Μπορεί να μετακόμισε στην εξωτική Ινδία, αλλά ο Γουές Άντερσον δεν θυσίασε ούτε δράμι από την εκκεντρική ματιά του στους δυσλειτουργικούς και αστείους γκαφατζήδες που γίνονται ερήμην τους ρεζίλι (καθότι σοβαροί προς την ιδιαιτερότητά τους) αλλά κατά βάθος αποζητούν την ιερή στιγμή που η χαστουκισμένη τους ευαισθησία θα σταματήσει να είναι απαγορευμένη και άκυρη. Για τους τρεις αδελφούς, αυτή η άρση θα συμβεί τμηματικά, κατά τη διάρκεια ενός μεγάλου ταξιδιού με τρένο, καθ' οδόν προς την ελευθερία τους, έναν χρόνο μετά το θάνατο του πατέρα, και λίγο πριν βρουν την εξαφανισμένη μάνα. Οι γονείς είναι τα δυο κλειδιά του ψυχισμού καθώς και της συμπεριφοράς τους - το εξαγόμενο μιας πιθανής αυστηρότητας από τον πατέρα και ένα σύνολο από φευγάτα χούγια από τη μαμά που έγινε καλόγρια και ασχολείται με ορφανά (υπερβατικά δυναμική η Αντζέλικα Χιούστον).

Ο ισχνός σουρεαλισμός του Άντερσον δηλώνεται και εδώ, με πολλούς τρόπους. Τα αδέλφια Γουίτμαν έχουν μια συμμετρικά παλαβή σχέση μεταξύ τους, ο μεγάλος καλύπτεται με επιδέσμους, ο μεσαίος φοράει τα υπερμεγέθη γυαλιά του πατέρα και ο μικρός κυκλοφορεί παντού ξυπόλητος, ενώ και οι τρεις κρύβουν επιθετικότητα και κατατονία σε ίσες δόσεις. Τα τρικ του Άντερσον δεν αλλάζουν. Επιδιώκει να δοξολογήσει το έκκεντρο κάνοντας το να φαίνεται φυσικό, αστείο και χαριτωμένο, σε μια αναλογία που και ο Ταραντίνο ψέλνει με δέος τα κατορθώματα των αγαπημένων του φονιάδων. Αυτή η ταινία βλέπεται με μεγαλύτερη ανοχή από έναν μη φαν (όπως ο υποφαινόμενος) γιατί χάνεται με χάρη στην ερημιά και το χάος της κινηματογραφικής εντύπωσης που έχει ο σκηνοθέτης από την Ινδία, και την αναπαράγει πολλές φορές παράλληλα με την πλοκή του. Οι περιεργο-περίεργοι χαρακτήρες του, μέλη της ατελείωτης οικογενειακής θεματικής του Άντερσον, δεν βγάζουν άκρη με το τι τους συμβαίνει και, ευτυχώς, το ταξίδι τους «γράφει» καλύτερα για μας.