Από τις 17 Οκτωβρίου 2025 έως τις 2 Μαρτίου 2026, το Fondation Louis Vuitton θα παρουσιάσει μια σημαντική αναδρομική έκθεση έργων του Gerhard Richter, ενός από τους πιο επιδραστικούς σύγχρονους καλλιτέχνες, ο οποίος γεννήθηκε στη Δρέσδη το 1932. Το 1961 εγκατέλειψε την Ανατολική Γερμανία για το Ντίσελντορφ και αργότερα εγκαταστάθηκε στην Κολωνία, όπου ζει και εργάζεται μέχρι σήμερα.
Με επιμελητές τους Dieter Schwarz και Nicholas Serota, συνεχίζοντας την παράδοση σημαντικών μονογραφικών εκθέσεων αφιερωμένων σε κορυφαίες προσωπικότητες της τέχνης του 20ού και του 21ου αιώνα −όπως ο Jean-Michel Basquiat, η Joan Mitchell, ο Mark Rothko και ο David Hockney−, το ίδρυμα θα αφιερώσει όλους τους εκθεσιακούς του χώρους στον Gerhard Richter, έναν καλλιτέχνη που θεωρείται διεθνώς ως ένας από τους σπουδαιότερους της γενιάς του.
Ο Richter συμμετείχε στην εναρκτήρια έκθεση του Fondation Louis Vuitton το 2014, με έργα από τη συλλογή του ιδρύματος που τον τιμά τώρα με μια εξαιρετική αναδρομική έκθεση −πρωτοφανή σε κλίμακα και χρονικό εύρος−, η οποία περιλαμβάνει 270 έργα που δημιουργήθηκαν από το 1962 έως το 2024. Πρόκειται για ελαιογραφίες, γλυπτά από γυαλί και χάλυβα, σχέδια με μολύβι και μελάνι, υδατογραφίες και φωτογραφίες. Για πρώτη φορά, μια έκθεση προσφέρει μια ολιστική εικόνα της εξηκονταετούς δημιουργίας του 93χρονου σήμερα Richter, ενός καλλιτέχνη που εξακολουθεί να θεωρεί ότι η μεγαλύτερη χαρά είναι να δουλεύει στο στούντιό του.
Ο Richter γοητευόταν πάντα τόσο από τη θεματολογία όσο και από τη «γλώσσα» της ζωγραφικής, την οποία θεωρεί ένα είδος πειραματισμού και της οποίας τα όρια διευρύνει διαρκώς, αποφεύγοντας την εύκολη κατηγοριοποίηση.

Ο Richter γοητευόταν πάντα τόσο από τη θεματολογία όσο και από τη «γλώσσα» της ζωγραφικής, την οποία θεωρεί ένα είδος πειραματισμού και της οποίας τα όρια διευρύνει διαρκώς, αποφεύγοντας την εύκολη κατηγοριοποίηση. Οι σπουδές του στην Ακαδημία Καλών Τεχνών της Δρέσδης τον έφεραν σε επαφή με παραδοσιακά είδη ζωγραφικής, όπως η νεκρή φύση, η προσωπογραφία, τα τοπία και η ιστορική ζωγραφική. Η επιθυμία του να επανερμηνεύσει αυτά τα είδη μέσα από σύγχρονη ματιά βρίσκεται στο επίκεντρο της έκθεσης. Ανεξαρτήτως θέματος, ποτέ δεν ζωγραφίζει απευθείας από τη φύση ή το αντικείμενο: κάθε εικόνα περνάει μέσα από κάποιο ενδιάμεσο μέσο −φωτογραφία ή σχέδιο− για να καταλήξει σε ένα νέο, αυτόνομο έργο. Στην πορεία του, έχει εξερευνήσει ένα εντυπωσιακό φάσμα τεχνικών και ειδών, εφαρμόζοντας το χρώμα με πινέλο, σπάτουλα ή σφουγγαράκι.


Η έκθεση παρουσιάζει πολλά από τα σημαντικότερα έργα του Richter έως το 2017, όταν αποφάσισε να σταματήσει να ζωγραφίζει, συνεχίζοντας ωστόσο να σχεδιάζει. Η παρουσίαση οργανώνεται χρονολογικά ανά δεκαετία, σκιαγραφώντας την εξέλιξη ενός μοναδικού εικαστικού οράματος. Η έκθεση ξεκινά με ζωγραφική από φωτογραφίες. Από το 1962 έως το 1970 τα θέματά του είναι σύνθετα: από τη μία, φαινομενικά ασήμαντες εικόνες από εφημερίδες· από την άλλη, οικογενειακές φωτογραφίες που παραπέμπουν στο παρελθόν του, όπως «Ο θείος Ρούντι», «Η θεία Μαριάννα», καθώς και σκοτεινές αναφορές στη γερμανική ιστορία. Από τα μέσα της δεκαετίας του ’60, αμφισβητεί τις ψευδαισθητικές συμβάσεις της ζωγραφικής με έργα όπως τα «Four Panes of Glass» και τα πρώτα «Χρωματικά Διαγράμματα». Μέσα από τις «Αστικές Τοπιογραφίες» δοκιμάζει μια ψευδο-εξπρεσιονιστική υφή, ενώ στα «Τοπία» και τα «Θαλασσινά Τοπία», επανεξετάζει κλασικά είδη μέσω της φωτογραφίας. Στην έκθεση ακολουθεί η παρουσίαση 48 πορτρέτων που έκανε για την Μπιενάλε της Βενετίας του 1972, ένα σώμα εργασίας που σηματοδοτεί μια νέα φάση στη ζωγραφική του, καθώς πειραματίζεται με το χαρακτηριστικό «θόλωμα» (Vermalung) και την απόρριψη της αναπαράστασης, στα «Γκρίζα Έργα». Για μια δεκαετία, από το 1976, εξερευνά την αφαίρεση και θεμελιώνει τη μοναδική του προσέγγιση στην αφηρημένη ζωγραφική, μεγεθύνοντας υδατογραφίες, εξετάζοντας την επιφάνεια του πίνακα και κάνοντας το ίδιο το πινέλο αντικείμενο του έργου. Παράλληλα, δημιουργεί πορτρέτα της κόρης του, Betty, και συνεχίζει να εξερευνά παραδοσιακά θέματα όπως το τοπίο και η νεκρή φύση. Το 1987 ζωγραφίζει τη σειρά «18 Οκτωβρίου 1977» − μοναδικό έργο του που αναφέρεται ρητά στη σύγχρονη γερμανική ιστορία, παράλληλα με αφηρημένα έργα, ενώ επανέρχεται στο θέμα της οικογένειας με τη σειρά «Sabine mit Kind».

Στα τέλη της δεκαετίας του ’90, ο Richter μπαίνει σε εξαιρετικά παραγωγική περίοδο: μικρά έργα, η μινιμαλιστική σειρά «Silikat», πειράματα με το τυχαίο που κορυφώνονται στο «4.900 χρώματα», καθώς και οι στοχαστικοί πίνακες «Cage», αφιερωμένοι στον συνθέτη John Cage. Το 2009 εγκαταλείπει προσωρινά τη ζωγραφική για να πειραματιστεί με γυάλινες κατασκευές και ψηφιακά έργα, όπως τα «Strip Paintings». Επιστρέφει με τη σειρά «Birkenau», εμπνευσμένη από τέσσερις φωτογραφίες από στρατόπεδο εξόντωσης. Η έκθεση καταλήγει στα τελευταία του αριστουργηματικά αφηρημένα έργα.
Το 2017 ο Gerhard Richter αποφασίζει να σταματήσει τη ζωγραφική. Θεωρείται ομόφωνα ως ένας από τους σημαντικότερους εν ζωή καλλιτέχνες, ενώ τα έργα του βρίσκονται σε μεγάλες συλλογές και εκθέσεις σε όλο τον κόσμο.





