Ένα από τα πιο εντυπωσιακά έργα του Τζουλιάνο Καγκλή που παρουσιάζονται στη νέα προσωπική του έκθεση με τίτλο «Deception», την πρώτη του στην γκαλερί Σκουφά αλλά δωδέκατη ατομική του, έχει τίτλο «Το Κύμα» και δείχνει μια σκοτεινή, φουρτουνιασμένη θάλασσα. Είναι ένας μεγάλου μεγέθους πίνακας που κυριαρχεί στη μια πλευρά της γκαλερί, και δίπλα του βρίσκεται άλλη μια σκηνή με βαθιά μπλε θάλασσα, ήρεμη αυτήν τη φορά αλλά το ίδιο σκοτεινή, με μια κολυμβήτρια (αυτός είναι ο τίτλος του μικρού πίνακα) που μοιάζει να διασχίζει ανέμελη το νερό. «Με ενδιαφέρει το άγνωστο στη σκοτεινή θάλασσα», λέει.
«Από μικρός, όταν πηγαίναμε στη Νάξο, έβλεπα από το φεριμπότ τα βράδια μια μαύρη θάλασσα. Αυτό μου έχει μείνει ακόμα και ήθελα να ζωγραφίσω ένα έργο στο οποίο να πετύχω αυτή την αίσθηση της μαγείας του μαύρου νερού, του σκοτεινού». Άλλα δύο έργα που ξεχωρίζουν, και τα δύο μικρών διαστάσεων, είναι μια αυτοπροσωπογραφία του (με τίτλο «Ζωγράφος»), και ένας πίνακας που συναντάς αμέσως μόλις μπεις και λέγεται «Ο νεκρός ζωγράφος», ο οποίος δείχνει τον Γύζη στο νεκροκρέβατό του. Οι υπόλοιποι πίνακες, όλοι διαφορετικοί μεταξύ τους αλλά με έντονο το προσωπικό ύφος του ζωγράφου, έχουν τίτλους «Ο ύπνος», «Η πισίνα», «Η σπηλιά», «Το καταφύγιο», «Το σινεμά», «Η στάση», «Παραμονή», «Το πάρτι» σε δύο διαφορετικές εκδοχές. Προσωπικά βιώματα, εσωτερικές συγκρούσεις και αποσπασματικές σκηνές, στιγμές μοναχικότητας ή, αντιθέτως, γιορτές συνυπάρχουν με νύμφες, θεατές, μάγους και κήπους.
«Η τέχνη δεν είναι τόσο διαφορετική από τις άλλες δουλειές όσο νομίζουμε, κι ας την περιβάλλουμε συχνά με μια αίγλη».
— Για να γίνεις καλύτερος πρέπει να ξεχάσεις όλα όσα ξέρεις; Το διάβασα σε μια συνέντευξή σου.
Πρέπει συνεχώς να είσαι μαθητής, να μη νιώθεις σαν σπουδαίος ζωγράφος που ξέρει πού να βάλει τη μία πινελιά, πού να βάλει την άλλη, να διώξεις αυτήν τη σιγουριά η οποία σε κάνει να δημιουργείς προβλέψιμα, παρόμοια έργα, και να μαθητεύεις συνεχώς, προσπαθώντας να πιάσεις το απροσδόκητο, την έκπληξη, το στοιχείο που δεν περιμένεις και που τελικά, όταν το βρεις, ενδιαφέρει και τους άλλους κατά έναν περίεργο τρόπο.
— Υπάρχει πρωτοτυπία στη σύγχρονη τέχνη;
Δεν βρίσκω νόημα στο να κυνηγάς την πρωτοτυπία, αλλά μπορεί να υπάρξει μια προσωπική ματιά στα πράγματα. Αν δεν σε ενδιαφέρει να εντυπωσιάσεις, μπορεί να γίνεις πρωτότυπος. Αν βρεις το δακτυλικό σου αποτύπωμα πάνω στην τέχνη σου, γίνεσαι πρωτότυπος με έναν τρόπο, ίσως όχι κραυγαλέο αλλά ουσιαστικό.
— Πόσο υπερεκτιμημένο ως έννοια είναι το πρωτότυπο;
Πάρα πολύ. Έχει μπει σε ένα βάθρο το στοιχείο του διαφορετικού, το εγώ σου, ο εαυτός σου, η προσπάθεια να ξεχωρίσεις στην τέχνη και όχι να υπηρετήσεις μια τέχνη. Σε ολόκληρη την ιστορία της τέχνης δεν ήταν αυτό που απασχολούσε τους καλλιτέχνες. Δηλαδή, σε όλη την ιστορία της τέχνης, όσοι φτιάχνουν κάτι θέλουν να υπηρετήσουν κάτι υψηλό, κάτι αιώνιο, κάτι διαχρονικό, κάτι που θα ξεπερνούσε τους ίδιους, και η πρωτοτυπία δεν ήταν ζητούμενο. Ή, μάλλον, προέκυπτε κάποιες φορές από την ανάγκη να εκφραστεί κάτι άλλο, άρα έπρεπε να βρεθεί και ένας νέος τρόπος. Από κάποια στιγμή και ύστερα αυτό έγινε αυτοσκοπός, ήταν σαν να ισοπεδώθηκαν όλα τα υπόλοιπα στον βωμό αυτής της πρωτοτυπίας. Κι εγώ πάω κόντρα σε αυτή την αντίληψη. Γι’ αυτό θα έλεγα ότι κάνω κλασική ζωγραφική αλλά του σήμερα. Δεν προσπαθώ να βρω κάτι καινούργιο, προσπαθώ να συγκινήσω και να εκπλήξω εμένα αλλά και τον θεατή. Μέσα σε αυτό το ψάξιμο, σε αυτήν τη διαδικασία, προκύπτουν ανορθόδοξα αποτελέσματα και τρόποι, αλλά ποτέ δεν κυνηγώ το «παράξενο» απλώς για το παράξενο. Πάντως, περιέργως, μου λένε «τα έργα σου τα καταλαβαίνω από μακριά», ενώ δεν προσπάθησα ποτέ να κάνω κάτι που να διαφέρει, απλώς ακολούθησα το ένστικτό μου.
— Είναι σημαντικό να είσαι αναγνωρίσιμος, γιατί σημαίνει ότι έχεις βρει ένα στυλ. Κάτι προσωπικό.
Για να βρεις το προσωπικό πρέπει να δεις πρώτα τι έχει προηγηθεί ανά τους αιώνες. Είναι αφέλεια να νομίζεις πως κάνεις κάτι καινούργιο. Η ιδιομορφία της γραφής προκύπτει καθώς δουλεύεις, η εξοικείωση με το υλικό δημιουργεί τον δικό σου χειρισμό, που οδηγεί στη δική σου γλώσσα. Αρχικά επηρεάζεσαι.
— Δεν γίνεται να μην έχεις αναφορές όταν μαθητεύεις και πας να φοιτήσεις σε μια σχολή.
Μα έτσι έμαθαν οι μεγαλύτεροι. Ο Πικάσο αντέγραφε άλλους ως νέος συνέχεια· είναι υγιές αυτό. Αν εργάζεσαι συνέχεια, αν έχεις το μικρόβιο της ζωγραφικής, δεν θα μείνεις στο να αναπαράγεις τους δασκάλους σου, θα σε οδηγήσει κάπου αυτό.
— Ποια είναι η γνώμη σου για τη σύγχρονη τέχνη;
Με ενδιαφέρει και έχω ανοιχτά τα μάτια μου, αλλά με ενοχλεί το να πρέπει η τέχνη με το ζόρι να είναι πολιτική, μια τέχνη-σύνθημα, η οποία, αντί να προσπαθεί να αγγίξει το μυστήριο του κόσμου, να κάνει κήρυγμα. Αυτό μου φαίνεται μονοδιάστατο και απλοϊκό. Αυτό που με ενδιαφέρει είναι το στοιχείο των σύγχρονων γύρω μου που θα με εκπλήξει. Αλλά όχι με ατζέντα. Πάω κόντρα στην επικρατούσα αντίληψη και οραματίζομαι μια ποιητική τέχνη που δεν είναι καθόλου της μόδας. Αν αγγίξω κάποιους ανθρώπους, αυτός είναι ο στόχος μου και αυτή είναι η ικανοποίησή μου. Η ποίηση σήμερα δεν είναι το ζητούμενο, είναι η πολιτική, η στράτευση, αλλά δεν με συγκινούν αυτά ως θεατή καταρχάς, ας αφήσουμε τον ζωγράφο. Ως θεατής θέλω να δω κάτι που θα το νιώσω πριν προλάβω να το καταλάβω, θα έχει μια μαγεία, θα με συγκλονίσει. Αυτή η τέχνη με συγκίνησε, και αυτή την τέχνη προσπαθώ να κάνω κι εγώ.
— Πρέπει να έχεις ειδικές γνώσεις ή να είσαι εξοικειωμένος με την τέχνη για να εκτιμήσεις ένα έργο;
Πιστεύω ότι το καλό έργο απευθύνεται σε όλους τους ανθρώπους. Πρέπει να απευθύνεται από τον απλό άνθρωπο που είναι αθώος και ενδιαφέρεται να δει ένα έργο ζωγραφικής, και μπορεί να έχει δει ελάχιστα, μέχρι τον επιστήμονα. Μπροστά σε ένα σπουδαίο έργο πρέπει και οι δύο να νιώθουν κάτι· δεν πιστεύω ότι η τέχνη απευθύνεται σε μια ελίτ ή σε ειδικούς, αλλιώς είναι μια στρεβλή τέχνη για κάποια ανόητη ελίτ. Μπροστά σε ένα έργο του Ελ Γκρέκο, του Μιχαήλ Άγγελου ή του Μπρανκούζι όλοι νιώθουν ότι βλέπουν κάτι σπουδαίο, δεν χρειάζεται να είσαι ειδικός. Πάλι όμως το καθεστώς, ο καλλιτέχνης που δεν έχει αντιληφθεί πως η τέχνη είναι μια γλώσσα, σου λέει «έφτιαξα αυτό, δική σου δουλειά είναι τώρα να το καταλάβεις». Δηλαδή τη δική του υποχρέωση τη φορτώνει στον θεατή. Αν δεν το καταλαβαίνεις φταις εσύ, ο θεατής, όχι εγώ που το έφτιαξα. Ωστόσο, ο καλλιτέχνης είναι αυτός που μιλάει τη γλώσσα και πρέπει να είναι σαφής απέναντι στον θεατή.
— Χρειάζεται εξηγήσεις ένας πίνακας;
Όχι, κι εγώ είμαι αντίθετος με τα μεγάλα κείμενα που γράφουν για επεξήγηση. Θέλω το έργο μου, αν πεταχτεί κάπου και το βρει κάποιος μετά από εκατό χρόνια, να το δει και να νιώσει κάτι, χωρίς να του μιλήσει κάποιος, να του γράψει κάτι. Θέλω να νιώσει ότι είναι ζωντανό αυτό το έργο, ότι έχει μια διαχρονικότητα, ότι δεν χρειάζεται να συνοδεύεται από ένα κείμενο. Άλλωστε, φτιάχνουμε εικόνες γι’ αυτά που δεν μπορούν να ειπωθούν με λόγια, αυτό δεν κάνουμε;
— Πώς ζωγραφίζεις; Υπάρχει πάντα ένα concept όταν ξεκινάς να φτιάχνεις έναν πίνακα ή υπάρχει και το τυχαίο;
Δεν υπάρχει τρόπος, μπορεί να ξεκινήσει από μια ιδέα που με καταδιώκει καιρό, μπορεί να ξεκινήσει από μια φωτογραφία που έβγαλα και που μου δημιουργεί κάτι υπόγειο, μπορεί να διαβάσω κάτι και να μου δημιουργήσει μια νεφελώδη εικόνα, δεν υπάρχει ένας συγκεκριμένος τρόπος, αλλά σίγουρα πολλά απ' αυτά που με απασχολούν είναι θέματα από την παιδική μου ηλικία. Επιρροές, τραύματα, θέματα που έχουν χαραχτεί μέσα μου και επανέρχομαι σε αυτά.
— Τι παιδί ήσουν;
Μου άρεσε πολύ να ζωγραφίζω, έκανα μαγικά τρικ, μου άρεσαν πολύ τα μαγικά, με γοήτευαν οι ταχυδακτυλουργοί και οι ζωγράφοι. Αυτά τα δύο ήταν το πάθος μου, πέρασα τη φάση με το ποδόσφαιρο και με άλλα πράγματα, αλλά με γοήτευε περισσότερο να γνωρίσω έναν ζωγράφο ή έναν μάγο. Βέβαια δεν γνώρισα ποτέ στην παιδική μου ηλικία, γι’ αυτό ίσως μου έχει μείνει μέχρι τώρα και κάπως αυτά τα συνδυάζω. Δηλαδή, ήθελα το έργο να είναι μαγικό, ξαφνικά να το βλέπει ο θεατής και να νιώθει μια άμεση μαγεία. Να μη χρειάζεται να του εξηγήσεις ότι είναι καλό. Ήθελα αμέσως να τον συνεπάρει το έργο· το ζητούμενο, νομίζω, είναι να μπορεί να το κάνει αυτό ένας ζωγράφος.
— Και σε ενδιέφερε μόνο η ζωγραφική;
Μου άρεσε να ζωγραφίζω από μικρός και σκέφτηκα να το συνδυάσω με κάτι πρακτικό. Όταν ξεκίνησα να κάνω γραφιστική, ένιωσα ότι δεν μ’ ενδιέφερε, και ένας καθηγητής που μου έκανε σχέδιο μού είπε «πήγαινε τα έργα σου στην Καλών Τεχνών, είσαι καλός». Εγώ δεν πίστευα ότι μπορώ, όταν μου το είπε άρχισα να το πιστεύω, και από κει και πέρα πήγα και έδωσα εξετάσεις χωρίς να σκεφτώ ότι θα είναι επάγγελμα αυτό, απλώς πήγα, με ένα πάθος που δεν μπορώ να το εξηγήσω. Από τότε δεν άφησα ποτέ τη ζωγραφική, ήταν κάτι που ακολούθησα σαν υπνωτισμένος.
— Είναι μεροκάματο η ζωγραφική; Μπορεί να είναι, δηλαδή, μια δουλειά οχταώρου;
Μεροκάματο δεν είναι, με την έννοια ότι πας να δουλέψεις για να βγάλεις λεφτά, αλλά πρέπει, όπως όλοι οι άνθρωποι που κάνουν τις δουλειές τους, να το βλέπεις κάπως έτσι· δεν πας, και καλά, όταν έχεις έμπνευση, δεν υπάρχει αυτό. Πας ακόμα και αν βαριέσαι. Ο Ντελακρουά έλεγε «σκυλοβαριέμαι να πάω στο εργαστήριό μου!». Όταν πας, όμως, αρχίζεις και βλέπεις τα έργα σου και δεν σου αρέσουν κάποια στοιχεία, λες «αυτό εδώ είναι ενοχλητικό, εδώ το χρώμα έχει λασπώσει, αυτό το σχήμα είναι ασαφές…». Όταν αρχίζεις να εμπλέκεσαι με το πρόβλημα που έχει το έργο, ξεχνιέσαι και μπορεί να περάσουν ώρες και να απολαμβάνεις να λύνεις προβλήματα πάνω στο έργο. Οπότε πρέπει να πηγαίνεις, με όρεξη ή χωρίς, επειδή είναι η δουλειά σου, και μετά στο εργαστήριο χάνεσαι σιγά σιγά στον κόσμο της ζωγραφικής.
— Μπορείς να επιβιώσεις μόνο με την τέχνη;
Δεν είναι εύκολο, αλλά αυτό μπορείς να το πετύχεις αν δεν προσπαθείς γι’ αυτό. Αν δεν κάνεις έργα για να πουλήσεις, πιστεύω ότι μπορείς να το πετύχεις. Είναι όπως και στις άλλες δουλειές, αν κάνεις κάτι καλό, το κοινό θα το αναγνωρίσει, αν πηγαίνεις απλώς για να βγάλεις λεφτά, θα αποτύχεις. Το ίδιο είναι και στην τέχνη. Η τέχνη δεν είναι τόσο διαφορετική από τις άλλες δουλειές όσο νομίζουμε, κι ας την περιβάλλουμε συχνά με μια αίγλη.
— Τι έχει πιο μεγάλη σημασία για σένα, να πουλήσεις έναν πίνακα ή να ακούς πολλά άτομα να τον εκθειάζουν;
Να είμαι καλός ζωγράφος, και μετά και να πουλάω βέβαια, αλλά κυρίως να είμαι καλός ζωγράφος, σαν αυτούς που θαύμαζα και θαυμάζω. Να κάνω κάτι που να νικήσει τον χρόνο. Μεγαλομανές; Σίγουρα, αλλά τι να θέλει ένας καλλιτέχνης; Να κάνει ένα χαριτωμένο εργάκι;
— Πες μου μερικούς ζωγράφους που θαύμαζες.
Είναι πολλοί, αλλά μπορώ να σου πω ότι ο Νικόλαος Γύζης του 19ου αιώνα ήταν ο λόγος που, ενώ είχα κάπως εγκαταλείψει τη ζωγραφική, στα 17 μου, μια επίσκεψη στην Πινακοθήκη με έκανε να αποφασίσω να ζωγραφίσω ξανά. Όσο πάω πιο πίσω στην ιστορία βλέπω πιο σπουδαία τέχνη να σου πω την αλήθεια· αυτοί οι καλλιτέχνες με εμπνέουν. Φυσικά δεν θέλω να κάνω μια τέχνη που νοσταλγεί το παρελθόν, να κάνω αυτό που έκαναν εκείνοι, αλλά θέλω ως ένας άνθρωπος του σήμερα να μιλήσω τη δική μου γλώσσα εμπνεόμενος από την απλότητα και την πολυπλοκότητα της μεγάλης τέχνης και της ακεραιότητάς της.
— Οι αναφορές σου είναι η παραστατική ζωγραφική...
Ναι, γιατί με ενδιαφέρει η επαφή με τον ορατό κόσμο, αλλά μέσα από τη δική μου ιδιότροπη ματιά. Η αντικειμενικότητα της φύσης, αλλά με ένα μικρό twist.
— Πες μου για τη νέα σου έκθεση, γιατί την ονόμασες «Deception» (απάτη;)
Γιατί πίσω από κάθε έργο που έχει ένα θέμα καθημερινό, π.χ. το πάρτι, η στάση, η σπηλιά, με ενδιαφέρει η υπόγεια ανθρώπινη εμπειρία και όχι το προφανές του θέματος. Δεν θέλω να μιλήσω πολύ για τα έργα μου, για το τι θέλω να πετύχω, γιατί αν το έχω πετύχει ήδη, φαίνεται, δεν θέλω να το εξηγήσω. Με ενδιαφέρει το μη προφανές του έργου· όπως η ζωή δεν είναι προφανής και πίσω από κάθε φαινόμενο κρύβεται κάτι άλλο, έτσι είναι και η ζωγραφική. Άλλωστε η ζωγραφική είναι ένα ψέμα, είναι κάποια χρώματα βαλμένα σε έναν μουσαμά που παριστάνουν κάτι, μια ψευδαίσθηση ζωής. Φιλοδοξώ πίσω από κάθε θέμα να υπάρχει μια δεύτερη ανάγνωση, κάτι που κρύβεται από πίσω, πίσω απ’ το πάρτι, πίσω από τους θεατές, πίσω από τον κήπο, κάτι που υποβόσκει. Προτιμώ τα έργα μου να είναι εικόνες, να μη λέω πολλά, νομίζω λένε περισσότερα αν τα δεις έτσι. Όταν αρχίσεις να μιλάς γι' αυτά, τα κλείνεις. Ο Μυταράς έλεγε πως όταν ένας ζωγράφος μιλάει για τα έργα του, συνήθως μιλάει γι’ αυτά που δεν μπόρεσε να πετύχει πάνω στο έργο.
— Πόσο σε άλλαξε η πατρότητα;
Αρκετά, γιατί ωριμάζεις με το ζόρι και βγαίνεις από το εγώ σου, κι αυτό δεν μπορεί να μην επηρεάσει και την καλλιτεχνική σου πλευρά. Δεν μπορώ να το εξηγήσω, αλλά συγκεντρώθηκα περισσότερο, ο εαυτός μου πήγε λίγο στην άκρη και ένιωσα πιο πολύ το πόσο μικρός είμαι μέσα στην αιώνια ανθρώπινη αλυσίδα. Άρχισα να ζωγραφίζω πολλά θέματα με τον γιο μου, στο μπάνιο, όταν βλέπει τηλεόραση, κι ενώ παλιά δεν με ένοιαζε να αποχωρίζομαι ένα έργο, ήταν η πρώτη φορά που δεν ήθελα να πουλήσω τα έργα.
— Ποια ήταν η μεγαλύτερη συγκίνηση στη δουλειά σου μέχρι τώρα;
Όταν είχε έρθει ο Παναγιώτης Τέτσης σε μια έκθεσή μου –ήμουν πιο μικρός– και μου είχε ψιθυρίσει στο αυτί με τρόπο συνωμοτικό κάτι που δεν χρειάζεται να πω. Ήταν όμως μια μυστική επικοινωνία ανάμεσα σε δυο ομότεχνους, και τότε ένιωσα πως με βλέπει ως συνάδελφο. Ήταν υπέροχο. Ήταν ένας από τους ζωγράφους που θαύμαζα, δεν τον είχα πετύχει στη σχολή, είχε φύγει όταν πήγα, αλλά με είχε επηρεάσει πολύ όταν σπούδαζα. Ακόμα τον αγαπώ πολύ. Η κορυφαία συγκίνηση είναι όταν πετυχαίνεις κάτι σπουδαίο σε ένα έργο που το νιώθεις αμέσως, κάτι σαν «εύρηκα!». Σπάνιες στιγμές, μπορεί να είναι μία φορά κάθε δυο-τρία χρόνια. Είναι λίγες αυτές οι στιγμές, αλλά αξίζουν τον κόπο όλης της ταλαιπωρίας.
Βρείτε περισσότερες πληροφορίες για την εικαστική έκθεση «Deception» εδώ.