Υπάρχουν προορισμοί στους οποίους θέλεις να πας διακαώς και όλο και κάτι προκύπτει και το σχέδιο αναβάλλεται. Κάπως έτσι για εμάς το Συρράκο και οι Καλαρρύτες είχαν γίνει άπιαστο όνειρο, μέχρι που καταφέραμε επιτέλους να πάρουμε τον δρόμο προς τα εκεί.
Ο δρόμος για το Συρράκο, ωστόσο, δεν είναι κάτι απλό. Στενός, απότομος, με κατολισθήσεις κατά τόπους, υψώνεται πάνω από βαθιές χαράδρες και είναι μια μικρή δοκιμασία για όσους έχουν ακροφοβία.
Εγώ δεν έχω, ή τουλάχιστον έτσι νόμιζα, μέχρι τη στιγμή που πανικόβλητη άρχισα να ζητάω από τον Τάσο να οδηγεί στη μέση του δρόμου, πεπεισμένη ότι αργά η γρήγορα θα αναπαραστήσουμε την τελευταία σκηνή της ταινίας «Θέλμα και Λουίζ» – αυτήν που «πετάνε» με το κάμπριο πάνω από το φαράγγι.
Τελικά, κάποια στιγμή ηρέμησα και παραδόθηκα στην ομορφιά του τοπίου: επιβλητικά βουνά, πράσινες πλαγιές με προβατάκια και νερά που κυλούν στο πολύ βάθος – χαίρε βάθος αμέτρητο.
«Γκούρα» στα βλάχικα σημαίνει «στόμα», ενώ βλάχικα μιλούσαν και οι άνθρωποι γύρω μας, καθώς οι μεγαλύτεροι σε ηλικία κάτοικοι τα χρησιμοποιούν συστηματικά και, όπως μας είπαν, μοιάζουν με τα ρουμάνικα – εμείς πάντως δεν καταφέραμε να πιάσουμε κουβέντα.
Πρώτη ημέρα

Με την πρώτη ματιά καταλάβαμε ότι άξιζε ο κόπος και η τρομάρα: αγέρωχο, πέτρινο, γαντζωμένο σε μια κάθετη πλαγιά, το Συρράκο προκαλεί αμέσως θαυμασμό. Η ανθρώπινη θέληση έχει καταφέρει να «δαμάσει» το άγριο τοπίο και να το στολίσει με ένα παραμυθένιο χωριό με τόσο απότομα καλντερίμια που καθιστούν την γκλίτσα απαραίτητο αξεσουάρ και τα αυτοκίνητα εξοβελιστέα.
Στο χωριό μπαίνουμε από μια πέτρινη πύλη, τη Λεύκα, περνάμε δυο γεφυράκια και καταλήγουμε στην κεντρική πλατεία. Για όσους θέλουν να πλησιάσουν με το αυτοκίνητο όσο πιο κοντά γίνεται, υπάρχει ένας περιφερειακός δρόμος με τον οποίο μπορείτε να φτάσετε σε κάποιους από τους ξενώνες – μετά έχει περπάτημα/σκαρφάλωμα.
Αυτή η δυσκολία στην πρόσβαση υπήρξε ένας από τους λόγους για τους οποίους το Συρράκο σχεδόν εγκαταλείφθηκε μετά τον Εμφύλιο, για να «αναστηθεί» τη δεκαετία του ’90 με τη διάνοιξη του δρόμου και τον ερχομό των Αλβανών μεταναστών στην Ελλάδα, οι οποίοι και ανέλαβαν το δύσκολο έργο της ανοικοδόμησης.
Καρδιά του Συρράκου και αφετηρία για την εξερεύνησή του είναι η κεντρική πλατεία με τις ταβέρνες της και την πηγή Γκούρα, που βρίσκεται κάτω από έναν εντυπωσιακό θόλο και αποτελεί σημείο συνάντησης.

«Γκούρα» στα βλάχικα σημαίνει «στόμα», ενώ βλάχικα μιλούσαν και οι άνθρωποι γύρω μας, καθώς οι μεγαλύτεροι σε ηλικία κάτοικοι τα χρησιμοποιούν συστηματικά και, όπως μας είπαν, μοιάζουν με τα ρουμάνικα – εμείς πάντως δεν καταφέραμε να πιάσουμε κουβέντα.
Στην πλατεία βρίσκεται και η εκκλησία του χωριού, ο επιβλητικός Άγιος Νικόλαος, που εκτός από το ξυλόγλυπτο τέμπλο του, καμαρώνει για τον σπάνιο χρυσοκέντητο ρωσικό επιτάφιο, δωρεά του ευεργέτη Σπ. Μπαλτατζή.
Ένας άγιος-προστάτης των ναυτικών μπορεί να σας φαίνεται λίγο άκυρος στα κορφοβούνια, οι Συρρακιώτες όμως ασχολούνταν με το εμπόριο, οπότε ήθελαν να τον έχουν από κοντά. Ήταν, μάλιστα, τόσο δαιμόνιοι έμποροι, που κατάφεραν να προμηθεύσουν με τις περίφημες αδιάβροχες κάπες από κατσικίσιο μαλλί, που φτιάχνονταν στο χωριό, ακόμα και τον στρατό του Μεγάλου Ναπολέοντα. Για να ρίξετε μια ματιά στις κάπες που φορούσαν οι Γάλλοι στρατιώτες, ελπίζοντας να αντιμετωπίσουν τον ρωσικό χειμώνα, επισκεφθείτε το Λαογραφικό Μουσείο που δημιούργησε και μετά τον θάνατό της δώρισε –μαζί με το αρχοντικό του 1880, όπου στεγάζεται– η λαογράφος και συγγραφέας Ερμηνεία Φωτιάδου.

Μουσείο έχει γίνει και το πατρικό σπίτι του «τραγουδιστή του χωριού και της στάνης», Κώστα Κρυστάλλη, που στεγάζει και τη βιβλιοθήκη του χωριού. Από το Συρράκο κατάγεται και ο πρώτος κοινοβουλευτικός πρωθυπουργός, Ιωάννης Κωλέττης, η προτομή του οποίου δεσπόζει στην πλατεία των Αγαλμάτων, μαζί με αυτήν του ποιητή Γεώργιου Ζαλόκωστα.
Χαλαρώστε περπατώντας τριγύρω και πιάστε κουβέντα με τους εναπομείναντες κατοίκους, είναι πολύ περήφανοι για το χωριό τους και θα σας πουν ωραίες ιστορίες για την καθημερινότητά τους σε αυτόν τον πανέμορφο τόπο – σε μερικές από αυτές πρωταγωνιστούν άπληστα αγριογούρουνα που ξεπατώνουν μποστάνια.
Δεύτερη ημέρα

Αφού πάρετε ένα γερό πρωινό, ντυθείτε με τη μέθοδο του «κρεμμυδιού» για να είστε παντός καιρού, πάρτε καπέλα και νερό, φορέστε κατάλληλα παπούτσια και ετοιμαστείτε να ροβολήσετε μέχρι το αντικρινό χωριό, τους Καλαρρύτες – ναι, το ξέρω ότι τα δυο χωριά τα χωρίζει φαράγγι.
Οι Καλαρρύτες και το Συρράκο είναι δίδυμα χωριά εκατέρωθεν του φαραγγιού, με βίους παράλληλους από τον 14ο αιώνα, όταν και ιδρύθηκαν από Βλάχους βοσκούς. Η μόνη εποχή που διαφοροποιήθηκε η μοίρα τους ήταν το 1881, όταν ως σύνορο του ελληνικού κράτους ορίστηκε το Φαράγγι του Χρούσια, με αποτέλεσμα το Συρράκο να μείνει «τουρκοχώρι» και οι Καλαρρύτες να γίνουν «ελληνοχώρι», όπως χαρακτηριστικά μάς είπαν οι ντόπιοι.
Η πεζοπορική διαδρομή έχει μπόλικα σκαλοπάτια και κάποια ζόρια, διαρκεί στην καλύτερη περίπτωση μιάμιση ώρα –δεν δεσμεύομαι– και θεωρητικά είναι μέτριας δυσκολίας, τουλάχιστον για όσους έχουν κάποια ιδέα από βουνά. Το μονοπάτι ξεκινά με κατηφόρα, περιλαμβάνει το ποτάμι –το οποίο, εκτός από το να το φωτογραφίσετε, θα πρέπει και να το διασχίσετε– και ολοκληρώνεται με μια ωραιότατη ανηφόρα που θα σας οδηγήσει ξέπνοους στους Καλαρρύτες.
Σε περίπτωση που όλο αυτό σας φαίνεται βουνό ή έχετε στην παρέα παιδιά κάτω των δώδεκα χρονών, μπείτε στο αυτοκίνητο και ξεκινήστε – δεν πρόκειται επ’ ουδενί να σας παρεξηγήσω.
Με όποιον τρόπο και σε όποια… κατάσταση και αν φτάσετε, η ομορφιά του χωριού δεν πρόκειται να σας αφήσει ασυγκίνητους. Με καλντερίμια λιγότερο επικίνδυνα από του Συρράκου, οι Καλαρρύτες είναι πιο «απλωμένοι» και την τελευταία φορά που τους επισκεφθήκαμε συναντήσαμε έναν αγωγιάτη με τα τρία γαϊδουράκια του – τα δικά σας «άλογα», πάντως, να ξέρετε ότι θα τα αφήσετε έξω από τον οικισμό.

Χωριό αρχοντικό, καλοδιατηρημένο αλλά με ελάχιστους μόνιμους κατοίκους, οι Καλαρρύτες ήταν διάσημοι για την ασημουργία τους, στην οποία και οφείλεται η χρυσή εποχή του χωριού, στα τέλη του 18ου αιώνα, όταν οι έμποροι πουλούσαν την πραμάτεια τους σε ολόκληρη την Ευρώπη. Από εδώ κατάγεται εξάλλου και ο πασίγνωστος Bulgari, ενώ δείγματα της μεγάλης τέχνης των Καλαρρυτινών, μαζί με τα σχετικά εργαλεία και μηχανήματα, φιλοξενούνται στο Μουσείο Καλαρρυτινής Αργυροτεχνίας, που στεγάζεται στο ανακαινισμένο πετρόχτιστο πρώην δημοτικό σχολείο – ελπίζω να το πετύχετε ανοιχτό.
Στο έτερο «μουσείο» του χωριού θα μπείτε σίγουρα, καθώς πρόκειται για το καφενείο Άκανθος, που λειτουργεί ασταμάτητα από το 1840. Ο Ναπολέων Ζαγκλής αποφάσισε τη δεκαετία του ’90 να εγκαταλείψει την πολυεθνική στην οποία εργαζόταν, να επιστρέψει στα πάτρια και να αναλάβει το καφενείο του προπάππου του – επιλογή για την οποία, απ’ ό,τι φαίνεται, δεν έχει μετανιώσει καθόλου. Στο αυθεντικό και υπέροχο ξύλινο καφενείο-παντοπωλείο, με την ξυλόσομπα, τα εμπορεύματα στα ράφια και την ωραία βεράντα, τον καφέ θα τον ακολουθήσουν τα τσίπουρα και το εξαιρετικό φαγητό, ενώ αν ενθουσιαστείτε και πιείτε για τα καλά, υπάρχει και ξενώνας για να ξαποστάσετε.

Αν πάλι είστε ακμαίοι –και με την προϋπόθεση να μην έχετε φτάσει περπατώντας–, μια επίσκεψη στη μονή Κηπίνας επιβάλλεται. Φωλιασμένο μέσα στον βράχο, το μοναστήρι που χτίστηκε το 1212 από τον αρχιεπίσκοπο Γρηγόριο είναι σχεδόν αόρατο. Μια άλλη πηγή αναφέρει για την ίδρυσή του ότι από τη γειτονική μονή Βύλιζας οι μοναχοί έβλεπαν κάθε βράδυ μια μικρή φλόγα αναμμένη, βρήκαν τελικά εκεί μια εικόνα της Παναγίας και αποφάσισαν να φτιάξουν στο σημείο ένα μοναστήρι – αυτή είναι πιο μεταφυσική εκδοχή και την προτιμώ. Πάνω από τη μονή μπορεί κανείς να δει ό,τι απέμεινε από τις φιλόδοξες προσπάθειες επέκτασής της, οι οποίες εγκαταλείφθηκαν μετά τη θανάσιμη πτώση ενός καλόγερου καθώς μετέφερε υλικά, γεγονός που θεωρήθηκε θεϊκό σημάδι.
Μπαίνοντας στο μοναστήρι, ο επισκέπτης περνά πάνω από μια ξύλινη γέφυρα, η οποία σε περίπτωση κινδύνου σηκωνόταν, μετατρέποντάς το σε απόρθητο φρούριο. Ο μικρός ναός έχει για στέγη τον βράχο, λαξεμένο για να σχηματίζει θόλο, κι ένα όμορφο ξυλόγλυπτο τέμπλο, ακριβές αντίγραφο του αυθεντικού τέμπλου του 18ου αιώνα, που το 1997 κλάπηκε ολόκληρο(!) από αρχαιοκάπηλους και είναι ακόμα άφαντο.
Δίπλα από την εκκλησία ξεκινά ένα ανεξερεύνητο σπήλαιο που δεν είναι επισκέψιμο, μπορεί όμως κανείς με έναν φακό να ρίξει μια ματιά στην είσοδό του – έτσι, για την τιμή των όπλων.
Από την άλλη, ας μην είμαστε αχάριστοι, καθώς για πολλά χρόνια η μονή παρέμενε κλειστή, ελλείψει μοναχών, και για την επισκεφθεί κανείς έπαιρνε το κλειδί από το καφενείο του χωριού. Σήμερα είναι κατά κάποιον τρόπο «αυτοδιαχειριζόμενη», καθώς την ανοίγει μια ομάδα εθελοντών, οι οποίοι εκθέτουν και πουλούν στον χώρο χειροποίητες αγιογραφίες και διάφορα αναμνηστικά – είναι κι αυτό μια λύση, υποθέτω.