε τον χαρακτήρα της, η οικία Λι Φέρμορ είναι ανοιχτή στο κοινό με προγραμματισμένες επισκέψεις και προαγορασμένα εισιτήρια, οπότε φροντίστε να πάτε οργανωμένοι.
«Εγώ χρειάζομαι καυτές πέτρες κι αγκάθια, λιόδεντρα και φραγκόσυκα», έγραφε σ’ ένα γράμμα του ο Φέρμορ και μοιάζει να περιγράφει τον κήπο του σπιτιού του, που, σκαρφαλωμένο σε έναν βράχο πάνω από τη θάλασσα, αγναντεύει το αντικρινό νησάκι, τη Μερόπη, με τον ναΐσκο του Αγίου Νικολάου (1779) και τα ενετικά τείχη, στο οποίο ο συγγραφέας συνήθιζε να πηγαίνει κολυμπώντας.
Η βοτσαλωτή παραλία Καλαμίτσι είναι κάτω από την οικία, οπότε σε περίπτωση που «ψήνεστε», μπορείτε να δοκιμάσετε τις αντοχές σας , αν θέλετε. Μερικά χιλιόμετρα μακρύτερα θα βρείτε τον Φονέα και τα Δελφίνια, παραλίες μανιάτικες, με τα βράχια, τα βότσαλα και τα όλα τους.


Για τους λιγότερο αθλητικούς, η παραλία της Στούπας και της Καλόγριας είναι αμμουδερές, κοσμοπολίτικες, οργανωμένες, κατάλληλες για πιτσιρίκια και πολύ κοντά στην Καρδαμύλη. Η αλήθεια είναι ότι στη Στούπα ένα μικρό σοκ το έπαθα κάποτε, γιατί τη θυμόμουν χαλαρή και όταν βρέθηκα εκεί ένα Σάββατο του Αυγούστου ήταν πραγματικό τρελοκομείο.
Αφού καταφέραμε μετά κόπων και βασάνων να βγούμε από την απολύτως μποτιλιαρισμένη περιοχή, κατευθυνθήκαμε στον Άγιο Νικόλαο, που περιέργως δεν θυμόμουν καθόλου, παρότι, όπως με βεβαίωσαν, είχα πάει και στα… μικράτα μου.
Το γραφικό ψαροχώρι με το κουκλίστικο λιμανάκι του και μια σειρά από περιποιημένα ταβερνάκια ήταν ό,τι έπρεπε. Φάγαμε εξαιρετικά –ακόμα και ψαρόσουπα, μέσα στην ντάλα–, βολτάραμε μπροστά στα πέτρινα αρχοντικά και επιστρέψαμε στη βάση μας για ένα τελευταίο ποτό υπό το σεληνόφως.
Βέβαια, το «τελευταίο» είναι σχετικό, αφού στην Καρδαμύλη πάντα επιστρέφουμε. Το «γιατί» το έχει περιγράψει υπέροχα ο Πάτρικ Λι Φέρμορ: «Η αβίαστη γοητεία γεμίζει ολόκληρη τη μικρή αυτή πόλη. Το καλοκαίρι δροσίζεται απ’ τ’ αεράκι του κόλπου. Το μεγάλο παραπέτασμα του Ταΰγετου εμποδίζει τους παρείσακτους ανέμους απ’ τον βοριά και την ανατολή. Η τραμουντάνα δεν την αγγίζει.
Μοιάζει μ’ εκείνα τα Ηλύσια πεδία, όπου, όπως λέει ο Όμηρος, η ζωή είναι πιο εύκολη για τους ανθρώπους· όπου δεν πέφτει χιόνι, ούτε φυσούν δυνατοί άνεμοι, ούτε πέφτει βροχή κ’ οι μελωδικοί δυνατοί άνεμοι φυσούν πάντα από τη θάλασσα, για να φέρνουνε τη δροσιά σ’ αυτούς που ζουν εκεί». (Μάνη, μτφρ. Τζανής Τζαννετάκης, εκδόσεις Κέδρος).