O ήρωας του νέου βιβλίου της Έρσης Σωτηροπούλου είναι ο Καβάφης

O ήρωας του νέου βιβλίου της Έρσης Σωτηροπούλου είναι ο Καβάφης Facebook Twitter
0

Από τα πολλά και καλά που έχουν γραφτεί για την Έρση Σωτηροπούλου του «Ζιγκ-ζαγκ στις νεραντζιές» και της «Φάρσας», στο μυαλό μου στριφογυρίζει μια παλιά παρατήρηση του Δημοσθένη Κούρτοβικ. Σαν κρις-κραφτ σε μπανιέρα, έτσι την χαρακτήριζε. Σαν μια πανέξυπνη συγγραφέα που, με το μοντέρνο και ευέλικτο σκάφος της γραφής της, προσπαθεί να ταξιδέψει σ’ έναν χώρο πολύ στενό για την έκπληξη και την περιπέτεια. Το μεγάλο θέμα. Αυτό ισχυριζόταν  πως της έλειπε. Ορίστε λοιπόν το «Τι μένει από τη νύχτα» (Πατάκης): ένα μυθιστόρημα για τη δύσκολη σχέση ανάμεσα στην Τέχνη και τη ζωή και  τον ερωτικό πόθο ως κίνητρο δημιουργίας, με πρωταγωνιστή τον Καβάφη πριν γίνει ο Κ.Π. Καβάφης που γνωρίζουμε.

Το «Τι μένει από τη νύχτα» διαδραματίζεται στο Παρίσι τον Ιούνιο του 1897, λίγο μετά τον ελληνοτουρκικό πόλεμο που μας άφησε ταπεινωμένους και καταχρεωμένους, κι ενώ στη Γαλλία αναπτύσσονται τ’ αντιμαχόμενα στρατόπεδα γύρω από την πολύκροτη υπόθεση Ντρέιφους. Οι μόνες μάχες, εν τούτοις, που καλούμαστε να παρακολουθήσουμε είναι αυτές που δίνει μέσα του ο 34χρονος Καβάφης καθώς περιφέρεται με τον Τζον, τον μεγαλύτερο αδελφό του, στα κέντρα διασκέδασης και τα σαλόνια όπου συχνάζει η αφρόκρεμα της γαλλικής πρωτεύουσας.

O ήρωας του νέου βιβλίου της Έρσης Σωτηροπούλου είναι ο Καβάφης Facebook Twitter
Το στοιχείο της επιθυμίας που διαπερνά την το έργο του με συγκινεί πάρα πολύ. Κι εμένα, ως συγγραφέα, η ερωτική επιθυμία είναι που με κινητοποιεί. Ο Καβάφης με τραβάει επίσης ως τύπος. Αυτό το κράμα ποιητή και ανθρώπου που, μ’ έναν όχι και τόσο προφανή τρόπο, έφτασε σε σημείο τήξης, μ’ ενδιαφέρει τρομερά... Φωτ.: Πάρις Ταβιτιάν/ LIFO

Από το πέρασμά του Καβάφη στο Παρίσι, πέρα από λίγα ταξιδιωτικά ενθύμια, περιοδικά, το διαφημιστικό έντυπο ενός πουκαμισάδικου, το πρόγραμμα της Κομεντί Φρανσέζ, δεν υπήρχε τίποτε. Ο ίδιος δεν έγραψε ποτέ σχετικά. Μου έκανε εντύπωση γιατί στα τέλη του 19ου αιώνα συνέβαιναν συγκλονιστικά πράγματα στο Παρίσι -ανθεί ο μοντερνισμός, εμφανίζεται ο Προυστ, ξεσπάει το σκάνδαλο Ντρέιφους, υψώνει φωνή ο Ζολά... Αναρωτιόμουν, τι έκανε ο Καβάφης εκεί;

Η Αλεξάνδρεια που τον έχει θάψει ζωντανό, που του ΄χει πιεί το αίμα. Η «Χοντρή» - η μητέρα του- που τον κρατάει δέσμιο. Η κοσμοπολίτικη οικογένειά του που τόσο άδοξα ξέπεσε. Οι φιοριτούρες απ’ τις οποίες  θέλει ν’ απαλλάξει τους στίχους του. Ο ίσκιος που ρίχνουν πάνω του τα μεγάλα ποιητικά μεγέθη. Η έγνοια του για τις κριτικές που θ’αποσπάσει. Τα αντρικά σώματα που κυριεύουν τα όνειρά του. Τα νεανικά στόματα που λαχταράει αλλά δεν τολμά να φιλήσει. Να τι  απασχολεί μέρα νύχτα τον Καβάφη, ενώ αναζητά απάντηση στο αιώνιο ερώτημα: ποιός μπορεί να γράψει καλύτερη ποίηση; Εκείνος που ορμάει στη ζωή με φόρα ή κάποιος σαν τον ίδιο «που ζεί σκυμμένος στο γραφείο του, με τον νου πυρπολημένο από τις πιο άγριες φαντασιώσεις», φαντασιώσεις που δεν πρόκειται να πραγματοποιήσει ποτέ;

«Η ιδέα για το βιβλίο» λέει η Σωτηροπούλου, «υπήρχε μέσα μου, ωχρή,  από το ΄84, την περίοδο που ήμουν μορφωτική σύμβουλος στην ελληνική πρεσβεία στη Ρώμη κι ετοίμαζα μια μεγάλη έκθεση για τον Καβάφη στο Παλάτσο Βενέτσια. Μ’ αυτήν την αφορμή είχα αποκτήσει πρόσβαση στο αρχειακό υλικό του Ε.Λ.Ι.Α.  και στο Αρχείο Καβάφη που διατηρούσε ακόμα ο Σαββίδης, κι όπως είχα διαπιστώσει, από το πέρασμά του στο Παρίσι, πέρα από λίγα ταξιδιωτικά ενθύμια, περιοδικά, το διαφημιστικό έντυπο ενός πουκαμισάδικου, το πρόγραμμα της Κομεντί Φρανσέζ, δεν υπήρχε τίποτε. Ο ίδιος δεν έγραψε ποτέ σχετικά. Μου έκανε εντύπωση γιατί στα τέλη του 19ου αιώνα συνέβαιναν συγκλονιστικά πράγματα στο Παρίσι -ανθεί ο μοντερνισμός, εμφανίζεται ο Προυστ, ξεσπάει το σκάνδαλο Ντρέιφους, υψώνει φωνή ο Ζολά... Αναρωτιόμουν, τι έκανε ο Καβάφης εκεί; Άφησα την ιδέα στην άκρη. Πολλές ιδέες αυτοκτονούν πριν γεννηθούν. Χρόνια αργότερα, όμως, την έπιασα πάλι. Άρχισα να κρατάω σημειώσεις και το 2009, λίγο πριν τελειώσω την «Εύα», ξεκίνησα συστηματικά τη βιβλιογραφική έρευνα. Πολλά απ’ όσα έψαξα, τελικά δεν μου χρησίμευσαν, αλλά ήταν απαραίτητα για να νιώσω ασφαλής σε άγνωστα νερά. Από ένα σημείο και μετά συνειδητοποίησα πως η έρευνα λειτουργούσε μάλλον ως πρόφαση για ν’ αναβάλω τη στιγμή που θα στρωνόμουν στο γράψιμο.  Οδηγός μου, σαν άλλος μίτος της Αριάδνης, στάθηκαν αυτοί οι στίχοι του «Μισή ώρα», από τα «Κρυμμένα»: ...Αλλά εμείς της τέχνης / κάποτε μ’ έντασι του νου, και βέβαια μόνο/ για λίγην ώρα, δημιουργούμεν ηδονήν/ η οποία σχεδόν σαν υλική φαντάζει... Στην ουσία, όλα από εκεί ξεπήδησαν».  

O ήρωας του νέου βιβλίου της Έρσης Σωτηροπούλου είναι ο Καβάφης Facebook Twitter
«Δεν είχε εύκολο πατριωτισμό, ούτε καλλιεργούσε αυταπάτες. To είχε δηλώσει, “Δεν είμαι Έλλην, είμαι ελληνικός”. Γι’ αυτό άλλωστε δεν σχολίασε ούτε την μικρασιατική καταστροφή»... Φωτ.: Πάρις Ταβιτιάν/ LIFO

Τι πρόζα ταιριάζει σ’ ένα μυθιστόρημα που επιχειρεί να ζωντανέψει τον Καβάφη; «Υπήρχε το δίλημμα αν θα ΄πρεπε να μιμηθώ τη γλώσσα που μιλιόταν τότε στην Αλεξάνδρεια. Οπότε για να είμαι απόλυτα συνεπής μήπως θα ΄πρεπε να βάλω και τον ίδιο να μιλάει με τον αδελφό του στ’ αγγλικά; Το δίλημμα απορρίφθηκε πολύ γρήγορα. Κάτι τέτοιο θα ΄ταν άκυρο, πλαστό, επιτηδευμένο, ένα είδος μεταμοντέρνου λογιωτατισμού. Δεν θα ταίριαζε σ’ ένα σύγχρονο μυθιστόρημα. Γιατί σύγχρονο είναι το βιβλίο, κι ας μην εκτυλίσσεται στην εποχή μας. Στην ιδέα του ιστορικού μυθιστορήματος ξενερώνω εντελώς».

Κι όμως, ο Καβάφης δεν φαίνεται να συγκαταλέγεται στους ποιητές που την επηρέασαν και την συντροφεύουν από τα οργισμένα, νεανικά της χρόνια. Όποτε την ρωτούν ποιοί είναι οι «αγαπημένοι» της αναφέρει τον Πάουντ, τον Ελιοτ, τον Κάμινγκς, όχι τον Αλεξανδρινό. «Ναι, αλλά το στοιχείο της επιθυμίας που διαπερνά την το έργο του με συγκινεί πάρα πολύ. Κι εμένα, ως συγγραφέα, η ερωτική επιθυμία είναι που με κινητοποιεί. Ο Καβάφης με τραβάει επίσης ως τύπος. Αυτό το κράμα ποιητή και ανθρώπου που, μ’ έναν όχι και τόσο προφανή τρόπο, έφτασε σε σημείο τήξης, μ’ ενδιαφέρει τρομερά». Τι από την δική του ιδιοσυγκρασία της είναι περισσότερο οικείο; «Η τελειομανία του. Το παίδεμά του, το εμμονικό του πάθος για τις λέξεις. Κι ακόμα, το ότι δεν ήταν σοβαροφανής. Άλλο τι έδειχνε προς τα έξω. Μπορεί να ήταν συγκρατημένος, σχεδόν τυπολάτρης, αλλά όχι σοβαροφανής».

Η εικόνα, λέει,  που έχουμε για τον Καβάφη είναι ενός γέρου: «Σαν να μην πέρασε νεανική ηλικία, σαν να προέκυψε αιφνίδια αποστασιοποιημένος και αποφθεγματικός. Η αλήθεια όμως είναι πως για πολύ μεγάλο διάστημα βασανιζόταν από αμφιβολίες και από τη σύγκριση με μεγάλους ποιητές όπως ο  Μποντλέρ, ο Ρεμπό, ο Ουγκό. Πώς γινόταν να παλεύει με την «Πόλη» επί δεκαπέντε χρόνια; Πώς, παίρνοντας αφορμή από μια ερωτική νύξη, έφτασε να γράψει το «Απολείπειν ο θεός Αντώνιον»; Πώς κατάφερε ν’ απαλλαγεί από τον λυρισμό, τις καλλιέπειες και τις ρίμες και να οδηγηθεί στη λιτότητα που θαυμάζουμε σήμερα;  Αυτό μ’ ενδιέφερε να δείξω, πώς φτάνει να κάνει τη ρήξη και καταφέρνει ν’ αποκτήσει τη δική του φωνή. Παίρνουν χρόνο τέτοιες  διαδικασίες, δεν γίνονται αυτόματα. Όπως άλλωστε αναρωτιέται ο ίδιος στο βιβλίο, ίσως η ρίμα και οι τεχνικοί κανόνες, παρά τον εξαναγκαστικό τους χαρακτήρα, να μειώνουν τις απαιτήσεις για το έργο, ίσως να διευκολύνουν τον ποιητή».

Πώς γινόταν να παλεύει με την «Πόλη» επί δεκαπέντε χρόνια; Πώς, παίρνοντας αφορμή από μια ερωτική νύξη, έφτασε να γράψει το «Απολείπειν ο θεός Αντώνιον»; Πώς κατάφερε ν' απαλλαγεί από τον λυρισμό, τις καλλιέπειες και τις ρίμες και να οδηγηθεί στη λιτότητα που θαυμάζουμε σήμερα; Αυτό μ' ενδιέφερε να δείξω, πώς φτάνει να κάνει τη ρήξη και καταφέρνει ν' αποκτήσει τη δική του φωνή.

Αν και τα πραγματολογικά στοιχεία του βιβλίου είναι αληθινά, πρόκειται για μυθοπλασία. «Προσπάθησα ωστόσο να μην απομακρυνθώ καθόλου από μερικά σταθερά δεδομένα, προκειμένου ν’ αποφύγω τα φάουλ». Όπως; «Να τον βάζω να καλεί φίλους, να είναι ανοιχτοχέρης και εξωστρεφής ή να ερωτροπεί ανοιχτά στο δρόμο και στις κοσμικές συναντήσεις. Θα’ ταν ψεύτικο. Ήταν πολύ συγκρατημένος ο Καβάφης, ιδιαίτερα χαμηλών τόνων». Αντίστοιχα προσεκτική είναι όταν τον βάζει να μιλά για το αποτέλεσμα του ελληνοτουρκικού πολέμου και να χαρακτηρίζει φιάσκο ό,τι οι φιλέλληνες συνδαιτημόνες του αποκαλούν ηρωϊκή ήττα. «Δεν είχε εύκολο πατριωτισμό, ούτε καλλιεργούσε αυταπάτες» εξηγεί η Σωτηροπούλου. «To είχε δηλώσει, “Δεν είμαι Έλλην, είμαι ελληνικός”. Γι’ αυτό άλλωστε δεν σχολίασε ούτε την μικρασιατική καταστροφή».

Ακόμα και σκηνές που μοιάζουν να ξεπηδούν από την πιο τρελή φαντασία, δεν απέχουν και τόσο από την πραγματικότητα. Προς το τέλος του βιβλίου, για παράδειγμα, βλέπουμε τον Καβάφη να παίρνει μυρωδιά απ’ όσα εκτυλίσσονται σ’ ένα δημόσιο ουρητήριο μακριά απ’ το κέντρο της πόλης. Πολιορκημένος απ’ τη μπόχα, με την καρδιά του να χτυπάει σαν τρελή, όλος έξαψη, παρακολουθεi δυό άντρες ν’ ανασύρουν από τη γούρνα της τουαλέτας μια μπαγκέτα, να την σφηνώνουν στον ουρανίσκο τους με ηδονή, να την κατουρούν ξανά και ξανά και μετά να την καταβροχθίζουν. «Όσο άσεμνο κι αν ήταν, συλλογίστηκε, υπήρχε κάτι ιερό σε τούτο το δείπνο μέσα στην pissiotiere. Η έξαρση των αντρών ήταν σχεδόν θρησκευτική» διαβάζουμε. «Ίσως ηδονή και πίστη τελικά να μην ήταν και τόσο απομακρυσμένες»...

Μα γίνονταν τέτοια πράγματα; «Γίνονταν και γίνονται ακόμη», λέει η Σωτηροπούλου. «Εγώ τα πληροφορήθηκα από έναν αμερικανό ποιητή και φίλο με τον οποίο είχαμε άπειρες συζητήσεις όσο δούλευα το βιβλίο, τον Πολ Βαντζελίστι, ο οποίος με τα σειρά του τα είχε ακούσει από έναν μποέμ συγγραφέα, τον Edouard Roditi, παλιό φίλο του Ζενέ. Σε ορισμένα ουρητήρια άφηναν μέσα δεμένη μια μπαγκέτα ψωμί είτε σαν σημάδι ότι εκεί πηδιούνται άντρες είτε σαν κάλεσμα στους λεγόμενους soupeurs. Λειτουργούν και σήμερα τέτοια μέρη, όπως υπάρχουν και σχετικά μπλογκ.»

Το «Τι μένει από τη νύχτα», όπως και τα περισσότερα έργα της Σωτηροπούλου, γράφτηκε μέσα σε ξενώνες συγγραφέων, σαν αυτόν που ανυπομονεί να ξαναεπισκεφτεί τώρα στη Σουηδία, στο νησί Γκότλαντ. «Για να γράψω», λέει, «χρειάζομαι μια απόσταση από τα πράγματα. Μπαίνω σ’ ένα δωματιάκι άδειο, γυμνό, χωρίς προσωπικές αναφορές, και νιώθω να ελαφραίνει κάπως το φορτίο που κουβαλάω από τις σχέσεις, τους φίλους, την οικογένεια. Όσο περνούν τα χρόνια έχω μεγαλύτερη ανάγκη από σιωπή και απομόνωση. Αυτό που με περιβάλλει μου φαίνεται ολοένα πιο πιεστικό, άχαρο και φθοροποιό. Λίγες οι πνοές που ηλεκτρίζουν, τα ερεθίσματα που απογειώνουν. Κι αυτά συνήθως από την τέχνη προέρχονται, από πού αλλού; Στις μετακινήσεις μου γνωρίζω άλλους συγγραφείς, αλλά και μη συγγραφείς, έχω την ευκαιρία να διαβάσω κείμενα που αλλιώς δεν θα έπεφταν στα χέρια μου, παίρνω μια απόσταση από την Ελλάδα και νομίζω ότι τελικά απομακρυνόμενη την αγαπάω περισσότερο». Η σύγκριση, βέβαια, με τη μεταχείριση που απολαμβάνουν οι συγγραφείς σε άλλες κοινωνίες είναι αποκαρδιωτική. «Ένας συγγραφέας στη Νορβηγία, και μόνο από τις βιβλιοθήκες που απορροφούν ένα μεγάλο μέρος της λογοτεχνικής παραγωγής, ύστερα από δυο-τρία βιβλία, μπορεί να ζήσει ως συγγραφέας, τα δικαιώματά του για ασφάλιση και σύνταξη είναι θεσμοθετημένα, πράγμα αδιανόητο εδώ που ο συγγραφέας μοιάζει σαν να ζητιανεύει να του κάνουν κάποιο χατήρι».

Έπειτα από τριανταπέντε χρόνια στη λογοτεχνία, τι θα έλεγε ότι διατηρείται μέσα της αναλλοίωτο; «Νομίζω πάντα το πάθος για να πετύχω μια τάξη στο χάος, μια ισορροπία, έχοντας την αίσθηση ότι όλα γύρω μου είναι ετοιμόρροπα. Σκέψου, το βιβλίο κυκλοφόρησε κι εγώ ξυπνάω ακόμη μέσα στη νύχτα, γεμάτη ενέργεια... αλλά μπροστά μου το κενό». Υπάρχει άραγε κάποιος από τη γνώμη του οποίου κρέμεται πραγματικά; «Πριν λίγα χρόνια θα έλεγα η  Καίη Τσιτσέλη που δεν ζει πια, ή  ο Δημήτρης Νόλλας που η φιλία μας κρατάει χρόνια. Σιγά σιγά όμως ο αγώνας γίνεται πιο μοναχικός. Από κανέναν δεν κρέμομαι δυστυχώς. Ακούγεται άσχημο αλλά έτσι είναι...».

Βιβλίο
0

ΑΦΙΕΡΩΜΑ

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

100 βιβλία που ξεχωρίσαμε για αυτό το καλοκαίρι

Βιβλίο / 100 βιβλία να διαβάσεις κάτω από ένα αρμυρίκι ή στην πόλη με το κλιματιστικό στο φούλ

Κλασική λογοτεχνία, σύγχρονοι συγγραφείς, δοκίμια, ιστορία, αυτοβελτίωση, βιβλία για το «μικρό» να μην είναι όλη την ώρα στο iPad. Kάτι για όλους για να περάσει όμορφα, ήσυχα και ποιοτικά το καλοκαίρι.
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: ΜΑΡΙΑ ΔΡΟΥΚΟΠΟΥΛΟΥ
Κι όμως, πέρασε μισός αιώνας από την αυγή των Talking Heads

Βιβλίο / Κι όμως, πέρασε μισός αιώνας από την αυγή των Talking Heads

Τέτοιες μέρες πριν από πενήντα χρόνια, το γκρουπ έκανε το ντεμπούτο του στην σκηνή του θρυλικού κλαμπ CBGB στη Νέα Υόρκη, κι ένα νέο βιβλίο ακολουθεί την πορεία τους από τις πρώτες τους ημέρες μέχρι το είδος εκείνο της επιτυχίας που συνήθως έρχεται με τα δικά της προβλήματα
THE LIFO TEAM
Η βιογραφία του Μίλαν Κούντερα κυκλοφόρησε μόλις στα ελληνικά

Βιβλίο / Η βιογραφία του Μίλαν Κούντερα κυκλοφόρησε μόλις στα ελληνικά

Η Γαλλίδα κριτικός λογοτεχνίας της «Monde», Φλοράνς Νουαβίλ, στο «Μίλαν Κούντερα: Γράψιμο... Τι ιδέα κι αυτή!», αποκαλύπτει καίριες στιγμές και συγγραφικές αλήθειες του καλού της φίλου, αναιρώντας όλες τις κατηγορίες που συνδέονταν με το όνομά του.
ΤΙΝΑ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑ
Πάουλο Σκoτ

Βιβλίο / Πάουλο Σκoτ: «Στη Βραζιλία ο ρατσισμός είναι παντού, στη λογοτεχνία, στους στίχους της σάμπα»

Πότε ρεαλιστικό, πότε στρατευμένο, πότε αστυνομικής υφής, πότε μια τρελή και ξεκαρδιστική σάτιρα. Οι «Φαινότυποι» του Πάουλο Σκοτ είναι ένα αξιοσημείωτο βιβλίο. Μιλήσαμε με τον Βραζιλιάνο συγγραφέα για τη λογοτεχνία, την κατάσταση στη Βραζιλία και την αξία των λογοτεχνικών βραβείων.
ΒΕΝΑ ΓΕΩΡΓΑΚΟΠΟΥΛΟΥ
Κώστας Σπαθαράκης, εκδότης.

Κώστας Σπαθαράκης / Κώστας Σπαθαράκης: «Δεν έχουμε αφηγήσεις για τις ερωτικές μας σχέσεις, για τα νιάτα μας»

Για τον άνθρωπο πίσω από τις εκδόσεις αντίποδες, το μεγαλύτερο όφελος ήταν ότι, ενώ του άρεσε να είναι χωμένος μέσα στα βιβλία – μια μοναχική και ίσως ναρκισσιστική συνήθεια –, στην πορεία έμαθε να τη μετατρέπει σε εργαλείο κοινωνικότητας και επαφής με τους γύρω του.
M. HULOT
Χουάν Γκαμπριέλ Βάσκες: Ζούμε το τέλος του ανθρωπισμού

Βιβλίο / Χουάν Γκαμπριέλ Βάσκες: «Ζούμε το τέλος του ανθρωπισμού»

Ο πολυβραβευμένος Κολομβιανός συγγραφέας μιλά στη LiFO για τη βία που στοιχειώνει τη χώρα του, τη δύναμη της λογοτεχνίας να ανασύρει όσα κρύβει η Ιστορία, αλλά και για την αρχαιοελληνική φιλοσοφία ως σταθερή επιρροή του.
ΤΙΝΑ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑ
H Gen Z όχι μόνο διαβάζει αλλά συγχρόνως αλλάζει και την ίδια την έννοια της ανάγνωσης

Βιβλίο / Η Gen Z δεν διαβάζει απλώς· επαναπροσδιορίζει την ανάγνωση

Οι εκπρόσωποι αυτής της γενιάς λατρεύουν την απόδραση, παίρνουν την λεγόμενη fan fiction τόσο σοβαρά όσο και τη λίστα Booker, αναβιώνουν κλασικά βιβλία από την Τζέιν Όστεν έως τον Ντοστογιέφσκι και μοιράζονται ιστορίες στις δικές τους κοινότητες.
THE LIFO TEAM
Γιατί ο Πέρσιβαλ Έβερετ πήρε το Πούλιτζερ με το «James»

Βιβλίο / Γιατί ο Πέρσιβαλ Έβερετ πήρε το Πούλιτζερ με το «James»

Ο Πέρσιβαλ Έβερετ έγραψε ένα άκρως επίκαιρο, δεδομένων των τελευταίων ημερών, βιβλίο, που ταυτόχρονα φιλοδοξεί να καταστεί κλασικό, για τον ρατσισμό και τη χαμένη ανθρωπιά, και κέρδισε το Εθνικό Βραβείο Λογοτεχνίας των ΗΠΑ και το Πούλιτζερ.
ΤΙΝΑ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑ
«Πάμε στη Χονολουλού»: Ένα βιβλίο για τον μποέμ ρεμπέτη, κιθαρίστα και σκιτσογράφο Κώστα Μπέζο, που ξαναγράφει την ιστορία της Ελλάδας πριν από το 1940

Βιβλίο / «Πάμε στη Χονολουλού»: Ένα βιβλίο για τον μποέμ ρεμπέτη Κώστα Μπέζο

Τη δεκαετία του ’30 άνθισε στην Ελλάδα ένα μουσικό είδος «διαφυγής» από τη σκληρή πραγματικότητα, οι χαβάγιες. Ο Κώστας Μπέζος, αινιγματική μορφή μέχρι πρόσφατα και σημαντικός ρεμπέτης και σκιτσογράφος, έγραψε μια ανείπωτη ιστορία, διαφορετική από αυτή που η επίσημη ιστορία έχει καταγράψει για την εποχή του Μεσοπολέμου.  
M. HULOT
Εύα Μπαλταζάρ: «Η αγάπη που σε φυλακίζει δεν είναι αγάπη»

Βιβλίο / Εύα Μπαλταζάρ: «Η αγάπη που σε φυλακίζει δεν είναι αγάπη»

Η Καταλανή συγγραφέας, που έχει εξελιχθεί σε σημείο αναφοράς της σύγχρονης queer λογοτεχνίας, μεταφράζεται παγκοσμίως και τη θαυμάζει ο Αλμοδόβαρ, μιλά στη LiFO για το τι σημαίνει να ζεις ελεύθερα.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΝΤΑΖΟΠΟΥΛΟΣ
ΕΠΕΞ Φάνη, ψηλά το κεφάλι!

Βιβλίο / Φάνη, ψηλά το κεφάλι!

Το πρώτο βιβλίο του Φάνη Παπαδημητρίου είναι μια συγκινητική εξομολόγηση για το ατύχημα στα 19 του που τον καθήλωσε σε αμαξίδιο, την πάλη του με τον τζόγο και τον αγώνα που έδωσε να ξαναφτιάξει τη ζωή του «μετά το τσουνάμι που ήρθε και τα σάρωσε όλα».
M. HULOT
«Τι ωραίο πλιάτσικο!»: Όταν η «αργόσχολη» τάξη εργάζεται σκληρά για το Κακό

Το πίσω ράφι  / «Τι ωραίο πλιάτσικο!»: Όταν η «αργόσχολη» τάξη εργάζεται σκληρά για το Κακό

Πιστή στην κλασική μορφή του μυθιστορήματος, αλλά ταυτόχρονα ανατρεπτική και μεταμοντέρνα, η καυστική σάτιρα του Τζόναθαν Κόου για τη βρετανική άρχουσα τάξη των αρχών της δεκαετίας του ’90 διαβάζεται μονορούφι.
ΣΤΑΥΡΟΥΛΑ ΠΑΠΑΣΠΥΡΟΥ