ΕΙΝΑΙ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΔΥΣΑΡΕΣΤΟ να βλέπεις ανθρώπους να πανηγυρίζουν για το Ισραήλ ή το Ιράν, να κάνουνε προβλέψεις, να γίνονται, εν μια νυκτί, στρατιωτικοί αναλυτές, να ζυγίζουν οπλικά συστήματα, να αξιολογούν τακτικές, να καυλώνουν με τον τάδε ή τον δείνα πύραυλο χωρίς μέριμνα για τις ζωές των καταπιεσμένων, για τους νεκρούς, τους ορφανούς, τους ακρωτηριασμένους, με την ίδια ελαφρότητα που κάποιοι παίζουν στοίχημα ή βιντεοπαιχνίδια.
Είναι δύσκολο ν’ ακούς όσους υποστηρίζουν το «δημοκρατικό» κράτος-απαρτχάιντ του Ισραήλ και όσους βλέπουν στο θεοκρατικό Ιράν μια εναλλακτική (ή, έστω, ένα αντίβαρο) στην παρακμή της Δύσης∙ όσους πιστεύουν ότι το Ισραήλ θα ξεφορτωθεί «με ευκολία» την ηγεσία του Ιράν (όπως έκανε, ας πούμε, με τη Χαμάς) και όσους θεωρούν ότι η κυβέρνηση ή το κράτος του Ισραήλ θα πέσει υπό την ανελέητη ισχύ των ιρανικών πυραύλων∙ όσους επιλέγουν ν’ αγνοήσουν τις φωνές των Ιρανών συνδικαλιστών και φεμινιστριών (που επιμένουν πως ο λαός δεν θα κερδίσει τίποτα απ' τον πόλεμο) και ιδίως όσους επιλέγουν ν’ αγνοήσουν τη γενοκτονία που διαπράττει το Ισραήλ για να υπερασπιστούν «το δικαίωμα στην αυτοάμυνα», αυτόν τον ευφημισμό των μαζικών δολοφόνων της «μόνης δημοκρατίας στη Μέση Ανατολή» που κάνει «τη βρόμικη δουλειά της Δύσης».
Είναι, ίσως, ακόμα πιο δύσκολο ν’ ακούς όσους χρησιμοποιούν δίπολα όπως τα παραπάνω για να εξισώσουν τις δύο πλευρές, αρνούμενοι να παραδεχτούν ότι το Ισραήλ είναι ο βασικός κίνδυνος για την περιοχή, ο κύριος παράγοντας που προωθεί τη βία και βλέπει τον βομβαρδισμό του Ιράν «ως μέρος ενός πολέμου που έχει σχεδιαστεί επί μακρόν».
Υπό τη «ρεαλιστική» ματιά του σύγχρονου δυτικού θεατή, η γενοκτονία των Παλαιστινίων ξεχνιέται, η φωνή του ιρανικού λαού φιμώνεται. Ολόκληρος ο κόσμος ως μια παρτίδα πόκερ των μυστικών υπηρεσιών
Ακούμε τις δύο πλευρές του διπόλου παντού, συναντάμε ανθρώπους για τους οποίος ο κοινωνικός πόλεμος έχει αντικατασταθεί απ’ τον διακρατικό, για τους οποίους οι διαφορές ανάμεσα στα έθνη είναι μεγαλύτερες από τις διαφορές εντός τους, για τους οποίους δεν υπάρχουν πια καταπιεσμένοι και καταπιεστές, παρά μόνο κράτη που συγκρούονται στη γεωπολιτική αρένα. Υπό τη «ρεαλιστική» ματιά του σύγχρονου δυτικού θεατή, η γενοκτονία των Παλαιστινίων ξεχνιέται, η φωνή του ιρανικού λαού φιμώνεται και μένουν μόνο κράτη, στρατοί, υπηρεσίες και ατζέντες, υποκείμενα που δεν είναι αυτόβουλα ούτε διακριτά απ’ την ηγεσία τους, μα πάντα κατευθυνόμενα – ολόκληρος ο κόσμος ως μια παρτίδα πόκερ των μυστικών υπηρεσιών.
Όλο και περισσότερο, ο τρόπος με τον οποίο τα μέλη των δυτικών κοινωνιών προσεγγίζουν τον πόλεμο θυμίζει βιντεοπαιχνίδι. Προπαντός, τα social media –ο βασικός χώρος στον οποίο μαθαίνουμε και μιλάμε για τον πόλεμο– είναι φτιαγμένα ώστε να μετατρέπουν το καθετί σε θέαμα. Έτσι, μπορούμε ν’ ανοίγουμε το Facebook και να βλέπουμε τραγούδια, γατάκια, πυραύλους, διαφημίσεις, τον θάνατο ενός γνωστού, την προαγωγή ενός άλλου, όλα στην ίδια γραμμή, ισάξια, ενωμένα ως μια μορφή καταναλωτικού «περιεχομένου».
Σ’ αυτή την ψηφιακή επιφάνεια που εξισώνει τα πάντα χάνουμε κάθε σύνδεση με την πραγματική φύση του πολέμου, με το γεγονός ότι οι επιθέσεις που βλέπουμε σκοτώνουν ανθρώπους με πραγματικά σώματα και πραγματικές ζωές. Τα πάντα είναι ένα σόου, ένα βιντεοπαιχνίδι χωρίς άμεσο κίνδυνο για εμάς, κάτι που το κάνει ακόμα πιο εύκολο –στην πραγματικότητα, απείρως δελεαστικό σε μια εποχή όπου κυριαρχούν τα δίπολα– να διαλέξουμε «πλευρά», ποντάροντας στους μεν ή στους δε, λες και βλέπουμε ένα ματς Ίντερ - Γιουβέντους.
Είναι ακριβώς αυτή η απόσταση των Δυτικών απ’ την πραγματική υπόσταση των σύγχρονων συγκρούσεων, η θεαματική ασημαντότητα του πολέμου για εμάς, που μας επιτρέπει να καταναλώνουμε ατέλειωτα memes γι’ αυτόν, όπως αυτό με τον «blinded by the lights» Weeknd να κοιτάζει τους πυραύλους απ’ το Ιράκ, τα ποστ που παρομοιάζουν το Τwitter του Ιράν με τον ράπερ King Von ή το εγχώριο shitposting που εξηγεί ότι ο Νετανιάχου στέλνει ένα ηχηρό μήνυμα γι’ αυτό το καλοκαίρι. Σε αυτά τα memes, όσο και στη γενικότερη καθημερινότητά μας, επιστρέφει σταθερά η μορφή του Τρίτου Παγκόσμιου.
Φυσικά, το αφήγημα «WW3» προωθείται συνειδητά από τα δυτικά κράτη για να δικαιολογήσουν τον επανεξοπλισμό, τις αυξημένες στρατιωτικές δαπάνες και τις πιθανές περικοπές. Την ίδια στιγμή, όμως, η σκέψη μιας επικείμενης καταστροφής γεννιέται ανεξάρτητα και επαναλαμβάνεται εμμονικά ανάμεσα στον κόσμο.
Μάλιστα, αυτή μας η προσκόλληση στο ενδεχόμενο ενός «τέλους» δεν χρωματίζεται αποκλειστικά με φόβο και ανησυχία αλλά και με μια αλλόκοτη μορφή επιθυμίας. Υπάρχουν δεκάδες ποστ που γράφουν πως, ευτυχώς, έρχεται ο πόλεμος και δεν θα χρειάζεται να πάω στη δουλειά, ν’ αγχώνομαι για μικροπράγματα, να καίγομαι στα social. «Άντε, άντε να τελειώνουμε», μου είπε μια γνωστή.
Αυτή η αυτοκαταστροφική ορμή, η λιγότερο ή περισσότερο συγκαλυμμένη λαχτάρα για το τέλος, είναι η διεστραμμένη όψη της γενικής αποσυμβαντοποίησης της ζωής στις δυτικές μητροπόλεις. Εκεί όπου «τίποτα πραγματικό δεν συμβαίνει» στις απομονωμένες, εξαντλητικές και αγχώδεις ζωές μας, ο πόλεμος μάς φαίνεται σαν «μια κάποια λύσις», μια όαση, έστω και μια «όαση φρίκης εν μέσω μιας ερήμου ανίας»∙ εκεί όπου το νόημα χάνεται, καθώς ό,τι ήταν συμπαγές γίνεται πια εμπόρευμα, ο πόλεμος ανακατεύει την τράπουλα και μοιράζει τη σημασία απ’ την αρχή∙ εκεί όπου ο δυτικός πολιτισμός καταρρέει υπό την ίδια του την αρρώστια κι ανικανότητα και ενοχή αρχίζει να σκηνοθετεί την καταστροφή του ως «αισθητική απόλαυση πρώτου μεγέθους».
Είναι ο σύγχρονος μηδενισμός, ο οποίος, λαξευμένος από την «παντοειδή μας εξάρτηση απ’ τις υποδομές του Κεφαλαίου», φτάνει στο απόγειό του κι επιθυμεί –την ώρα του τελευταίου ανθρώπου, όταν όλες οι αξίες χάνουνε την αξία τους– τη σιωπή.
Μπορούμε να καταλάβουμε ότι αυτή η αισθηματική κατάσταση μηδενιστικού ναρκισσισμού, αυτό το μείγμα γενικής κοινωνικής αποχαύνωσης και αισθητικής φαντασίωσης μιας Αποκάλυψης είναι στην πραγματικότητα ανειλικρινής ως προς τις υποθέσεις της.
Αν κάτι πραγματικά τρομοκρατεί τους πληθυσμούς στον δυτικό κόσμο, τόσο ώστε να το απωθούν εμμονικά και να το μετατρέπουν σε μια θάλασσα α-νόητων αισθητικών αναπαραστάσεων και θλιβερών εκδοχών της θεωρίας παιγνίων, είναι το γεγονός ότι υποψιάζονται πως δεκαετίες επέκτασης των νεοφιλελεύθερων καπιταλιστικών σχέσεων τόσο στο εσωτερικό όσο και στον υπόλοιπο πλανήτη έχουν δημιουργήσει έναν «μηχανισμό άμυνας» που έχει το χαρακτήρα αυτοάνοσου. Σύντομα, φαντάζονται (και μάλλον δεν έχουν άδικο), αυτός ο μηχανισμός «αυτοάμυνας» και «πρόληψης» δεν θα βομβαρδίζει μόνο τη Βόρεια Αφρική ή τη Μέση Ανατολή. Αυτή η «θανατηφόρα θεραπεία» που επιβάλλεται στο όνομα της ασφάλειας θα εφαρμοστεί τελικά και στα σώματα που είχαν το προνόμιο να θεωρούν πως είναι προστατευμένα.
Αν κάτι μπορούν να μας διδάξουν οι Παλαιστίνιες και οι Παλαιστίνιοι που ακόμα αντιστέκονται σε πείσμα των σφαγών είναι ότι η καταστροφή δεν είναι παρά μια στιγμή στη δυνατότητα δημιουργίας άλλων σχέσεων. Το χρέος μας είναι να θυμηθούμε, έπειτα από δεκαετίες, αυτό που ξέρουν ήδη (και πάντα ήξεραν) οι άνθρωποι που θεωρούμε «εξαθλιωμένους», μια και αφήσαμε τα κράτη μας να τους κακοποιούν χωρίς όριο: ότι η πολιτική δεν είναι η λογιστική καταμέτρησης και διαχείρισης «αναγκαίων πτωμάτων» αλλά η ηθική των ενσώματων τρόπων στο πιο ζωντανό σημείο της έντασής τους, «… όπου η εξουσία ναυαγεί στο ίδιο το σχήμα διακυβέρνησής της».
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.