Διασχίζοντας με υπνωτισμένο βλέμμα τους δρόμους της Αβινιόν, ύστερα από μια πολύ πρωινή πτήση, και φτάνοντας σε μια σειρά από σπειροειδή σοκάκια που οδηγούν σε αριστουργηματικές πλατείες, κρυμμένες κάτω από τεράστια πλατάνια, καταλαβαίνεις αμέσως γιατί το θέατρο βρήκε εδώ τη χαμένη ταυτότητά του.
Με ομορφιά όχι πεποιημένη αλλά αυθεντική, χτισμένη πάνω στα πλακόστρωτα που άφησαν πίσω τους οι Ρωμαίοι και γεμάτη από γραφικά σπίτια σαν αυτά που ενέπνευσαν τους ιμπρεσιονιστές και τον Βαν Γκογκ, είναι εκεί για να θυμίζει ένα ιδανικό σκηνικό αιώνων και να επιβεβαιώνει την απαράμιλλη ισχύ του θέατρου ως μιας αιώνιας μίμησης πράξεως σπουδαίας και τελείας.
Εκεί ακριβώς παραπέμπει η αρμονική τελειότητα αυτής της πόλης, μακριά από τα βιομηχανικά περιβάλλοντα και τα αστικά σύμπαντα, με ένα ανατρεπτικό και ταυτόχρονα ακραία μοντέρνο και πολιτικό πρόγραμμα που διαμόρφωσε φέτος για το 79ο Φεστιβάλ της Αβινιόν ο καλλιτεχνικός του διευθυντής, οικείος και σε εμάς, Τιάγκο Ροντρίγκες.
Στο ίδιο σκηνικό, και σε αυτή την πόλη που μοιάζει να συμψηφίζει όλες τις αντιθέσεις, ξεδιπλώνονται από τη μια τα έργα του επίσημου φεστιβάλ σε ιστορικά σημεία της αλλά και σε πιο εναλλακτικά, εντός των τειχών και έξω από αυτήν, και από την άλλη πιο παραδοσιακά έργα, mainstream κωμωδίες, ανεξάρτητες παραγωγές, έργα για όλα τα γούστα που παίζονται σε διάφορες αίθουσες, ακόμα και σε ανοιχτούς χώρους.
Ακόμα, λοιπόν, και αν δεν ξέρεις ότι το Φεστιβάλ της Αβινιόν διαμορφώνει τις παγκόσμιες τάσεις στο θέατρο, το συνειδητοποιείς όταν βλέπεις τους κριτικούς από όλο τον κόσμο να ανοίγουν διακριτικά τα σημειωματάριά τους στις κατάμεστες παραστάσεις ή να περιμένουν υπομονετικά στη σειρά για να μπουν σε ένα από τα πούλμαν που μας μεταφέρουν στους απομακρυσμένους χώρους, έξω από τα όρια της πόλης.
Με άλλα λόγια, το επίσημο πρόγραμμα του φεστιβάλ, το λεγόμενο «ΙΝ», συναντά το ανεπίσημο, το περίφημο «OFF», το οποίο διαμορφώνεται από τους διάφορους ηθοποιούς που φροντίζουν να διαφημίζουν τις παραστάσεις τους παίζοντας διάφορα εσταντανέ στον δρόμο και μοιράζοντας φυλλάδια, παραπέμποντας έτσι σε άλλους καιρούς.



Μάρτυρας της απήχησης που έχει το «OFF» φεστιβάλ στους εκπροσώπους κάθε λογής θεαμάτων είναι και οι αμέτρητες αφίσες που βρίσκονται σε όλα τα σημεία της πόλης, σαν ένα ατελείωτο, παράδοξo in situ installation (εκεί βρίσκουμε παραστάσεις για τον Όμηρο, ακόμα και το έργο της Ελληνίδας Άννας Λεμονάκη με το «Bleu»), επιβεβαιώνοντας έτσι ότι σε αυτή την πόλη ορίζονται οι διαφορετικές εκδοχές της τέχνης σήμερα, όταν οι πόλεμοι είναι ακριβώς δίπλα μας και όταν η πολιτική δεν είναι η προέκταση της πραγματικότητας αλλά η πύρινη λαίλαπα που βάζει φωτιά στα ωραία όνειρα.
Αυτό σκέφτεται αυτομάτως κανείς βγαίνοντας από τις εντελώς διαφορετικές παραστάσεις του επίσημου προγράμματος του 79ου Φεστιβάλ της Αβινιόν, με το 50% των δημιουργών φέτος να είναι πρωτοεμφανιζόμενοι και με τον καλλιτεχνικό διευθυντή, τον πολιτικοποιημένο Ροντρίγκες, να αναρωτιέται πώς ορίζεται το παρόν αν όχι μέσα από το «μαζί», όπως ήταν και η κεντρική ιδέα του φετινού φεστιβάλ, που είχε την αραβική ως επίσημη γλώσσα (κάθε χρόνο το φεστιβάλ έχει μια τρίτη γλώσσα και κουλτούρα που αναδεικνύεται μέσα από τις παραστάσεις). Πώς, αλήθεια, κάνει κανείς θέατρο σήμερα, με τον κόσμο, αν όχι σε ανατροπή, σε αναταραχή; Ποιος είναι ο ρόλος της τέχνης όταν ο κόσμος αλλάζει ραγδαία, επικρατεί η ακρότητα και οι πόλεμοι αποκαλύπτουν τι σημαίνει εξόντωση του ανθρώπινου είδους; Είναι σαφές ότι αυτά ήταν τα ερωτήματα που απασχόλησαν τον Πορτογάλο Τιάγκο Ροντρίγκες, ο οποίος επέλεξε για το επίσημο πρόγραμμα παραστάσεις που επανεξετάζουν το θέμα της φαντασίας και της βίας, τα όρια του πολιτικού, της ταυτότητας και της ίδιας της τέχνης.
Τον τόνο έδωσαν η παράσταση της πρεμιέρας του φεστιβάλ από την ανατρεπτική χορογράφο και δημιουργό Μαρλίν Μοντέιρο Φρέιτας από το Πράσινο Ακρωτήρι, η οποία με το έργο της «NÔT» δημιούργησε ένα γκροτέσκο, σχεδόν μετα-μπαρόκ σύμπαν, αλλά και ο δικός μας, στιβαρός και χθόνιος Βαλκάνιος Μάριο Μπανούσι με το «ΜΑΜΙ», σε μια παραγωγή της Στέγης του Ιδρύματος Ωνάση, ο οποίος έθεσε θέματα ταυτότητας μέσα από το ονειρικό και τρυφερό βλέμμα του, κάνοντας τους Γάλλους να παραληρούν (η κριτική της «Liberation» μιλούσε για μία από τις τρεις επιτυχημένες παραστάσεις του φεστιβάλ), αλλά και ο απενοχοποιημένα νοσταλγικός κόσμος του Τιάγκο Ροντρίγκες, που δεν φοβάται να επαναφέρει στη σκηνή την καθολική ισχύ του sodade με το «La Distance». Αυτό ίσως ήταν και το δυναμικό τρίπτυχο που διαμόρφωσε τον κεντρικό άξονα ενός φεστιβάλ που δεν παρουσιάζει απλώς παραστάσεις αλλά αποτυπώνει και την ταυτοτική παρουσία του θεάτρου σήμερα και το πώς χαράζεται πέρα από τα σύνορα.


Ακόμα, λοιπόν, και αν δεν ξέρεις ότι το Φεστιβάλ της Αβινιόν διαμορφώνει τις παγκόσμιες τάσεις στο θέατρο, το συνειδητοποιείς όταν βλέπεις τους κριτικούς από όλο τον κόσμο να ανοίγουν διακριτικά τα σημειωματάριά τους στις κατάμεστες παραστάσεις ή να περιμένουν υπομονετικά στη σειρά για να μπουν σε ένα από τα πούλμαν που μας μεταφέρουν στους απομακρυσμένους χώρους, έξω από τα όρια της πόλης. Ειδικά στην πρεμιέρα του φεστιβάλ με την παράσταση «NÔT» της Φρέιτας, στην επιβλητική Αυλή της Τιμής του Παλατιού των Παπών, ένιωθες το βάρος ενός τόπου που ανέκαθεν γνώριζε τι σημαίνει υψηλή τέχνη και απόλυτη εξουσία. Κάτω από τη σκιά των gargoyles ξεδιπλωνόταν ένα άλλο, πιο γκροτέσκο θέαμα, με αλλόκοτα πλάσματα που έσπαγαν τον διαχωρισμό μεταξύ ανθρώπινου και ζωώδους, όπως το ήθελε ο Ζιλ Ντελέζ, και μας έκαναν να αναρωτιόμαστε για τα όρια της ανθρώπινης χειραφέτησης σε χώρες που οδήγησαν ακόμα και τον Κόνραντ να αναφωνήσει στην «Καρδιά του σκότους»: «Ο τρόμος, ο τρόμος».
Κάτω από τα επιβλητικά, τεράστια τείχη του παπικού παλατιού, αυτή η αίσθηση είναι απόλυτα ξεκάθαρη. Επτά διαδοχικοί πάπες της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας είχαν άλλωστε καταγωγή από την Αβινιόν και μετέφεραν την Αγία Έδρα από τη Ρώμη στη γαλλική πόλη, καθιστώντας τη παπική κτήση με τη σφραγίδα του Γάλλου αυτοκράτορα. Αυτό την έκανε αυτόματα σημαντική, με τα απομεινάρια αυτού του άκρως ενδιαφέροντος παλίμψηστου να αποτυπώνονται στα παλάτια, στα αυτοκρατορικά σπίτια αλλά και στα πανέμορφα επαρχιακά οικήματα που πρωταγωνίστησαν στους πίνακες των ιμπρεσιονιστών.
Σε ένα τέτοιο ιστορικό οίκημα, όπως είναι το περίφημο Gymnase Aubanel, είδαμε τους Γάλλους να επιδίδονται σε ένα παρατεταμένο standing ovation μετά το τέλος της παράστασης «ΜΑΜΙ» του Μάριο Μπανούσι και να υποκλίνονται, όπως ο ίδιος μπροστά από τη σκισμένη φωτογραφία της μητέρας του, στο ταλέντο του, γράφοντας χαρακτηριστικά ότι «αρκεί ένα βλέμμα για να δεις ένα ολόκληρο ποιητικό σύμπαν να αποκαλύπτεται στη σκηνή του Aubanel: μια καλύβα από τσιμεντόλιθους φυτεμένη στην άκρη ενός μονοπατιού σημαδεμένου με κιμωλία, ένα λαμπάκι του δρόμου που τρεμοπαίζει, μια γυναίκα που βγαίνει στη βαθιά νύχτα». «Καθώς ανακηρύχθηκε ένα από τα πιο εντυπωσιακά έργα του 79ου Φεστιβάλ της Αβινιόν, το "MAMI" έχει τη γοητεία μιας πανέμορφης παραδρομής στο σύγχρονο θεατρικό τοπίο», γράφει στην αποθεωτική του κριτική το έγκυρο «Les Echos» – και ήταν ένα μόνο από τα έντυπα που ανέδειξαν το έργο του Μπανούσι ως το αγαπημένο τους στο φεστιβάλ.



Η χαρά από τη σπουδαία ανταπόκριση που είχε το «ΜΑΜΙ» δεν μπορεί να κρυφτεί, ούτε η συγκίνηση. Ο ίδιος ο καλλιτεχνικός διευθυντής του φεστιβάλ, Τιάγκο Ροντρίγκες, ενθουσιασμένος με την ανταπόκριση του κοινού, άνοιξε σαμπάνιες μετά το τέλος της παράστασης, στήνοντας ένα αυτοσχέδιο πάρτι στο προαύλιο του Aubanel, κάτω από πολύχρωμα μπαλόνια, και με την Ιζαμπέλ Ιπέρ να αγκαλιάζει ενθουσιασμένη τον σκηνοθέτη, συγχαίροντας τους συντελεστές της Στέγης του Ιδρύματος Ωνάση. «Στο σύμπαν του Μπανούσι δεν υπάρχει ιεραρχία, δεν υπάρχει ηλικιακός διαχωρισμός, δεν υπάρχει καν αφήγηση: υπάρχει ένα ουσιαστικό κενό, γεμάτο μνήμη και φροντίδα», γράφει η γνωστή θεατρική κριτικός και ανταποκρίτρια της «Le Monde» στην Αβινιόν, Φαμπιάν Νταρζ, η οποία φρόντισε να αφιερώσει δυο αποθεωτικά κείμενα στον αλβανικής καταγωγής δημιουργό.
Στο άλλο κείμενό της σημείωνε πως πρόκειται για έναν «νεανικό ύμνο στη μητρότητα με τη μορφή σωματικής εικονοποιίας». Για πρώτη φορά, μάλιστα, σκηνοθέτης αλβανικής καταγωγής παρουσιάζει έργο του στην Αβινιόν. Πρόκειται για μια παραγωγή της Στέγης του Ιδρύματος Ωνάση που έκανε παγκόσμια πρεμιέρα στην Κεντρική Σκηνή της τον περασμένο Φλεβάρη και τώρα, στις 13, 14, 16 και 18 Ιουλίου, παρουσιάστηκε στην Αβινιόν, σε μια σειρά από απανωτά sold-out και μάλιστα ανήμερα της επίσημης εθνικής εορτής της Γαλλίας. Η παράσταση σηματοδοτεί την τέταρτη συμμετοχή της Στέγης σε μια τέτοια διοργάνωση, ύστερα από τον «Κυκλισμό του Τετραγώνου» του Δημήτρη Δημητριάδη σε σκηνοθεσία Δημήτρη Καραντζά και το «6 a.m. How to disappear completely» των Blitz Theatre Group το 2016 και έναν χρόνο χρόνο αργότερα τον «Μεγάλο Δαμαστή» του Δημήτρη Παπαϊωάννου.
Η συμμετοχή του έργου γίνεται με την υποστήριξη του Onassis Stegi Touring Program στο πλαίσιο του Prospero NEW Platform της Ευρωπαικής Ένωσης. Δεν πρόκειται απλώς για ένα πρόγραμμα εξωστρέφειας αλλά για μια απόδειξη ότι ένα ίδρυμα με ελληνική ταυτότητα παίζει επί ίσοις όροις με τα κορυφαία θέατρα στην Ευρώπη αλλά και με τα φεστιβάλ, δικαιώνοντας τις επιλογές του, ενδεχομένως και τα ρίσκα, προτείνοντας ουσιαστικά έναν νέο δημιουργό σε ιστορικά θέατρα όπως το Odéon στο Παρίσι, που αποφάσισε να συμπεριλάβει στο επίσημο θεατρικό του πρόγραμμα την επόμενη χρονιά το «ΜΑΜΙ», μετά από αυτή την ανέλπιστα μεγάλη επιτυχία στην Αβινιόν. Πρόκειται για μια μεγάλη εξέλιξη και μια απόδειξη ότι η διεθνοποίηση της ταυτότητας ξεκινάει από την εντοπιότητα, όπως πίστευε ο Τσαρούχης και όπως συνειδητοποιούν πλέον με μεγάλη δίψα, είναι αλήθεια, οι Ευρωπαίοι θεατρικοί κριτικοί.

Αντίστοιχα έντονο ενδιαφέρον έδειξαν οι παραγωγοί και οι θεατρικοί οργανισμοί και partners και για το «Σπίτι» του Δημήτρη Καραντζά, ο οποίος βρέθηκε στην Αβινιόν για το pitching της παραγωγής που έκανε πρεμιέρα στη Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση δυο χρόνια πριν και ήδη έχει συμπεριληφθεί σε αρκετά ευρωπαϊκά φεστιβάλ, ενώ τον Σεπτέμβρη θα παιχτεί στην Τιφλίδα.
Tους άρεσε που το έργο μιλάει με τον δικό του τρόπο για την Αθήνα και την Ελλάδα της κρίσης, ενώ εντυπωσιάστηκαν με τις ζωντανές αισθητικές και πολιτικές παρεμβάσεις του Καραντζά, ο οποίος βρέθηκε να αποκαλύπτει όχι μόνο το προσωπικό του όραμα και το έργο του αλλά και τη γενικότερη θέση του σε ένα θεατρικό οικοσύστημα, το οποίο πλέον περιλαμβάνει δικαιωματικά την Ελλάδα και, μεταξύ άλλων κορυφαίων ευρωπαϊκών θεάτρων, όπως το Théâtre de Liège (Coordinating Organization) από το Βέλγιο, η Schaubühne από τη Γερμανία, το Wiener Festwochen από την Αυστρία, παραγωγές του Ιδρύματος Ωνάση. Πρόκειται για ένα δίκτυο που στηρίζει περισσότερους από τριακόσιους καλλιτέχνες τα επόμενα τέσσερα χρόνια, διαμορφώνοντας έναν συλλογικό, ευρωπαϊκό χώρο θεατρικής δημιουργίας. Ο Καραντζάς μέσα από το «Σπίτι» επικοινωνεί με αυτό το δίκτυο, όπως και ο Μπανούσι με το «ΜΑΜΙ» του, το οποίο γέννησε στους θεατρικούς κριτικούς την ανάγκη να βρουν νέες λέξεις για να το περιγράψουν και έκανε τους παράγοντες να αναζητήσουν τρόπους για να μπορέσουν να το φιλοξενήσουν στο πρόγραμμά τους.
Γιατί, αλήθεια, τι παραπάνω μπορεί να περιμένει ένας δημιουργός μετά από μια κριτική που γράφει ότι «oι εικόνες του "MAMI" έχουν την υλικότητα ενός ονείρου, βγαίνουν μέσα από τον ιερό λυρισμό του Κλιμτ και την τραχύτητα του Μπος» ή ότι αναδεικνύει «ένα θέατρο που δεν ανοίγει το στόμα του μόνο για να θηλάσει ή να φιλήσει, αναδεικνύοντας γνωστές εικαστικές αναπαραστάσεις και οικείες τελετές», όπως υπογράμμισε ο γνωστός δημοσιογράφος της «Liberation» και ραδιοφωνικός παραγωγός Λοράν Γκουμάρ; Ενδεχομένως, όμως, αυτές οι ενθουσιώδεις κριτικές, που παραπέμπουν σε μια ακριβέστατη εικαστική δύναμη που φέρνει στο νου την Πιετά ή τη «Μητέρα με το βρέφος» του Μποτιτσέλι –που κατά σατανική σύμπτωση φιλοξενείται στο γειτονικό Πτι Παλέ στην Αβινιόν–, δεν εκπλήσσουν μόνο με την ιδιαίτερη θέρμη τους αλλά προκαλούν και ένα επιπλέον τιμητικό βάρος στον δημιουργό της παράστασης, Μάριο Μπανούσι.


Δεν μπορούμε, λοιπόν, να μην τον ρωτήσουμε την επόμενη μέρα, που έχει κοπάσει ο θόρυβος και ο ίδιος μπορεί να σκεφτεί τι σημαίνει αυτή η επιτυχία, αν θεωρεί ότι κατά κάποιον τρόπο εκπροσωπεί την Αλβανία, την Ελλάδα αλλά και τα Βαλκάνια ως ταυτότητα με αυτό το έργο, καθώς έχει κάνει τους κριτικούς και τους ανθρώπους του πολιτισμού να επαναφέρουν το ζήτημα της καταγωγής και της ταυτότητας. «Θα συμφωνήσω ότι με έναν τρόπο εκπροσωπείται η Ελλάδα και η Αλβανία μέσα από το έργο, αφού ήταν πολλοί μετά από την παράσταση που με ρώτησαν λεπτομέρειες για τη φορεσιά της νύφης στην Αλβανία ή έδειξαν πραγματικά ενδιαφέρον για τα πολυφωνικά που ακούγονται στην παράσταση», μας απαντά με πλήρη επίγνωση του ρόλου του.
Είναι αυτή ακριβώς η ταυτότητα που ο ίδιος δεν φοβήθηκε να δείξει στο ελληνικό και ξένο κοινό, προασπιζόμενος τη χθόνια φύση του, τις εμμονές, τη σχέση με τη ζωή και τον θάνατο, την τελετουργική επαναπροσέγγιση του θεάτρου. «Ήταν πολύ δύσκολο να ενσωματωθώ στο περιβάλλον της θεατρικής σχολής και σε έναν κύκλο που έβρισκα ότι ήταν είτε πολύ παραδοσιακός, είτε πολύ στανισλαφσκικός» έλεγε χαρακτηριστικά σε συνέντευξή του που είχε φιλοξενηθεί λίγο πριν από την πρεμιέρα στην Αβινιόν στο πολιτιστικό ένθετο της εφημερίδας «Liberation», με τη χαρακτηριστική φωτογραφία του γάμου από το «MAMI» στο εξώφυλλο.
«Πολύ γρήγορα κατάλαβα ότι δεν ήταν αυτό που ήθελα και ότι δεν μου ταίριαζε το κειμενικό θέατρο. Οπότε αναζήτησα τα υλικά μου στο σώμα, στην ενέργεια, προκειμένου να εκφράσω τα πολύ προσωπικά μου μοτίβα» έλεγε χαρακτηριστικά ο Μπανούσι στη δημοσιογράφο της «Liberation», εξηγώντας ταυτόχρονα τις πολλαπλές του επιρροές από το θέατρο του Κριστόφ Μαρτάλερ, παράσταση του οποίου είδαμε επίσης στην Αβινιόν. Τεράστια υπήρξε επίσης η επίδραση της ιδιοσυγκρασιακής Γαλλίδας καλλιτέχνιδας Σοφί Καλ, η οποία έχει υπάρξει το κατεξοχήν τιμώμενο πρόσωπο του Κέντρου Πομπιντού και εκείνη στην οποία είχε παραχωρηθεί ένα τεράστιο κρεβάτι στην κορυφή του πύργου του Άιφελ, όπου υποδεχόταν τους περίοπτους «καλεσμένους» της ώστε να της πουν τη δική τους ιστορία.

Η επίσης αυτοβιογραφική της δουλειά είχε επηρεάσει τα μάλα τον Μπανούσι και ήταν πραγματικά όνειρο ζωής να τη βλέπει τώρα να παρακολουθεί από την πρώτη σειρά το δικό του έργο στην Αβινιόν. «Η Σοφί Καλ αποτελεί σημείο αναφοράς για μένα, οπότε δεν πίστευα στα αυτιά μου όταν την άκουσα να μου λέει ότι συγκλονίστηκε με την παράσταση και ότι θέλει να την ξαναδεί. Της εξομολογήθηκα ότι είμαι μεγάλος φαν και εκείνη μου είπε “είμαι εγώ δική σου φαν τώρα”. Το ίδιο συγκινημένος ένιωσα όταν η ίδια η Ιζαμπέλ Ιπέρ μού έδωσε θερμά συγχαρητήρια για την παράστασή μου. Είναι απίστευτα αυτά που συμβαίνουν και δεν έχω προλάβει να τα συνειδητοποιήσω» μας λέει ο Μπανούσι πίνοντας πρωινό καφέ και έχοντας ακόμα τον ενθουσιασμό της προηγούμενης μέρας. «Ήταν τόσο θερμός ο κόσμος και μετά ήταν τόσο συγκινητικά όλα αυτά που άκουγα στο πάρτι, δεν ξέρω πώς να τα περιγράψω. Δεν μπορούσα να πιστέψω ότι ο ίδιος ο Τιάγκο (Ροντρίγκες) μού έλεγε καταχαρούμενος ότι αυτή ήταν μια από τις πιο σημαντικές βραδιές του φεστιβάλ».
Το σημαντικότερο, όμως, είναι ότι αυτή η επιτυχία φαίνεται να είχε αντίκτυπο καθώς, μετά την πρεμιέρα του στη Στέγη, το «ΜΑΜΙ» ακολουθεί μια εντυπωσιακή ευρωπαϊκή πορεία, καταρχάς στη Βαρκελώνη, κατόπιν, από τις 14-16 Αυγούστου, στην Ολλανδία, μετά στο Ελσίνκι και του χρόνου στο Odéon και στη Μαδρίτη, ενώ ενδιαφέρον έχουν εκφράσει και άλλοι θεατρικοί οργανισμοί για να το εντάξουν στο πρόγραμμά τους. Βέβαια, όπως μας εξομολογείται ο ίδιος, δεν ήταν όλα εύκολα, αφού χρειάστηκε να περιμένει κάποια χρόνια για να μπορέσει να εκπληρώσει, μετά το Εθνικό, το όνειρό του να βρεθεί στην πρώτη γραμμή των παραγωγών της Στέγης. Όπως μας τονίζει η καλλιτεχνική διευθύντρια του Ιδρύματος Ωνάση, Αφροδίτη Παναγιωτάκου, δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι επέλεξαν τον Μάριο ως έναν από τους καλλιτέχνες που ενέταξαν στο διεθνές πρόγραμμα εξωστρέφειας της Στέγης.

«Είναι ένας σκηνοθέτης που μας ταιριάζει, που αγκαλιάζει τη βαλκανική ψυχή και την εντάσσει στο δικό του πρόγραμμα», μας λέει χαρακτηριστικά, αποσαφηνίζοντας ότι ενώ «υπάρχουν σημαντικοί σκηνοθέτες στο σινεμά με αναφορές στη βαλκανική ταυτότητα, προέλευση και αναφορά, στο θέατρο δεν το βλέπουμε συχνά. Θεωρώ, δηλαδή, ότι σε αυτήν τη φάση που η Ευρώπη αναρωτιέται πώς θα αντισταθεί στη λαίλαπα μιας γενικευμένης απανθρωπιάς και ποια ακριβώς είναι η θέση της σε σχέση με την παιδεία και τον πολιτισμό, ο Μάριο έρχεται να διευρύνει τα σύνορα του καλλιτεχνικού της κόσμου μέσα από αυτήν τη βαλκανική σύνθεση, όπου και εμείς έχουμε ένα κομμάτι της ψυχής μας».
Πιστεύει μάλιστα ότι ο αλβανικής καταγωγής δημιουργός «φέρει στη σκηνή ένα τόσο καλά μεταβολισμένο βίωμα ώστε να μην το νιώθεις ως μέρος της προσωπικής του διαδρομής αλλά του έργου. Γι' αυτό όταν βλέπεις τη δουλειά του Μάριο δεν μπορείς να προσδιορίσεις τι είναι ή ποια είναι η ηλικία του δημιουργού, κάτι που συμβαίνει τελικά όταν κάποιος έχει ταυτίσει το Είναι με την τέχνη του». Αλλά, πάνω από όλα, όπως επισημαίνει, «στη Στέγη θέλουμε να συνεργαζόμαστε και να υποστηρίζουμε ανθρώπους με τους οποίους μιλάμε την ίδια γλώσσα – όχι μόνο καλλιτεχνικά αλλά και βαθιά ανθρώπινα. Είναι για μας ζήτημα ουσίας να θέλουμε να συναντιόμαστε με τον άνθρωπο, πέρα από τον καλλιτέχνη. Γιατί περνάμε πολύ χρόνο μαζί του. Και σ’ αυτόν τον κοινό χρόνο, αν υπάρξει αγάπη και μοίρασμα, μπορούμε να χτίσουμε μια εμπειρία που θα μας αλλάξει. Όλους».