ΠΡΙΝ ΑΠΟ ΔΥΟ ΧΡΟΝΙΑ, κυκλοφόρησε ένα meme που απεικονίζει ένα wojak σε απόγνωση πάνω σε λευκό φόντο. Γύρω του, αιωρούνται λόγια: «plant parent», «πάμε Tourlou!», «παίζει sublet διαμερισματάκι Κυψέλη/Εξάρχεια», και άλλες ατάκες των φασέων. Το meme, το οποίο δεν έχω ακόμα καταφέρει να βρω και να αναπαράγω εκ μνήμης, αγαπήθηκε ευρέως, ακόμα κι απ’ αυτούς στους οποίους αναφέρεται.
Πρόκειται για μια εξαιρετική, όσο και πικρή σύλληψη. Σε ένα πρώτο επίπεδο, δείχνει την απόλυτη ομοιογένεια που μπορεί να φέρει το alternative, τον τρόπο με τον οποίο μια κίνηση που προσπαθεί να διαφοροποιηθεί απ’ το mainstream συχνά δημιουργεί τις δικές της ταυτοτικές σταθερές, που ενδέχεται να γίνουν τόσο συμβατικές όσο αυτές της κυρίαρχης κουλτούρας.
Μας θυμίζει, με άλλα λόγια, την ανάλυση του Byung-Chul Han για τα τατουάζ. Σύμβολα της συμμαχίας ατόμου και κοινότητας στις τελετουργικές κοινωνίες, και σύμβολα ατομικισμού για τις ανώτερες τάξεις στον 19o αιώνα, τα τατουάζ έχουν πλέον χάσει «κάθε συμβολική αξία». Συνιστούν μια χειρονομία μη συμβατικότητας που έχει γίνει συμβατική, μια αυτοαναιρούμενη σηματοδότηση της αυθεντικότητας του ατόμου: «Παραπέμπουν, απλώς, στην ιδιαιτερότητα του φορέα τους»∙ η σύγχρονη «κόλαση του Ίδιου κατοικείται από κλώνους [με] τατουάζ».¹
Η πόλη παύει να είναι ένα πλέγμα που μπορεί να σε εκπλήξει, γεννώντας το καινούργιο. Ο δημόσιος χώρος εξαφανίζεται ακόμα πιο απότομα, γιατί οι εκδηλώσεις που τον εποικούν είναι (δι)οργανωμένες και, συχνότερα, ακριβές.
Σε ένα δεύτερο, όμως, επίπεδο, το meme έχει ενδιαφέρον γιατί ψηλαφεί μια συγκεκριμένη σχέση με την καθημερινότητα, με την ίδια την εμπειρία και με την πόλη, μια σχέση που είναι δομική και δεν περιορίζεται στις υποκουλτούρες τις οποίες εκείνο σατιρίζει. Για πολλούς νέους ανθρώπους, η πόλη έχει πάψει να είναι ένα ανοιχτό πεδίο, ένας χώρος για απρόσμενες –ανθρώπινες και μη– συναντήσεις κι ένα πλέγμα συνδέσεων. Απεναντίας, ακριβώς όπως η γεωγραφική εμπειρία της πόλης τεμαχίζεται από την ιδιωτικοποίηση και το real estate, έτσι και η χρονική εμπειρία της παίρνει την αυστηρή μορφή ενός προγράμματος, έστω ενός προγράμματος εκδηλώσεων.
Υπάρχει πάντα ένα φεστιβάλ, μια γνώριμη συναυλία, ένα event των καλοκάγαθων ιδρυμάτων («μα ο πολιτισμός μας ανθίζει / να ‘ναι καλά οι εφοπλιστές και τα ιδρύματα»²), τα εγκαίνια μιας έκθεσης, ένα εργαστήριο κηπουρικής ή κεραμικής στο οποίο πρέπει να πάμε.
Όσο και αν τα παραπάνω λειτουργούν ως απαραίτητα παυσίπονα ή συμπληρώματα για μια καθημερινότητα που γίνεται όλο και πιο ασφυκτική, η εμπειρία της πόλης που παράγουν για πολλούς –μια εμπειρία «ατζέντας», θεαματικών εμπειριών επί πληρωμή– σκοτώνει κάθε ανοιχτότητα και αυθορμητισμό. Οριακά, θα λέγαμε πως είναι σαν ο θεαματικός χώρος της οθόνης να ξεφεύγει απ’ τους εικονικούς περιορισμούς του και να ξεχύνεται στην πόλη, έτσι ώστε τα πάντα αναδιαμορφώνονται με τη λογική της αγοράς της προσοχής.
Πάει η νομαδική εμπειρία περιπλάνησης που εξυμνούν οι Ντελέζ-Γκαταρί, η άναρχη βόλτα που λειαίνει το αστικό τοπίο, «κάνει το άστυ να εκκρίνει ένα πάτσγουορκ, διαφορικές ταχύτητες, καθυστερήσεις κι επιταχύνσεις, μεταβολές κατεύθυνσης, διαρκείς παραλλαγές».³ Η πόλη παύει να είναι ένα πλέγμα που μπορεί να σε εκπλήξει, γεννώντας το καινούργιο. Ο δημόσιος χώρος εξαφανίζεται ακόμα πιο απότομα, γιατί οι εκδηλώσεις που τον εποικούν είναι (δι)οργανωμένες και, συχνότερα, ακριβές.
Κατ’ αυτόν τον τρόπο, φτάνουμε σε μια συνθήκη που μοιάζει με το αντεστραμμένο όνειρο των καταστασιακών, μια εξέλιξη που σίγουρα θα έβλεπαν ως εφιαλτική: ναι, η πόλη γίνεται ένα μέρος για «συμβάντα» ή «καταστάσεις», μόνο που αυτές δεν είναι πια αυτόνομες κι αιρετικές, αλλά απολύτως ελεγχόμενες κι εμπορευματοποιημένες, «experiences» προς πώληση και προς αγορά.
Πίντσον, γι’ ακόμα μια φορά: «Σε κάθε παράθυρο, καθώς η Τζαπόνικα περνούσε αργά, εμφανιζόταν ένας χίπης ή μια μικρή παρέα από χίπηδες∙ όλοι με ακουστικά, ακούγοντας κι από ένα διαφορετικό άλμπουμ ροκ εν ρολ και κουνώντας το σώμα τους σε διαφορετικό ρυθμό. Όπως ο Ντένις, ο Ντοκ ήταν συνηθισμένος στις υπαίθριες συναυλίες, όπου χιλιάδες άνθρωποι μαζεύονταν για ν’ ακούσουν μουσική δωρεάν κι όπου τα πάντα κάπως έσμιγαν σ’ έναν ενιαίο δημόσιο εαυτό, αφού όλοι είχαν την ίδια εμπειρία. Εδώ, όμως, το κάθε άτομο άκουγε μόνο του, σε πλήρη απομόνωση και κοινή σιωπή και, αργότερα, κάποιοι απ’ αυτούς θα ξόδευαν και χρήματα για ν’ ακούσουν ροκ εν ρολ».
[1] Byung-Chul Han. [2019]. Για την εξαφάνιση των τελετουργιών: Μια τοπολογία του παρόντος, (μτφρ. Βασίλης Τσαλής). Εκδόσεις Opera, σ. 37-38.
[2] ΛΕΞ. 2022. Ματωμένο Τερέν.
[3] Gilles Deleuze & Félix Guattari. [1980]. A Thousand Plateaus, (μτφρ. Biran Massumi). University of Minnesota Press, σ. 482.
To άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.