Ίσως το πιο διάσημο έργο του Ζαν Φρανσουά Μιλέ και το πιο αναγνωρίσιμο είναι το The Gleaners (Οι σταχομαζώχτρες). Ο Νορμανδός ζωγράφος, που θεωρείται από τους κυριότερους εκπροσώπους του γαλλικού ρεαλισμού του δεύτερου μισού του 19ου αιώνα και εξέχουσα προσωπικότητα της Σχολής Μπαρμπιζόν, υπήρξε κυρίως ο ζωγράφος των χωρικών αφότου εγκαταστάθηκε μετά το 1849 στο Μπαρμπιζόν, όπου συνδέθηκε με τους επίσης τοπιογράφους Κορό, Τεοντόρ Ρουσό και Ντιάζ ντε λα Πένια και ολοκλήρωσε το προσωπικό του ζωγραφικό ιδίωμα. Τα έργα του αυτής της περιόδου θεωρούνται από τα σημαντικότερα και σε αυτά κυρίως οφείλει τη φήμη και την επιτυχία του.
Το έργο του «Ο σπορέας», που εκθειάζει τη μεγαλειώδη χειρονομία του αγρότη, συνδέεται με το ομότιτλο ποίημα του Βικτόρ Ουγκό που γράφτηκε την ίδια περίοδο, με τους δύο δημιουργούς να ενδιαφέρονται για τον αγροτικό κόσμο και τις συνθήκες διαβίωσης των αγροτών, τη ζωή των ταπεινών και την ομορφιά της φύσης, θέματα που διερεύνησαν και οι δύο με διαφορετικά καλλιτεχνικά μέσα, ενώ μοιράζονται ένα κοινό καλλιτεχνικό νήμα, κληροδοτώντας μας όψεις της αξιοπρέπειας όσων καλλιεργούν τη γη και ισχυρές αναπαραστάσεις της ικανότητας του ανθρώπινου πνεύματος για ανθεκτικότητα και του διαρκούς κύκλου της ζωής και της ανανέωσης.
Στους πίνακές του ο Μιλέ εξυμνεί τους σπορείς, τις γαλατούδες και τους εργάτες της φάρμας, υποστηρίζοντας ότι η ομορφιά του τοπίου δεν μπορεί να ιδωθεί απομονωμένα από αυτούς που δούλευαν τη γη.
Κοιτάζοντας τους πίνακες του Βαν Γκογκ, που αποτελούν πάντα μια πρόκληση για να αντικρίσουμε μαζί του βαθύτερα τον κόσμο, και νιώθοντας έλξη για την ιστορία του, όποιος διαβάσει τις επιστολές του προς τον αδελφό του, Τεό, θα ανακαλύψει τη συγγένειά του με τον Μιλέ. Ή αν έχει δει πίνακες όπως τα «Πρώτα Βήματα, κατά Μιλέ», με ένα μικρό παιδί σε έναν κήπο κάτω από ένα δέντρο με λευκά άνθη όπου ο πατέρας γονατίζει με ανοιχτά χέρια προς τη γυναίκα του και το παιδί του, το οποίο με χέρια τεντωμένα προς τον πατέρα του κάνει τα πρώτα του βήματα. Το έργο αυτό είναι ένα από τα 21 που δημιούργησε «κατά Μιλέ», την περίοδο 1889-1890. Ο ζωγράφος του ρεαλισμού ήταν από τους πρώτους που επηρέασαν τον Βαν Γκογκ ο οποίος, όταν ήταν 22 ετών και ζούσε στο Παρίσι, είδε μια έκθεση με έργα του Μιλέ και εντυπωσιάστηκε.

Έξι χρόνια αργότερα, καθώς έκανε εξάσκηση στη σχεδίαση ανθρώπινων μορφών, ο Βαν Γκογκ αντέγραφε έργα του Μιλέ και τον αποκαλούσε «πατέρα Μιλέ... σύμβουλο και μέντορα για κάθε νέο καλλιτέχνη», όπως έγραφε στον Τεό το 1885. Ο Μιλέ, που ήταν αναγνωρισμένος ζωγράφος, με κάποιο τρόπο είχε παραμεριστεί από την καλλιτεχνική ελίτ της εποχής εξαιτίας των θεμάτων του, καθώς απεικόνιζε αγρότες και εργάτες, αποτίνοντας φόρο τιμής στην αγροτική και χειρωνακτική εργασία. Ο Βαν Γκογκ ένιωθε να συνδέεται με αυτήν τη στάση, με τη συμπόνια και τον σεβασμό του καλλιτέχνη για τους απλούς ανθρώπους και τη δουλειά τους.
Ο ιστορικός τέχνης James Romain σημειώνει ότι ο Μιλέ, «βαθιά χριστιανός, γιος αγρότη και αφοσιωμένος στην απεικόνιση της ζωής και της πίστης των απλών ανθρώπων, ενέπνευσε τον Βίνσεντ ως παράδειγμα καλλιτέχνη που καθοδηγείται από την πίστη».
Σε μια επιστολή του Βαν Γκογκ προς τον αδερφό του Τεό γράφει: «Όσο το σκέφτομαι, τόσο περισσότερο νομίζω ότι ο Μιλέ πίστευε σε κάτι ανώτερο». Επίσης έγραψε σε ένα φίλο του πως «ο Μιλέ ζωγράφισε... τη διδασκαλία του Χριστού».
Για τρεις μήνες στο διάστημα από το 1889 έως το 1890, ο Βαν Γκογκ ήταν στο άσυλο του Σεν Ρεμί. Εκεί, μελετούσε έργα του Μιλέ και τα μετέφερε στον καμβά με τα δικά του χρώματα και ύφος. Έκανε 21 «κατά Μιλέ» έργα. Εξήγησε σχετικά στον Τεό: «Όπως κάποιος ερμηνεύει έναν Μπετόβεν προσθέτοντας το προσωπικό του στοιχείο, έτσι και εγώ εμπνέομαι από τους Μιλέ και Ντελακρουά, κρατώντας το πνεύμα, όχι απλώς την εικόνα». Ο Τεό ενθουσιάστηκε με τα έργα αυτά και του έγραψε ότι ήταν από τα καλύτερα που είχε δει ποτέ από εκείνον.


Ο «Σπορέας» ήταν ο αγαπημένος πίνακας του Βαν Γκογκ. Ο μελετητής του Βαν Γκογκ Μάρτιν Μπέιλι υπογραμμίζει πως, παρότι ο Βίνσεντ δεν είδε ποτέ τον αυθεντικό πίνακα του Μιλέ, είχε ένα αντίγραφο και το αντέγραψε. Αργότερα, το ενσωμάτωσε σε δικά του έργα, ζωγραφίζοντας έναν αγρότη να σπέρνει, με ένα σμήνος πουλιά να τον ακολουθεί και έναν ήλιο να δύει στο βάθος. Σε άλλη επιστολή του στον Τεό, το 1884, γράφει: «Για μένα, ο Μιλέ είναι αυτός ο ουσιαστικός σύγχρονος ζωγράφος που άνοιξε τον ορίζοντα σε πολλούς».
Ο ζωγράφος που σφράγισε μια ήσυχη επανάσταση στη ζωγραφική
Η έκθεση Millet: Life on the Land, που φιλοξενείται στην Εθνική Πινακοθήκη του Λονδίνου και είναι αφιερωμένη στο έργο του Γάλλου ζωγράφου, έρχεται να συμπέσει με την επέτειο των 150 χρόνων από τον θάνατό του το 1875.
Τα έργα του ήταν γνωστά στο Ηνωμένο Βασίλειο και άρχισαν να συλλέγονται με ενθουσιασμό από μια ομάδα Βρετανών συλλεκτών, με αποτέλεσμα σημαντικός αριθμός τους να βρίσκεται σε δημόσιες συλλογές της χώρας.
Η έκθεση παρουσιάζει περίπου 13 πίνακες και σχέδια προερχόμενα από δημόσιες βρετανικές συλλογές. Περιλαμβάνει επίσης τον πίνακα «Ο Λιχνιστής», που ανήκει στην Εθνική Πινακοθήκη, και τον «Άγγελο», από το Μουσείο Ορσέ στο Παρίσι.

Η έκθεση καλύπτει τα τελευταία χρόνια του Μιλέ στο Παρίσι μέχρι τις εικόνες του με τους εργάτες της γης κατά τη δεκαετία του 1850, μετά τη μετακόμισή του στο χωριό Μπαρμπιζόν, νοτιοανατολικά του Παρισιού, το 1849, όταν έγινε ένας από τους σημαντικότερους ζωγράφους που συνδέθηκαν με τη Σχολή Μπαρμπιζόν τον 19ο αιώνα.
Στο Μπαρμπιζόν έφτασε πρώτος ο Καμίλ Κορό το 1827 θέλοντας να ξεφύγει από τις απάνθρωπες συνέπειες του σύγχρονου πολιτισμού και να εμπνευστεί από τη βουκολική φύση, και αυτή η μετακίνηση από το κέντρο της γαλλικής πρωτεύουσας άνοιξε τον δρόμο και σε άλλους ζωγράφους να φτάσουν εκεί. Μια ολόκληρη γενιά καλλιτεχνών αποφάσισε να ζωγραφίσει «στη φύση», αφήνοντας τα στούντιό της για να δουλέψει in situ, κάνοντας τη φύση θέμα των έργων της. Στην άκρη του δάσους του Φοντενεμπλό, το μικρό γαλλικό χωριό έγινε το επίκεντρο μιας ήσυχης επανάστασης στη ζωγραφική τοπίου, που θα είχε καθοριστική επιρροή στους ιμπρεσιονιστές και τους διαδόχους τους. Οι πίνακες ζωγραφικής με τοπία ήταν της μόδας αλλά μια άμεση μελέτη της φύσης ήταν αδιανόητη. Το «Παρισινό Σαλόνι», όπου μπορούσαν να εκθέσουν τα έργα τους για να έχουν πωλήσεις, τους αποδοκίμαζε σταθερά, ωστόσο βρήκαν υποστήριξη στο πρόσωπο του Μποντλέρ, που περιέγραψε το Σαλόνι σαν ένα μέρος «όπου οι περιποιήσεις και οι υπερβολές της αστικής βλακείας παρελαύνουν κάθε χρόνο όπως στις ταράτσες του Tuileries».
Ο Μιλέ ήταν το στήριγμα του μικρού χωριού μέχρι το τέλος της ζωής του. Γιος αφοσιωμένων καθολικών αγροτών της Νορμανδίας, ο Μιλέ διέκρινε στο Μπαρμπιζόν ένα μέρος όπου μπορούσε να μεταφέρει την πνευματική σχέση μεταξύ ανθρώπου και φύσης. Στους πίνακές του, εξυμνεί τους σπορείς, τις γαλατούδες και τους εργάτες της φάρμας, υποστηρίζοντας ότι η ομορφιά του τοπίου δεν μπορεί να ιδωθεί απομονωμένα από αυτούς που δούλευαν τη γη. Η Σχολή Μπαρμπιζόν έπαιξε σημαντικό ρόλο στο να υπενθυμίζει στην κοινωνία ότι η πιο ταπεινή ζωή ήταν δυνατή για όσους ήταν έτοιμοι να αφοσιωθούν σε αυτήν. Όπως έγραψε ο Μιλέ, «η φύση παραδίδεται σε αυτούς που ποθούν να την εξερευνήσουν, αλλά απαιτεί την αποκλειστική τους αγάπη».

Ο πίνακας «Ο Λιχνιστής», που παρουσιάζεται στην έκθεση, αποκτήθηκε από την Εθνική Πινακοθήκη το 1978 και είναι ένας από τους πρώτους πίνακές του που εστιάζει στο θέμα της αγροτικής εργασίας. Εκτέθηκε στο Σαλόνι του 1848 και έτυχε θερμής υποδοχής. Ωστόσο, μεταγενέστερα έργα που εκτέθηκαν στο Παρισινό Σαλόνι προκάλεσαν ακραίες αντιδράσεις. Ενώ οι πολιτικές πεποιθήσεις του Μιλέ είναι ασαφείς, πολλοί κριτικοί οικειοποιήθηκαν το έργο του για να εξυπηρετήσουν τη δική τους προοδευτική ατζέντα, ενώ άλλοι τον χαρακτήρισαν ανατρεπτικό. Ωστόσο, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι έτρεφε συμπάθεια για τους εργάτες που έβλεπε γύρω του, ενώ το 1851 έγραψε για την «ανθρώπινη πλευρά» που τον είχε αγγίξει περισσότερο.
Στον «Άγγελο», ένας άνδρας και μια γυναίκα απαγγέλλουν τον Άγγελο, μια προσευχή που τιμά τον ευαγγελισμό της Μαρίας που έγινε από τον αρχάγγελο Γαβριήλ και σηματοδοτεί συνήθως το τέλος της εργάσιμης ημέρας. Οι δύο ήσυχες φιγούρες που σκιαγραφούνται με φόντο γης και ουρανού, η βαθιά αίσθηση διαλογισμού που υπογραμμίζεται από μια ομορφιά φωτός, έχουν μετατρέψει το έργο αυτό σε ένα παγκοσμίως διάσημο σύμβολο του 20ού αιώνα. Όπως σημειώνει η Sarah Herring, επιμελήτρια της Εθνικής Πινακοθήκης, «ο Μιλέ προίκισε τους αγρότες, τους εργάτες της γης με αξιοπρέπεια και ευγένεια, απεικονίζοντάς τους σε σχέδια και πίνακες με ενσυναίσθηση και συμπόνια».
Εκπρόσωπος του γαλλικού ρεαλισμού, ο Μιλέ κατόρθωσε μέσω των έργων του να ξεχωρίσει προσδίδοντας στην τέχνη –στην ιστορία της οποίας συνέβαλε αποφασιστικά– τα δικά του προσωπικά χαρακτηριστικά, ιδιαίτερα θέτοντας στο επίκεντρο του έργου του απεικονίσεις του εργαζόμενου λαού και των φτωχότερων της κοινωνίας στη Γαλλία του 19ου αιώνα.
Ο Μιλέ ήταν γιος αγροτών στο χωριό Γκρουσί, στο Γκρεβίλ-Χαγκ της Νορμανδίας. Οι ιερείς του χωριού του τον καθοδήγησαν και έτσι έμαθε λατινικά, ενώ μελέτησε και τους σύγχρονους συγγραφείς. Βοηθούσε τον πατέρα του σε αγροτικές εργασίες και εξοικειώθηκε με όλες τις φάσεις της αγροτικής ζωής: έμαθε να να αλωνίζει, να λιχνίζει, να απλώνει κοπριά, να οργώνει, να σπέρνει, μοτίβα που συναντάμε αργότερα στην τέχνη του. Ο πατέρας του το 1833 τον έστειλε στο Χερβούργο για να σπουδάσει πλάι σε έναν προσωπογράφο, ενώ με το επίδομα που τους παρείχαν κάποιοι ζωγράφοι που είχαν διακρίνει το ταλέντο του μετακόμισε στο το 1837 Παρίσι, όπου σπούδασε στην École des beaux-arts με τον Πολ Ντελαρός.


Ένας πίνακάς του έγινε δεκτός στο Παρισινό Σαλόνι του 1840 και εκείνος επέστρεψε στο Χερβούργο για να ξεκινήσει καριέρα ως προσωπογράφος. Παντρεύτηκε, αλλά η πρώτη γυναίκα του πέθανε από φυματίωση στο Παρίσι και ο Μιλέ επέστρεψε ξανά στο Χερβούργο. Παντρεύτηκε δεύτερη φορά στη Χάβρη την Κατρίν Λεμέρ, με την οποία απέκτησαν εννέα παιδιά. Στη Χάβρη ζωγράφισε πορτρέτα και μικρές προσωπογραφίες.
Επέστρεψε στο Παρίσι στα μέσα της δεκαετίας του 1840 και συνδέθηκε με τον Τεοντόρ Ρουσό και τη Σχολή Μπαρμπιζόν.
Ήδη η γαλλική κυβέρνηση είχε αγοράσει τον «Λιχνιστή» και του είχε παραγγείλει και το έργο «Θεριστές». Την ίδια χρονιά, το 1849 εξέθεσε το έργο «Βοσκοπούλα που κάθεται στην άκρη του δάσους», μια πολύ μικρή ελαιογραφία που σηματοδότησε μια στροφή από τα προηγούμενα εξιδανικευμένα ποιμενικά θέματα, υπέρ μιας πιο ρεαλιστικής και προσωπικής προσέγγισης. Ήταν ο πιο φιλόδοξος πίνακάς του, που παρουσιάστηκε στο Σαλόνι του 1848, αλλά περιφρονήθηκε από τους κριτικούς τέχνης και το κοινό. Ο πίνακας τελικά εξαφανίστηκε λίγο αργότερα, και πολλοί πίστεψαν ότι ο Μιλέ τον είχε καταστρέψει.
Το 1984, επιστήμονες στο Μουσείο Καλών Τεχνών στη Βοστόνη εξέτασαν με ακτίνες Χ τον πίνακα του 1870 «Η Βοσκοπούλα» αναζητώντας μικρές αλλαγές και ανακάλυψαν ότι ήταν ζωγραφισμένος πάνω από την «Αιχμαλωσία». Πλέον θεωρείται δεδομένο ότι ο Μιλέ επαναχρησιμοποίησε τον καμβά όταν τα υλικά ήταν σε έλλειψη κατά τη διάρκεια του Γαλλοπρωσικού πολέμου.
Το 1849 εγκαταστάθηκε με την οικογένειά του στο Μπαρμπιζόν. Ένα χρόνο αργότερα εξέθεσε στο Σαλόνι τον «Σπορέα», το πρώτο του μεγάλο αριστούργημα και το πρώτο από το εμβληματικό τρίο έργων του που περιλάμβανε τις «Σταχομαζώχτρες» και τον «Άγγελο».
Για τρία χρόνια δούλευε τον πίνακα «Θεριστές που Αναπαύονται», τον οποίο θεωρούσε τον σημαντικότερό του και με τον οποίο ήθελε να ανταγωνιστεί τους «ήρωές» του Μιχαήλ Άγγελο και Πουσέν. Ήταν ο πίνακας που σηματοδοτούσε τη μετάβασή του από την απεικόνιση συμβολικών εικόνων της αγροτικής ζωής σε αυτήν των σύγχρονων κοινωνικών συνθηκών και αυτός που του χάρισε επίσημη αναγνώριση.
Στα μέσα της δεκαετίας του 1850, ο Μιλέ δημιούργησε έναν μικρό αριθμό χαρακτικών με αγροτικά θέματα, όπως «Άντρας με καρότσι» και «Γυναίκα που γνέθει μαλλί».
Ενώ ο Μιλέ περπατούσε στα χωράφια γύρω από το Μπαρμπιζόν, ασχολήθηκε με ένα θέμα για επτά χρόνια, τη σταχυολόγηση, το αιώνιο δικαίωμα των φτωχών γυναικών και παιδιών να παίρνουν τα απομεινάρια των σιτηρών που υπήρχαν στα χωράφια μετά τη συγκομιδή. Βρήκε το θέμα αιώνιο, συνδεδεμένο με ιστορίες από την Παλαιά Διαθήκη. Το 1857, υπέβαλε τον πίνακα «Σταχομαζώχτρες» στο Σαλόνι, σε ένα καθόλου ενθουσιώδες –ακόμη και εχθρικό– κοινό. Αργότερα ο Μιλέ έκανε τον «Άγγελο», μια παραγγελία από έναν Αμερικανό συλλέκτη έργων τέχνης με έδρα τη Βοστόνη. Ο Μιλέ άλλαξε τον αρχικό τίτλο του έργου, «Προσευχή για τη Σοδειά της Πατάτας», σε «Άγγελος», όταν ο αγοραστής δεν κατάφερε να το πάρει στην κατοχή του το 1859. Ο πίνακας εκτέθηκε πρώτη φορά στο κοινό το 1865 και άλλαξε χέρια αρκετές φορές, ενώ μετά τον θάνατο του Μιλέ, μία δεκαετία αργότερα, ακολούθησε πόλεμος προσφορών μεταξύ των ΗΠΑ και της Γαλλίας, που έληξε μερικά χρόνια αργότερα με το ποσό 800.000 χρυσών φράγκων. Αυτό το περιστατικό των μεταπωλήσεων, με τη διαφορά μεταξύ της φαινομενικής αξίας του πίνακα και της ισχνής περιουσίας της οικογένειας του Μιλέ, έδωσε μια σημαντική ώθηση στη θέσπιση του droit de suite, που προοριζόταν να αποζημιώνει τους καλλιτέχνες ή τους κληρονόμους τους όταν τα έργα μεταπωλούνταν.
Ο Μιλέ δούλεψε τη δεκαετία του 1860 για χορηγούς ελαιογραφίες και παστέλ, με τη φήμη και την επιτυχία του να αυξάνονται σταθερά. Το 1870, εξελέγη στην κριτική επιτροπή του Παρισινού Σαλονιού. Για να αποφύγουν τον Γαλλοπρωσικό πόλεμο μετακόμισαν οικογενειακώς στο Γκρεβίλ, και δεν επέστρεψαν στο Μπαρμπιζόν μέχρι τα τέλη του 1871. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του υπέφερε από ρευματοειδείς πυρετούς με κρίσεις παραληρήματος και πλήρους εξάντλησης. Στις 20 Ιανουαρίου 1875 άφησε την τελευταία του πνοή.
National Gallery, Λονδίνο
Μέχρι τις 19 Οκτωβρίου 2025