ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΜΟΝΟ όλες ανεξαιρέτως οι δημοσκοπήσεις που με έναν σχεδόν πάγιο τρόπο καταγράφουν το πολιτικό μας αδιέξοδο, αλλά και οι συζητήσεις γύρω μας, το κλίμα που όλοι βλέπουμε να υπάρχει, η ασφυξία που παρατηρείται σε πολλά επίπεδα, η απουσία οποιουδήποτε ίχνους αισιοδοξίας για το άμεσο μέλλον. Δεν θα πρωτοτυπούσαμε αν σημειώναμε ότι υπάρχει ένα μεγάλο και σοβαρό πρόβλημα πολιτικής εκπροσώπησης, ότι όσα συμβαίνουν σε αυτό που περιγράφεται ως πολιτική ζωή του τόπου είναι μίζερα, θλιβερά και αφορούν ένα μικρό μόνο κομμάτι της κοινωνίας. Το υπόλοιπο, το θεαματικά μεγαλύτερο, απέχει από όλα αυτά που συμβαίνουν, τα παρακολουθεί με θλίψη και απογοήτευση, αρνείται να παίξει ρόλους που δεν του ταιριάζουν, δεν έχει να περιμένει κάτι θετικό, η προοπτική δεν υπάρχει ως σκέψη.
Να σημειώσουμε επιγραμματικά αυτό που συμβαίνει. Η κυβέρνηση στα μέσα της δεύτερης τετραετίας της διολισθαίνει, μειώνει συνεχώς την επιρροή της, απογοητεύει ολοένα περισσότερους υποστηρικτές της, ακόμη και τους πιο θερμούς, δεν μπορεί να ανακάμψει και το μοναδικό επιχείρημα που έχει να προτάξει για να αιτιολογήσει την πορεία της είναι μια πρωτοκαθεδρία στις δημοσκοπήσεις απέναντι στα άλλα κόμματα. Οι ίδιες δημοσκοπήσεις, ωστόσο, δείχνουν δραματική μείωση των ποσοστών της, αρνητικές επιδόσεις σε όλες τις επιμέρους παραμέτρους που αφορούν την αποδοχή του έργου της, το πρόσωπο του πρωθυπουργού και πολλών υπουργών. Παραμένει στην εξουσία και μοιάζει ισχυρή, χωρίς όμως και να είναι, απλώς επειδή η μεγάλη πλειονότητα των πολιτών δεν βλέπει μια πειστική εναλλακτική πρόταση εξουσίας. Τη «σώζει» αυτό, δηλαδή η πρωτιά σε μια μειοψηφία.
Τον τελευταίο καιρό όμως πολλαπλασιάζονται και τα σενάρια που θέλουν τον Τσίπρα ή ακόμα και τον Σαμαρά σε διεκδίκηση ρόλων που είχαν παλιά. Ιδιαίτερα ο πρώτος, ο οποίος είναι φανερό πια ότι το επιδιώκει με κάθε τρόπο και αυτή τη φορά διαφορετικά.
Όσον αφορά την αντιπολίτευση συνολικά, αρκούν λίγες μόνο λέξεις για να περιγραφεί η κατάσταση στην οποία έχει περιπέσει. Κανένα κόμμα δεν καταφέρνει να εισπράξει σε στοιχειωδώς ικανά ποσοστά τη δεδομένη κυβερνητική φθορά, να επωφεληθεί από τον απόηχο των σκανδάλων, να δημιουργήσει έναν φορέα υποδοχής των πολλών χιλιάδων απογοητευμένων ψηφοφόρων που παραμένουν αμέτοχοι σε όσα συμβαίνουν και αρκετοί από αυτούς ιδιωτεύουν. Έχει γραφτεί και ειπωθεί εκατοντάδες φορές η διαπίστωση ότι αποτελεί μια μοναδική συνθήκη, τουλάχιστον στα μεταπολιτευτικά χρόνια, το ότι δεν υπάρχει δεύτερο κόμμα εξουσίας που να φαίνεται να μπορεί να κερδίσει την εξουσία είτε στην επόμενη εκλογική αναμέτρηση είτε σε βάθος χρόνου.
Το πολιτικό αδιέξοδο επιβεβαιώνεται ακόμα και από την καταγραφή κάποιων παραμέτρων των δημοσκοπήσεων. Υπάρχει μεγάλος αριθμός πολιτών που πια δεν ελκύονται από συγκεκριμένα πολιτικά προγράμματα και εκπροσώπους στους οποίους μπορούν να ελπίζουν, αλλά από κάποια πρόσωπα στα οποία θεωρούν ότι μπορούν να εναποθέσουν τις προσδοκίες τους χωρίς να υπάρχει μια βάσιμη και αιτιολογημένη λογική για κάτι τέτοιο. Υπάρχει ένας μεγάλος αριθμός πολιτών που βλέπουν θετικά τη δημιουργία ενός κόμματος υπό τη Μαρία Καρυστιανού, μητέρας παιδιού θύματος του δυστυχήματος των Τεμπών. Μια αξιοπρεπής και μαχητική αντιμετώπιση του θέματος αποτελεί για πολλούς μια απάντηση σε ένα μεγάλο πολιτικό αδιέξοδο – αυτή αρκεί. Και αυτή η επιδραστικότητα ενός φανταστικού κόμματος διαπερνά με θετικό τρόπο όλα τα κόμματα, ιδιαίτερα αυτά που αυτοτοποθετούνται στον κεντροαριστερό χώρο.
Τον τελευταίο καιρό όμως πολλαπλασιάζονται και τα σενάρια που θέλουν τον Τσίπρα ή ακόμα και τον Σαμαρά σε διεκδίκηση ρόλων που είχαν παλιά. Ιδιαίτερα ο πρώτος, ο οποίος είναι φανερό πια ότι το επιδιώκει με κάθε τρόπο και αυτή τη φορά διαφορετικά. Οι λόγοι για τους οποίους ο Τσίπρας έχασε όλες τις εκλογικές αναμετρήσεις και στη συνέχεια οδήγησε το κόμμα του σε πολλαπλές διασπάσεις δεν εξέλιπαν, δεν υπήρξαν καν στοιχειώδη δείγματα αυτοκριτικής. Κι όμως, ένας σεβαστός αριθμός πολιτών βλέπει την επάνοδό του ως μια λύση στο δεδομένο αδιέξοδο. Αγνοώ απο ποια ακριβώς στοιχεία της ενεργού πορείας Τσίπρα έλκονται, τι ακριβώς ελπίζουν ότι μπορεί να καταφέρει με ένα νέο κόμμα, απορώ πώς δεν βλέπουν έλλειμμα διορατικότητας και ικανής διαχείρισης – αλλά αυτό συμβαίνει.
Όσο για τον Σαμαρά, μπορεί οι δημοσκοπήσεις να τον τοποθετούν ως δυνάμει αρχηγό ενός νέου κόμματος αλλά ο ίδιος δεν έχει μιλήσει για κάτι τέτοιο και δεν γνωρίζουμε τις πραγματικές του προθέσεις. Αλλά και αν ακόμα υπήρχε ένα βάσιμο τέτοιο ενδεχόμενο επιστροφής με ένα νέο κόμμα, τι ακριβώς σκέφτονται όσοι απαντούν ότι θα στήριζαν ένα τέτοιο κόμμα; Ότι ένας πρώην πρωθυπουργός 74 χρόνων θα έδινε απαντήσεις ικανές να βγάλουν τη χώρα από μια πολλαπλή κρίση;
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.
To νέο τεύχος της LiFO δωρεάν στην πόρτα σας με ένα κλικ.