ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΒΙΒΛΙΑ που σε βάζουν για ύπνο. Άλλα που στέκονται υπομονετικά στο κομοδίνο και περιμένουν την κατάλληλη στιγμή. Υπάρχουν βιβλία που θες να βουτήξεις μέσα τους, να κάτσεις σε μια πολυθρόνα και να παρατηρείς ό,τι γίνεται γύρω. Υπάρχουν κι εκείνα όμως που σου ανοίγουν την καρδιά στα δύο, σου λένε θα σου πω μια ιστορία και μετά ξέχασέ την, ή μην την ξεχάσεις ποτέ.
Το βιβλίο Μy mother laughs της Chantal Akerman είναι ένα αποχαιρετιστήριο γράμμα στη μητέρα της, Νατάλια, που είναι άρρωστη. Ίσως, πάλι, είναι μια επιστολή της ίδιας προς τον φόβο της πως χωρίς αγάπη δεν θα ζήσει.
Το έργο της Chantal είναι ένα εξομολογητικό έργο. Σε αφήνει να μπεις μέσα στην αφήγηση, να περπατήσεις στις Βρυξέλλες σαν να ήσουν εκεί, να πονέσεις κι εσύ μαζί της. Να αναρωτηθείς πώς είναι να πενθείς τη μητέρα σου, ενώ είναι ακόμη ζωντανή; Και ύστερα, πώς είναι να είσαι κόρη χωρίς μαμά.
Ο τρόπος γραφής της μοιάζει αθόρυβος, αλλά καταφέρνει μέσω μικρών αντικείμενων και φράσεων να σε αγγίζει εκεί που δεν το περιμένεις. Γράφει με επαναλήψεις, κόβει φράσεις και τις συνεχίζει αργότερα. Δείχνει τη σύγχυσή της. Δείχνει την παρατηρητικότητά της, την αγωνία της για όλα.
Είναι μεσημέρι. Μπαίνεις σε ένα τοπικό εστιατόριο στις Βρυξέλλες, ένα κορίτσι κάθεται απέναντί σου. Τρώτε. Αφού τελειώσει το φαγητό της, ανοίγει ένα βιβλίο. Πρώτες σελίδες. Εσύ ξέρεις ότι σε λίγο θα πονέσει κι εκείνη. Πώς να της πεις πως η Akerman έγραψε «Ι begin to prepare myself for her death». Πώς προειδοποιείς αυτό το γλυκό κορίτσι που μόλις τελείωσε το γεμάτο κρέας πιάτο της ότι το βιβλίο είναι γεμάτο στιγμές μιας ζωής που πέρασε;
Η Akerman περιγράφει την καθημερινότητα, με τη μαμά της να χάνει τις δυνάμεις της μέρα με τη μέρα. Παράλληλα, αφηγείται τη ζωή της στο Παρίσι, στη Νέα Υόρκη, στις Βρυξέλλες. Στα διαφορετικά σπίτια που έκανε δικά της. Έτσι, βλέπουμε τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζει τη ζωή. Μέσα από τη βαθιά θλίψη καταγράφει λεπτομέρειες: τι αρέσει στη μαμά της να τρώει και τι όχι, πώς πίνει τον καφέ της, τι ακούει και τι βλέπει. Μοιάζει σαν ένα ζωντανό ποίημα, σαν να έκοψε και να έραψε όσα χρειάζονταν πριν εγκαταλείψει και η ίδια τον κόσμο.
Ο τρόπος γραφής της μοιάζει αθόρυβος, αλλά καταφέρνει μέσω μικρών αντικείμενων και φράσεων να σε αγγίζει εκεί που δεν το περιμένεις. Γράφει με επαναλήψεις, κόβει φράσεις και τις συνεχίζει αργότερα. Δείχνει τη σύγχυσή της. Δείχνει την παρατηρητικότητά της, την αγωνία της για όλα. Παρ’ όλα αυτά, δεν ανακουφίζεται από το γράψιμο.
Στο εσωτερικό του βιβλίου: τα μαγειρέματα, τα σχόλια, οι κύβοι ζάχαρης, τα νοσοκομεία, όλα είναι στο ίδιο πιάτο. Η μητέρα της έχει επιβιώσει από το Άουσβιτς, αλλά το βάρος αυτό είναι πάντα μαζί της στο δωμάτιο. Έχει επιβιώσει, αλλά τώρα η καρδιά της με δυσκολία τα καταφέρνει. Όπως γράφει η Chantal: «Ιf life leaves her body, she’ll leave with it». Το βιβλίο μοιάζει με μια προσπάθεια να μη φύγει η μαμά της, να μη διαλυθεί η μνήμη της, να μπορέσει να επιβιώσει ακόμη και μετά τον θάνατό της.
Το να καπνίζει στο μπαλκόνι και να γράφει σε αυτό το δωματιάκι στο διαμέρισμα της μητέρας της είναι τα πράγματα που την κρατάνε στη ζωή. Το κορίτσι στο εστιατόριο αφήνει το βιβλίο στο τραπέζι δίπλα στο πιάτο της. Βγάζει ένα στιλό και σε ένα σημειωματάριο γράφει: στο σπίτι αυτό δεν μένει πια η μαμά, μόνο η μυρωδιά που άφησε. Και το βιβλίο My mother laughs μένει εκεί. Και περιμένει να μπει η Chantal στο εστιατόριο και να συνεχίσει το γράψιμο.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.