Είναι τρομερό μέρος το Πεδίον του Άρεως. Είναι όντως πεδίο, μου αρέσει περισσότερο αυτή η λέξη για να το περιγράψει παρά η λέξη πάρκο. Και λέγεται «Πεδίον του Άρεως» ― φαντάσου. Λέμε πράγματα τόσο πολλές φορές που δεν αντιλαμβανόμαστε τι ξεστομίζουμε. Δεν συνειδητοποιούμε ότι αναφερόμαστε στον θεό ή τον πλανήτη Άρη. Όταν, κάποια στιγμή, είδα μια ταμπέλα που έλεγε «Mars Field» και δίπλα «γήπεδο πετάνκ» κόλλησα άγρια. Εάν αυτό δεν είναι σουρεαλισμός, τότε τι είναι;
Το Πεδίον σίγουρα δεν είναι αυτό που ήταν όταν πρωτοήρθαμε. Έχει ομορφύνει πολύ, κυκλοφορεί πολύ περισσότερος κόσμος και θεωρώ ότι έχουμε συμβάλει κι εμείς σε αυτό. Το Πεδίον δεν το επινοείς, το ανακαλύπτεις. Είναι πιο δυνατό από σένα, πιο γοητευτικό, πιο αναπάντεχο. Δείχνει φυσικό, ενώ σχεδιάστηκε πριν από 150 χρόνια από κάποιους που έκαναν πράξη ένα όραμα ασυνήθιστο γι’ αυτή την ταλαιπωρημένη πόλη. Και σε εκπλήσσει αβίαστα. Όπως και η φύση. Δεν ξέρεις τι θα δεις.
Κι όποτε πηγαίνεις, είναι διαφορετικό. Αλλιώς τον Φεβρουάριο, αλλιώς τον Απρίλιο. Γι’ αυτό στα πάρκα επιλέγουν φυλλοβόλα και όχι αειθαλή δέντρα: για να νιώθεις τις εποχές, να βουτάς σε μια ψευδαίσθηση δάσους. Το Πεδίον σε μυεί στη μαγεία της λεπτομέρειας. Ελαττώνει τις φιλοδοξίες, διορθώνει τις σκέψεις, έπειτα συμαζώνει τη θλίψη και την κάνει υποφερτότερη, εξαίρει την όσφρηση, για να «κλέψω» τον Καρούζο. Ξαπλώνεις στο παγκάκι, εστιάζεις στη φυλλωσιά που διάλεξες και κοιτάζεις επίμονα το έντομο που σκαρφαλώνει, σαν να είσαι εσύ ο David Attenborough όταν υμνεί την προσωπικότητα της αράχνης στα ντοκιμαντέρ του BBC.
«Το Πεδίον δεν το επινοείς, το ανακαλύπτεις. Είναι πιο δυνατό από σένα, πιο γοητευτικό, πιο αναπάντεχο. Δείχνει φυσικό, ενώ σχεδιάστηκε πριν από 150 χρόνια από κάποιους που έκαναν πράξη ένα όραμα ασυνήθιστο γι’ αυτή την ταλαιπωρημένη πόλη. Και σε εκπλήσσει αβίαστα».
Το Πεδίον σού ζητάει να θυμηθείς τη βραδύτητα. Από εκεί προκύπτει η ικανότητα της παρατήρησης. Και της συγκίνησης. Πιο αργά, όλα πιο αργά. Με τη βραδύτητα διαστέλλεται ο χρόνος. Μισή ώρα στο Πεδίον και βγαίνεις ξεκούραστος. Γιατί το βλέμμα, οι αισθήσεις και το μυαλό θέλουν τεμπέλικο ρυθμό για να προλάβουν να απολαύσουν. Σκαντζόχοιροι, χελώνες, πουλιά, τσουκνίδες παρέα με αρμπαρόριζα, φοίνικες, ευκάλυπτοι και αθάνατοι που πεθαίνουν όταν ανθίσουν. Και άνθρωποι. Σκακιστές, ακροβάτες που δένουν σκοινί ισορροπίας ανάμεσα στα δέντρα, έφηβοι που γυμνάζονται στα μονόζυγα, skaters, yoga maniacs, joggers, κυρίες που γυρίζουν από την εκκλησία, κοπανατζήδες σπουδαστές, μουσικοί που κάνουν εξάσκηση, hiphoppers, παιδικά πάρτι, κουβέντες φίλων και μοναχικοί απολογισμοί ζωής. Και τώρα έρχονται και τα δικά μας Plāsmata. Διεκδικώντας αγκαλιές ανθρώπων μπροστά στα έργα. Αυτό μας αρέσει περισσότερο απ’ όλα.

Είναι μαγικό το Πεδίον, και νομίζω ότι με αυτά τα τρυφερά Plāsmata που κάνουμε τώρα δανειζόμαστε ένα από τα χαρακτηριστικά του. Του λέμε «μπορούμε να πάρουμε λίγη από τη μαγεία σου και να τη χρησιμοποιήσουμε ως πρώτη ύλη και ως κριτήριο επιλογής των έργων που θα βάλουμε εδώ; Μπορούμε να μη σκεφτούμε τι είναι αλήθεια και να αφεθούμε στην παραίσθηση; Ας κινηθούμε κάπου εκεί ανάμεσα στην πραγματικότητα και στο όνειρο». Το Πεδίον μάς ζητάει ό,τι πιο πολύτιμο: χρόνο. Χρόνο επιεική. Για να ξεχάσουμε, να ξεχαστούμε, να χαμογελάσουμε, να μαλακώσουμε λιγάκι. Και, πάνω απ’ όλα, για να νιώσουμε τη δύναμη της ομορφιάς.
Το Πεδίον μάς φιλοξενεί γενναιόδωρα. Δεν είμαστε εμείς οι οικοδεσπότες. Ούτε αυτήν τη φορά. Αλλά, γνωριζόμαστε. We’ve met before, haven’t we? Μας βάζει στο σπίτι του, αλλά λέει «έλα. Και φέρε και όποιον θέλεις. Θα σε φροντίσω. Αλλά, αυτό που θα κάνεις κοίτα να μου αρέσει. Μη με ταράξεις. Δεν σου ζητάω να με καταλάβεις. Να με νιώσεις σου ζητάω». Μια τέτοια συνομιλία ξεκινήσαμε στις βόλτες που αρχίσαμε να κάνουμε με την ομάδα εδώ και μήνες. Μια ανθρώπινη κουβέντα. Είμαστε ρομαντικοί; Ξέρω κι εγώ; Ας είμαστε. Πάντως, όλοι συμφωνήσαμε ότι ακούσαμε το πάρκο να μας λέει τέτοια λόγια: «Φτιάξε μου λίγο το κέφι, κάνε με να νιώσω λίγο πιο απαλά γιατί έχω ζοριστεί πολύ στο παρελθόν ― κι αυτό το έβλεπες ότι έχω ζοριστεί πολύ, ε; Τώρα θέλω λίγο πιο τρυφερά, θέλω λίγο να με χαϊδέψεις».
We’ve met before, haven’t we? Γιατί, πέρα από τη φράση από το Lost Highway του David Lynch, είναι κάτι που το νιώθεις και με ανθρώπους και με τόπους και με πλάσματα όταν σε συνδέει ένα intimacy, μια οικειότητα και μια εμπιστοσύνη που δεν αντιστοιχεί στην αντικειμενική διάρκεια της γνωριμίας. Είναι και μια φράση που λες αν θες να γνωρίσεις κάποιον, σαν να λες «θα έπρεπε να έχουμε ήδη γνωριστεί».

Και τα Plāsmata τα ίδια θέλαμε να κατοικήσουν το Πεδίον και να νιώθεις ότι ήταν εκεί από πάντα. Ή ότι μπορούν να μείνουν εκεί για πάντα. Με αυτό το έργο ξεκινάμε, λοιπόν. Με αυτή την ερώτηση που εμπεριέχει την απάντηση. Και το υπογράφω με σχετική συστολή εγώ. Έτσι τα σκεφτήκαμε. Είναι τώρα αυτό επιμελητική προσέγγιση; Δεν ξέρω αν λέγεται έτσι.
Η διαδρομή είναι η βόλτα. To Πεδίον είναι πολύπλοκο. Γι’ αυτό είναι ενδιαφέρον. Δεν θέλουμε απλώς να το διασχίσουμε. Θέλουμε να το ζήσουμε. Δεν θέλουμε απλώς να πάμε από την Κυψέλη στα Εξάρχεια ή από την Πατησίων στην Ευελπίδων. Μας αρέσουν η παρέκκλιση και η απόκλιση. Στη ζωή, γενικά. Στους ανθρώπους. Και στην τέχνη. Και εδώ. Από τον Ροδώνα στη Γαρδένια, από τις Αριές στο θέατρο Αλίκη. Οι σπείρες έχουν φτιαχτεί για να τις περπατήσεις και τα παρτέρια για να σταθείς.
Ο πιο σύντομος δρόμος είναι πάντα ο λιγότερο ενδιαφέρων. Η ασυνήθιστη διαδρομή σού δίνει την περιπέτεια. Ναι, υπάρχουν χάρτες. Όχι, όμως, για να φτάσεις πιο σύντομα. Υπάρχουν για να φτάσεις πιο ωραία. Μη βιάζεσαι να δεις τα έργα. Θα τα δεις. Κι αν κάποιο σού ξεφύγει αυτήν τη φορά, μπορείς να ξαναγυρίσεις. Κι αν χάσεις κάποιο, μπορείς να το αναζητήσεις, να το διεκδικήσεις. Είναι αλλιώτικος κόπος αυτός. Κι αν κάπου ξεχαστείς, πάλι δεν πειράζει. Αυτήν τη βόλτα την κάνεις ως αντίδοτο στο GPS. Και έχεις τόσα να πεις με τα έργα που θα συναντήσεις. Σαν τα ταξίδια. Τα αληθινά ταξίδια, όχι αυτά που κάνεις για δουλειά. Τα άλλα. Εκείνα που κάνεις με παρέα και πιάνετε κουβέντα με αγνώστους χωρίς βιασύνη. Εκείνα που παίρνεις τον χρόνο σου για να χορτάσεις τις λεπτομέρειες.

Εδώ, στο ανάμεσα. Τα Plāsmata απευθύνουν πρόσκληση σε έναν κόσμο μεταξύ πραγματικότητας και μη. Μου αρέσει πολύ η λέξη fiction, που δεν σημαίνει φαντασία αλλά το αποτέλεσμα της φαντασίας. Εκεί θέλουμε να βρεθούμε. Έτσι κι αλλιώς, η τέχνη εκεί ζει. Μεταξύ εμπειρίας και μύθου, μεταξύ του απτού και του άπιαστου. Και εκεί, τελικά, εντοπίζεται η αλήθεια. Μια αλήθεια που εμπεριέχει και όσα δεν συλλαμβάνουν η αντίληψη και η λογική. Μια αλήθεια που εμπεριέχει και το άρρητο, την αντίφαση, το παράδοξο, το μυστήριο και το μυστικιστικό. Τα έργα είναι το αποτέλεσμα της περιπέτειας της σκέψης των δημιουργών. Τα Plāsmata που βλέπεις δείχνουν πάρα πολύ κανονικά, μέχρι που συνειδητοποιείς ότι κάτι δεν… και αυτό το κάτι σε κάνει να χαμογελάσεις γλυκά ή γλυκόπικρα. Reality is overrated, λένε. Δεν μιλάμε τώρα σε πολιτικό επίπεδο, fake news και όλα αυτά τα πολύ σοβαρά. Μιλάω για κάτι άλλο, για την ψευδαίσθηση που έχουμε ότι ζούμε μια αντικειμενική πραγματικότητα, πράγμα το οποίο δεν υπάρχει ούτε για πλάκα. Και έτσι κι αλλιώς, κανείς δεν βλέπει τίποτα με τον ίδιο τρόπο που το βλέπει κάποιος άλλος, και τίποτα δεν αισθάνεσαι με τον ίδιο τρόπο κάθε φορά που το ζεις.

Η πραγματικότητα είναι πολύ σκληρή από μόνη της. Δεν θέλω, λοιπόν, να έρθεις στο Πεδίον και να σε «χτυπήσω» κι άλλο. Το ξέρεις ήδη ότι είναι άγρια τα πράγματα και νιώθω ότι θα σε υποτιμήσω αν σου πω ότι είσαι αδιάφορος για ό,τι συμβαίνει, κι έλα τώρα να σου δείξω εγώ πώς θα νοιαστείς. Τα Plāsmata λένε sweet little lies. Τόσο-όσο. Κάνουμε μια συμφωνία με την τέχνη. Είμαστε συνένοχοι στο υπονοούμενο. Τόσο-όσο. Για την ομορφιά και την παρηγοριά.
Plāsmata συναισθηματικά και κρυμμένα. Όπως το Πεδίον δεν έχει όριο ηλικίας, έτσι και τα Plāsmata μιλάνε για όλους. Δεν είναι παιδικά, δεν είναι ενήλικα, δεν είναι διδακτικά, δεν είναι ακαδημαϊκά. Ακόμα κι αν σταθείς μπροστά σε κάποιο έργο και πεις «τι είναι αυτό τώρα εδώ;», μέσα στο κλίμα θα είσαι. Δεν θέλουμε να πούμε «και τώρα θα σου δείξω ποιοι είναι οι σημαντικοί καλλιτέχνες, τώρα θα σου μάθω ποια είναι η συλλογή του ιδρύματος, τώρα θα σου δείξω πώς εκτίθεται η σύγχρονη τέχνη στον δημόσιο χώρο». Τα Plāsmata δεν έχουν τίποτε απ’ όλα αυτά. Είναι εντελώς συναισθηματικά, είναι «έλα μωρέ, λίγη γλύκα». Τη χρειάζεσαι την κρυψώνα για να εκφραστεί ελεύθερα το συναίσθημα. Τα έργα, έτσι όπως έχουν κρυφτεί, θα είναι πιο γενναιόδωρα στην έκφραση του συναισθήματός τους.
Η Αφροδίτη Παναγιωτάκου είναι η καλλιτεχνική διευθύντρια του Ιδρύματος Ωνάση και curator της φετινής έκθεσης Plāsmata 3 στο Πεδίον του Άρεως.
Βρείτε περισσότερες πληροφορίες για την εικαστική έκθεση εδώ.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.