Σκοτεινοί έρωτες και παράνομοι πόθοι: το γκέι ψωνιστήρι και η ιστορία του στην Αθήνα

Σκοτεινοί έρωτες και παράνομοι πόθοι: το γκέι ψωνιστήρι και η ιστορία του στην Αθήνα Facebook Twitter
«Το ψωνιστήρι για ένα μεγάλο μέρος του κόσμου που σύχναζε –και συχνάζει– στα συγκεκριμένα μέρη είναι ανάγκη, δεν είναι απλώς επιλογή». Εικονογράφηση: Γιώργος Γούσης
0

ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΗΣΗ: ΓΙΩΡΓΟΣ ΓΟΥΣΗΣ / LIFO

Το ψωνιστήρι, η αναζήτηση εφήμερου ερωτικού συντρόφου σε δημόσιους χώρους, το cruising διεθνώς, δεν είναι κάτι σύγχρονο. Ανθούσε ανά εποχές και περιόδους, κυρίως σε κοινωνίες που καταπίεζαν τη σεξουαλική έκφραση, την ομοφυλόφιλη σεξουαλική έκφραση, γιατί όταν μιλάμε για ψωνιστήρι εννοούμε πάντα ερωτική συνεύρεση μεταξύ ανδρών.

Στην ιστορία της αρχαίας Αθήνας υπήρχε στα γυμναστήρια, υπήρχε σε μέρη έξω από την πόλη, ακόμα και στην Αρχαία Αγορά, αλλά στη σύγχρονη ιστορία οι μαρτυρίες ξεκινούν από τα τέλη του 19ου αιώνα, οπότε κατασκευάστηκαν τα πρώτα δημόσια ουρητήρια στη Βαρβάκειο. Τα «τζουρά» και τα πάρκα ήταν τα πρώτα μέρη μυστικής ερωτικής συνεύρεσης μεταξύ ανδρών – και μέχρι το 1950 στην Αθήνα υπήρχαν 70 δημόσια ουρητήρια.

«Το ψωνιστήρι για ένα μεγάλο μέρος του κόσμου που σύχναζε –και συχνάζει– στα συγκεκριμένα μέρη είναι ανάγκη, δεν είναι απλώς επιλογή» λέει ο Νίκος, συγγραφέας. «Είναι ένας τρόπος να εκφράσεις τις επιθυμίες σου, να τις ικανοποιήσεις, να εκτονώσεις την ενέργεια και τη σφοδρή ένταση που συσσωρεύονταν από την καταπίεση και την κρυφή ζωή που ήσουν αναγκασμένος να κάνεις, ιδίως σε παλιότερες εποχές. Το μυστικό και το απαγορευμένο έχουν μια γοητεία που δεν μπορείς να βρεις πουθενά αλλού, σε κανέναν άλλον τρόπο προσέγγισης ερωτικού συντρόφου.

Το ψωνιστήρι έχει κάτι που είναι απαράμιλλο, είσαι κυνηγός που ψάχνεις το θήραμα και στην πραγματικότητα είναι κάτι εξωφρενικά ανδροπρεπές, ακόμα και όταν βλέπεις κάποιον με εντελώς παθητική σεξουαλικότητα να μπαίνει σε αυτό το παιχνίδι της κυνηγετικής αποστολής. Συνήθως αυτοί είναι περισσότεροι, αλλά τη στιγμή του παιχνιδιού δεν έχει μεγάλη σημασία. Αυτό που έχει σημασία είναι να είσαι κάτοχος φαλλού». Ο Νίκος είναι 60 χρονών και έχει πολλές εμπειρίες να διηγηθεί από το αθηναϊκό cruising. Η πρώτη του φορά σε πάρκο ήταν στα 20 του.

Στους γκέι της γενιάς μου ήταν πολύ σημαντική η ανωνυμία και η έλλειψη οποιασδήποτε επαφής πέρα από τη σεξουαλική, δεν ήταν απαραίτητο να μιλήσεις, δεν έπρεπε να απαντήσεις σε οποιαδήποτε ερώτηση και δεν υπήρχε περίπτωση να ξαναπάς με το ίδιο άτομο ή, όταν θα πήγαινες, θα είχε περάσει τόσο πολύς καιρός, που θα είχες ξεχάσει ότι έχεις πάει μαζί του.


«Στα δικά μου τα χρόνια το κινητό τηλέφωνο δεν το είχαμε ούτε καν φανταστεί, δεν υπήρχε ούτε στις ταινίες επιστημονικής φαντασίας του '70 αυτή η έννοια. Δεν είχαμε άλλον τρόπο επικοινωνίας, η ανεύρεση εραστή γινόταν διά της οπτικής επαφής. Εν ψυχρώ, ψωνιστήρι. Η κύρια πιάτσα της εποχής της δικής μου, που ξεκινάει το 1980, ήταν το Ζάππειο. Υπήρχε ο Εθνικός Κήπος, αλλά το βράδυ, όταν γινόταν κυρίως το ψωνιστήρι, ήταν κλειστός και το παιχνίδι γινόταν στις περίφημες τουαλέτες του. Υπήρχε το Ζάππειο, δηλαδή οι κήποι από την Αίγλη μέχρι τη Βασιλίσσης Όλγας και οι Στύλοι του Ολυμπίου Διός, όπου υπήρχε ελεύθερη είσοδος – τότε δεν υπήρχε κανένα συρματόπλεγμα. Μπορούσες να κινηθείς από τον αρχαιολογικό χώρο μέχρι το στάδιο, τον όμιλο αντισφαίρισης και μέχρι την Αγία Φωτεινή, που λόγω γεωμορφολογίας ήταν ο ιδανικός χώρος για κρυφές συνευρέσεις, γιατί χωνόσουν μέσα σε μια χαράδρα και δεν σε έβλεπε κανένας. Αυτό ήταν το hardcore σημείο, γιατί εκεί συνέβαιναν πράγματα που για παιδάκια της ηλικίας και της θέσης μου μέσα στο σύστημα θεωρούνταν εξώλης και προώλης. Υπήρχε ένα out and loud, το οποίο όμως ήταν και λίγο υστερικό. Υπήρχαν όλες οι επιδειξιομανείς συμπεριφορές».


«Στις δεκαετίες του '60 και του '70, οπότε οι κοινωνικές συνθήκες, ακόμα και η νομοθεσία, απαγόρευαν την ομοφυλοφιλία και ακόμα και η Ψυχιατρική τη χαρακτήριζε "παθολογική" ή "αποκλίνουσα συμπεριφορά", η ικανοποίηση της σεξουαλικής επιθυμίας ενός ομοφυλόφιλου ήταν κάτι πολύ δύσκολο έως αδύνατο, ειδικά αν ζούσε στο κλειστό και συντηρητικό περιβάλλον της επαρχίας» λέει ο Θανάσης, επιχειρηματίας, 70 χρονών. «Οι περισσότεροι ομοφυλόφιλοι αναγκάζονταν να κάνουν γάμους και να συμβιβάζονται, καταπνίγοντας τη σεξουαλικότητά τους, αλλά αυτό δεν μπορούσε να συνεχίζεται για πάντα, κάποια στιγμή γινόταν βραχνάς που σε έπνιγε, έτσι έψαχναν μια ευκαιρία να την εκδηλώσουν έστω και για μία φορά. Κι αυτό ήταν δυνατό μόνο στην Αθήνα, στα μέρη όπου γινόταν το ψωνιστήρι. Την πρώτη φορά που πήγα στην Ομόνοια ήμουν 24 και δήλωνα στρέιτ. Δεν είχα ξαναπλησιάσει ερωτικά άντρα. Η Ομόνοια ήταν όπως ακριβώς την περιγράφει ο Ιωάννου στο βιβλίο του και είχε πολλά μέρη για να κάνεις ψωνιστήρι:


«Η μυστική ζωή της Ομόνοιας θρασομανάει ακριβώς κατέναντι του πλήθους, επί τη θέα του πλήθους, και όχι στις μοναξιές και στους ησυχασμούς, όπως θαρρούνε. Οι καταστάσεις αυτές είναι ίσως καλές για να ξαναζήσεις, να ξαναζωντανέψεις απάνω σου τα λόγια και τις φυσιογνωμίες και τα μέλη των ανθρώπων, όχι όμως για να ζήσεις αποκλειστικά έτσι. Άλλωστε, στη μοναξιά σου μέσα, μόνος, απροστάτευτος και παράξενος, θα λιανιστείς και θα ρημαχτείς από τους εχθρούς της μυστικής ζωής, τους λόγιους και τους νοικοκυραίους.

Η Ομόνοια είναι μια λίμνη στην οποία εκβάλλουν διάφοροι ποταμοί. Είναι οι ποταμοί οι αλληγορικοί και είναι οι ποταμοί οι καθαρώς νοητοί. Οι αλληγορικοί ποταμοί, εκ των οποίων ο μεγαλύτερος είναι εκείνος που λέγεται του Πανεπιστημίου, ξεβράζουν στην Ομόνοια τροχοφόρα και ανθρώπους, ενώ οι νοητοί ποταμοί, που δεν υπάρχουν παρά μόνο στις καρδιές ορισμένων, και που ο μεγαλύτερός τους θα μπορούσε να ονομάζεται ποταμός της Καβάλας, κατεβάζουν με το λιγοστό μα ορμητικό νεράκι τους στην Ομόνοια κάθε μέρα και κάποιο τσακισμένο κορμί – τσακισμένο από τη φρικτή καταπίεση και τα βασανιστήρια των συγγενών και του περιβάλλοντος. Όσο για τη λίμνη, είναι ακόμα ορατή.

Έρχονται, λοιπόν, εδώ όλοι οι καταπιεσμένοι και ρημαγμένοι ανά το πανελλήνιο. Καταπιεσμένοι δεν είναι αναγκαστικά μόνο οι σωματικά αδύναμοι και δισταχτικοί, αλλά και οι βαρβάτοι. Απόδειξη πόσο αλλάζουν όλοι τους στον στρατό, βρίσκονται επιτέλους μακριά από τους φρικτούς βασανιστές τους, που τους καίνε την ψυχή με πυρωμένο σίδερο. Βέβαια, εκεί που συμβαίνουν τα τέρατα και τα σημεία είναι τα μικρά μέρη. Αυτά πρώτα τυραννούν και μετά αποδιώχνουν τους ανθρώπους με τις ερωτικές, ιδίως, παραλλαγές. Τους αναγκάζουν να φύγουν προς τα μεγάλα αστικά κέντρα και κυρίως στην Αθήνα. Και όταν έρθουν στην Αθήνα, πολύ γρήγορα θα έρθουν και από την Ομόνοια, όπου ένα ποσοστό τους θα κολλήσει. Εδώ δεν αποκλείεται να συναντήσουν και συμπατριώτες τους, με τους οποίους να συνεννοηθούν περίφημα, ενώ στο χωριό δεν τολμούσαν ούτε να τους ατενίσουν επί πολύ...»


«Τα σημεία "παράνομων γνωριμιών" στην Ομόνοια ήταν το ομώνυμο ξενοδοχείο, το Νέον παραδίπλα, και το Σινέ Ομόνοια πίσω από το ξενοδοχείο, όπου γινόταν επίσης της τρελής» προσθέτει η Θανάσης. «Στην Αγίου Κωνσταντίνου ήταν το Σινέ Σταρ, ο Αρίωνας, που το μεσημέρι γέμιζε με γκέι κόσμο και από γύρω πήγαιναν χασάπηδες και άνθρωποι από τη Λαχαναγορά. Δημιουργούσαν μια ατμόσφαιρα που δεν είναι εύκολο να την περιγράψεις. Ήμασταν νέοι και ήταν άλλες οι προσλαμβάνουσες.

Η πρώτη φορά που πήγα στον Αρίωνα ήταν σοκαριστική για μένα, δεν είχα ξαναδεί πορνό και μπήκα ψάχνοντας. Πρέπει να πω ότι δεν με βοήθησε κανένας να βρω τα στέκια, τα ανακάλυπτα μόνος μου γιατί οι γκέι δεν τα έλεγαν, υπήρχε μεγάλος ανταγωνισμός, μη βλέπεις τώρα, που όλα είναι εύκολα. Υπήρχε και η Αλάσκα, απέναντι από το Μινιόν, επίσης καθαρά πονηρό σινεμά. Έμπαιναν μέσα από το πρωί και έβγαιναν το βράδυ. Μάλιστα, εκεί έψηναν και ρέγγες.

Η Ομόνοια ήταν η βάση, αλλά τριγύρω τη νύχτα ψωνίζονταν παντού, σε όλο το κέντρο. Στην Αθηνάς έκανες μια βόλτα και λειτουργούσε η γλώσσα του σώματος, κάποιες κινήσεις μυστικιστικές που δήλωναν πόθο, το κλείσιμο του ματιού, μια κίνηση της γλώσσας στα χείλη, το άγγιγμα των γεννητικών σου οργάνων, ακόμα και το κάρφωμα με τα μάτια ήταν ένδειξη ότι ψάχνεσαι για σεξ. Καλό ψωνιστήρι γινόταν στην πλατεία Κουμουνδούρου, εκεί ήταν η στάση των λεωφορείων που πήγαιναν σε διάφορες λαϊκές συνοικίες, Αιγάλεω, Πέραμα, και μετά τις 7-8 το βράδυ γινόταν της κακομοίρας. Και μέσα στο πάρκο, απέναντι ή πίσω απ' το παλιό ΙΚΑ, στην απέναντι μεριά – εκεί έχει μέχρι και σήμερα, αλλά επί χρήμασι. Στις δημόσιες τουαλέτες στην Ομόνοια και στου Μακρυγιάννη, σε αυτές στου Ψυρρή (η περίφημη "τζούρα"). Σήμερα έχουν κλείσει και χάθηκε μαζί τους ένα δείγμα πολιτισμού άσχετο με την γκέι δραστηριότητα. Οι μόνες που υπάρχουν τώρα και είναι ενεργές και με αυτόν τον τρόπο, αλλά πάντα υπό επιτήρηση, είναι στο πάρκο της Κηφισιάς και στον σταθμό του Ηλεκτρικού στον Πειραιά».

Σκοτεινοί έρωτες και παράνομοι πόθοι: το γκέι ψωνιστήρι και η ιστορία του στην Αθήνα Facebook Twitter
Το γλυπτό «Έρωτας Τοξοθραύστης» του Γεώργιου Βρούτου στο Ζάππειο.

«Το μεγάλο ατού, αυτό που έκανε τους γκέι να έχουν τη φήμη ότι είναι πιο ευτυχείς σεξουαλικά απ' ό,τι οι στρέιτ, ήταν ότι μπορούσαν να κατακτήσουν ένα επίπεδο ζωώδους σεξουαλικότητας χωρίς την παρεμβολή του λόγου» λέει ο Νίκος. «Μπορούσες να πλησιάσεις κάποιον, να το κάνεις και να το κάνεις κεφακλίδικα, δηλαδή επί ώρες, χωρίς όμως να ανταλλάξεις λόγια, παρά το γεγονός ότι μέσα από τα λόγια μπορείς να κατακτήσεις το ζωώδες στο σεξ. Υπήρχαν κι αυτοί οι οποίοι σε προσέγγιζαν και σου έλεγαν μερικά λογάκια που ήταν εντελώς στερεοτυπικά για να ξεκινήσει η επαφή και αυτό το στερεοτυπικό γελοιοποιείται γιατί είναι 100% ξεκάθαρο ότι πρόκειται για μια ειρωνική προσέγγιση του λόγου, ο λόγος δεν με ενδιαφέρει, τον ακυρώνω με την τόση ειρωνεία που βάζω. Ήταν μια μεγάλη ευχαρίστηση.


Η παρεμβολή ή όχι του λόγου είναι ένα μεγάλο κριτήριο κατηγοριοποίησης των χώρων ψωνιστηριού. Στο πάρκο δεν ήταν ανάγκη να μιλήσεις, στο σινεμά επίσης. Παλιά στα πορνοσινεμά υπήρχε μια ειδική κατηγορία γκέι που ονομάζονταν "μπινέδες", οι οποίοι κάθονταν όρθιοι σαν κύριοι, με κατεβασμένα τα παντελόνια και τα βρακιά, κι έτσι, χωρίς να τους απευθύνεις τον λόγο, μπορούσες να πας να τους πηδήξεις και να φύγεις. Οι πιο πολλοί από αυτούς στη φάση που βρίσκονταν δεν είχαν καν στύση. Αυτή η συνθήκη απόλυτης παθητικότητας, χωρίς παρεμβολή λόγου, έχει πλέον μειωθεί. Δεν μπορεί κάποιος να είναι "μπινές" με τα νέα συστήματα. Η ανάγκη για απόλυτη παθητικότητα εξακολουθεί, βέβαια, να υπάρχει.

Ένα άλλο από τα χαρακτηριστικά του ψωνιστηριού είναι η νυμφομανιακή συμπεριφορά που ικανοποιείται μόνο από την υπερκατανάλωση, όπως άλλωστε συμβαίνει σήμερα και στην αναζήτηση μέσω application. Από κάποιο σημείο κι έπειτα, αν είσαι λίγο κουρασμένος ή αν δεν είσαι τόσο καλά ψυχολογικά, συναντάς σεξουαλικά ανθρώπους που δεν θα συναντούσες ποτέ υπό άλλες συνθήκες. Στους γκέι της γενιάς μου ήταν πολύ σημαντική η ανωνυμία και η έλλειψη οποιασδήποτε επαφής πέρα από τη σεξουαλική, δεν ήταν απαραίτητο να μιλήσεις, δεν έπρεπε να απαντήσεις σε οποιαδήποτε ερώτηση και δεν υπήρχε περίπτωση να ξαναπάς με το ίδιο άτομο ή, όταν θα πήγαινες, θα είχε περάσει τόσο πολύς καιρός, που θα είχες ξεχάσει ότι έχεις πάει μαζί του. Υπήρχε μια υπερκατανάλωση, η οποία εκπορευόταν από τη φοβία κάποιου ότι μπορεί να συνδεθεί με τον άλλον.

Τη δεκαετία του '80 ήρθαν τα μπαρ, τα οποία δεν ήταν λίγα, και το κακό γενικεύτηκε τη δεκαετία του '90. Μπορούσες να πας και να βρεις το ερωτικό ταίρι σου για μια βραδιά, αλλά εκεί μπαίναμε σε μια υποχρεωτική παρεμβολή του λόγου. Εκεί πάντα πήγαιναν τα καλά παιδιά, που ναι μεν ήθελαν να ψωνιστούν και να φερθούν σαν μουλάρια, αλλά δεν ήθελαν να χρεώσουν στον εαυτό τους ότι φέρθηκαν σαν ζώα. Δηλαδή αυτοί που τα ήθελαν όλα δικά τους. Από κει και πέρα, οποιαδήποτε βλεμματική επαφή ήταν η απαρχή ενός ψωνιστηριού.

Αυτό που κατέκτησε η δεκαετία του '80 ήταν να μη φοβάσαι να κοιτάξεις τον άλλον στα μάτια. Κι αυτόν τον φόβο, το είδος τρόμου που υπήρχε στον κόσμο τα παλιά τα χρόνια, τον βλέπεις σήμερα στους αλβανικούς πληθυσμούς. Κι εκεί που έχει γειτονιές με πολλούς Αλβανούς, όπως στου Γκύζη, στους Αμπελόκηπους ή στην Κυψέλη, όπου έχεις την αίσθηση ότι ο άλλος σε κοιτάζει, αλλά δεν υπάρχει βλεμματική επαφή. Αισθάνεσαι μια ενέργεια να σε τραβάει προς τα κει, αλλά γι' αυτούς το βλέμμα είναι κάτι απαγορευμένο. Εάν κοιτούσε κάποιος με νόημα τον άλλον, είχε κάνει ένα αυτο-outing. Ένα βλέμμα αρκούσε. Τη δεκαετία του '80 είχαμε ξεφύγει από αυτό, μπορούσαμε να κοιταζόμαστε, να αλληλοαναγνωριζόμαστε και να προσεγγιζόμαστε στην Αθήνα.


Άλλη πιάτσα σημαντική ήταν το Πεδίον του Άρεως. Γενικώς, τα πάρκα έπαιζαν, μικρά και μεγάλα, ακόμα και σε γειτονιές που δεν θα φανταζόσουν. Ακόμα και το πάρκο του Ευαγγελισμού, το οποίο μπορεί να ήταν πολύ πιο μικρό και εντελώς απροστάτευτο, αλλά υπήρχε μια περίοδος στο τέλος της δεκαετίας του '90 που χρησιμοποιούνταν. Όλη αυτή η κουλτούρα του πάρκου εξαφανίζεται ουσιαστικά με τα κινητά τηλέφωνα. Έχουν απομείνει ακόμα κυρίως αυτοί που είναι μεγαλύτεροι σε ηλικία και τους αρέσει αυτό το είδος ψωνιστηριού.

Βέβαια, το ψωνιστήρι στην Αθήνα δεν έχει πεθάνει, γιατί πάντα υπάρχει μια κατηγορία ενδιαφερομένων, οι οποίοι θέλουν να είναι αφανείς. Δηλαδή υπάρχουν πάρα πολλοί παντρεμένοι οι οποίοι δεν είναι αμφιφυλόφιλοι, αλλά ανήκουν στην κατηγορία του acting count, δηλαδή είναι πιεσμένοι από διάφορες περιστάσεις της ζωής που τους κάνουν να ζουν μια νυμφομανιακή έξαρση, όχι κατάσταση, όπως στην ταινία Shame. Αυτού του τύπου οι άνθρωποι, που παραδίδονται σε μια ασυνείδητη ερωτική επιθυμία, γεμίζουν τώρα τα πάρκα. Οι περισσότεροι από αυτούς, επειδή είναι παντρεμένοι, αποφεύγουν να αφήνουν ίχνη και δεν χρησιμοποιούν application. Η συνεύρεση στον δρόμο ή στα πάρκα είναι χωρίς ίχνη, εκτός κι αν κάποιος σε δει. Κι αν κινείσαι στο σκοτάδι, είναι δύσκολο να σε δει.


Πιάτσες ήταν και η οδός Πατησίων, η Σταδίου από τη μέση και κάτω, προς Ομόνοια, η Πανεπιστημίου επίσης χαμηλά. Έκανες πιάτσα προσποιούμενος ότι βλέπεις τα παπούτσια σε μια βιτρίνα και δεν ξέρεις ποια σ' αρέσουν πιο πολύ κι αυτό γινόταν αιτία για να πιάσεις κουβέντα με κάποιον και να προχωρήσεις σε γνωριμία, η οποία οδηγούσε κατευθείαν στο κρεβάτι».


«Τη δεκαετία του '80 και του '90, αλλά και πιο πριν, το βασικό μέρος για ψωνιστήρι –και το καλύτερο– ήταν η Κωνσταντινουπόλεως, ο κεντρικός ο δρόμος με τα φορτηγά» λέει ο Θανάσης. «Εκεί πήγαιναν αυτοί που είχαν αυτοκίνητα και έκαναν σεξ με φορτηγατζήδες. Γινόταν αλισβερίσι κανονικό, κάθε μέρα. Δεξιά είναι η Αγίας Άννης, όπου γίνεται ψωνιστήρι με αυτοκίνητα ακόμα και σήμερα. Υπήρχαν και κάποιες ταβέρνες χαμηλά στην Αχαρνών, όπου επίσης πήγαιναν λαϊκοί τύποι και τρανς. Παρ' ότι ήταν πιο κρυφά όλα, ήμασταν πιο ελεύθεροι, υπήρχε η γοητεία του κυνηγιού που δεν υπάρχει πια στα νέα παιδιά. Είναι πολύ εύκολο το σεξ πλέον και δεν υπάρχει ερωτισμός, δεν υπάρχει παιχνίδι.

Θυμάμαι ότι πίσω από την Κωνσταντινουπόλεως υπήρχε μια αποθήκη με ένα ξύλινο κουβούκλιο, όπου κάναμε σεξ με φορτηγατζήδες, ή μέσα στην νταλίκα. Περνούσες με το αυτοκίνητο κι αν σε γούσταρε ο άλλος σου άναβε τα φώτα, αλλιώς δεν έκανε τίποτα. Κι αυτό ήταν ένα παιχνίδι: έμπαινες στην καμπίνα με τα σεμεδάκια της μαμάς τους, με αφίσες με γυμνές γυναίκες, με χρώματα, με φωτάκια, με κουρτίνες, όπου έπαιζε πάντα λαϊκή μουσική, και πριν αρχίσει να γίνεται οτιδήποτε, σε κέρναγαν ένα ποτό. Έχω γνωρίσει εκεί λεβέντες που μου διηγήθηκαν όλη τους τη ζωή και με κάποιους έχω φιλίες 30 και 40 χρόνων. Κάποιων γνώρισα και τη γυναίκα και τα παιδιά τους. Υπήρχε μια ανθρώπινη σχέση και επαφή, σήμερα δεν υπάρχει αυτό το πράγμα. Ψωνίζεσαι, κάνεις σεξ και τελείωσες. Ούτε το όνομα δεν μαθαίνεις.

Ένα άλλο στέκι όπου ψωνιζόμουν ήταν στον Πειραιά, στο λιμάνι, μέσα στα φορτηγά καράβια πριν φορτώσουν. Υπήρχε κι ένα παρκάκι δίπλα στον Άγιο Σπυρίδωνα, στην ακτή Μιαούλη, όπου συναντούσες ναυτικούς και Πειραιώτες που έρχονταν να πιάσουν δουλειά στα πλοία. Είχε πολύ ψωμί εκεί».


«Μέχρι το 2000 ήταν πολύ ωραία στο Πεδίον του Άρεως», λέει ο Βαγγέλης, δικηγόρος, 44 ετών. «Σύχναζε πάρα πολύς ο κόσμος, στάνταρ θα έκανες κάτι, θα έβρισκες, χωρίς υπερβολικά θέματα και προβλήματα. Μετά, με την έξαρση των αλλοδαπών, χάλασε το σκηνικό, γιατί μαζεύτηκαν πολλοί escorts, έκαναν κλοπές, υπήρχε και πολλή ασθένεια, ψώρα, φυματίωση, πέρα από τον HIV. Ήρθαν και οι ναρκομανείς και διέλυσαν τελείως την πιάτσα. Οι περισσότεροι δεν ήταν καν γκέι, το έκαναν για ένα πεντάευρο κι έτσι ο κόσμος που σύχναζε εκεί για τη χαρά έφυγε. Έχω ένα θέμα πλέον με τον HIV. Από τότε που η ομοφυλοφιλική κοινότητα άρχισε να μη δηλώνει ότι έχει HIV και να κάνει σεξ χωρίς προφυλακτικό σταμάτησα να κάνω πιάτσες.


Πολύ δημοφιλή σημεία άνοιξη και καλοκαίρι είναι προς Βάρκιζα μεριά, στα "πρώτα" Λιμανάκια, αλλά στην άνω πλευρά, εκεί όπου είναι το μπαράκι, στην αλάνα. Και στα "δεύτερα" Λιμανάκια έχει μια πιάτσα πάνω στον δρόμο, που όμως δεν προσφέρει καμία κάλυψη από τους περαστικούς. Επίσης, πιο μακρινές πιάτσες, αλλά με πολλούς Αθηναίους, είναι το Μαύρο Λιθάρι, τα Λεγραινά, τα "τρίτα" Λιμανάκια, το Αγκίστρι. Γενικά, όπου υπάρχει παραλία γυμνιστών μαζεύεται το γκέι κοινό.


Παρόλο που τα applications έχουν αντικαταστήσει το ψωνιστήρι, δεν νομίζω ότι θα σταματήσουν ποτέ οι πιάτσες. Στην πιάτσα είναι πιο εύκολη η απόρριψη, όταν δεν αρέσεις στον άλλον απλώς απομακρύνεται, ενώ με το application είναι πολύ πιο σκληρά τα πράγματα, απάνθρωπα, γιατί πας στο σπίτι του άλλου κι αν δεν γουστάρεις, πρέπει να του το πεις στα μούτρα».

«Παλιότερα δεν υπήρχε αίσθημα επισφάλειας» λέει ο Νίκος. «Κυκλοφορούσες σε όλα αυτά τα μέρη και φοβόσουν μόνο την αστυνομία, γιατί υπήρχαν οι "επιχειρήσεις αρετής", αλλά ειδικά επί ΠΑΣΟΚ αυτά είχαν μετριαστεί πάρα πολύ και γίνονταν μόνο αν είχε υπάρξει κάποια καταγγελία ή είχε δοθεί μια αφορμή. Αυτό που έχει χαθεί τώρα σε σχέση με τότε είναι ότι επέλεγες τον τόσο περιστασιακό σύντροφό σου χωρίς την ελπίδα ότι αυτό θα σε φέρει πιο κοντά του, το μόνο που ήθελες ήταν η σαρκική επαφή. Αυτό το πράγμα γινόταν με τo κριτήριο της επιθυμίας, είχες δει τον άλλον και σκεφτόσουν "μου αρέσει".

Τώρα γίνεται με το κριτήριο της οικονομίας, πού να τρέχω από τον Νέο Κόσμο στην Κυψέλη, να δώσω και 10 ευρώ για ταξί, έτσι η εποχή σε οδηγεί στα περίφημα "σαβουρογαμήσια". Κάνεις το ξεκαύλωμα χωρίς να έχεις ξεκαυλώσει. Δεν έχεις περάσει καλά, όχι επειδή έχεις επιλέξει κάποιον που δεν σου αρέσει αλλά επειδή κι αυτός που σου αρέσει έχει επιλεγεί με κριτήριο που είναι οικονομοποιημένο, δηλαδή είναι ήδη κατώτερο από αυτό που θα γεννούσε τη μάξιμουμ προσδοκία. Ακόμα και με έναν ωραίο να βρεθείς, με έναν που σου αρέσει, υπάρχει ένας κόμπος».


«Τα πορνοσινεμά και οι σάουνες υπήρξαν χώροι σεξουαλικής εκτόνωσης για πολύ κόσμο, σήμερα όμως είναι κάτι παρωχημένο και το σινεμά έχει γίνει εντελώς παρακμιακό» λέει ο Θανάσης. «Στα πορνοσινεμά υπάρχει μια πολύ κρίσιμη στιγμή, που γίνονται τελείως dark rooms και αφήνονται στην γκέι σεξουαλικότητα. Μέχρι τότε ο πιο πολύς κόσμος πήγαινε για να δει την ταινία. Το πρώτο πλήγμα που δέχτηκαν ήταν η βιντεοκασέτα το '80, αλλά μέχρι τότε οι θαμώνες τους ήταν άνθρωποι που ήθελαν να μπουν σε μια διαδικασία αυνανισμού μόνο, χωρίς επαφή με άλλον και χωρίς να τους βλέπει η γυναίκα τους στο σπίτι. Ήταν χώροι που παρείχαν την απόλαυση του ενός. Πριν βγουν τα sex shops, αυτοί οι άνθρωποι πήγαιναν σε πορνοσινεμά. Μέχρι την κρίση, διότι οι καμπίνες ήταν ακριβό σπορ.

Οι γκέι στην αρχή ήταν διστακτικοί, γιατί υπήρχε πολύ μπούλιγνκ. Αν τολμούσες να την πέσεις σε κάποιον, να του βάλεις χέρι εκεί που καθόταν, αυτός μπορεί να τσαντιζόταν και να σε απέπεμπε. Σιγά-σιγά, επειδή όλοι αυτοί απομακρύνθηκαν, έγινε χώρος γκέι συναθροίσεων. Αυτό όμως πεθαίνει, είναι ένας χώρος όπου δεν πατάει κανένας, είναι μόνο για γεροντόφιλους και γέρους με τη στύση στο χέρι λόγω των Βιάγκρα».


«Οι ξένοι άλλαξαν εντελώς τις πιάτσες», λέει ο Βαγγέλης, «με καλό και κακό τρόπο. Τους πρώτους ξένους μαζικά τους είδα στους Ολυμπιακούς Αγώνες. Έκτοτε τους είδα με τα "κύματα" των αλλοδαπών. Κατά τη γνώμη μου, εμπλούτισαν την πιάτσα με ωραία σώματα, ωραία κορμιά, ωραίες ιδέες, διαφορετικότητα. Ήρθαν Ιρανοί, Τούρκοι, που έχουν διαφορετική φιλοσοφία από τους Έλληνες στο σεξ. Ο Άραβας κάνει διαφορετικά σεξ, έχει άλλη νοοτροπία, είναι πιο καθαρός, έχει μια ιεροτελεστία στην καθαριότητά του, οι Αλβανοί ήταν οι πιο ζωώδεις εραστές.

Αργότερα ήρθαν τα κακά της ανέχειας, της φτώχειας, της κακής ψυχολογικής κατάστασης, που οδήγησαν σε μαχαιρώματα, ληστείες. Συνήθως αυτές τις καταστάσεις τις έλκουν τα παιδιά που είναι πολύ θηλυπρεπή, που βγάζουν το εύκολο θύμα. Και οι ηλικιωμένοι, που αποφεύγουν πλέον να πάνε βράδυ. Έχουν τη σύνταξή τους και είναι βέβαιο ότι έχουν κάτι στην τσέπη τους, ενώ οι νεαροί μπορεί και να μην έχουν τίποτα».

Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO

Lgbtqi+
0

ΑΦΙΕΡΩΜΑ

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Proud Seniors: Η πρώτη φιλοξενία ΛΟΑΤΚΙ+ ατόμου σε πρόγραμμα Στέγασης και Υποστήριξης

Ελλάδα / Proud Seniors: Η πρώτη φιλοξενία ΛΟΑΤΚΙ+ ατόμου σε πρόγραμμα Στέγασης και Υποστήριξης

«Με την αναστολή των ενεργειών για τη λειτουργία του πρώτου Ξενώνα Φιλοξενίας ΛΟΑΤΚΙ+ ατόμων από τη νέα δημοτική αρχή της Αθήνας, η κοινότητα μας παραμένει χωρίς κανένα δίκτυ στοιχειώδους προστασίας»
NEWSROOM