— Τι σημαίνει για μια γενιά το γεγονός ότι μεγάλωσε έχοντας τον εαυτό της σχεδόν συνεχώς σε δημόσια θέα;
Για πολλούς νέους, η αποσύνδεση από την εύκολη «ορατότητα» του ψηφιακού κόσμου, αν και επιθυμητή, μοιάζει σχεδόν αδύνατη. Για να χρησιμοποιήσω τον τίτλο του γνωστού βιβλίου του Αμερικανού κοινωνικού ψυχολόγου Jonathan Haidt, η διαρκής αναζήτηση και επαλήθευση του ψηφιακού φαίνεσθαι οδηγεί σε μια «αγχωμένη γενιά». Μια γενιά που βιώνει τον εαυτό της αποκομμένη από τον καθημερινό «βιόκοσμο» των εμπειριών και γίνεται ναρκισσιστικά αυτοαναφορική. Η διεκδίκηση της «ελευθερίας» και της «αυτοπραγμάτωσης» στην επικράτεια των εικονικών κοινοτήτων του Instagram, σε τελευταία ανάλυση, αφορά μια ρηχή και εφήμερη κοινωνικότητα, μια ψευδεπίγραφη συνδεσιμότητα, χωρίς ενσυναίσθηση, όπου οι χρήστες γίνονται ολοένα και πιο μοναχικοί και, μακροπρόθεσμα, πιο απομονωμένοι. Τα ευρήματα που παρουσιάστηκαν πρόσφατα σε άρθρο των Financial Times είναι εντυπωσιακά όσο και απαισιόδοξα: Οι νεότεροι χρήστες του διαδικτύου προτιμούν την προβλεψιμότητα της μοναχικής περιπλάνησης στα social media από την εμπρόσωπη, φυσική αλληλεπίδραση με την οικογένεια και τους φίλους στον πραγματικό, εξωδιαδικτυακό κόσμο.
Η πλατφόρμα συμβολίζει μια νέα παγκόσμια ελίτ που συγκεντρώνει τεράστιο πλούτο μέσα από την εμπορευματοποίηση της ελεύθερης κοινωνικής δικτύωσης των νέων και τον καθορισμό των προτιμήσεων και του στυλ ζωής τους.
— Αν το Instagram ξεκίνησε ως χώρος αισθητικής και δημιουργίας, πώς κατέληξε να γίνει αγορά, τηλεοπτικό κανάλι και προσωπικό ημερολόγιο ταυτόχρονα;
Πρόκειται για μια προβλέψιμη διαδικασία στο πλαίσιο του ψηφιακού καπιταλισμού. Οι «ενημερώσεις κατάστασης» (status updates) από τους διαδικτυακούς φίλους λίγο πολύ έχουν δώσει τη θέση τους σε μια ηλεκτρονική αγορά και σε βίντεο από αγνώστους, τα οποία μοιάζουν με «υπερκινητική τηλεόραση». Παράλληλα, οι προσωπικοί χώροι «αισθητικής δημιουργίας» αυξητικά μετατρέπονται σε αλγοριθμικά κατασκευασμένους, ιδιωτικούς κόσμους που τροφοδοτούν τη ναρκισσιστική επιμέλεια του «ιδεατού» εαυτού. Αυτό που ο Μαρκ Ζάκερμπεργκ, ιδιοκτήτης του Instagram και του διαδικτυακού κολοσσού Meta, αποκαλεί «ψηφιακή πλατεία της πόλης» (μια έκφραση που έχει χρησιμοποιήσει και ο Ίλον Μασκ για το Χ, πρώην Twitter) ξαναχτίζεται διαρκώς αντανακλώντας τον κυρίαρχο εξαρτητικό σχεδιασμό των social media, όπου ιικότητα (virality) αποκτά ό,τι εθίζει και η κάθε πληροφορία φιλτράρεται πλήρως από την αγορά της άμεσης και έμμεσης διαφήμισης, με κύριο στόχο τη γρήγορη συσσώρευση υλικού και άυλου πλούτου από μια μικρή ελίτ, μέσα από την παγκόσμια δικτύωση.

— Ποιος κέρδισε τελικά από το «like economy», οι χρήστες, οι influencers ή η ίδια η πλατφόρμα;
Η αυθόρμητη κοινωνιολογική απάντηση είναι ότι τελικά κερδίζει το ίδιο το Instagram. Η πλατφόρμα συμβολίζει μια νέα παγκόσμια ελίτ που συγκεντρώνει τεράστιο πλούτο (χρήμα, εξουσία, επιρροή) μέσα από την εμπορευματοποίηση της ελεύθερης κοινωνικής δικτύωσης των νέων και τον καθορισμό των προτιμήσεων και του στυλ ζωής τους, τη φανερή ή κρυφή διαφήμιση, και την πώληση εμπορευμάτων και υπηρεσιών μέσω διαδικτύου, στο πλαίσιο της αναδυόμενης πολιτικής οικονομίας που η κοινωνική ψυχολόγος Σοσάνα Ζούμποφ εύστοχα αποκαλεί «κατασκοπευτικό καπιταλισμό» (Surveillance Capitalism). Πλέον, οι τεχνολογικοί κολοσσοί (μεγάλες ψηφιακές πλατφόρμες) δεν αποκτούν ηγεμονικές θέσεις στην αγορά μόνο μέσω της «οικονομίας της προσοχής» (attention economy). Με την έλευση της Παραγωγικής Τεχνητής Νοημοσύνης (GenAI), το νόμισμα της πλατφόρμας έχει δύο όψεις: την προσοχή και την οικειότητα. Αναπτύσσεται δηλαδή μια νέα οικονομία, η οικονομία της συναισθηματικής σύναψης (attachment economy), που τροφοδοτείται από την ανθρώπινη ή ανθρωπόμορφη (AI-generated) οικειότητα (χρηστών και influencers), όχι απλώς τα data.
— Πόσο έχει μεταμορφώσει τον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε την έννοια της μνήμης, όταν οι στιγμές μας ζουν σε ένα feed αντί σε άλμπουμ;
Ο εξελισσόμενος σχεδιασμός του Instagram δίνει προτεραιότητα στο δυναμικό περιεχόμενο, όπως τα Stories και τα Reels (που θυμίζουν TikTok), έναντι των παραδοσιακών δημοσιεύσεων σε feed. Οι αναμνήσεις στην πλατφόρμα δεν αποθηκεύονται πλέον σε παραδοσιακά άλμπουμ, αλλά ενσωματώνονται στο αρχείο του χρήστη – έναν κρυφό χώρο όπου αποθηκεύονται προηγούμενες δημοσιεύσεις, συμπεριλαμβανομένων των Stories και των φωτογραφιών του feed. Το Instagram προωθεί ενεργά αυτές τις «αναμνήσεις» εμφανίζοντας υποδείξεις μνήμης στη ροή, ενθαρρύνοντας τις αναδημοσιεύσεις (προς περαιτέρω δικτύωση) που συνδέουν το νοσταλγικό παρελθόν των χρηστών με τις τωρινές στιγμές. Αυτό μετατρέπει τις αναμνήσεις από παγωμένες εικόνες και ιδιωτικά, στατικά άλμπουμ σε κοινόχρηστο, διαδραστικό περιεχόμενο στη ροή ή σε Stories, καθιστώντας τες μέρος μιας συνεχιζόμενης κοινωνικής αφήγησης. Έτσι οδηγούμαστε στο να υφάνουμε ξανά το αφήγημα του εαυτού εγκλωβισμένοι μέσα σε ένα διευρυμένο παρόν, προσκολλημένοι «στις επιδράσεις της παρουσίας» (Fixierung auf Präsenzeffekte), όπως το θέτει ο Γερμανός φιλόσοφος Hans Ulrich Gumbrecht, στην τυραννία της στιγμής. Σε αυτά τα συμφραζόμενα, οι νέες κοινωνικές σχέσεις καθίστανται το προσωρινό και ρευστοποιημένο αποτέλεσμα της κατασκευής δυνατοτήτων αποκομμένων από μια κοινή πραγματικότητα με μακρόχρονα δοκιμασμένους κανόνες ιστορικής καθημερινής πρακτικής.

— Αν το Instagram είναι το «παλιό» social δίκτυο του σήμερα, τι μας λέει αυτό για την ταχύτητα με την οποία γερνάνε οι ψηφιακοί θεσμοί;
Σε μια δημόσια συζήτηση το 2009 στο Θέατρο Sanders (Χάρβαρντ), ο θρυλικός κοινωνιοβιολόγος E.O. Wilson κατέληξε σε ένα γενικό συμπέρασμα: «Το πραγματικό πρόβλημα της ανθρωπότητας είναι το εξής: έχουμε παλαιολιθικά συναισθήματα, μεσαιωνικούς θεσμούς και τεχνολογία που μοιάζει με θεό». Κατά τη γνώμη μου, είναι τρομερά επικίνδυνο όταν ο ψηφιακός καπιταλισμός και οι «ψηφιακοί θεσμοί» τρέχουν και μεταβάλλονται πλέον με εκθετική ταχύτητα, τη στιγμή που η ανθρώπινη κατανόηση και οι πολιτικοί και κοινωνικοί θεσμοί της δημοκρατίας συνεχίζουν να κινούνται με τους ρυθμούς των προηγούμενων αιώνων. Αυτό μας καλεί να θεωρητικοποιήσουμε τα πράγματα διαφορετικά, να δούμε τους καθρέφτες της ανθρώπινης σκέψης και επιθυμίας, να αναστοχαστούμε ριζικά για τον εαυτό μας και να απαντήσουμε με τόλμη σε τεράστια, αλλά εγκαταλελειμμένα, φιλοσοφικά ερωτήματα όπως: Από πού ερχόμαστε; Ποιοι είμαστε; Πού πηγαίνουμε;