Η ΔΗΜΟΣΙΑ ΠΑΡΟΥΣΙΑ του Αλέξη Τσίπρα είχε πάντα κάτι από τον ρυθμό μιας τηλεοπτικής σειράς. Έμοιαζε με πρωταγωνιστή σε αφήγημα γεμάτο δραματικές κορυφώσεις, ξαφνικές ανατροπές, θριάμβους και ήττες, συγκρούσεις και ρήξεις που άφησαν το αποτύπωμά τους. Στην πολιτική σκηνή εμφανίστηκε ως ο πολλά υποσχόμενος νέος, αποχώρησε ως βαριά ηττημένος και τώρα επανέρχεται, χτίζοντας ένα πιο κεντρώο προφίλ και επιχειρώντας να εκφράσει μια νέα εκδοχή πατριωτισμού.
Τις τελευταίες μέρες παρακολουθούμε το λεγόμενο rebranding του πρώην πρωθυπουργού να ξεδιπλώνεται σχεδόν σαν διαφημιστική καμπάνια με καθημερινά επεισόδια. Κάθε μέρα και ένα καινούργιο τρέιλερ. Πρώτα ήρθε ο τίτλος του βιβλίου, στη συνέχεια ο πρόλογος, μετά ακολούθησε η ανακοίνωση του επιστημονικού συμβουλίου, με τους ακαδημαϊκούς να λειτουργούν ως «βιτρίνα».
Έπειτα εμφανίστηκε το στιγμιότυπο όπου διαβάζει αποσπάσματα της «Ιθάκης» για το audiobook, με τη βοήθεια του Αιμίλιου Χειλάκη, χθες είδαμε εικόνες από το τυπογραφείο. Σήμερα ήρθε η συνέντευξη, σε μορφή podcast, στην οποία δήλωσε: «Η Ιθάκη δεν είναι ένας προορισμός, είναι ένα ταξίδι αέναο. Και αυτό αφορά τον καθένα από εμάς. Όλοι μας βιώνουμε τις δικές μας οδύσσειες και τις δικές μας Ιθάκες». Στην ουσία ο Αλέξης Τσίπρας έχει θέσει σε κίνηση μια εκστρατεία επιθετικού μάρκετινγκ, δικαιολογημένη βέβαια, αν σκεφτεί κανείς ότι μιλάμε για ένα βιβλίο 762 σελίδων που ετοιμάζεται να βγει στις προθήκες των βιβλιοπωλείων από τις εκδόσεις Gutenberg.
Ο Τσίπρας δείχνει να αντιλαμβάνεται ότι το εκλογικό του σώμα άλλαξε. Εκείνοι που κάποτε τον είδαν και τον ψήφισαν ως το πρόσωπο μιας υπόσχεσης τώρα τον παρακολουθούν σαν γνώριμο χαρακτήρα που επιστρέφει αφού έχασε αρκετά επεισόδια.
Σε μια εποχή που πολλοί Δυτικοί ηγέτες ανεβαίνουν στη σκηνή ως φορείς μιας υπόσχεσης εκτόνωσης και καταλήγουν να ασκούν την πιο παραδοσιακή μορφή εξουσίας, ο Τσίπρας δεν αποτελεί εξαίρεση αλλά μία ακόμη παραλλαγή του ίδιου μοτίβου. Ίσως γι’ αυτό το νέο του βιβλίο, που έχει τον τίτλο «Ιθάκη», μοιάζει με ακόμη ένα επεισόδιο μιας μακράς πολιτικής σαπουνόπερας στην οποία ο πρωταγωνιστής επιχειρεί να ξαναγράψει το σενάριο εκ των υστέρων. Τον παρακολουθούμε να συνθέτει το μοντάζ της δικής του εκδοχής και να αφήνει υπαινιγμούς για το μέλλον, σαν να θέλει να κρατήσει μισάνοιχτη μια πόρτα που δεν παραδέχεται ότι έχει κλείσει.
Στην πραγματικότητα, ποτέ δεν κατάφερε να διανύσει την απόσταση μεταξύ του αντισυστημικού λόγου και της άσκησης της κυβερνητικής πολιτικής. Η συγκυβέρνηση με ένα δεξιό, εθνικολαϊκιστικό κόμμα, οι κλειστές τράπεζες, το τρίτο μνημόνιο, η διαρκής αντιπαράθεση με τα ΜΜΕ και, πάνω από όλα, η τραγωδία στο Μάτι σημάδεψαν βαθιά τη δημόσια εικόνα του. Σήμερα, έχει εξελιχθεί σε πολύ καλό φίλο ισχυρών μέσων ενημέρωσης που μέχρι χθες αντιπαθούσε σφόδρα. Επίσης, δεν είναι τυχαίο ότι την πιο αιχμηρή κριτική αυτό το διάστημα τη δέχεται από τους μέχρι χθες συντρόφους και συνοδοιπόρους του της «πρώτης φοράς αριστερά». Για να μη θυμηθούμε και τα κοσμητικά επίθετα που άκουσε όταν καθυστέρησε να τοποθετηθεί για την απεργία πείνας του Πάνου Ρούτσι.
Ωστόσο, το ενδιαφέρον είναι ότι αυτή η προσπάθεια δεν απευθύνεται μόνο στους παλιούς θεατές και ψηφοφόρους. Άλλωστε, το κοινό έχει αλλάξει. Ο ΣΥΡΙΖΑ είναι πια η σκιά του εαυτού του και η αρχική φρενίτιδα έχει δώσει τη θέση της σε μια πιο ψυχρή απόσταση, σε μια στάση που κουβαλά τα σημάδια μιας διεθνούς μετα-πολιτικής κόπωσης.
Δεν πρόκειται για κάποια ελληνική ιδιαιτερότητα. Δημοκρατίες σε όλη τη Δύση παλεύουν να ισορροπήσουν μεταξύ της επιθυμίας για ανανέωση και της ανάγκης για σταθερότητα. Η σχέση ηγέτη και ψηφοφόρων δεν διαβρώνεται μόνο από τα λάθη αλλά και από αυτό το επίμονο déjà vu που αφήνει πίσω της η κατάρρευση κάθε μεγάλης υπόσχεσης.
Επομένως, η «Ιθάκη» δεν είναι μόνο μια ιστορική αναδρομή. Συγκροτεί μια προσπάθεια του πρώην πρωθυπουργού να αποκαταστήσει την εσωτερική συνοχή του δικού του μύθου. Επιστρέφει στα γεγονότα της διακυβέρνησης, στις υποσχέσεις που δόθηκαν και δεν εκπληρώθηκαν, στις στιγμές που η ηθική υπεροχή του αντισυστημικού λόγου αναμετρήθηκε με τον πραγματισμό της εξουσίας.
Ο Τσίπρας διαλέγει να φωτίσει αυτά που μόνο ο ίδιος θεωρεί κρίσιμα: τα διλήμματα, τις συγκρούσεις, τις προδοσίες. Κι όλα αυτά περνούν από το φίλτρο ενός ξένου για τον ίδιο αναστοχασμού. Είναι απίστευτο ότι έχει πάρει τη θέση ενός πρωταγωνιστή που προσπαθεί να εξηγήσει στο κοινό του γιατί η πλοκή έπρεπε να πάει έτσι και όχι αλλιώς.
Το ενδιαφέρον, όμως, δεν βρίσκεται μόνο στο περιεχόμενο αλλά και στον τόνο. Ο Τσίπρας δείχνει να αντιλαμβάνεται ότι το εκλογικό του σώμα άλλαξε. Εκείνοι που κάποτε τον είδαν και τον ψήφισαν ως το πρόσωπο μιας υπόσχεσης και μιας ελπίδας που ερχόταν, τώρα τον παρακολουθούν σαν ένα γνώριμο χαρακτήρα που επιστρέφει αφού έχασε αρκετά επεισόδια. Την ίδια στιγμή, το βιβλίο του μοιάζει σαν μια απόπειρα να αποκαταστήσει μια σχέση που έχει φθαρεί. Επιθυμεί διακαώς να προσφέρει εξηγήσεις αλλά και δόσεις ελάχιστης αυτοκριτικής που λειτουργούν τελικά ως εύκολες απαντήσεις στις περασμένες «αυταπάτες».
Αυτό δεν σημαίνει ότι λείπει η φιλοδοξία. Το αντίθετο. Ο πρώην πρωθυπουργός αφήνει υπαινιγμούς για τη δική του διαδρομή από εδώ και πέρα, σαν να γνωρίζει ότι ο θεατής του χρειάζεται πάντα μια έκπληξη, έναν αιφνιδιασμό και αγωνία για το επόμενο επεισόδιο. Δεν είναι σαφές αν το επιδιώκει ή απλώς το αφήνει να αιωρείται ως πιθανότητα. Αλλά είναι ξεκάθαρο ότι δεν αποδέχεται τον ρόλο του «πρώην» ως τελεσίδικο.
Η εγχώρια πολιτική σκηνή έχει συνηθίσει τους πρωταγωνιστές που δεν αποχωρούν ποτέ πλήρως. Το είδαμε τις τελευταίες μέρες και με τις παρεμβάσεις του Αντώνη Σαμαρά. Ο Τσίπρας, με το νέο του βιβλίο, δείχνει να διεκδικεί όχι την εξουσία αλλά μια εκ νέου ερμηνεία της. Τη δική του εκδοχή για το τι συνέβη και γιατί, για το τι μπορεί ακόμη να συμβεί. Και αυτό, για όσους παρακολουθούν την ελληνική πολιτική ως μακράς διαρκείας δράμα, είναι ίσως η πιο ενδιαφέρουσα διάσταση: η προσπάθεια ενός πολιτικού να κερδίσει έστω τον έλεγχο της αφήγησής του, όταν η πραγματικότητα δεν του επέτρεψε να ελέγξει τα γεγονότα όσο θα ήθελε.
Η «Ιθάκη» λοιπόν δεν είναι ο προορισμός αλλά ένα ακόμη επεισόδιο. Και όπως συμβαίνει σε κάθε σαπουνόπερα, το σενάριο μένει ελαφρώς ανοιχτό, έτοιμο για κάθε ενδεχόμενο. Το βιβλίο, πάντως, υπενθυμίζει στην ελληνική κοινωνία κάτι ουσιαστικό: ότι αιωρείται ανάμεσα σε δυο αντιφατικές διαθέσεις – απ' τη μια νοσταλγεί τις παλιές της αυταπάτες και απ' την άλλη προσπαθεί επιτέλους να τις αφήσει πίσω της. Στις πωλήσεις και στην κάλπη θα φανεί προς τα πού θα κλίνει…