Από τις 8 Οκτωβρίου 2025, το Bourse de Commerce στο Παρίσι φιλοξενεί μια μεγάλη έκθεση αφιερωμένη στην τέχνη του μινιμαλισμού. Παρουσιάζοντας μια εξαιρετική σειρά έργων από τη Συλλογή Pinault σε διάλογο με έργα από άλλες έγκριτες συλλογές, η έκθεση «Minimal» ιχνηλατεί την ποικιλομορφία αυτού του κινήματος από τη δεκαετία του 1960, όταν μια ολόκληρη γενιά καλλιτεχνών (Dan Flavin, Robert Ryman, On Kawara, Agnès Martin, François Morellet κ.ά.) στράφηκε σε μια ριζοσπαστική προσέγγιση της τέχνης. Μέσα από σαράντα διεθνείς καλλιτέχνες και περισσότερα από εκατό έργα, η έκθεση διερευνά τη διεθνή εξέλιξη του κινήματος του μινιμαλισμού, το οποίο επαναπροσδιόρισε ριζικά την έννοια του καλλιτεχνικού έργου.
Με τον όρο «Minimal» (ή μινιμαλισμός στα ελληνικά) αναφερόμαστε σε ένα καλλιτεχνικό και πολιτιστικό ρεύμα που εμφανίστηκε κυρίως στις Ηνωμένες Πολιτείες τη δεκαετία του 1960 και διαδόθηκε σε όλο τον κόσμο. Είναι κάτι περισσότερο από ένα απλό στυλ – αποτελεί μια ριζοσπαστική επανεξέταση του τι είναι τέχνη, του πώς παρουσιάζεται και πώς γίνεται αντιληπτή από τον θεατή. Τα χαρακτηριστικά της νέας αυτής μορφής τέχνης ήταν η αφαίρεση, τα λιτά υλικά, οι γεωμετρικές μορφές και η απουσία διακοσμητικών στοιχείων, η επανάληψη και η δομή που βασιζόταν σε κανόνες όπως η συμμετρία ή η επαναλαμβανόμενη μονάδα, η απουσία του προσωπικού ύφους ή της χειρονομίας του καλλιτέχνη, η εστίαση στον θεατή και στην εμπειρία του στον χώρο και η έμφαση στο ίδιο το υλικό του έργου. Ο όρος «Minimal Art» χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά τη δεκαετία του 1960 από κριτικούς τέχνης για να περιγράψει αυτήν τη νέα, συγκεκριμένη και αυστηρή αισθητική.
Παρόλο που ο μινιμαλισμός επιχειρεί να αποκαλύψει την ουσία χωρίς περιττά στοιχεία και παρόλο που επηρέασε βαθιά τη σύγχρονη τέχνη και τον τρόπο που εκθέτουμε και αντιλαμβανόμαστε τα έργα τέχνης, κατηγορήθηκε ως ψυχρός, απρόσωπος και ελιτίστικος.
Με ρίζες στην αφαίρεση και ειδικά στη γεωμετρική αφαίρεση, που είχε αναπτυχθεί στις αρχές του 20ού αιώνα και τη συναντάμε στη ρωσική πρωτοπορία, στο Μπαουχάους και στον κονστρουκτιβισμό, σε έργα του Mondrian ή του Malevich, εμφανίστηκε «απέναντι» στον αφηρημένο εξπρεσιονισμό της σχολής της Νέας Υόρκης, που βασιζόταν στο έντονο συναίσθημα και τη χειρονομία. Οι μινιμαλιστές απέρριψαν αυτή την «υποκειμενικότητα» και πρότειναν μια αντικειμενική, καθαρή και «απρόσωπη» τέχνη. Βασικοί εκπρόσωποι του κινήματος ήταν οι Donald Judd, Agnes Martin, Dan Flavin και Sol LeWitt στις εικαστικές τέχνες, οι Tadao Ando και John Pawson στην αρχιτεκτονική, ο Steve Reich και ο Philip Glass στη μουσική∙ ο μινιμαλισμός εμφανίστηκε ως τάση ακόμα και στη μόδα, με το «Less is more».


Παρόλο που ο μινιμαλισμός επιχειρεί να αποκαλύψει την ουσία χωρίς περιττά στοιχεία και παρόλο που επηρέασε βαθιά τη σύγχρονη τέχνη και τον τρόπο που εκθέτουμε και αντιλαμβανόμαστε τα έργα τέχνης, κατηγορήθηκε ως ψυχρός, απρόσωπος και ελιτίστικος. Όμως, παρά τις αντιδράσεις, αποτελεί σταθμό στην ιστορία της τέχνης του 20ού αιώνα.
Μια έκθεση-επανεξέταση της σχέσης του έργου με τον θεατή
Από τη στιγμή που αναδύθηκε ως κίνημα ο μινιμαλισμός επιδίωξε να απευθυνθεί άμεσα στον θεατή, μέσω της παρουσίασης καθολικών υλικών και μορφών, χωρίς να καταφεύγει στη μίμηση, στο σύμβολο ή στην αφήγηση. Οι καλλιτέχνες χρησιμοποιούν φυσικά ή τεχνητά υλικά –συχνά τα πιο απλά και άμεσα διαθέσιμα– για να δημιουργήσουν καταστάσεις στις οποίες το σώμα του επισκέπτη συμμετέχει άμεσα, εστιάζοντας ταυτόχρονα και στον ίδιο τον χώρο της έκθεσης. Το έργο δεν εντοπίζεται πλέον στο περιεχόμενό του, αλλά στην πραγματική εμπειρία που προσφέρει.
Μέσα από επτά θεματικές ενότητες –«Φως», «Mono-ha», «Ισορροπία», «Επιφάνεια», «Κανόνας (Grid)», «Μονόχρωμο», «Υλισμός» –, η έκθεση «Minimal» αποτυπώνει τις διαφορετικές πτυχές αυτού του κινήματος, εξερευνώντας τις διαστάσεις που πήρε στη Βόρεια και τη Νότια Αμερική, την Ασία, τη Μέση Ανατολή και την Ευρώπη, παρουσιάζοντας ένα εξαιρετικό σύνολο έργων από τη Συλλογή Pinault, καθώς και δάνεια από ιδιωτικές και δημόσιες συλλογές.

Η συλλογή έργων μινιμαλιστών του François Pinault είναι μια από τις σημαντικότερες στον κόσμο. «Για πρώτη φορά αποκαλύπτω την πιο προσωπική πτυχή της συλλογής μου. Είναι η πνοή που με συνοδεύει και με εμπνέει εδώ και πάνω από πενήντα χρόνια», λέει ο ίδιος.
Τα επιλεγμένα έργα δεν περιορίζονται σε μια συγκεκριμένη χρονική περίοδο, αλλά οι καλλιτέχνες που εκπροσωπούνται ήταν ενεργοί κυρίως από τα μέσα της δεκαετίας του 1960 έως τις αρχές του 1980, μια εποχή κατά την οποία αναθεωρήθηκε ριζικά η έννοια του καλλιτεχνικού αντικειμένου, τόσο ως προς την αισθητική του όσο και ως προς τη σχέση του με τον θεατή. Είτε στην Ασία, είτε στην Ευρώπη, είτε στην Αμερική, οι καλλιτέχνες επανεξέτασαν τη θέση των γλυπτών και των επιτοίχιων έργων, τα οποία δεν παρουσιάζονται πια απομακρυσμένα από το κοινό, πάνω σε βάθρα ή κρεμασμένα σε τοίχους, αλλά ενσωματώνονται στο περιβάλλον, στον ίδιο τον χώρο με τον θεατή, με τον οποίο αποκτούν άμεση σχέση.
Σε πολλές περιοχές του κόσμου, αυτή η νέα κατανόηση της τρισδιάστατης μορφής και της σχέσης της με την αντίληψη οδήγησε σε έναν διάλογο με την περφόρμανς: είτε μέσα από τη διαδικασία κατασκευής του έργου, είτε μέσω συνεργασιών με χορογράφους, είτε με την άμεση αλληλεπίδραση με το κοινό.


Την ίδια περίοδο αυξάνεται και η χρήση των νέων μέσων –της φωτογραφίας, του κινηματογράφου, του βίντεο–, που ενίσχυσαν τη σχέση του έργου τέχνης με τον πραγματικό χρόνο, παραπέμποντας σε έναν θεατρικού τύπου διάλογο μεταξύ υποκειμένου και αντικειμένου.
Τα έργα της έκθεσης έχουν οργανωθεί ανάλογα με τη φόρμα, τα υλικά και τις διαδικασίες τους: φως, πλέγμα, υλικό, επιφάνεια, μονοχρωμία, ισορροπία. Πολλοί καλλιτέχνες επανεμφανίζονται σε διαφορετικές θεματικές, πράγμα που υπογραμμίζει τη ρευστότητα των ενοτήτων και την ποικιλία των πεδίων που εξερεύνησαν μέσα από τα έργα τους.
Σε τιμητική θέση βρίσκεται το κίνημα «Mono-ha» (η Συλλογή Pinault διαθέτει ένα από τα μεγαλύτερα σύνολα έργων του κινήματος εκτός Ιαπωνίας) και οι καλλιτέχνες που το εκπροσωπούν –Lee Ufan, Kishio Suga, Koji Enokura, Susumu Koshimizu, Nobuo Sekine και Jiro Takamatsu –, οι ριζοσπαστικές προτάσεις των οποίων υπήρξαν σημαντικές στην ιστορία της τέχνης.
Iannis Xenakis και Chryssa

Στην ενότητα «Υλισμός», δίπλα στα έργα των Hans Haacke, Maren Hassinger, Walter de Maria, Dorothea Rockburne, Nobuo Sekine, Michelle Stuart, Kishio Suga και Jackie Wins, συναντάμε το έργο του Iannis Xenakis «Concret PH» (1958).
Το «Concret PH» δημιουργήθηκε αρχικά για το μοντερνιστικό Philips Pavilion (περίπτερο) της Παγκόσμιας Έκθεσης των Βρυξελλών του 1958 (Expo 58). Η Philips ανέθεσε το περίπτερο στο γραφείο του Le Corbusier, για να στεγάσει ένα πολυμεσικό θέαμα που τιμούσε τη μεταπολεμική τεχνολογική πρόοδο. Επειδή ο Le Corbusier ήταν απασχολημένος με τον σχεδιασμό της πόλης Chandigarh, μεγάλο μέρος της διαχείρισης του έργου ανατέθηκε στον Xenakis, ο οποίος ήταν πειραματικός συνθέτης και επηρεάστηκε στον σχεδιασμό από τη σύνθεσή του «Metastaseis». To «Concret PH» ακουγόταν όταν το κοινό έμπαινε και έβγαινε από το κτίριο, ενώ μέσα στο περίπτερο ακουγόταν το «Poème électronique» του Edgard Varèse. Το κομμάτι έχει διάρκεια περίπου 2,5 λεπτά και εστιάζει κυρίως στην ηχητική πυκνότητα. Στο Philips Pavilion, το έργο ακουγόταν από 425 ηχεία, μέσω ενός ηχητικού συστήματος 11 καναλιών.
Ο Xenakis περιέγραψε το αποτέλεσμα ως «γραμμές ήχου που κινούνται σε σύνθετες διαδρομές από σημείο σε σημείο στον χώρο, σαν βελόνες που πετάγονται από παντού». Η μόνη ηχητική πηγή του έργου είναι κάρβουνα που καίνε και ο Xenakis συνθέτει ένα συνεχές ηχητικό τοπίο. Οι βασικές τεχνικές επεξεργασίας ήταν κοπή και επικόλληση μαγνητοταινίας, αλλαγή ταχύτητας αναπαραγωγής και μείξη. Το έργο δεν βασίστηκε στα μαθηματικά, αλλά δημιουργήθηκε διαισθητικά. O Xenakis γράφει ακόμα για το έργο ότι «ξεκινάς με έναν ήχο που αποτελείται από πολλά μικροσκοπικά “σωματίδια” και μετά βλέπεις πώς μπορείς να τον μεταμορφώσεις ανεπαίσθητα, να τον κάνεις να αναπτυχθεί και να εξελιχθεί, μέχρι να προκύψει ένας εντελώς καινούργιος ήχος... Αυτό πήγαινε κόντρα στον συνηθισμένο τρόπο με τον οποίο δουλεύονταν οι ήχοι στη musique concrète… Αναζητώ εξαιρετικά πλούσιο ήχο (πολλές υψηλές αρμονίες) που έχουν μεγάλη διάρκεια, αλλά με μεγάλη εσωτερική αλλαγή και ποικιλία. Επίσης, εξερευνώ το βασίλειο των εξαιρετικά αμυδρών ήχων με υψηλή ενίσχυση. Συνήθως δεν υπάρχει ηλεκτρονική αλλοίωση του αρχικού ήχου, καθώς μια λειτουργία όπως το φιλτράρισμα μείωσε τον πλούτο».

Στην ενότητα «Φως», δίπλα στα έργα των Mary Corse, Dan Flavin, Nancy Holt, Robert Irwin, François Morellet και Keith Sonnier, βρίσκουμε το εμβληματικό έργο της Chryssa «The Gates of Times Square» (1965), δάνειο από τη συλλογή της Ειρήνης Παναγοπούλου.
Τις δεκαετίες του 1960 και του 1970, οι καλλιτέχνες άρχισαν να χρησιμοποιούν το ηλεκτρικό φως –λαμπτήρες φθορισμού, φώτα νέον, προβαλλόμενο φως, φυσικό φως και μαύρο φως– ως καλλιτεχνικό μέσο, μια κίνηση που θεωρήθηκε ριζοσπαστική. Η χρήση του ήταν εμπνευσμένη από την υπερβολική χρήση του νέον στις διαφημιστικές πινακίδες στο ολοένα πιο εμπορευματοποιημένο αστικό τοπίο, από την αισθητική των βιομηχανικών υλικών, από την άυλη φύση του φωτός και τη δυνατότητά του να ενσωματώνει τον θεατή και το αρχιτεκτονικό περιβάλλον στην εμπειρία του έργου. Έτσι, το φως έγινε κεντρικό μοτίβο στα έργα αυτής της περιόδου.
Όταν η ελληνικής καταγωγής Χρύσα Βαρδέα έφτασε για πρώτη φορά στη Νέα Υόρκη το 1954, εντυπωσιάστηκε αμέσως από την οπτική δυναμική του αστικού περιβάλλοντος. Η Times Square, ένα θρυλικό τοπόσημο της Νέας Υόρκης γεμάτο συναρπαστικές πινακίδες, καλλιγραφικές επιγραφές και φώτα που αναβοσβήνουν, της φάνηκε απόλυτα όμορφη και ποιητική, καθώς έγινε αιτία να ανακαλέσει αναμνήσεις από την ελληνική της κληρονομιά: «Στην Times Square, ο ουρανός είναι σαν το χρυσό των βυζαντινών ψηφιδωτών ή εικόνων», σημείωσε. Η διάσημη φωτισμένη διασταύρωση χρησίμευσε ως βασική πηγή έμπνευσης για την πρωτοποριακή υιοθέτηση βιομηχανικών διαδικασιών και την ανακάλυψη εμπορικών υλικών, με πιο αναγνωρίσιμο το νέον. Η Chryssa ήταν στην πρώτη γραμμή της υιοθέτησης νέων τεχνολογιών και τρόπων σκέψης για τη διασταύρωση της τέχνης με την καθημερινή ζωή στις Ηνωμένες Πολιτείες μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ενσωματώνοντας τα σύγχρονα αμερικανικά εμπορικά σύμβολα και αξιοποιώντας την ευρωπαϊκή της αισθητική, η Chryssa, η πρώτη καλλιτέχνιδα που εργάστηκε στην Αμερική χρησιμοποιώντας εκπεμπόμενο ηλεκτρικό φως, δημιούργησε γλυπτά από νέον με μεγαλοπρεπείς μορφές και δονούμενα μοτίβα που μοιάζουν με γράμματα. Σημαντική ανάμεσα σε μια επιδραστική ομάδα καλλιτεχνών που εισήγαγαν βιομηχανικές μεθόδους και ηλεκτρικό φως στις εικαστικές τέχνες (συμπεριλαμβανομένων των Stephen Antonakos, Dan Flavin και François Morellet), η Chryssa άρχισε να εργάζεται με νέον στις αρχές της δεκαετίας του 1960. Ενσωμάτωσε στοιχεία νέον και επαναχρησιμοποίησε αστικές πινακίδες σε έργα όπως το «Times Square Sky» (1962) και το «Americanoom» (1963), και αυτός ο συνδυασμός υλικών σύντομα θα καθόριζε το έργο της. Συχνά μάζευε πεταμένα γράμματα από «νεκροταφεία» πινακίδων ή συνεργαζόταν με επαγγελματίες κατασκευαστές πινακίδων και νέον για να δημιουργήσει τα γλυπτά της.


Στο έργο «The Gates of Times Square», καμπύλοι σωλήνες από νέον σε κόκκινο, κίτρινο, πράσινο και μπλε, σε σφιχτή, επαναλαμβανόμενη διάταξη, είναι τοποθετημένοι μέσα σε ένα κουτί από γκρίζο πλεξιγκλάς. Έτσι, τονίζονται οι αφηρημένες ποιότητες των καλλιγραφικών στοιχείων, αποτυπώνοντας τη ρομαντική εικόνα και την εγγενή ποίηση της σύγχρονης μητρόπολης.
Η έκθεση θα διαρκέσει έως τις 19 Ιανουαρίου 2026. Παρουσιάζονται έργα των καλλιτεχνών: Rasheed Araeen, McArthur Binion, Chryssa, Mary Corse, Walter De Maria, Melvin Edwards, Koji Enokura, Dan Flavin, Felix Gonzalez-Torres, Hans Haacke, Maren Hassinger, Mary Heilmann, Eva Hesse, Nancy Holt, Robert Irwin, Donald Judd, On Kawara, Susumu Koshimizu, David Lamelas, Seung-Taek Lee, Lee Ufan, Sol LeWitt, Francesco Lo Savio, Bernd Lohaus, Brice Marden, Enzo Mari, Agnes Martin, François Morellet, Senga Nengudi, Helio Oiticica, Pauline Oliveros, Blinky Palermo, Lygia Pape, Howardena Pindell, Charlotte Posenenske, Steve Reich, Bridget Riley, Dorothea Rockburne, Robert Ryman, Nobuo Sekine, Richard Serra, Keith Sonnier, Michelle Stuart, Kishio Suga, Jiro Takamatsu, Anne Truitt, Günther Uecker, Yoshi Wada, Merrill Wagner, Meg Webster, Jackie Winsor, Iannis Xenakis.