Επιστρέφοντας απ' το σκοτεινό, ερημικό μονοπάτι που ενώνει τον Φάρο με τη Χρυσοπηγή, η Ελένη απλώνει ξαφνικά το κολεγιακό της σε έναν πλατύ βράχο και σπρώχνει απαλά τον Νίκο να καθίσει πάνω του. Ανασηκώνοντας τη φούστα της, αγκαλιάζει τη μέση του με τα ηλιοκαμένα πόδια της.
«Έτσι», του ψιθύρισε. «Κάτω από τ' αστέρια».
Λικνίζεται πάνω του κι εκείνος ρουφάει με μανία τις γλυκές, ροδαλές μπουκίτσες πάνω απ' την κοιλιά της. Τη στιγμή που χύνει μέσα της, εκείνη νιώθει στις λαγόνες της τον σπασμό του και κολλάει το σώμα της πάνω στο δικό του. Μένουν σ' αυτήν τη στάση κάμποση ώρα, βαριανασαίνοντας ο ένας στο αυτί του άλλου.
Ξαπλωμένος ανάσκελα, με την Ελένη στην αγκαλιά του, ο Νίκος αφήνεται στη φαντασμαγορία του νυχτερινού ουρανού. Χαζεύει τον Σείριο, τον Αντάρη, τον Βέγα, τον αστερισμό του Σκορπιού. Νοερά εντοπίζει όσα ουράνια σώματα παρατηρεί κάθε τόσο με το τηλεσκόπιό του: τα διπλά αστρικά συστήματα, το νεφέλωμα του Πέπλου, τη ζώνη του Ωρίωνα, τα Νέφη του Μαγγελάνου, τον γαλαξία της Ανδρομέδας.
Βρίσκεται ακόμα μέσα της όταν τον αρπάζει ο τρόμος. Το κενό που κοχλάζει.
Απ' όταν πάτησε το πόδι του στο αγαπημένο νησί με την Ελένη, μια τέτοια στιγμή παραδείσιας απλότητας ονειρευόταν. Το μύχιο αίσθημα παραμονεύει όμως: η αδημονία του πριν από το άγγιγμα και η νοσταλγία που τον κατακλύζει αμέσως μετά. Πάντα τόσο φευγαλέο αυτό που μεσολαβεί ανάμεσα στην αδημονία και τη νοσταλγία· άπιαστο.
Σηκώνονται σιωπηλά και ξεσκονίζονται. Λίγο πριν σβήσουν το φως στο δωμάτιο 9 της Φλώρας, με θέα την ολόφωτη, ασβεστωμένη πέτρινη γλώσσα της Χρυσοπηγής, η Ελένη τον ρωτάει ανήσυχη αν είναι καλά. Σφίγγει την κοπέλα πάνω του.
Στριφογυρνάει στον ύπνο του. Μετά από αρκετό καιρό, ονειρεύεται και πάλι τους γονείς του - σαν να βλέπει πάντα την ίδια ταινία αλλά με την ένταση του ήχου στο mute: ο πατέρας του και η μητέρα του μιλούν μα απλώς κουνάνε τα χείλη τους· λέξη δεν ακούει απ' όσα του λένε. Ντρέπεται να τους υπενθυμίσει ότι είναι και οι δύο νεκροί.
Ξυπνάει πριν σκάσει ο λυτρωτικός ήλιος κάπου πίσω από το αχνό περίγραμμα της Πάρου, στο πέρα Αιγαίο. Χαϊδεύει το γυμνό κορίτσι στο πλάι του, το φιλάει απαλά στον ώμο και βγαίνει στο μικρό βεραντάκι, κάτω από την κληματαριά. Αγέρωχο το πέτρινο μοναστήρι πιο κάτω και ολόγυρα το πέλαγος.
Ανοίγει το βιβλίο του και αντιγράφει μια φράση στο σημειωματάριό του: το διαστελλόμενο σύμπαν που ανακάλυψαν οι Α. Φρίντμαν και Έντουιν Χάμπλ φαίνεται πια να είναι ένας μικροσκοπικός κόκκος άμμου στη θυελλώδη ροή του χρόνου που κυλά με ορμή κατά μήκος μιας ελικοειδούς και επικίνδυνης κοίτης.
Ο Νίκος σηκώνει το βλέμμα: ένα καΐκι ξανοίγεται, κουκίδα μέσα στην πλατιά, αρυτίδωτη θάλασσα. Σύμφωνα με ένα σημαντικό αξίωμα της κοσμολογίας, την ονομαζόμενη κοσμολογική αρχή, δεν υπάρχει καμία προτιμητέα τοποθεσία στο σύμπαν. Στη μέγιστη κλίμακα, το σύμπαν μοιάζει το ίδιο παντού. Ωστόσο, όλα φαίνονται να απομακρύνονται από τη Γη. Δεν είναι όμως ότι οι γαλαξίες απομακρύνονται καθώς κινούνται στο διάστημα, αλλά ότι ο μεταξύ τους χώρος τεντώνει και απλώνεται στο άπειρο.
Ο Νίκος προσπαθεί να φανταστεί τον εαυτό του να παρατηρεί τον νυχτερινό ουρανό με το τηλεσκόπιό του ύστερα από δέκα δισεκατομμύρια χρόνια. Ο ένας μετά τον άλλο, οι γαλαξίες θα έχουν υποχωρήσει μέσα στο σκοτάδι. Το φως τους θα γίνεται ολοένα και πιο αχνό. Μέχρι να σβήσει.
Σε ένα τέτοιο σύμπαν, θα υπάρχουν αποκομμένα «σύμπαντα νησιά», σκορπισμένα μέσα σ' ένα σκοτεινό, παγερό πέλαγο, τόσο αχανές που σε 100 δισεκατομμύρια χρόνια ο γαλαξίας μας θα είναι ο μοναδικός μέσα σ' ένα απόλυτο σκοτάδι απεραντοσύνης.
Ο Νίκος αφήνει το βιβλίο. Παρατηρεί έναν ηλικιωμένο κολυμβητή στα βράχια της Χρυσοπηγής ν' αδημονεί με τρεμάμενα, αβέβαια βήματα για μια δόση θαλασσινής ευλογίας. Το τσαλακωμένο, ζαρωμένο του κορμί δεν τον πτοεί· με μια άτσαλη κίνηση, βαπτίζεται στον αλμυρό αφρό.
Τώρα η Ελένη ξυπνά γλυκά από ένα χάδι στα πόδια της. Ο Νίκος, στην άκρη του κρεβατιού, γονατιστός στο πάτωμα, μαλάζει απαλά το τρυφερό της πέλμα, την καμπύλη που ενώνει τον λεπτό αστράγαλο με τα εξίσου λεπτεπίλεπτα δάχτυλα.
Τα μάτια του είναι κόκκινα μα η Ελένη δεν το σχολιάζει.
«Δεν κάνουμε χωρίς αστέρια», της λέει χαμογελώντας.
«Έλα», κάνει εκείνη χουζουρεύοντας. «Πάμε για την πρωινή μας βουτιά».
* Μετά τη συνουσία κάθε ζώο αισθάνεται θλίψη
__________
Πρώτη δημοσίευση στην έντυπη LiFO τον Ιούλιο του 2010