ΤΗΝ ΩΡΑ ΠΟΥ οι διαρκώς αμήχανοι Ευρωπαίοι ηγέτες παρακολουθούν τις κινήσεις του Τραμπ και του Πούτιν, αδυνατώντας να χαράξουν τη δική τους στρατηγική, ενώ η πληγή στην Ουκρανία παραμένει ανοιχτή και στα μέτωπα συνεχίζουν να πεθαίνουν, άλλο ένα ευρωπαϊκό σκάνδαλο διαφθοράς έγινε γνωστό αυτές τις μέρες, όχι για να μας εκπλήξει, αλλά για να μας υπενθυμίσει τη νοοτροπία που επικρατεί στον τεράστιο γραφειοκρατικό μηχανισμό της Ε.Ε., όπως έχει εξελιχθεί στο πέρασμα των ετών.
Η Φεντερίκα Μογκερίνι, που συνελήφθη την Τρίτη από τη βελγική αστυνομία και τέθηκε υπό κράτηση, ως ύποπτη, μαζί με δύο ακόμη σημαντικά στελέχη, δεν είναι ένα τυχαίο πρόσωπο αυτού του ευρωπαϊκού μηχανισμού. Διατέλεσε Ύπατη Εκπρόσωπος της Ευρωπαϊκής Ένωσης για Θέματα Εξωτερικής Πολιτικής και Πολιτικής Ασφαλείας από το 2014 ως το 2019 και στη συνέχεια ανέλαβε πρύτανης του Κολεγίου της Ευρώπης στη Μπριζ, μια θέση πολύ σημαντική.
Η Μογκερίνι ήταν στη θέση που βρίσκεται σήμερα η Κάγια Κάλας και ήταν αρμόδια για την εξωτερική πολιτική της Ε.Ε. Όταν το 2020 ανέλαβε τη θέση που κατέχει τώρα, αρκετοί μίλησαν για ευνοιοκρατία, αλλά ουδείς τελικά πτοήθηκε. Προφανώς η πρώην Ύπατη Εκπρόσωπος της Ε.Ε. για θέματα Εξωτερικής Πολιτικής είχε τις κατάλληλες διασυνδέσεις για να αναλάβει τη θέση αυτή, παρά τις σκιές του πρόσφατου παρελθόντος και τη σύνδεση με άλλο σκάνδαλο. Διότι η Μογκερίνι, όπως είχε αποκαλυφθεί πριν από τρία χρόνια, συμμετείχε στη διαβόητη ΜΚΟ-βιτρίνα για τη μεταφορά χρημάτων από το Κατάρ και άλλα κράτη του Αντόνιο Παντσέρι, του φερόμενου ως εγκεφάλου στην υπόθεση του Qatargate. Η ίδια ισχυρίστηκε τότε ότι δεν ήξερε τίποτα. Έσπευσε να παραιτηθεί από τη ΜΚΟ και δεν κατηγορήθηκε για τίποτα.
Η υπόθεση της Φεντερίκα Μογκερίνι, μαζί με τους υπόλοιπους κατηγορούμενους, έρχεται σε συνέχεια του Qatargate και άλλων σκανδάλων, που έχουν εντείνει την ανησυχία σχετικά με τη διαφθορά και την αξιοπιστία των θεσμικών οργάνων της Ε.Ε.
Όσοι είχαν παρακολουθήσει στενά την ιστορία αυτή, δεν πέφτουν από τα σύννεφα και μάλλον δεν είναι διόλου τυχαίο ότι οι έλεγχοι ούτε αυτήν τη φορά έγιναν από τους παραδοσιακούς ευρωπαϊκούς ελεγκτικούς θεσμούς, όπως δεν είχαν γίνει ούτε στο Qatargate.
Ήταν ο πολύ νέος θεσμός της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας-EPPO (που έχει αρχίσει να ενοχλεί πολλούς) και η βελγική αστυνομία που εντόπισαν τη διαφθορά και ξεκίνησαν την έρευνα και στην υπόθεση αυτή. Η Μογκερίνι, η οποία αφέθηκε ελεύθερη επειδή δεν υπήρχε κίνδυνος διαφυγής, κατηγορείται πλέον επισήμως για σοβαρά αδικήματα, πράγμα που υποδηλώνει την ύπαρξη στοιχείων, αλλά βεβαίως ένοχη θα καταστεί μόνο αν αποδειχθεί η ενοχή της στο δικαστήριο.
Η υπόθεση της Φεντερίκα Μογκερίνι όμως (μαζί με τους υπόλοιπους κατηγορούμενους) έρχεται σε συνέχεια του Qatargate και άλλων σκανδάλων, που έχουν εντείνει την ανησυχία σχετικά με τη διαφθορά και την αξιοπιστία των θεσμικών οργάνων της ΕΕ. Ο βασικός προβληματισμός δεν μπορεί παρά να επικεντρώνεται στην ακεραιότητα των ανώτατων ευρωπαϊκών στελεχών και θεσμών, καθώς πλέον πλήττεται η κορυφή και όχι απλώς κάποιοι υπάλληλοι ή πρώην ευρωβουλευτές. Εδώ οι κατηγορίες αφορούν υψηλόβαθμα στελέχη που κατείχαν κεντρικές θέσεις στη χάραξη πολιτικής και στην οικονομική διαχείριση.
Παρά την προσπάθεια υποβάθμισης που έγινε με τα προηγούμενα σκάνδαλα, συγκεντρώνονται πλέον πολλά και η κατάσταση δείχνει να μην ελέγχεται εύκολα (ας σημειώσουμε και τη μάλλον καθόλου τυχαία απουσία της περίφημης OLAF από τις αποκαλύψεις και αυτήν τη φορά). Τα αυξημένα περιστατικά, και μάλιστα στην κορυφή, ενισχύουν την εικόνα των Βρυξελλών ως ενός κέντρου γραφειοκρατίας και διαφθοράς, υπονομεύοντας την εμπιστοσύνη των Ευρωπαίων πολιτών στους θεσμούς τους.
Το μόνο που εμπνέει κάποια αισιοδοξία στην υπόθεση αυτή (όπως και στα δικά μας) είναι η ανάδειξη του ρόλου της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας, ενός νέου και αρκετά ανεξάρτητου για την ώρα φορέα της Ε.Ε. που αποδεικνύει ότι διαθέτει τη βούληση και τη δύναμη να διερευνά υποθέσεις απάτης, διαφθοράς και κατάχρησης κοινοτικών κονδυλίων, ανεξάρτητα από το πολιτικό βάρος των εμπλεκομένων.
Ο Κάθετος Διάδρομος και οι πολιτικές ισορροπίες
Στην ελληνική πολιτική σκηνή, η ανακοίνωση της συμφωνίας με τις ΗΠΑ για τον Κάθετο Διάδρομο ενδέχεται να επηρεάσει τον σχεδιασμό βασικών παικτών αλλά και τις εσωτερικές πολιτικές εξελίξεις. Η κυριότερη συνέπεια δεν είναι η μία δημοσκοπική μονάδα που κέρδισε η Νέα Δημοκρατία, κάτι που μπορεί να αποδειχθεί και προσωρινό – αν και δεν ήταν καθόλου εύκολο να το πετύχει αυτό το προηγούμενο διάστημα. Είναι κυρίως η πιθανή αλλαγή στη στάση ορισμένων επιχειρηματικών συμφερόντων και αυτή είναι μια συζήτηση που γίνεται αυτές τις μέρες στους επιχειρηματικούς και οικονομικούς κύκλους.
«Κάποιοι ισχυροί παίκτες της χώρας είχαν ως στόχο να ελέγξουν τα ενεργειακά, κάτι που πλέον θα περάσει από την κυβέρνηση και δεν θα είναι στο χέρι τους. Η μεγάλη συμφωνία τώρα είναι αυτή, για το αμερικανικό LNG, και όλοι θέλουν να είναι μέσα», είπε στη LiFO πρώην υπουργός Οικονομικών. Το ίδιο ανέφερε με έντονο προβληματισμό και υψηλόβαθμο στέλεχος της αντιπολίτευσης, υποστηρίζοντας ότι μεγάλοι επιχειρηματικοί παίκτες –οι οποίοι για τους δικούς τους λόγους δεν επιθυμούν την παραμονή του Κυριάκου Μητσοτάκη στην κυβέρνηση– περίμεναν ότι η διοίκηση του Τραμπ θα τον άδειαζε, αλλά αυτό δεν συνέβη. «Η συμφωνία αυτή αιφνιδίασε», λέει, εκφράζοντας την εκτίμηση ότι ο Κάθετος Διάδρομος «θα ανοίξει μεγάλες δουλειές στις οποίες θα θέλουν να μπουν κι αυτοί που ήταν απέναντί του ως τώρα, οπότε ίσως αλλάξουν τα σχέδια και δούμε το επόμενο διάστημα να πέφτουν οι τόνοι».
Στο πιο επιφανειακό επίπεδο, το Μέγαρο Μαξίμου καλλιεργεί ένα επικοινωνιακό αφήγημα που λέει ότι δεν έχει ξαναγίνει στη Μεταπολίτευση ένα κυβερνών κόμμα, μετά από σχεδόν επτά χρόνια στην εξουσία, να είναι πρώτο και με διψήφια διαφορά από το δεύτερο. Αυτή η εκτίμηση στηρίζεται μεν στο πραγματικό γεγονός της δημοσκοπικής διαφοράς, παραβλέπει όμως τον λόγο για τον οποίο συμβαίνει αυτό και υποβαθμίζει το εξίσου αντικειμενικό γεγονός των χαμηλών επιδόσεων της ΝΔ.
Δεν είναι δηλαδή ότι η κυβέρνηση χαίρει μεγάλης εμπιστοσύνης από τον λαό και καταγράφει υψηλά ποσοστά στις δημοσκοπήσεις, αλλά ότι, παρά τη δική της χαμηλή επίδοση, υπερτερεί με διαφορά διότι η επίδοση των υπολοίπων είναι ακόμα χειρότερη. Επιπλέον, τα κόμματα που διεκδικούν τη διακυβέρνηση της χώρας έχουν όλα κυβερνήσει και το βασικότερο πρόβλημά τους, που δεν φαίνεται όμως να τα απασχολεί και τόσο, είναι ότι δεν έχουν πείσει την ελληνική κοινωνία πως έχουν μια πολύ διαφορετική πρόταση από αυτήν της ΝΔ.