«Η ΗΡΕΜΙΑ ΣΤΗΝ καλοκαιρινή αυλή του οινοποιείου, το θρόισμα των αμπελόφυλλων, η σκιά της μουριάς και το φαγητό από προϊόντα του κήπου τους ήταν όλα αυτά που με κέρδισαν. Σύντομα κατάλαβα ότι ανήκω εκεί».
Η Ελένη Νέρουππου μας δηλώνει χωρίς περιστροφές πως της λείπει η ζωή στο Παγκράτι. Αυτό δεν σημαίνει όμως ότι δεν ξεχωρίζει και πολλά θετικά στη ζωή που επέλεξε να χτίσει στο Βασιλικό τα τελευταία τέσσερα χρόνια γύρω από τα αμπέλια του συντρόφου της, ενός από τους νεότερους οινοποιούς πρώτης γενιάς στη χώρα. Παρακάτω μας εξιστορεί η ίδια τα βήματα της ζωής της που την έφεραν από το κέντρο της Αθήνας σε μια κωμόπολη της Εύβοιας.
«Γεννήθηκα και μεγάλωσα στο Παγκράτι. Έμενα σε ένα διαμέρισμα με τον πατέρα μου και τα δυο αδέρφια μου. Τα σχολεία στα οποία φοιτούσα ήταν πολυπολιτισμικά κι αυτό μου έδωσε τη δυνατότητα να αναπτύξω φιλίες με παιδιά από διάφορες περιοχές της Γης. Όταν μεγαλώσαμε λίγο, κάπου στο γυμνάσιο, οι γονείς μας μας άφηναν να βγαίνουμε στη γειτονιά κι εμείς πηγαίναμε να δούμε την ταινία που έπαιζε στο σινεμά εκείνη την περίοδο, μαζευόμασταν σε συνοικιακές καφετέριες με επιτραπέζια και παίζαμε με τις ώρες.
«Κοιτώντας πίσω, καταλαβαίνω ότι η ζωή στην πρωτεύουσα γίνεται όλο και πιο δύσκολη. Μπορεί να προσφέρει πολλές επιλογές για διασκέδαση και ενασχόληση, όμως βιάζεσαι τόσο να τα κάνεις όλα μαζί μονομιάς που, τελικά, δεν τα απολαμβάνεις, και η εύκολη πρόσβαση σε τόσα δρώμενα ίσως να σε κάνει να μην τα εκτιμάς πραγματικά».
Κάποια Σαββατοκύριακα πηγαίναμε να επισκεφτούμε τη θεία της μητέρας μου, τη γιαγιά Νίτσα, η οποία έμενε στον Μύτικα Χαλκίδας. Εκεί παίζαμε με τα αδέρφια μου στην αυλή και στη γύρω γειτονιά. Ο πατέρας μου, θέλοντας να πραγματοποιήσει το όνειρο της μητέρας μου, την οποία έχουμε χάσει, έχτισε ένα εξοχικό σε μια κοντινή περιοχή, το Λευκαντί Ευβοίας. Το Λευκαντί είναι η παραλία του Βασιλικού. Σε αυτό το μέρος, από την πέμπτη δημοτικού και μετά, ξόδευα τα καλοκαίρια μου.

Μια αστεία ιστορία διαδραματίστηκε κάποια Χριστούγεννα που βγήκαμε να πούμε τα κάλαντα με τον αδερφό μου και τα ξαδέρφια μου. Στο περίπτερο της γειτονιάς συναντήσαμε έναν κύριο ο οποίος ήθελε να του πούμε τα κάλαντα στο σπίτι του κι έτσι μας φόρτωσε στην καρότσα του αυτοκινήτου του και μας πήγε στην αυλή του σπιτιού του. Αφού του είπαμε τα κάλαντα, επιστρέψαμε σπίτι μας, αφηγηθήκαμε το γεγονός στους γονείς μας κι εκείνοι έπαθαν σοκ. Ο κύριος αυτός αποδείχθηκε πως ήταν ο Ρωχάμης.
Πίσω στο Παγκράτι, είχα μια τυπική καθημερινότητα. Μετά το σχολείο πήγαινα φροντιστήριο –αγγλικά, γαλλικά ή για τα μαθήματα του σχολείου– και διάβαζα πολύ για να περάσω σε μια σχολή στην Αθήνα. Τελικά πέρασα στο Παιδαγωγικό Τμήμα Δημοτικής Εκπαίδευσης στο ΕΚΠΑ, όπου και φοίτησα για τέσσερα χρόνια.
Ένα καλοκαίρι πριν από τις Πανελλήνιες, ερωτεύτηκα ένα παιδί από το Βασιλικό, γιο αγροτών, τον τωρινό σύντροφό μου, τον Σπύρο Σκουμπρή. Ο Σπύρος είχε όνειρο να σπουδάσει οινολογία-αμπελουργία στη Νεμέα και το έκανε. Τον θαύμαζα γι' αυτό. Ήθελε κότσια εκείνη την εποχή να σπουδάσεις κάτι σχετικό με το κρασί, όταν δεν έχεις το υπόβαθρο, ειδικότερα όταν όλοι μας οι φίλοι επέλεγαν σχολές μηχανικών και πληροφορικής. Ο Σπύρος όμως κατάφερε το 2015 να είναι ο νεότερος οινοποιός στην Ελλάδα, σε ηλικία 20 χρόνων, φτιάχνοντας το δικό του οινοποιείο, το Οινοποιείο Σκουμπρή, από το μηδέν. Σήμερα είναι ένας από τους νεότερους οινοποιούς πρώτης γενιάς της χώρας. Πέτυχε τόσο νωρίς τα όνειρά του κι εγώ τον θαυμάζω που τα κρασιά του βραβεύονται από την πρώτη κιόλας χρονιά.
Αν με ρωτούσες τότε, δεν θα φανταζόμουν ποτέ ότι η σχέση μας θα κρατούσε μέχρι σήμερα, 12 χρόνια. Εκείνος με στήριξε στις Πανελλήνιες, όταν βγήκα στο εξωτερικό για σπουδές, στο πτυχίο μου, στο μεταπτυχιακό μου και σε όλα μου τα βήματα. Μετά το πτυχίο μου, δούλεψα για 1,5 χρόνο σε ένα ιδιωτικό σχολείο και για μισό σε ένα δημόσιο σχολείο στον Νέο Κόσμο. Τα καλοκαίρια μου, ωστόσο, συνέχιζα να τα περνάω στο Βασιλικό, απλώς με λίγο διαφορετικό τρόπο: ξόδευα ώρες ατελείωτες βοηθώντας τον Σπύρο σε οποιαδήποτε δουλειά του αμπελιού.

Αποκορύφωμα ήταν πάντα το τέλος του καλοκαιριού, όποτε και ξεκινάει ο τρύγος. Πάντα ξυπνούσα πρώτη, αχάραγα, έβαζα ένα τουρμπάνι στο κεφάλι και ήμουν πολύ ενθουσιασμένη. Για μένα ήταν από πάντα κάτι όμορφο, μια γιορτή. Ο κύριος Αντώνης, ο μπαμπάς του Σπύρου, να οδηγεί σχεδόν σαστισμένος το τρακτέρ και να γελάμε, η κυρία Σούλα, η μαμά του, να μαγειρεύει το φαγητό και να καθόμαστε οικογένεια και φίλοι μαζί το μεσημέρι γύρω από το τραπέζι, μετά τον τρύγο, για να φάμε. Η ηρεμία στην καλοκαιρινή αυλή του οινοποιείου, το θρόισμα των αμπελόφυλλων, η σκιά της μουριάς και το φαγητό από προϊόντα του κήπου τους ήταν όλα αυτά που με κέρδισαν.
Σύντομα κατάλαβα ότι ανήκω εκεί. Μέσα στη φύση, δίπλα στα αμπέλια, να βλέπω τους κόπους μου να ανταμείβονται μέσα σε ένα μπουκάλι κρασί. Ωστόσο, όταν είσαι πρώτης γενιάς οινοποιός, το επάγγελμα δεν μπορεί να σε ζήσει. Με τον Σπύρο αποφασίσαμε να συνεχίσουμε τις κανονικές μας δουλειές –εκείνος διανομέας και αποθηκάριος κι εγώ δασκάλα– ώστε να έχουμε μια κύρια πηγή εισοδήματος. Έτσι, άρχισα να δηλώνω κάθε χρόνο ως αναπληρώτρια εκπαιδευτικός την Εύβοια, κι ας μη με έπαιρναν από την αρχή της σχολικής χρονιάς. Είχα περισσότερο χρόνο να ασχοληθώ με τα αμπέλια άλλωστε.
Η απόφασή μου αυτή αρχικά τρομοκράτησε τον πατέρα μου. Είχε τις ανησυχίες του, διότι το Λευκαντί τον χειμώνα ερημώνει. Η αλήθεια είναι πως οι επιλογές σε διασκέδαση και πολιτιστικές εκδηλώσεις είναι λιγοστές και προπάντων είσαι ανήμπορος χωρίς αυτοκίνητο. Ο αδερφός μου υπήρξε πιο υποστηρικτικός. Μου δάνειζε το αυτοκίνητό του για να μπορώ να πηγαινοέρχομαι στη δουλειά και στο οινοποιείο. Το πρώτο διάστημα που έμενα εδώ ήταν δύσκολο, δεν θα σου πω ψέματα. Στο Παγκράτι, όποτε πιεζόμουν, πήγαινα μια βόλτα μέχρι το Καλλιμάρμαρο ή τον Εθνικό Κήπο και αποφορτιζόμουν.
Εδώ δεν μπορείς να πας πουθενά με τα πόδια, διότι δεν υπάρχουν οι υποδομές: είναι πολύ σκοτεινά το βράδυ και δεν υπάρχουν πεζοδρόμια. Εάν το οδικό δίκτυο βελτιωνόταν με πρόβλεψη για φωτισμό και πεζοδρόμια και εάν σχεδιαζόταν ένας ποδηλατόδρομος που να συνέδεε τα γύρω χωριά, ίσως οι μετακινήσεις να ήταν πιο εύκολες και να λυνόταν το πρόβλημα που υπάρχει. Στο Παγκράτι έχει ζωή χειμώνα-καλοκαίρι, ακούς φωνές, γέλια, αυτοκίνητα, μουσικές από τα μαγαζιά, νιώθεις τους ρυθμούς της πόλης. Εδώ αυτά μπορεί να τα βρεις μόνο τον Ιούλιο και τον Αύγουστο και μόνο στον πεζόδρομο της παραλίας.

Είμαι, λοιπόν, από το 2021 μόνιμα στην περιοχή. Έχουν περάσει ήδη τέσσερα χρόνια και δεν σου κρύβω ότι μου λείπει πολύ η ζωή στο Παγκράτι. Είχα μάθει να πετάγομαι όπου θέλω και όποτε το θέλω· να παίρνω το τρόλεϊ και να κατεβαίνω κέντρο για έναν περίπατο· να σηκώνω το βλέμμα μου ψηλά και να βλέπω τη φωτισμένη Ακρόπολη και τον Λυκαβηττό. Με γαλήνευε αυτή η θέα. Εδώ που είμαι υπάρχει το πρόβλημα των αποστάσεων και των περιορισμένων επιλογών.
Αυτό όμως που στερούμαι πιο πολύ είναι τα πολιτιστικά δρώμενα και το ethnic φαγητό που λατρεύω. Ο τρόπος διατροφής μου άλλαξε σημαντικά αφού ακολουθούσα χορτοφαγική διατροφή στο παρελθόν, την οποία είναι δύσκολο να ακολουθήσω εδώ λόγω περιορισμένων επιλογών. Όμως το μέρος εδώ έχει και τα θετικά του. Οι ρυθμοί είναι σίγουρα πιο αργοί και σου επιτρέπουν να απολαύσεις ό,τι κάνεις, οι σχέσεις με τους ανθρώπους είναι πιο ουσιαστικές.
Επίσης, το καλοκαίρι το περνάω στην παραλία και στα αμπέλια, δηλαδή στη φύση, πράγμα που με γαληνεύει και με γεμίζει. Μόλις αρχίσει να ανοίγει ο καιρός, βγαίνουμε για βόλτες στην παραλία και ανεβαίνουμε τον λόφο της Ξηρόπολης. Στην Ξηρόπολη έχουν γίνει ανασκαφές που έφεραν στο φως έναν αρχαίο οικισμό και ευρήματα, π.χ. το αρχαιότερο ένδυμα που έχει βρεθεί ποτέ και ένα πήλινο ειδώλιο Κενταύρου.
Τον χειμώνα μάς αρέσει να παραγγέλνουμε κρέπες από τη συνοικιακή και οικονομική κρεπερί και να αράζουμε σε σπίτια φίλων. Το καλό είναι ότι το Βασιλικό είναι δίπλα στην Αθήνα και όποτε μου λείπει το θέατρο, μια συναυλία ή κάτι πιο “ιδιαίτερο” που θέλω να φάω, μπορώ να πάω αυθημερόν. Από την άλλη μεριά, μπορεί σε αυτό το μέρος να φτιάχνουμε το κρασί μας, ωστόσο είναι δύσκολο να το πουλήσουμε στην τοπική κοινωνία. Ο κόσμος εδώ δεν είναι μαθημένος να πίνει εμφιαλωμένο κρασί και μπορώ να πω πως ούτε να το πουλάει είναι εκπαιδευμένος. Οπότε θα έλεγε κανείς ότι πήραμε ένα πολύ μεγάλο ρίσκο με το να ασχοληθούμε με την οινοποιία.
Είναι γεγονός πως οι αγροτικές ασχολίες είναι πιο δύσκολες από τις δουλειές γραφείου. Όμως δεν ανταμείβεσαι με τον ίδιο τρόπο. Στις αγροτικές ασχολίες καθετί που κάνεις, καθετί που παράγεις νιώθεις ότι είναι το παιδί σου. Φροντίζεις τα κλήματά σου με προσοχή, ποτίζεις τα φυτά σου ανυπομονώντας να καρποφορήσουν και συνδέεσαι με τη φύση με όλους τους δυνατούς τρόπους. Δεν είναι όμως όλα ρόδινα. Οι καιρικές συνθήκες έχουν αλλάξει και πλέον δεν μπορείς να τις προβλέψεις. Το να δουλεύεις με ανοιχτό ουρανό έχει γίνει ευχή και κατάρα. Από τη μια στιγμή στην άλλη, οι κόποι σου μπορεί να καταστραφούν, ενώ εσύ κάνεις ό,τι περνάει από το χέρι σου για να τους σώσεις. Υπήρχαν χρονιές που πάθαμε ζημιές σε μεγάλο μέρος της παραγωγής μας. Μία από αυτές ήταν από τις πλημμύρες του ποταμού Λήλα που χωρίζει τις δύο περιοχές, το Μπούρτζι, όπου έχουμε τα αμπέλια μας και το οινοποιείο μας, και το Βασιλικό, στο οποίο μένουμε.

Μια άλλη χρονιά τα αμπέλια μας στρεσαρίστηκαν από τους συνεχόμενους καύσωνες και τη λειψυδρία του χειμώνα. Φέτος, ένας ξαφνικός παγετός τον Απρίλη, ενώ τα αμπέλια είχαν ξυπνήσει και είχαν ήδη πετάξει βλαστούς, ήταν καθοριστικός· έκαψε τους κύριους βλαστούς τους. Το άγχος, λοιπόν, είναι συνυφασμένο με την αμπελουργία, μια και συνδέεσαι με το φυτό και τους καρπούς του και εξαρτάται η δουλειά σου από αυτό. Εξάλλου, το τελικό αποτέλεσμα, το κρασί, αναδεικνύει όλα αυτά που έχει περάσει το αμπέλι κατά τη διάρκεια της χρονιάς, συνεπώς το τελικό προϊόν σου κάθε χρονιά ποικίλλει σε αρώματα και γεύση.
Εμείς κρατάμε τις ετικέτες ίδιες, όμως προσπαθούμε μέσα από αυτές να κρατήσουμε την παράδοση και να αναδείξουμε την ιστορία του τόπου μας. Σε μια σειρά κρασιών αποτυπώνουμε τις γεωργικές ασχολίες και μηχανήματα που χρησιμοποιούσαν παλιότερα οι άνθρωποι για να καλλιεργήσουν τη γη τους και μια άλλη ετικέτα την έχουμε αφιερώσει στον Licario, έναν Ενετό ιππότη, ο οποίος απελευθέρωσε από τους ομοεθνείς του μεγάλο μέρος της Εύβοιας στο όνομα της αγάπης. Χρισμένος ιππότης από τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία, έζησε στο Κάστρο Φύλλων, που είναι στο διπλανό χωριό.
Κοιτώντας πίσω, καταλαβαίνω ότι η ζωή στην πρωτεύουσα γίνεται όλο και πιο δύσκολη. Η κίνηση, τα ενοίκια που ακριβαίνουν και η πτώση αξιών είναι παράγοντες που απωθούν τους νέους, τους διώχνει μακριά της. Μπορεί να προσφέρει πολλές επιλογές για διασκέδαση και ενασχόληση, όμως βιάζεσαι τόσο να τα κάνεις όλα μαζί μονομιάς που, τελικά, δεν τα απολαμβάνεις, και η εύκολη πρόσβαση σε τόσα δρώμενα ίσως να σε κάνει να μην τα εκτιμάς πραγματικά. Ίσως απλώς ακολουθείς τους ρυθμούς της πόλης για να μπορέσεις να συμβαδίσεις με τους ανθρώπους γύρω σου.
Εάν κάποιος θέλει να ζήσει στην επαρχία, αλλά φοβάται, θα τον συμβούλευα να ξεκινήσει από μια περιοχή κοντινή στην Αθήνα και να δώσει στον εαυτό του το περιθώριο μιας μεταβατικής περιόδου. Έτσι, η αλλαγή θα είναι βαθμιαία και όχι απότομη, ώστε να μπορέσει να τεστάρει τις αντοχές του και να μπορέσει να εγκλιματιστεί πιο εύκολα· να έχει, εάν το επιθυμεί, ένα παραθυράκι ασφαλείας και να πηγαίνει στην Αθήνα για να καλύψει τις ανάγκες που η επαρχία δεν μπορεί».
Στείλτε τις προτάσεις σας για τη στήλη «Γειτονιές της Ελλάδας» στο [email protected]