Η ΜΑΡΙΛΟΥ ΚΑΡΦΑΡΙΔΟΥ μετά από μακρά επαγγελματική πορεία σε κουζίνες στην Ελλάδα και στο εξωτερικό αποφάσισε να κάνει κάτι δικό της και ως έδρα επέλεξε ένα μικρό, ορεινό χωριό, τις Κορυφές. Εκεί δημιούργησε το πρώτο home vegan restaurant της Ελλάδας στον κήπο του σπιτιού της και προγραμματίζει τραπέζια για μικρές ομάδες με βίγκαν μενού και οργανικά κρασιά.
Όπως μας εξηγεί, δεν ήταν μια εντελώς συνειδητή επιλογή για αποκέντρωση, απλά σε μια βόλτα της στα βουνά της Καβάλας ανακάλυψε τυχαία το «σπίτι της». Με την πάροδο του χρόνου κατάλαβε ότι δεν ήθελε πια να ζει στην πόλη και να επισκέπτεται τη φύση, αλλά το αντίθετο.
Ακολουθεί η ιστορία της Μαριλούς με τα δικά της λόγια.
«Η πορεία μου ως vegan chef ξεκίνησε από την αγάπη μου για τα ζώα και τη φύση. Μεγάλωσα μέσα σε εικόνες, μυρωδιές και γεύσεις που με έδεσαν με τη γη και κάπως έτσι, σιγά σιγά, η κουζίνα έγινε ο τρόπος μου να μιλάω. Εδώ και πάνω από δέκα χρόνια δουλεύω σε κουζίνες, δοκιμάζοντας συνεχώς νέες γεύσεις, υλικά και πολιτισμούς. Για μένα, το φαγητό δεν είναι απλώς τροφή, είναι εμπειρία, ιστορία και επικοινωνία.
Το μυστικό των Κορυφών δεν είναι ένα, είναι διαφορετικό για τον καθένα, όπως σε όλα τα χωριά. Το ανακαλύπτεις σιγά σιγά, ανάλογα με το ποιος είσαι και τι ψάχνεις.
Εκτός από τη μαγειρική, μου αρέσει να ζωγραφίζω, να τραγουδάω (αν και δεν συμφωνούν όλοι με αυτό!), να πηγαίνω βόλτες με τα μαλλιαρά ζωάκια μου, να ταξιδεύω και να τρώω ωμά κολοκυθάκια το καλοκαίρι. Το αγαπημένο μου χόμπι είναι το «κρασίνγκ» με τις φίλες μου σε θερινά μπαλκόνια.
Σπούδασα Plant-Based Nutrition για να δώσω ακόμη μεγαλύτερο βάθος σε αυτό που κάνω. Εμπνέομαι από τα ταξίδια, τις ανοιχτές αγορές και τους ανθρώπους που συναντώ στον δρόμο. Κάθε πιάτο που φτιάχνω είναι ένας μικρός τρόπος να σας πάρω μαζί μου σ’ αυτό το ταξίδι.

Γεννήθηκα και μεγάλωσα στην Καβάλα, ανάμεσα σε θάλασσα και βουνό. Ο πατέρας μου με έπαιρνε παιδί βόλτα στα μονοπάτια γύρω από την πόλη, μου μάθαινε τα φυτά, τα δέντρα, τα ζουζούνια. Εκεί γεννήθηκε η αγάπη μου για τη φύση. Στην εφηβεία, όπως συμβαίνει συχνά, απομακρύνθηκα. Ήθελα μόνο να φύγω. Σπούδασα Κοινωνική Εργασία στο Ηράκλειο, μετά πήγα σε σχολή μαγειρικής στη Θεσσαλονίκη. Οι κουζίνες, έτσι χαοτικές, δημιουργικές και έντονες που είναι, μου ταίριαξαν. Ακολούθησαν ταξίδια, εμπειρίες, αναζητήσεις.
Στο Δουβλίνο ξανασυνδέθηκα με τη φύση μέσα από βουνά, θάλασσες, εξορμήσεις. Κι ένα καλοκαίρι στην Ελλάδα… απλώς δεν τελείωσε ποτέ. Επτά χρόνια μετά, βρέθηκα ξανά στην Καβάλα. Εκεί ξαναβρήκα την ηρεμία που μου έλειπε και άρχισα να προσφέρω μέσα από το Airbnb Experience μικρές, αυθεντικές εμπειρίες φιλοξενίας, γεύσεις, ιστορίες και τοπικά καλούδια, όλα μαγειρεμένα με φροντίδα.
Ένα απόγευμα, λοιπόν, πήρα το τιμόνι και το φρεντάκι μου κι άρχισα βόλτες στα χωριά. Κάπου εκεί, το μάτι μου έπεσε σε ένα σπίτι με μια αγγελία στην περίφραξη. Δεν ήταν απόφαση για «αποκέντρωση». Ήταν απλώς ότι βρήκα το σπίτι μου.
Σιγά-σιγά κατάλαβα ότι δεν ήθελα πια να ζω στην πόλη και να πηγαίνω στη φύση. Ήθελα το ανάποδο. Όταν το ανακοίνωσα στους φίλους μου, οι περισσότεροι χάρηκαν.
Κατάλαβαν ότι διάλεξα ένα πραγματικό χωριό, όχι κάποιο προάστιο που μοιάζει με χωριό, αλλά δεν είναι. Μόνο μερικοί ανησύχησαν για τον χειμώνα κι όχι άδικα, γιατί εδώ πάνω μπορεί να είναι σκληρός. Εγώ πάντως ένιωθα ότι ήρθε η ώρα.
Οι Κορυφές είναι ένα μικρό ορεινό χωριό 800 μέτρων πάνω από τη θάλασσα, 25 χιλιόμετρα έξω από την Καβάλα. Είναι ένας τόπος αληθινός. Εδώ η φύση έχει τον πρώτο λόγο, άγρια άλογα κυκλοφορούν ελεύθερα, σκιουράκια πετάγονται μέσα από τους κήπους, δεν ακούς ανθρώπινους θορύβους, μόνο νερά, πουλιά και αέρα. Είναι μικρό χωριό, δεν έχει ούτε τριάντα κατοίκους. Κι όμως, μέσα σ’ αυτή την ησυχία νιώθεις απόλυτη ασφάλεια.
Ο χειμώνας εδώ είναι για μένα εποχή περισυλλογής. Μου αρέσει να περπατάω στην υποτιθέμενη "νεκρή" φύση και να ακούω τα φύλλα κάτω από τα βήματα, να ετοιμάζω το σπίτι για τα κρύα, να φροντίζω τα αδέσποτα της περιοχής. Είναι η περίοδος που βρίσκω περισσότερο χρόνο για φίλους, κουβέντες και μουσική γύρω από το τζάκι.
#img
Το καλοκαίρι, από την άλλη, είναι γεμάτο φως και δουλειά στον κήπο, μάζεμα χορταρικών, δροσερούς περιπάτους στο δάσος και ωμά κολοκυθάκια φυσικά!
Το "μυστικό" των Κορυφών δεν είναι ένα, είναι διαφορετικό για τον καθένα, όπως σε όλα τα χωριά. Το ανακαλύπτεις σιγά σιγά, ανάλογα με το ποιος είσαι και τι ψάχνεις.
Τον τρίτο μήνα που ζούσα στις Κορυφές, συνάντησα τυχαία τον Γιώργο – γνωστό σε όλους ως Κονσούλα. Με πέτυχε έξω από το σπίτι, μόλις είχα γυρίσει. Εκεί που κλείδωνα το αμάξι και ετοιμαζόμουν να χωθώ στη φωλιά μου, σταματάει ένα αυτοκίνητο. Σκέφτομαι: "Ποιος είναι πάλι αυτός και τι θέλει;". Ήμουν τόσο κουρασμένη ψυχικά και σωματικά, που το μόνο που ήθελα ήταν να ανάψω το τζάκι και να χαθώ στη φλόγα του με τις πιτζάμες μου, αγκαλιά με τα σκυλιά.
Κι ακούω μια φωνή:
– Πού είσαι βρε, κοπέλα μου! Εσείς οι νέοι δεν έρχεστε ποτέ να σας γνωρίσουμε, πρέπει να ερχόμαστε εμείς σε εσάς!
Εκείνη τη στιγμή έβαλα τα κλάματα. Ήμουν τόσο φορτισμένη από τη δουλειά και τα προσωπικά μου, που ήταν σαν να ξεκλείδωσε μια πόρτα μέσα μου με αυτή τη φράση.
– Αχ, κορίτσι μου, γιατί κλαις; Και δεν ξέρω αν κάνει να σε αγκαλιάσω!»
Με το που το είπε, χώθηκα στην αγκαλιά του κι έκλαιγα ακόμα πιο δυνατά, με αναφιλητά. Κι εκείνος μου είπε: "Κλάψε, παιδί μου, να φύγουν όλα από μέσα σου!"
Κι έτσι γίναμε φίλοι! Από τότε βόλτες, καφέδες, φαγητά, μπαξέδες, όλα. Είναι ο καλύτερος φίλος που έκανα τα τελευταία χρόνια. Με στηρίζει, με συμβουλεύει, με αγαπά όπως κι εγώ εκείνον. Ο μπαμπάς μου έχει φύγει εδώ και χρόνια· και η παιδικότητα και ο αυθορμητισμός του Γιώργου μου τον θυμίζουν συχνά και χαμογελάω. Το πιο γλυκό είναι ότι ο μπαμπάς και ο Γιώργος ήταν παιδιά της ίδιας πιάτσας και είχαν βρεθεί πολλές φορές σε κοινές παρέες. Έτσι, ακούω ιστορίες από τα παλιά με τους δυο τους πρωταγωνιστές.
Επαγγελματικά λειτουργώ ένα home vegan restaurant στον κήπο του σπιτιού μου. Μέσα από το Airbnb Experience προγραμματίζω τραπέζια για μικρές ομάδες με vegan μενού και οργανικά κρασιά. Κάποιες φορές τούς πηγαίνω και σε τοπικά οινοποιεία να γνωρίσουν λίγο τον τόπο όπως τον ζω εγώ.

Στα σχέδιά μου είναι να δημιουργήσω στην πόλη έναν μικρό χώρο που θα συνδέει τις γεύσεις, τη φύση και τον πολιτισμό, ένα μέρος για γευσιγνωσίες, μουσική, φωτογραφίες και ιστορίες που θα λειτουργεί σαν γέφυρα με το χωριό. Θέλω οι άνθρωποι να νιώθουν λίγη από τη δύναμη της φύσης, ακόμη κι αν βρίσκονται στην πόλη.
Αν μπορούσα να αλλάξω κάτι εδώ, θα ήταν η νοοτροπία απέναντι στα ζώα και τη γη. Στα περισσότερα χωριά, τα ζώα αντιμετωπίζονται εργαλειακά, ως μέσα βιοπορισμού. Για μένα είναι αυθύπαρκτες υπάρξεις, σύντροφοι στη ζωή. Το ίδιο και η γη, δεν είναι αντικείμενο εκμετάλλευσης, είναι σύμμαχος.
Η μεγαλύτερη δυσκολία για την αναζωογόνηση των ορεινών χωριών δεν είναι οι δρόμοι ή οι υποδομές αλλά να αλλάξει αυτός ο τρόπος σκέψης. Να δούμε τη ζωή εδώ όχι μόνο πρακτικά αλλά και ηθικά.
Και αν με ρωτάς τι θα έλεγα σε κάποιον που το σκέφτεται, θα πω ότι δεν υπάρχουν συνταγές. Είναι προσωπικό ταξίδι. Ο καθένας βρίσκει τους δικούς του λόγους και τον δικό του ρυθμό. Αν νιώσεις ότι σε τραβάει, άκου το. Γιατί στο τέλος της μέρας, αυτό που μετράει είναι να βρίσκεσαι εκεί που νιώθεις σπίτι σου».
Στείλτε τις προτάσεις σας για τη στήλη «Γειτονιές της Ελλάδας» στο [email protected]