«Ashes to ashes, funk to funky».
— Ντέιβιντ Μπάουι
Όταν ήρθε το πλήρωμα του χρόνου, ο Ντέιβιντ Μπάουι θανάτωσε την περσόνα-ήρωα του «Space Oddity» και σταμάτησε τη μουσική του περιπλάνηση, διαλύοντάς τον σε αστρική σκόνη. Στην Ινδία ο κύκλος της περιπλάνησης των ψυχών κλείνει όταν η στάχτη της φθαρτής σωματικής σκευής διαλυθεί στα ύδατα του Γάγγη.
Την τελευταία φορά που ήμουν στο Βαρανάσι υποσχέθηκα στον εαυτό μου ότι θα ξαναγυρίσω. Το κάνω όσες φορές ένας τόπος με έχει συγκλονίσει. Στην αρχή νόμιζα ότι είναι για να ξεγελάσω το fomo μου ή το άγχος αποχωρισμού. Σταδιακά κατάλαβα ότι είναι μια γνήσια υπόσχεση, την οποία φιλότιμα προσπαθώ να τηρήσω. Και η χαρά είναι απέραντη κάθε φορά που γυρίζω πίσω, κατάγοντας μία ακόμα νίκη εναντίον των διασταλτικών δυνάμεων του σύμπαντος. Γιατί, όμως, ήθελα να ξαναγυρίσω στο Βαρανάσι; Έχω κι άλλο ένα ερώτημα προς απάντηση, αυτό πιο μετά.
Οι ινδουιστές πιστεύουν ότι, όταν κάποιος πεθαίνει, μετενσαρκώνεται δυνητικά σε οτιδήποτε: έναν ακόμα άνθρωπο, ή μια πεταλούδα ή ένα φίδι. Οι διαδοχικές μετενσαρκώσεις σταματούν αν οι άνθρωποι φτάσουν το moksha, κάτι που πετυχαίνουν με την καύση και τη διασκόρπιση της σποδού στον Γάγγη.
Ακολουθεί ελεύθερος συνειρμός εικόνων από το Βαρανάσι – για να δούμε αν θυμάμαι τίποτα από την αφηγηματική τεχνική του Κέρουακ, του πρώτου μπίτνικ. Αμέτρητα δίκυκλα, μηχανοκίνητα και μη, τρίκυκλα τουκ τουκ και τετράτροχα κινούνται προς όλες τις κατευθύνσεις, αλλά με κάποιον τρόπο όλα βρίσκουν τον δρόμο τους, σαν ερυθρά αιμοσφαίρια στριμωγμένα σε άπειρες διακλαδώσεις τριχοειδών αγγείων. «Ιαάκ!»: η ιαχή με έκανε να γυρίσω προς το μέρος του. Ο έφηβος ύψωνε τον χαρταετό του από την ταράτσα του χαμόσπιτού του στο ξέφωτο μεταξύ ορθωμένων τσιμεντένιων κτιρίων∙ αν μπορώ να το κάνω από εδώ, μπορώ να το πετύχω παντού. Ο μπάνταρ άντμι, ο monkey man, μου έδειχνε τη μόνιμη συνοδό του, τη μικρή του μαϊμού που ισορροπούσε πάνω στον ώμο του, και αυτός πάνω στο ποδήλατό του∙ μα τι γίνεται τελικά, οι baba έχουν μαγικές ικανότητες και ίπτανται σταυροπόδι; Όχι, όχι, είναι η εξουθενωτική υγρασία και η υφή του τοίχου πίσω του που προκαλεί οφθαλμαπάτες.
Μικροί Shiva με κυνηγούν, όχι για να με σπαθίσουν με τη θεϊκή τους τρίαινα αλλά για να με βάψουν σαν και αυτούς με ευλογία∙ δέχομαι να κάνω το σημάδι του τρίτου οφθαλμού ος τα πανθ’ ορά. Ο μικρός Γκόλου μπροστά στη μεγάλη ρόδα του φορτηγού δεν μιλά, αλλά κοιτά μια εμένα διαπεραστικά και μια τη γιαγιά του που ξεκορφιάζει πλατιά φύλλα. Θα γίνουν περιτύλιγμα τροφίμων. «Είμαι η Ντάλι, η γιαγιά του Γκόλου, πέρασα αυτήν τη ζωή με αξιοπρέπεια και καρτερία, αλλά κουράστηκα πια». Το μαλακό χώμα καλύπτει σαν πούδρα τους πεχλιβάνηδες, τους παλαιστές kushti, και μαζί με τον ιδρώτα τούς κάνει να γλιστρούν∙ εδώ δεν έχουν στλεγγίδες, στο τέλος μια βουτιά στον Γάγγη είναι κάθαρση. Ο μικρός βουτά για εκατό ρουπίες από τα δέκα μέτρα στη στέρνα με το πράσινο υγρό – σασπένς. Ευτυχώς βγήκε ξανά στην επιφάνεια. Ξαναμπήκαμε με το τουκ τουκ στη ροή, πολλά ερυθρά αιμοσφαίρια με κυκλώνουν και στροβιλιζόμαστε χωρίς διέξοδο, θαρρώ μυρίζω την κορτιζόλη και την αγωνία μου, α, αυτό δεν το είδα, το ονειρεύτηκα σε εφιάλτη ένα βράδυ.

Εντούτοις, δεν ήταν όλες αυτές οι παραστάσεις ο λόγος που ξαναγύρισα στο Βαρανάσι. Ήταν εκείνη η φωτό της πρώτης φοράς, η φωτό της καύσης των νεκρών από μακριά μέσα από τη βάρκα και πιο κοντά με τον τηλεφακό, αλλά και πάλι από πολύ μακριά. Όπως λέει και ο Ρόμπερτ Κάπα, ο θρυλικός φωτογράφος του ισπανικού εμφυλίου και της απόβασης στη Νορμανδία, αν η φωτό δεν είναι αρκετά καλή, δεν ήσουν αρκετά κοντά. Σωστό, αλλά και λάθος. Σωστό, γιατί έπρεπε να ήμουν κοντά. Λάθος, γιατί δεν ήταν η φωτό η ουσία, αυτή ήταν η πρόφαση. Ήθελα να το ζήσω, να είμαι εκεί, επί τόπου, να είμαι in situ. Και γι’ αυτό ξαναγύρισα. Σκέφτομαι πια συχνά ότι όλες οι φωτό των προορισμών μου ήταν απλώς, αλλά ευτυχώς, το πρόσχημα για να είμαι εκεί. Όχημα γίνονται αυτές μετά, όχημα των λογισμών μου.
Μας οδήγησε μέσα από χιλιάδες στοιβαγμένα κομμάτια ξύλου προοριζόμενα για ταφική καύση. Χρειάζεται έως και μισός τόνος ανά καύση, κάτι που δεν μπορούν να το αντέξουν οικονομικά όλοι, ακόμα και αν το ξύλο είναι κατώτερης ποιότητας. «Ghat» ονομάζεται η μεγάλη σειρά από σκαλοπάτια που οδηγούν στον ποταμό και το Βαρανάσι έχει 84. Στην Dashashwamedh Ghat γίνεται κάθε δειλινό η πάνδημη γιορτή aarti, προσφορά στον ιερό ποταμό. Στη Manikarnika Ghat, την αρχαιότερη, καίγονται οι νεκροί ασταμάτητα, 24 ώρες τη μέρα, κάθε μέρα. Παρών! Ταυτόχρονα τελούνταν τέσσερις καύσεις. Ήμασταν αόρατοι. Όπως και οι αγελάδες, τα σκυλιά και οι κατσίκες που περιδιάβαιναν ανενόχλητες στον χώρο. Ήμουν αόρατος ακόμα και όταν προσέγγισα μια σορό που ήταν έτοιμη για τη μετουσίωσή της. Όλα είχαν μια «φυσική», ήρεμη ροή. Χρυσά και πορτοκαλιά στολίδια που πριν από λίγο κοσμούσαν τον νεκρό ήταν πεταμένα τριγύρω, το μόνο ορατό υλικό υπόλειμμα της διαδικασίας. Οι ινδουιστές πιστεύουν ότι, όταν κάποιος πεθαίνει, μετενσαρκώνεται δυνητικά σε οτιδήποτε: έναν ακόμα άνθρωπο, ή μια πεταλούδα, ή ένα φίδι. Οι διαδοχικές μετενσαρκώσεις σταματούν αν οι άνθρωποι φτάσουν το moksha, κάτι που πετυχαίνουν με την καύση και τη διασκόρπιση της σποδού στον Γάγγη. Χους όχι εις χουν λοιπόν, αλλά εις τέφραν διαλυθείσα εις ύδωρ. Η σχέση των ινδουιστών με τα κατάλοιπα των νεκρών έχει πολλές μορφές. Μια από αυτές σχετίζεται με τους ιερείς Sadhu, μια ιδιαίτερη κατηγορία ιερέων. Οι Sadhu ζουν γυμνοί από ρούχα, αλλά καλυμμένοι από στάχτη νεκρών, ενδυόμενοι τη διαχρονικότητα της ζωής. Αποκρουστικό, ε; Συμβολικό, λένε οι ίδιοι. Κάποιος άλλος λέει ότι ο συμβολισμός είναι εξελιγμένος όταν κοινωνείς με άρτο και οίνο το σώμα και το αίμα. Και για κάποιον άλλο όλα αυτά είναι επινοημένα εργαλεία για αντίθετα αποτελέσματα, ανάλογα με την πρόθεση. Είτε ψυχογαληνευτικά είτε χειραγωγικά, όπως εκείνη η παρ’ ολίγον θυσία της κόρης για να πνεύσουν ούριοι άνεμοι σε κατακτητικά πανιά.


Ήμουν εκεί και το έζησα και αυτό έφτανε. Και δεν ρώτησα αυτά που δεν είχαν απάντηση.
Γιατί οι κατώτερες κάστες, οι «ανέγγιχτοι», δεν επιτρέπεται να καούν στον Γάγγη, όπως και οι διανοητικά άρρωστοι; Γιατί είναι καλύτερα να καείς με ξύλα; Το μοναδικό κρεματόριο με αέριο δεν λειτουργεί. Γιατί πρέπει να καείς πλήρως, για να φτάσεις στο moksha; Ή μήπως αρκεί να καείς λίγο, επειδή δεν έχεις να πληρώσεις για μισό τόνο ξύλα και μετά ό,τι έχει απομείνει να ριχτεί στο ποτάμι, ό,τι κάνουν δηλαδή οι πένητες; Ήμουν ένας παρατηρητής και έτσι έμεινα.
Η ταφή οδηγεί στη μη αντιληπτή, την «αναίσθητη», υλική αποδόμηση. Στην καύση, όμως, ο κατακερματισμός σε στοιχειώδη υλικά είναι αντιληπτός με όλες κυριολεκτικά τις αισθήσεις αυτών που μένουν πίσω, ο καπνός διεγείρει ακόμα και τους γευστικούς κάλυκες. Στις όχθες του Γάγγη η καύση μοιάζει με μία ακόμη καθημερινή δραστηριότητα, δεν έχει κάτι το μεγαλόπρεπο. Δεν μάχεται πομπωδώς αλλά μάταια τη ματαιότητα της πρόσκαιρης βόλτας μας στον πλανήτη. Αναδίνει ταπεινότητα. Και μου θυμίζει ότι σαν και μένα έχουν έρθει κι άλλοι, και θα έρθουν πολλοί ακόμα. Άλλωστε προτιμώ το σχεδόν σαν υπόηχο, μονότονο, σαν το βυζαντινό ίσο μοιρολόγι, παρά τις κραυγές. Όμως μην τα μπερδεύουμε, ταπεινότητα δεν σημαίνει μηδαμινότητα. Βέβαια, η συνήθης λύση για μη νιώθουμε ασήμαντοι και πρόσκαιροι είναι να συνδεθούμε με κάτι αόριστα ανώτερο και να το υπηρετήσουμε. Και όμως. Μπορούμε, ναι, να κοιτάξουμε προς τα πάνω στις μεταφυσικές μας αναζητήσεις, αλλά αφού πρώτα δούμε προς τα μέσα. Όχι ψάχνοντας μια ασαφή και απροσδιόριστη ψυχή, αλλά συγκεκριμένα στοιχειώδη υλικά. Ο Έσε στο Σιντάρτα έψαχνε την ενοποιό υφή της φύσης, των έμβιων και άβιων όντων της. Το ίδιο και ο Καζαντζάκης σε όλο του το έργο και τη ζωή. Υπάρχει κάτι που μας ενώνει όλους και όλα, από πάντα. Η αστρική τέφρα. Όντως; Εν αρχή ην η Μεγάλη Έκρηξη. Tα πρώτα άστρα ήταν φτιαγμένα από τα ελαφρότερα δομικά στοιχεία, το υδρογόνο και το ήλιο και το λίθιο. Όταν τα αστέρια αυτά ετήχθησαν και εξερράγησαν ως supernova, σχημάτισαν νέα, βαρύτερα στοιχεία. Στον επόμενο κύκλο σχηματίστηκαν νέα, ακόμα πιο βαρέα στοιχεία. Τα περισσότερα από τα στοιχεία του σώματός μας σχηματίστηκαν σε αστέρια κατά τη διάρκεια δισεκατομμυρίων ετών και πολλαπλών κύκλων αστεριών. Και είναι πιθανό ότι μέρος του υδρογόνου και του λίθιου τα οποία περιέχει το σώμα μας προέρχεται από τη Μεγάλη Έκρηξη. Είμαστε φτιαγμένοι από αυτό που δομεί το σύμπαν και τους αέναους μετασχηματισμούς του. Μπορούμε να συμμετέχουμε στο μεγαλείο, όταν αναζητήσουμε τη σμικρότητα στα δομικά μας στοιχεία.

Το δεύτερο ερώτημα που πρέπει να απαντήσω είναι γιατί αυτό το γράφω αρκετό καιρό μετά την επίσκεψη, σε αντίθεση με όλα τα άλλα που βιαστικά και «κρουστικά» τα κάνω συνδυασμούς του 0 και 1 από φόβο μην ξεχάσω κάτι. Τώρα ξέρω. Έπρεπε να πάρει ο αέρας τη στάχτη και τον καπνό, για να δω εναργώς μπροστά μου και μέσα μου. Και δεν μπορώ να αποφύγω έκτοτε τις αναλογίες. Η Νηρηίδα Γαλήνη έφερνε τη νηνεμία στις θάλασσες και τους πόντους. Η μόχλευση της τέφρας στο νερό φέρνει τη γαλήνη. Και μένα με γαλήνευε η αγκαλιά του νερού στη μικροσκοπική υπόγεια πισίνα του ξενοδοχείου στο Μόναχο, στην οποία καταναγκαστικά και επαναληπτικά κολυμπούσα μπρος-πίσω επί ώρες και μέρες, τότε, μετά από εκείνο τον μικρό θάνατο, τον χωρισμό. Παλινδρόμηση στην αμνιακή ασφάλεια. Μικροί και μεγαλύτεροι, επάλληλοι και τεμνόμενοι κύκλοι κλείνουν.
Ο Μανότζ, ο ντόπιος οδηγός, με ανέβασε στο αντιφατικό κτίριο. Ψηλό, μεγαλόπρεπο, φθαρμένο, αποδεικτικό παρελθούσης ευμάρειας. Κάποια αρχιτεκτονικά μέλη είχαν πρόσφατα προστεθεί. Το σκυρόδεμά τους γυμνό, δεν ήταν ωδή στον μπρουταλισμό, ήταν ευκαιριακή, ευτελής επέκταση για να καλύψει τις ανάγκες φιλοξενίας των προσκυνητών. Η επιπρόσθετη παραφωνία της πλαστικής ταμπέλας «HOTEL» πρόδιδε ότι το κτίριο ήταν μετασκευασμένο σε ξενοδοχείο. Η θέα ήταν σε αρμονία με τις επί γης παραστάσεις. Και από χαμηλά και από εδώ ψηλά ήταν δύσκολο να αφομοιώσεις την πληθώρα και την ποικιλία των εικόνων. Στην κάθοδο, μέσα από τον δαίδαλο των σκαλοπατιών και των διαδρόμων, αποτέλεσμα των αλλεπάλληλων κτιριακών προσθηκών, περνούσαμε από αναρίθμητα δωμάτια. Προσπέρασα μια μισάνοιχτη πόρτα και ενστικτωδώς ξαναγύρισα να δω καλύτερα. Μια μικροκαμωμένη και λιπόσαρκη ηλικιωμένη γυναίκα ήταν ξαπλωμένη σε ένα χαμηλό κρεβάτι. Ο Μανότζ γύρισε να δει γιατί σταμάτησα. Όταν είδε τι έβλεπα, χαμογέλασε. «Α! Αυτή είναι η Σίντι. Είναι βαριά άρρωστη. Και αυτή, όπως και πολλοί, όταν αισθάνονται ότι το τέλος πλησιάζει, έρχονται εδώ για να πεθάνουν και να καούν στο Βαρανάσι. Είναι μήνες εδώ, αλλά, όπως βλέπω, δεν θα μείνει πολύ ακόμα. Η αναμονή της τελειώνει». Άνοιξα πιο πολύ την πόρτα, γεμάτος ενοχή για την παραβίαση του ζωτικού της χώρου με το βλέμμα. Όπως ήταν ξαπλωμένη με το κεφάλι γερμένο στην άκρη του μαξιλαριού, με τα μάτια κλειστά, το χέρι πεσμένο άτονο έξω από το κρεβάτι και τα δάχτυλα να ακουμπούν στο πάτωμα, μου θύμισε τον Μαρά στον πίνακα του Νταβίντ. Το νερό πράυνε εν ζωή το φλεγμαίνον κορμί του, το νερό θα λύτρωνε εν θανάτω την ασθμαίνουσα ψυχή της.









Ο Χαράλαμπος Βλαχόπουλος είναι καθηγητής Καρδιολογίας στο ΕΚΠΑ
Instagram: @charalambosvlachopoulos