Το καλοκαίρι που μας πέρασε οργανώσαμε για πρώτη φορά ένα νέο για μας μοντέλο road trip. Με δεδομένο ότι οι τιμές των ακτοπλοϊκών έχουν απογειωθεί, αποφασίσαμε να πάρουμε το πλοίο από Ηγουμενίτσα για Μπάρι και να επιστρέψουμε στην Ελλάδα μέσω Βαλκανίων.
Η πρώτη και αδιαπραγμάτευτη στάση του ταξιδιού ήταν η Ρώμη και η τελευταία –χωρίς να υπολογίζω τις αναγκαίες ενδιάμεσες διανυκτερεύσεις μέχρι τη Σαλαμίνα – η Ίστρια. Η «μεσαία» προτίμησή μας αρχικά ήταν η Μπολόνια, μέχρι που αρχίσαμε να ψάχνουμε για δωμάτιο: οτιδήποτε διέθετε χώρο στάθμευσης ήταν απλησίαστο για το σφιχτό μας budget, πόσο μάλλον που είχαμε ήδη κάνει την υπέρβαση για τα μάτια της Ρώμης.
Κάπως έτσι αρχίσαμε να γλυκοκοιτάμε τη Μόντενα, η οποία, επειδή απέχει κοντά πενήντα χιλιόμετρα από την Μπολόνια, μπορούσε μια χαρά να την αντικαταστήσει. Τελικά, κλείσαμε δωμάτιο σε ένα αγρόκτημα λίγο έξω από την πόλη, κάτι σαν χάνι περισσότερο, αφού διέθετε και τρατορία στην οποία χρησιμοποιούσαν δικές τους πρώτες ύλες.
Ξεκινώντας την «εξερεύνηση», η πιο θεαματική αφετηρία για να γνωρίσει κανείς τη Μόντενα είναι η Piazza Grande, που περιγράφεται έξοχα από το όνομά της και αποτελεί την καρδιά της πόλης – συγκεντρώσεις, διαδηλώσεις, γιορτές, φεστιβάλ, όλα γίνονται εδώ.
Η επιλογή του σημείου αποδείχθηκε πρακτική, καθώς η Μόντενα έχει ένα πολύ βολικό κεντρικό υπόγειο πάρκινγκ με λογικές τιμές. Ήταν όμως και ελαφρώς βασανιστική, ομολογώ, λόγω της έλλειψης κλιματισμού και ενός μεγάλου φεγγίτη χωρίς σκίαση, που μας ξυπνούσε από το ξημέρωμα – συνεπικουρούμενος, φυσικά, από μπόλικα κοκόρια.
Ακόμα καλύτερη, ωστόσο, αποδείχθηκε η επιλογή της πόλης, καθώς η χαλαρότητα, η φινέτσα και το μικρότερο μέγεθός της μας ταίριαζαν περισσότερο απ’ ό,τι η εντυπωσιακή αλλά πολύβουη και ασφαλώς πιο τουριστική Μπολόνια, που δεν κατάφερε να μας γοητεύσει εξίσου.
Ξεκινώντας την «εξερεύνηση», η πιο θεαματική αφετηρία για να γνωρίσει κανείς τη Μόντενα είναι η Piazza Grande, που περιγράφεται έξοχα από το όνομά της και αποτελεί την καρδιά της πόλης – συγκεντρώσεις, διαδηλώσεις, γιορτές, φεστιβάλ, όλα γίνονται εδώ.
Η πλατεία, μαζί με τον καθεδρικό και το καμπαναριό του –που είναι γνωστό ως Ghirlandina, γιατί είναι στολισμένο με μαρμάρινες «γιρλάντες»– χρονολογούνται κυρίως από τον 12ο αιώνα. Το 1997 εντάχθηκαν στον Κατάλογο Παγκόσμιας Κληρονομιάς της UNESCO, ως ενιαίο σύνολο που εκφράζει την ισορροπία μεταξύ πίστης, πολιτικής και τέχνης στη μεσαιωνική Μόντενα. Ο καθεδρικός με τα εντυπωσιακά ανάγλυφα, ο οποίος χτίστηκε στο σημείο όπου βρισκόταν ο τάφος του πολιούχου της πόλης, San Geminiano, θεωρείται αριστούργημα της ρομανικής αρχιτεκτονικής και πρότυπο για πολλούς καθεδρικούς στη βόρεια Ιταλία.
Την ομορφιά της πλατείας έρχονται να συμπληρώσουν το Αρχιεπισκοπικό Μέγαρο του 12ου αιώνα, με τη μπαρόκ πρόσοψη του 1716, και το πολυεπίπεδο ιστορικό συγκρότημα του δημαρχείου, που συνέχισε να «εμπλουτίζεται» μέχρι τον 17ο αιώνα.
Εφόσον αγαπάτε, όπως εμείς, τα ιστορικά καφέ, αναζητήστε πίσω από το δημαρχείο την Piazza della D’Ova –όπου στο παρελθόν γινόταν το εμπόριο των αυγών–, με το περίφημο Caffè dell’Orologio (1859), διαχρονικό στέκι της τοπικής διανόησης και ιδανικό σημείο όχι μόνο για καφέ αλλά και για ένα περιποιημένο aperitivo.
Περπατήστε στην πολύβουη, αρχαία Via Emilia (187 π.Χ.), η οποία ήταν έργο του Ρωμαίου στρατηγού Αιμίλιου Παύλου και συνέδεε τις ρωμαϊκές αποικίες στην περιοχή – σήμερα είναι γεμάτη με καταστήματα πάσης φύσεως. Αν, πάλι, αναζητάτε κάτι πιο χαλαρό, η Piazza Roma με το επιβλητικό Palazzo Ducale είναι μια καλή ιδέα.
Η Μόντενα είναι η πατρίδα του Λουτσιάνο Παβαρότι και της Φεράρι και φιλοξενεί τα αντίστοιχα μουσεία για όσους λατρεύουν την όπερα ή/και τα γρήγορα αυτοκίνητα. Φημίζεται όμως εξίσου για το βαλσαμικό ξίδι και τη γαστρονομία της: σε αυτήν, εξάλλου, επέλεξε να ανοίξει την «αστεράτη» και πολυβραβευμένη Osteria Francescana ο διάσημος Ιταλός σεφ Massimo Bottura.
Μια επίσκεψη στη Mercato Albinelli, την κλειστή αγορά της πόλης που λειτουργεί από το 1931, θα σας βάλει στον κόσμο των εξαιρετικών τυριών και αλλαντικών, των χειροποίητων ζυμαρικών και του ξεχωριστού κόκκινου αφρώδους κρασιού της περιοχής, του Lambrusco. Εμείς το απολαύσαμε επί τόπου, συνοδεύοντας κάτι λαχταριστά αραντσίνι, και επιστρέψαμε στα πάτρια με καμιά δεκαριά μπουκάλια για τον χειμώνα.
Υπάρχουν κι άλλες ενδιαφέρουσες γεύσεις που πρέπει κανείς να δοκιμάσει στη Μόντενα, ανάμεσά τους και ωραιότατα ραγού, όπως σε ολόκληρη την Ιταλία. Τα φρέσκα τορτελίνια κυριαρχούν στις κουζίνες, όπως και στα σουβενίρ, με πιο χαρακτηριστικά τα tortellini en brodo, ένα «θεραπευτικό» πιάτο με τα ζυμαρικά να κολυμπούν σε έναν διάφανο ζωμό κοτόπουλου ή μοσχαριού – προσωπικά, δεν άφησα ούτε σταγόνα. Τα gnocco fritto, από την άλλη, είναι μια χρυσή, φουσκωτή τηγανητή ζύμη σε διάφορα μεγέθη και σχήματα, που αντικαθιστά το ψωμί, συνοδεύει τα πάντα και κλέβει τις εντυπώσεις.
Για την ιστορία, εμείς ευχαριστηθήκαμε φαγητό στην περιποιημένη Trattoria Mi Piace και στην Trattoria Ermes – αστέρια Michelin μπορεί να μη διαθέτουν αλλά έχουν αυθεντικά, νόστιμα πιάτα.
Γενικότερα, στη Μόντενα φάγαμε αλλά και ήπιαμε καλά, μιας και, πέρα από όλα τα άλλα, είναι και φοιτητούπολη, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τους ρυθμούς και την ατμόσφαιρά της.
Το Cezare και το Slanzi είναι δύο από τα μπαράκια που ξεχωρίσαμε και μαζί με αυτά της Piazza della Pomposa, στην οποία γεμίζαμε τα μπουκάλια μας με νερό από μια μαρμάρινη κρήνη, είχαν κίνηση μέχρι αργά· σημειώστε και τη «δυνατή» Salumeria in Pomposa με τα πολύ καλά κοκτέιλ.
Δεν θα μπορούσαμε να βρισκόμαστε τόσο κοντά και να μην επισκεφθούμε την Acetaia Giusti, την οξοποιία που ιδρύθηκε το 1605 και θεωρείται η παλαιότερη παραγωγός βαλσαμικού ξιδιού στον κόσμο. Η οικογένεια Giusti συνεχίζει την παράδοση εδώ και δεκαεπτά γενιές, ενώ το ξίδι της, εκτός από πλήθος διακρίσεων, έχει βρεθεί και στο τραπέζι της βασιλικής οικογένειας των Σαβοΐων.
Αφού μπήκαμε στο «Gran Deposito» –τη μεγάλη αποθήκη όπου παλαιώνεται το ξίδι μέσα σε βαρέλια που χρονολογούνται μέχρι και τον 18ο αιώνα– μάθαμε τα πάντα για το βαλσαμικό και την ιστορία του στο μουσείο που στεγάζεται στο οικογενειακό αρχοντικό. Το αποκορύφωμα της επίσκεψης ήταν η γευσιγνωσία που μας πρότειναν στο πωλητήριο: αφού δοκιμάσαμε απίστευτα ξίδια, ακόμα και αιωνόβια, ενθουσιασμένοι από την ξεχωριστή αυτή εμπειρία δώσαμε δεκαεπτά ευρώ και αγοράσαμε για ενθύμιο ένα από τα οικονομικότερα μπουκάλια – το ακριβότερο ξίδι της ζωής μας, εννοείται.
Όλες τις μέρες που βρισκόμασταν στη Μόντενα, ο Τάσος προσπαθούσε να μας πείσει να πάμε και στο Κάρπι, τον δεύτερο μεγαλύτερο δήμο της περιφέρειας Εμίλια-Ρομάνια. Αρχικά κοροϊδεύαμε, κάνοντας λογοπαίγνια με το Κάπρι, στο τέλος όμως αποφασίσαμε να του κάνουμε το χατίρι και προς έκπληξή μας δικαιώθηκε πανηγυρικά.
Έδρα της οικογένειας των Πίο κατά τον Μεσαίωνα (1319-1525), το Κάρπι, εκτός από το Palazzo dei Pio που πλέον στεγάζει μουσεία, διαθέτει μια από τις μεγαλύτερες –δεκαέξι ολόκληρα στρέμματα– και πιο χαρακτηριστικές πλατείες της Ιταλίας. Η Piazza dei Martiri έχει αναγεννησιακά στοιχεία και την περιτριγυρίζουν 52 καμάρες, οι οποίες κρύβουν εμπορικά καταστήματα αλλά και ωραιότατα καφέ για να πιείτε και να τσιμπήσετε κάτι.
Στην πλατεία βρίσκεται ο αναγεννησιακός καθεδρικός της πόλης, Cattedrale dell’Assunta (1517), ενώ εξαιρετικό παράδειγμα ρομανικής αρχιτεκτονικής είναι η Santa Maria in Castello του 752 μ.Χ., που πήρε την τελική της μορφή τον 16ο αιώνα και είναι άμεσα συνδεδεμένη με την ίδρυση της πόλης.
Ο Αστόλφο, λοιπόν, ο βασιλιάς των Λομβαρδών, έχασε κατά τη διάρκεια του κυνηγιού το αγαπημένο του γεράκι. Περί Αγίου Φανουρίου μάλλον δεν γνώριζε, γι’ αυτό και αντί για φανουρόπιτα έταξε, σε περίπτωση που βρει το πτηνό, να χτίσει μια πόλη και μια εκκλησία αφιερωμένη στην Παναγία. Το γεράκι εν τέλει βρέθηκε στο κλαδί ενός Carpinus betulus –ελληνιστί γαύρου–, η πόλη ονομάστηκε Κάρπι και η εκκλησία είναι η περίφημη Santa Maria in Castello. Ο ευλαβής Αστόλφο τήρησε την υπόσχεσή του μέχρι κεραίας.
Με κάτι τέτοιους ωραίους θρύλους συνοδεύει τις υπέροχες πόλεις της η γειτονική μας Ιταλία και δεν ξέρουμε ποια να πρωτοδιαλέξουμε κάθε φορά.