Η Κυπαρισσία για πολλά χρόνια παρέμενε έξω από τα ραντάρ μας, μαζί με την ευρύτερη περιοχή – ουσιαστικά δεν ξέραμε τίποτα γι’ αυτήν. Υπάρχουν φορές που όλοι μας κολλάμε σε συγκεκριμένες διαδρομές και κάπως έτσι εμείς καταφέραμε να αγνοούμε ολόκληρη σχεδόν τη δυτική Πελοπόννησο, εξαιρουμένης της Πάτρας και της Αρχαίας Ολυμπίας.
Την πρώτη φορά που βρεθήκαμε στην Κυπαρισσία αναζητούσαμε φίλους που είχαν κατασκηνώσει σε ένα κοντινό κάμπινγκ, και η αλήθεια είναι ότι αιφνιδιαστήκαμε τόσο από τη γοητεία της κωμόπολης όσο και από την απόλυτη άγνοιά μας για την ευρύτερη περιοχή.
Από τότε την επισκεφθήκαμε πολλές φορές: χορέψαμε με κέφι σε ένα γάμο λίγες μέρες προτού γεννήσω, κάναμε εκεί Πάσχα, καλοκαιρινές διακοπές σε κάμπινγκ αλλά και σε ενοικιαζόμενα δωμάτια, φάγαμε γουρνοπούλα Δεκέμβρη μήνα, ενώ γύρω μας έπεφταν καρέκλες – με δυο λόγια, φροντίσαμε να αναπληρώσουμε τον χαμένο χρόνο. Και πολύ καλά κάναμε.
Η φυσική ομορφιά του φαραγγιού της Νέδας ανταγωνίζεται τη γοητεία του μύθου της συνονόματης Νύμφης, η προσπέλασή του όμως απαιτεί οργάνωση και εμπειρία. Αυτό που μπορούν με ευκολία να κάνουν απλοί, αγύμναστοι άνθρωποι σαν και του λόγου μου είναι να φτάσουν στους περίφημους καταρράκτες.
Πρώτη ημέρα

Η Κυπαρισσία είναι μία από τις πόλεις που πήραν μέρος στον Τρωικό Πόλεμο, καθώς, σύμφωνα με τον Όμηρο, πλοία και άντρες της συμπεριλαμβάνονταν στη δύναμη που έστειλε στην εκστρατεία ο σοφός γηραιός βασιλιάς της Πύλου, ο Νέστορας, υπό την κυριαρχία του οποίου βρισκόταν η πόλη.
Για το όνομά της υπάρχουν δύο εκδοχές. Η μία από αυτές είναι η αυτονόητη, καθώς υποστηρίζει ότι το όνομα οφείλεται στον μεγάλο αριθμό κυπαρισσιών που υπήρχαν στην πόλη.
Η άλλη εκδοχή είναι η μυθολογική, οπότε είναι ευφάνταστη και πολύ πιο ενδιαφέρουσα. Ο έφηβος Κυπάρισσος είχε κερδίσει την εύνοια του θεού Απόλλωνα, ο οποίος του δώρισε ένα ιερό ελάφι. Μια μέρα, ο νεαρός κατά τη διάρκεια του κυνηγιού σκότωσε κατά λάθος το ζώο, περνώντας το για θήραμα.
Συντετριμμένος και θρηνώντας ασταμάτητα, ζήτησε από τους θεούς να πεθάνει και τα δάκρυά του να κυλούν αιώνια, παράκληση που δεν άφησε τον θεό του Φωτός ασυγκίνητο: μεταμόρφωσε το παλικαράκι σε κυπαρίσσι, το δέντρο αφιερώθηκε στον Πλούτωνα και έκτοτε συμβολίζει το πένθος – λύνεται λοιπόν και το αίνιγμα της σταθερής του παρουσίας στα νεκροταφεία μέχρι και σήμερα.




Η Άνω Πόλη –ή Παλιά Πόλη, αν προτιμάτε– έχει χαρακτηριστεί από το 1979 ιστορικός διατηρητέος οικισμός και είναι χτισμένη στους πρόποδες ενός λόφου. Αρχοντικά και παραδοσιακά σπίτια, περίτεχνες βρύσες, η πλατεία της Αρκαδιάς, όπως ονομαζόταν η πόλη τα βυζαντινά χρόνια, το Μεγάλο Καλντερίμι στην καρδιά της παλιάς αγοράς, του Σταυροπάζαρου, είναι αρκετά για να κλέψουν το βλέμμα του επισκέπτη.
Το Κάστρο της Αρκαδιάς, γνωστό ως ο Πύργος του Ιουστινιανού, δεσπόζει στην Παλιά Πόλη και μαγεύει με την πανοραμική του θέα – δεν χαρακτηρίζεται τυχαία «μπαλκόνι της Κυπαρισσίας».
Υπήρξε ένα από τα σημαντικότερα κάστρα στην Πελοπόννησο επί Φραγκοκρατίας και χτίστηκε στα θεμέλια ενός παλιότερου βυζαντινού φρουρίου, που είχε θεμελιωθεί, με τη σειρά του, πάνω στην αρχαία ακρόπολη.
Απ’ ό,τι ίσως υποψιάζεστε, το σημείο όπου βρισκόταν το κάστρο και η εποπτεία της περιοχής –αλλά και του Κυπαρισσιακού Κόλπου– που αυτό εξασφάλιζε έκανε την πόλη να φαίνεται σαν ξερολούκουμο στα μάτια των πάσης φύσεως κατακτητών.
Αφού αναζητήσετε τα αποτυπώματα της πλούσιας ιστορίας του τόπου, μπείτε και στο Λαογραφικό Μουσείο, που στεγάζεται στο αναπαλαιωμένο Επαρχείο. Ο Χρηστάκης Παλαμάς υπηρέτησε ως έπαρχος εδώ, ενώ έκανε ένα πέρασμα και ο αδελφός του ο Κωστής – ναι, ο ποιητής.
Η Παλιά Πόλη μπορεί να είναι πόλος έλξης για τους επισκέπτες, προσωπικά όμως βρίσκω όμορφη κι ενδιαφέρουσα και τη νέα. Περιποιημένη και καθαρή, με την ενασχόληση των κατοίκων με τις καλλιέργειες να είναι πρόδηλη, η κάτω πόλη είναι πάντα ζωντανή και πολύχρωμη.

Περπατήστε στην αγορά της, «κρυφακούστε» τις κουβέντες των κατοίκων για τις ελιές, τα θερμοκήπια και το ψάρεμα, εντοπίστε τα μαγειρεία όπου τρώνε οι ντόπιοι και πιείτε τον καφέ ή το ουζάκι σας στο Νέο Κεντρικόν, ένα παλιό αυθεντικό καφενείο που «φρεσκαρίστηκε» και κάνει καινούργια καριέρα με εξαιρετική επιτυχία.
Όσο για τη θάλασσα; Ο Αϊ-Λαγούδης, η οργανωμένη αμμώδης παραλία της πόλης, είναι μόνο η αρχή. Από το Βουνάκι ξεκινά μια ατελείωτη αμμουδιά πολλών χιλιομέτρων που φτάνει μέχρι το Κατάκολο.
Ανάμεσά στις ωραιότερες παραλίες είναι η προστατευόμενη Ελαία –όπου εκβάλλει ο ποταμός Νέδα– με το σκιερό πευκοδάσος σε όλο της το μήκος και την ατελείωτη χρυσαφένια άμμο. Φαίνεται ότι η Ελαία αρέσει και στις καρέτα καρέτα, αφού αφήνουν εδώ τα αυγά τους, οπότε φροντίστε να είστε προσεκτικοί – ούτε τα λεπτεπίλεπτα κρινάκια να πειράξετε, θα μαραθούν αμέσως.
Δεύτερη ημέρα

Αν το επιτρέπουν ο καιρός και οι αντοχές σας, αξίζει τον κόπο μια βόλτα στη Νέδα, το θηλυκό ποτάμι που ανάβλυσε όταν η νύμφη Νέδα χτύπησε με το ραβδί της την άνυδρη γη, θέλοντας να πλύνει τον νεογέννητο Δία στο όρος Λύκαιο, όπου είχαν καταφύγει μαζί με άλλες νύμφες, για να γλιτώσουν το μωρό από τον Κρόνο.
Η φυσική ομορφιά του φαραγγιού που διασχίζει το ποτάμι ανταγωνίζεται τη γοητεία του μύθου, η προσπέλασή του όμως απαιτεί οργάνωση και εμπειρία. Αυτό που μπορούν με ευκολία να κάνουν απλοί, αγύμναστοι άνθρωποι σαν και του λόγου μου είναι να φτάσουν στους περίφημους καταρράκτες.
Μετά το χωριό Πλατανιά, ο χωματόδρομος καταλήγει στο 600 μέτρων μονοπάτι, που οδηγεί στους καταρράκτες χωρίς ιδιαίτερα προβλήματα. Φορέστε κατάλληλα παπούτσια και σε δεκαπέντε λεπτά θα μείνετε έκθαμβοι από τη μαγεία της φύσης γύρω σας.
Τα αγόρια της παρέας αποφάσισαν να κάνουν και μια βουτιά στη λίμνη που σχηματίζει ο μεγάλος καταρράκτης. Άντεξαν μερικά δευτερόλεπτα, στις φωτογραφίες φαίνονται ελαφρώς μελιτζανί, έχουν όμως τεράστια χαμόγελα ευτυχίας – ενδεχομένως επειδή γλίτωσαν την ανακοπή.
Επιστρέφοντας στο χωριό από το μονοπάτι, αν και μας περίμενε σπιτικό φαγητό στην κοντινή Φασκομηλιά, δεν καταφέραμε να αντισταθούμε στον «Αντώνη», μια αυθεντική ορεινή ταβέρνα με τρομερή θέα και –όπως διαπιστώσαμε– φαγητό από αυτά που εύχεσαι να συναντήσεις στις εξόδους σου από το «κλεινόν άστυ», αλλά δεν είναι πάντα εύκολο.

Σε περίπτωση που σας φαίνεται περιπετειώδης η επίσκεψη στους καταρράκτες ή έχετε μαζί σας «άμαχο πληθυσμό», ο λόφος της Περιστεριάς είναι εξίσου καλή ιδέα. Οι «Μυκήνες της δυτικής Πελοποννήσου», ένα από τα σημαντικότερα κέντρα του μυκηναϊκού κόσμου, βρίσκεται λίγα χιλιόμετρα έξω από την Κυπαρισσία.
Φυσικό οχυρό, με τις αρχαιότερες κατασκευές του να χρονολογούνται στο 2200 π.Χ., ο λόφος έκρυβε τέσσερις θολωτούς τάφους, τμήμα ανακτόρου και πολλές κατοικίες. Τα πλούσια χρυσά ευρήματα αλλά και τα αντικείμενα οικιακής χρήσης που βρέθηκαν κατά την ανασκαφή εκτίθενται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Χώρας – αυτό πέφτει μακριά, αφήστε το για άλλη φορά.
Πολύ κοντά, ωστόσο, βρίσκεται ένα άλλο διατηρητέο μνημείο και μάλιστα της προβιομηχανικής περιόδου: ο Παλιός Νερόμυλος. Ο νερόμυλος του Κατσαπρόκου ή Μαυρογένη βρίσκεται σε μια ειδυλλιακή τοποθεσία μόλις δύο χιλιόμετρα από την Κυπαρισσία.

Αναστηλωμένος με σεβασμό στην ιστορία του και την παραδοσιακή αρχιτεκτονική του, ο νερόμυλος, που χρονολογείται πριν από το 1850, λειτουργεί με τη βοήθεια υπόγειας δεξαμενής νερού, αλέθοντας και πάλι σιτάρια από ντόπιους καλλιεργητές.
Αράξτε στο παραδοσιακό καφενείο που λειτουργεί στον χώρο, τσιμπήστε καμιά χειροποίητη πίτα με τον καφέ σας και πριν φύγετε ρίξτε μια ματιά στο μαγαζάκι με τα παραδοσιακά τοπικά προϊόντα – τα καλύτερα αναμνηστικά των ωραίων εξορμήσεων είναι οι γεύσεις.