Στη μικρή και στενάχωρη αίθουσα του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου του Αιγίου καθόταν εκείνη την ημέρα, πριν από 42 χρόνια, ολόκληρη η Ελλάδα. Το υλικό της δικογραφίας που είχε μπροστά του ο πρόεδρος περιλάμβανε πρωτόγνωρες σεξουαλικές αγριότητες σε βάρος μικρών αγοριών, μέσα σε αχυρώνες, λιοστάσια και αποθήκες, μεσαιωνικές αντιλήψεις και υποκριτική ηθική.
Ένα υλικό αλλοιωμένο από τη «συνωμοσία της σιωπής» ενός ολόκληρου χωριού, που ήθελε να γιατρέψει την ντροπή με τη «συνταγή» της λήθης. Τα Δουνέικα των 900 κατοίκων, οκτώ χιλιόμετρα από την Αμαλιάδα, έγιναν για σχεδόν τέσσερα χρόνια το επίκεντρο της αρρωστημένης δράσης μερικών ανδρών, που όχι μόνο αποπλανούσαν ανήλικα αγόρια για λίγες καραμέλες ή για 100 και 200 δραχμές, αλλά τα έβαζαν να προχωρούν και μεταξύ τους σε ασελγείς πράξεις.
Και κάπως έτσι έγιναν κι αυτά βιαστές στα δεκατρία τους... Δεν ήταν όλοι ντόπιοι, καθώς, όσο ξετυλιγόταν αυτό το αηδιαστικό «γαϊτανάκι», συνέρρεαν άνδρες και από διπλανά χωριά για να ικανοποιήσουν τις παιδεραστικές ορέξεις τους! Για αυτές τις αποτρόπαιες πράξεις κατηγορούνταν ορισμένοι «ευυπόληπτοι» πολίτες, «προύχοντες» της περιοχής, όπως τους χαρακτήρισε ο πρόεδρος της κοινότητας, σε συνεργασία με διάφορους αμόρφωτους «μεσάζοντες».
Οι δημοσιογράφοι έστειλαν τις ανταποκρίσεις τους, οι δικαστές γύρισαν στα σπίτια τους και τα Δουνέικα επέστρεψαν στη σιωπή... Σήμερα κανείς δεν θέλει να θυμάται. Ακόμη και αυτοί που βοήθησαν να αποκαλυφθεί το σκάνδαλο μιλούν ψιθυριστά και ανώνυμα, επειδή, βλέπεις, «είναι μικρός ο τόπος και όλοι γνωρίζονται με όλους»...
Στα Δουνέικα το μεγάλο μυστικό ήταν τόσο κοινό που αν ένας χωροφύλακας έκανε μια βόλτα στην πλατεία του χωριού, κάτι θα είχε πάρει το μάτι του. Όλα ξεκίνησαν μεταξύ 1976 και 1980, όταν στις αρχές Σεπτεμβρίου άρχισαν δειλά-δειλά, από μόλις δύο «λαϊκές» εφημερίδες, οι αποκαλύψεις για το «όργιο βιασμών και αποπλανήσεων». Ο Τύπος της εποχής, μιας άλλης εποχής, όταν κάθε χαρακτηρισμός επιτρεπόταν και η δημοσιογραφική δεοντολογία ήταν λέξη άγνωστη, έγραψε φαρδιά-πλατιά ονόματα και διευθύνσεις. Και, όπως συμβαίνει σχεδόν πάντα, όλοι «έπεσαν απ’ τα σύννεφα». Το ’χει φαίνεται η μοίρα αυτού του τόπου, κάθε φορά που η «ανοιχτή» κοινωνία της πόλης κοιμάται να την αφυπνίζει ο εφιάλτης της «κλειστής» κοινωνίας, που λέγεται άλλοτε Κωσταλέξι, άλλοτε Δουνέικα και άλλοτε ποιος ξέρει πώς...



Σάστισε ο γνωστός δικηγόρος της Αμαλιάδας, βλέποντας εκείνο το μεσημέρι μια μάνα να περνάει το κατώφλι του γραφείου του κρατώντας από το χέρι τον 13χρονο Διονύση. Κάτι πολύ κακό του είχε συμβεί. Και μάλιστα κατ’ εξακολούθηση, από τότε που ήταν μόλις οκτώ χρόνων, όπως αποκάλυψε ο ίδιος! Αυτή την τελευταία φορά οι θύτες είχαν ξεπεράσει κάθε όριο κτηνωδίας και το παιδί έπρεπε να μπει στο χειρουργείο. Η μάνα του, που είχε χηρέψει και αντιμετώπιζε σοβαρά προβλήματα υγείας, ζήτησε με δάκρυα στα μάτια τη βοήθεια του δικηγόρου, ο οποίος ανέλαβε αφιλοκερδώς την κατάθεση μηνύσεων και τον ρόλο της πολιτικής αγωγής. Σχεδόν ταυτόχρονα δύο γυναίκες έβαζαν το δικό τους λιθαράκι ώστε να σπάσει η αλυσίδα της σιωπής. Πρώτα μια γυναίκα που τυχαία τα είδε όλα με τα μάτια της και μετά η πρώην σύζυγος ενός κτηματία της περιοχής, που έτσι κι αλλιώς δεν είχε τίποτα να χάσει, αφού έμενε μόνιμα στην Αθήνα και δεν ένιωθε την «πίεση» της τοπικής κοινωνίας. «Επί δυόμισι χρόνια ασχολιόμουν με την υπόθεση αυτή», θα πει αργότερα η ίδια. «Ήξερα ότι θα χαλάσω τις –έτσι κι αλλιώς ανύπαρκτες– σχέσεις μου μαζί τους. Δεν με ένοιαζε, δεν ανήκω στον κύκλο τους»...
Αυτές οι δύο γυναίκες ήταν που δέχθηκαν και τα περισσότερα «πυρά» της υπεράσπισης, που προσπάθησε να τις βγάλει μυθομανείς... Ωστόσο, το νερό είχε μπει στ’ αυλάκι. Τα στόματα άρχισαν σιγά-σιγά να ανοίγουν. Στη μαρτυρία του 13χρονου Διονύση προστέθηκαν άλλες δύο, του 20χρονου Χρήστου και του 17χρονου Βασίλη. Αργότερα έγιναν περισσότερες. Από παιδιά που είτε τα είχαν αποπλανήσει σε αγρούς και νεκροταφεία, είτε τα ανάγκαζαν να ασελγούν το ένα στο άλλο...
Σε αυτό τον ευλογημένο από τη γενναιοδωρία της γης τόπο, με τους καλοβαλμένους αγρότες και τα πιο πολυτελή σπίτια της ευρύτερης περιοχής, ήταν κοινό μυστικό ότι κάποιοι δωροδοκήθηκαν, κάποιοι απειλήθηκαν ή εκβιάστηκαν για να αποκτήσουν... επιλεκτική μνήμη. Ή απλώς για να αλλάξουν τις καταθέσεις τους. Και όλοι μαζί τα έβαλαν με τους δημοσιογράφους, που έκαναν ξαφνική «απόβαση» στην περιοχή, επειδή «σπίλωναν το χωριό». Ανάμεσά τους και μερικοί που στο στάδιο της προανάκρισης είχαν καταθέσει ότι ήξεραν για τις αποπλανήσεις, αλλά δεν μιλούσαν «για να μη γίνει σκάνδαλο»...
Όταν έφτασε η ώρα της Δικαιοσύνης, ένα ολόκληρο χωριό στεκόταν φοβισμένο μπροστά στους προβολείς της Θέμιδος, που φώτιζε, λες, μια απλή οικογενειακή υπόθεση. Ένα χωριό που ήξερε, αλλά δεν μιλούσε, βυθισμένο στην ένοχη σιωπή, νόμο θεμελιώδη στην ελληνική επαρχία της δεκαετίας του ’80, ακόμη και αν είχε να κάνει με παιδιά που είχαν πέσει θύματα σεξουαλικής κακοποίησης στα οκτώ ή τα δέκα τους χρόνια. Και μέσα σ’ αυτό το κλίμα οι περισσότεροι προσπαθούσαν να κρατήσουν για τον εαυτό τους τον ρόλο του κομπάρσου, που «κάτι άκουσε, αλλά όχι συγκεκριμένα πράγματα». Κι ας είχε βουίξει ο τόπος...

Την ίδια ώρα οι γονείς των παιδιών, σφιγμένοι, αδάκρυτοι, δεν είχαν –κάποιοι απ’ αυτούς– το κουράγιο να ζητήσουν από το δικαστήριο να βρει και να τιμωρήσει τους ενόχους, αφού «δεν θυμόντουσαν και πολλά». Άλλωστε, «είχε περάσει καιρός»... Μοναδική τους έννοια «να μην κατηγορηθούν αθώοι άνθρωποι». Το ρεζιλίκι και το «τι θα πει ο κόσμος» βάραιναν περισσότερο στη συνείδησή τους από τον βιασμό της παιδικής ευαισθησίας και τη «δολοφονία» της υπόλοιπης ζωής ενός 8χρονου παιδιού...
Οι υποθέσεις διαχωρίστηκαν από τη Δικαιοσύνη. Η πρώτη και πιο σοβαρή δίκη, η οποία εκτός από αποπλάνηση ανηλίκων κατά συρροή και κατ’ εξακολούθηση περιελάμβανε και μαστροπεία, άρχισε στις 18 Απριλίου 1983, στο Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο Αιγίου, που είχε γεμίσει ασφυκτικά από διαδίκους, μάρτυρες, αλλά και πολλούς περίεργους, οι οποίοι παράτησαν τις δουλειές τους για να στριμωχτούν στην απελπιστικά μικρή αίθουσα και να ικανοποιήσουν την περιέργειά τους. Ήταν η πρώτη συνεδρίαση του συγκεκριμένου δικαστηρίου από συστάσεως του Πρωτοδικείου Αιγίου. Βασικοί μάρτυρες κατηγορίας ήταν τα τρία αγόρια που είχαν κακοποιηθεί, ενώ στο εδώλιο κάθισαν τέσσερα άτομα. Τρεις αγρότες που με το ζόρι είχαν βγάλει το δημοτικό σχολείο και ένας 22χρονος απόφοιτος λυκείου. Ο μεγαλύτερος, που όλοι οι εμπλεκόμενοι τον ήξεραν ως «Μαμά», ο άνθρωπος που έδινε εντολές για το ποιος θα πάει με ποιον, ήταν 37 χρόνων. Ο μικρότερος, στα 19, υπηρετούσε τη στρατιωτική του θητεία. Τι ευθύνες, άραγε, θα μπορούσαν να ζητηθούν από ένα παιδί που ήταν 14 ετών όταν έγιναν όλα; Που το είχαν πείσει ότι η ασέλγεια σε βάρος ενός μικρότερου αγοριού ήταν φυσιολογικό πράγμα;
Οι «μεγαλόσχημοι», παρέμειναν στο απυρόβλητο, φροντίζοντας να εξασφαλίσουν τη σιωπή κατηγορουμένων και θυμάτων... Είναι χαρακτηριστικό ότι ένας μεγαλοκτηματίας που είχε κατονομαστεί από τα ανήλικα θύματα κατά τη διάρκεια της προανάκρισης έμεινε τελικώς έξω από το παραπεμπτικό βούλευμα. Το δικαστήριο δεν έκανε δεκτό το αίτημα της υπεράσπισης για αναβολή –ήδη η δίκη είχε αναβληθεί τρεις φορές– επειδή ο πέμπτος κατηγορούμενος, ένας 24χρονος νοσηλευτής, είχε εισαχθεί, μόλις δύο 24ωρα νωρίτερα, στο νοσοκομείο του Πύργου με γαστρορραγία.



Η κ. Θεώνη, η μάνα του Διονύση, δεν παρέστη στο δικαστήριο. Πέθανε μόλις έναν μήνα πριν ξεκινήσει η δίκη. Ήταν, όμως, εκεί, «παρούσα», μέσω της συγκλονιστικής κατάθεσης που είχε δώσει τον Οκτώβριο του 1980 στον ανακριτή Αμαλιάδας, η οποία διαβάστηκε στην αρχή της διαδικασίας: «Όλα ξεκίνησαν το 1977, όταν το παιδί μου πήγαινε στη Β΄ Δημοτικού. Έβρισκα συχνά καραμέλες στις τσέπες του και μου είπε ότι του τις έδινε ένας ομοφυλόφιλος. Τον πήγα στο γιατρό και μετά στο δάσκαλο, που φώναξε τα παιδιά και τα ρώτησε τι συμβαίνει. Βεβαιώθηκα ότι αυτά που ψιθυρίζονταν ήταν αλήθεια. Όταν χρειάστηκε να νοσηλευτώ με πρόβλημα στην καρδιά μου, έχασα τον έλεγχο. Τότε κάποιοι συγγενείς μού είπαν ότι ο μικρός γύριζε στο σπίτι πότε με 100 και 200 δραχμές και πότε με ματωμένο παντελονάκι. Όταν βγήκα από το νοσοκομείο, τον πίεσα να μου μιλήσει. Και μου αποκάλυψε ότι κάποιοι μεγάλοι παρέσερναν αυτόν και άλλα παιδιά και ασελγούσαν πάνω τους. Τον πήγα στο καφενείο, όπου ήταν μαζεμένοι οι άντρες του χωριού. Μου έδειξε αμέσως τον... Ήταν, όπως μου είπε, αυτός που τον είχε αποπλανήσει και μετά τον “πάσαρε” σε άλλους». Η γυναίκα στην κατάθεσή της είχε δώσει και μια άλλη διάσταση στη δυσώδη υπόθεση. Είπε ότι ο άντρας της, που είχε φύγει χρόνια από τη ζωή, ήταν αντάρτης στον ΕΛΑΣ και «κάποιοι ταγματασφαλίτες, δεξιοί και βασιλόφρονες πήραν εκδίκηση στο πρόσωπο του παιδιού»...
Στο εδώλιο κάθισαν τέσσερα άτομα. Τρεις αγρότες που με το ζόρι είχαν βγάλει το δημοτικό σχολείο και ένας 22χρονος απόφοιτος λυκείου. Ο μεγαλύτερος, που όλοι οι εμπλεκόμενοι τον ήξεραν ως «Μαμά», ο άνθρωπος που έδινε εντολές για το ποιος θα πάει με ποιον, ήταν 37 χρόνων. Ο μικρότερος, στα 19, υπηρετούσε τη στρατιωτική του θητεία.
Οι καταθέσεις των γονιών των άλλων δύο αγοριών, του Χρήστου και του Βασίλη, έδωσαν, κατά κάποιον τρόπο, «συγχωροχάρτι» στους κατηγορούμενους και η διαφοροποίηση των καταθέσεών τους έγινε αντικείμενο σχολιασμού από τον πρόεδρο. «Συγχωρείστε με, είμαι άνθρωπος του χωραφιού, αγράμματος...», είπε ο πατέρας του Χρήστου, που έβγαλε «λάδι» τον 37χρονο βασικό κατηγορούμενο, τον οποίο χαρακτήρισε «καλό άνθρωπο». «Δεν θυμάμαι πολλά, παίρνω και ηρεμιστικά χάπια...», είπε στη δική του κατάθεση ο πατέρας του Βασίλη. Το μόνο επιβαρυντικό στοιχείο που ανέφερε ήταν ότι ο μικρός τού αποκάλυψε όλα όσα είχε υποστεί από τους δράστες, οι οποίοι του ζητούσαν «να μην ντρέπεται, γιατί και ο πατέρας του τα ίδια έκανε...»!
Για τους παιδεραστές, τα τρία αγόρια, που «βιάστηκαν» για πολλοστή φορά μέσα στην αίθουσα του δικαστηρίου, όπου κάποιοι... «άντρακλες» χασκογελούσαν και τους λοιδορούσαν, ήταν η «Μαρκέλλα», η «Νεκταρία» και η «Έλσα». Αυτά τα ονόματα τους είχαν δώσει! Ήταν ανατριχιαστική η κατάθεση του Διονύση, ο οποίος περιέγραψε, με φωνή που μόλις έβγαινε, τον τρόπο με τον οποίο τον βίασαν για πρώτη φορά, στα οκτώ του χρόνια, σ’ ένα αχυρώνα, και τον εγκατέλειψαν αιμόφυρτο. Και το έκαναν άλλες επτά φορές, όπως είπε, με απειλές κατά της ζωής του. Τα άλλα δύο αγόρια, «ευθυγραμμισμένα» με τους πατεράδες τους, πήραν πίσω αρκετά απ’ αυτά που είχαν καταθέσει στην προανάκριση. «Μου έκαναν τη δουλειά, πάει τελείωσε, έπρεπε να φτάσουμε στα δικαστήρια;», ήταν τα τελευταία λόγια του Χρήστου, που προκάλεσαν αίσθηση στο ακροατήριο, ενώ ο Βασίλης κατέθεσε μόνο ότι τον είχαν πείσει ότι «εάν έκανε εγχείρηση και γινόταν γυναίκα, θα έβγαζε πολλά λεφτά στην Αθήνα»...

Σίγουρα δεν ακούστηκαν, ούτε αποκαλύφθηκαν όλα στη δικαστική αίθουσα του Αιγίου. Ακόμη και ο πρόεδρος της κοινότητας, που κατέθεσε ότι κάποιοι «προύχοντες» τον πίεσαν αφόρητα, προσφέροντάς του μάλιστα 500.000 δραχμές για να κουκουλώσει «αυτό το όργιο ακολασίας», όπως το χαρακτήρισε, δεν αποκάλυψε ονόματα. Η υπεράσπιση, πάντως, δεν είχε «όπλα» για να αντιστρέψει το κλίμα επικαλούμενη την «αναξιοπιστία» θυμάτων και μαρτύρων κατηγορίας. Ο παλιός δάσκαλος του χωριού είπε ότι «η μεγαλύτερη απόδειξη για την αθωότητα των κατηγορουμένων είναι η καταγωγή τους και η οικονομική τους ευμάρεια»... Και ένας άλλος, στην προσπάθειά του να ελαφρύνει τη θέση τους, τα έκανε «θάλασσα», προκαλώντας την αντίδραση του προέδρου: «Μάρτυρες υπεράσπισης σαν εσάς ζημιώνουν τους κατηγορούμενους!».
Στις σύντομες απολογίες τους, οι κατηγορούμενοι έκαναν λόγο για «σκευωρία», αλλά έπεφταν συνεχώς σε αντιφάσεις. Δεν ήξεραν τίποτα, άλλοι τους έμπλεξαν στην υπόθεση –και για πολιτικούς λόγους– ή δεν ήταν καν στο χωριό όταν έγιναν όλα. Πιο χαρακτηριστική ήταν η απολογία του βασικού κατηγορούμενου, που τον ήξεραν ως «Μαμά»: «Είμαι το καθαρότερο θύμα σε αυτό το εδώλιο. Μπείτε στην ψυχή μου και θα καταλάβετε. Το αν είμαι ομοφυλόφιλος ή όχι είναι δικό μου θέμα. Ο καθένας μπορεί να κάνει ό,τι θέλει, αρκεί να μην είναι διαφθορέας της κοινωνίας. Εγώ είμαι εθνικόφρων καθαρός. Με έμπλεξαν επειδή δεν έγινα μέλος του ΚΚΕ. Και αν θέλετε να ξέρετε, αυτά γίνονται και σε άλλα χωριά»!
Ο εισαγγελέας στην αγόρευσή του μίλησε για «κάποιους ευκατάστατους που ξεγλίστρησαν» και κατηγορούμενους «χωρίς συνείδηση, τσίπα και ηθική». «Τα αποτελέσματα των πράξεών τους τα είδατε στα πρόσωπα αυτών των παιδιών, που εμφανίστηκαν σαν ανθρώπινα ράκη», είπε χαρακτηριστικά. Στην πρότασή του ζήτησε την ενοχή των κατηγορουμένων, με το ελαφρυντικό του πρότερου έντιμου βίου για δύο απ’ αυτούς.
Μετά από διήμερη ακροαματική διαδικασία, το δικαστήριο εξέδωσε την απόφασή του στις 5 τα ξημερώματα της 20ής Απριλίου 1983. Ο 37χρονος Γ.Χ. καταδικάστηκε σε κάθειρξη 10 ετών για αποπλάνηση και μαστροπεία, ενώ ο 22χρονος Δ.Α. σε κάθειρξη 7 ετών. Ποινή φυλάκισης 4,5 ετών άκουσε ο 30χρονος Β.Β., ο οποίος τους ακολούθησε στη φυλακή, ενώ ο 19χρονος στρατιώτης Ε.Μ., που καταδικάστηκε σε φυλάκιση 3 ετών, άσκησε έφεση και αφέθηκε ελεύθερος. Η ίδια ποινή επιβλήθηκε και στον πέμπτο κατηγορούμενο, τον 24χρονο νοσηλευτή Ν.Κ., ο οποίος είχε μπει στο νοσοκομείο και δικάστηκε ξεχωριστά το επόμενο διάστημα.
«Δεν με ενόχλησε τόσο η ομοφυλοφιλία των δύο αγοριών, του Χρήστου και του Βασίλη, που έτσι κι αλλιώς είχαν πάρει πια το δρόμο τους, αλλά με ενδιέφερε περισσότερο να μην υπάρξουν κι άλλα θύματα», είπε στους δημοσιογράφους η γυναίκα που βοήθησε όσο κανένας στην αποκάλυψη της υπόθεσης. «Είναι φοβερό το θράσος του 90% των κατοίκων του χωριού, που όχι μόνο ανέχονταν αυτή την κατάσταση, αλλά και πείραζαν τα παιδιά αυτά στο δρόμο με χυδαία υπονοούμενα. Δυστυχώς από τις καταγγελίες μου κάποιοι γλίτωσαν και οι εστίες μόλυνσης έμειναν στο χωριό...».
Ακολούθησε, στις 30 Μαΐου 1983, η δίκη 12 αγοριών που κατηγορήθηκαν για ασελγείς πράξεις και διευκόλυνση αλλότριας ακολασίας. Ουσιαστικά, όμως, ήταν θύματα και αυτά εκείνων που τα εξωθούσαν σε ασελγείς πράξεις μεταξύ τους. Η δίκη έγινε κεκλεισμένων των θυρών στο Δικαστήριο Ανηλίκων της Αμαλιάδας και είναι χαρακτηριστικό ότι ένας δικηγόρος, που στη δίκη του Αιγίου παραστάθηκε ως πολιτική αγωγή, αυτήν τη φορά ήταν συνήγορος υπεράσπισης! Παράσταση προς υποστήριξη της κατηγορίας –όπως λέγεται σήμερα– δεν υπήρχε. Ανάμεσα στους κατηγορούμενους ήταν και ο 22χρονος Δημήτρης, ο οποίος είχε καθίσει και στο εδώλιο του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου Αιγίου, ενάμιση μήνα νωρίτερα, και είχε καταδικαστεί σε κάθειρξη 7 ετών. Είχε μεταχθεί μόλις την προηγούμενη ημέρα στην Αμαλιάδα από τις φυλακές Πατρών, όπου εξέτιε την ποινή του.


Για κάποιους κατοίκους του χωριού, που παρακολούθησαν τη δίκη, το μόνο μελανό στοιχείο αυτής της ιστορίας ήταν ο βιασμός του μικρού Διονύση, καθώς «οι άλλοι δύο πήγαιναν γυρεύοντας και σκανδάλιζαν το χωριό»! Ακόμη και εκείνη την ώρα, προσπαθούσαν να βρουν ελαφρυντικά για αυτούς που η Δικαιοσύνη είχε ήδη κρίνει στο Αίγιο... Πάντως ο πρόεδρος της κοινότητας, που κατέθεσε και σε αυτήν τη δίκη ως μάρτυρας κατηγορίας, στηλίτευσε τη στάση κάποιων συγχωριανών του, οι οποίοι επέμεναν να τον κατηγορούν ότι με την επιμονή του να φτάσει η υπόθεση στη Δικαιοσύνη «κατέστρεψε κόσμο». Και πρόσθεσε, μιλώντας στους δημοσιογράφους έξω από την κλειστή πόρτα της δικαστικής αίθουσας: «Πολλοί γονείς κατηγορούμενων παιδιών μου είπαν να τα βοηθήσω. Τους έδιωξα. Η δικαιοσύνη θα βγάλει την απόφαση κι εμείς πρέπει να τη σεβαστούμε».
Από την ακροαματική διαδικασία στην Αμαλιάδα, που κράτησε δύο ημέρες, δεν διέρρευσαν λεπτομέρειες, παρά μόνο το αποτέλεσμα: οι δέκα νεαροί κατηγορούμενοι κρίθηκαν αθώοι. Ένας 15χρονος καταδικάστηκε σε φυλάκιση ενός έτους, άσκησε έφεση και αφέθηκε ελεύθερος και ένας συνομήλικός του τέθηκε υπό την επιμέλεια του πατέρα του για αόριστο χρόνο.
Το έργο της Δικαιοσύνης για τα Δουνέικα ολοκληρώθηκε τον Ιούλιο του 1983. Από το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αμαλιάδας δικάστηκαν οι τρεις τελευταίοι κατηγορούμενοι για αποπλάνηση ανηλίκων. Οι δύο, ηλικίας 25 και 24 χρόνων, καταδικάστηκαν σε φυλάκιση 3,5 ετών, ενώ ο τρίτος, 26 χρόνων, αθωώθηκε. Οι δημοσιογράφοι έστειλαν τις ανταποκρίσεις τους, οι δικαστές γύρισαν στα σπίτια τους και τα Δουνέικα επέστρεψαν στη σιωπή... Σήμερα κανείς δεν θέλει να θυμάται. Ακόμη και αυτοί που βοήθησαν να αποκαλυφθεί το σκάνδαλο μιλούν ψιθυριστά και ανώνυμα, επειδή, βλέπεις, «είναι μικρός ο τόπος και όλοι γνωρίζονται με όλους»... Οι βασικοί κατηγορούμενοι αυτής της ιστορίας, που είχαν καταλήξει στη φυλακή, συνεχίζουν να ζουν στο χωριό, κάποιοι είναι παντρεμένοι με παιδιά και απολαμβάνουν το «δικαίωμα στη λήθη» και την εκτίμηση των συγχωριανών τους. Η συνωμοσία της σιωπής καλά κρατεί...