Ο ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ ΕΙΝΑΙ ΕΝΑΣ ΜΗΝΑΣ κατά τον οποίο τόσο η κυβέρνηση όσο και τα κόμματα μπορούν να έχουν μια καθαρή εικόνα για το σημείο στο οποίο βρίσκεται η απήχησή τους. Ο κόσμος έχει επιστρέψει από τις διακοπές του καλοκαιριού και έχει έρθει ξανά αντιμέτωπος με τα προβλήματα της καθημερινότητας· οι εξαγγελίες της ΔΕΘ έχουν «μεταβολιστεί» και, λίγο έως πολύ, όλοι οι συστημικοί παίκτες έχουν δείξει τις προθέσεις τους για την τακτική που θα ακολουθήσουν την επόμενη περίοδο.
Οι πρώτες δημοσκοπήσεις αποτυπώνουν ξεκάθαρα ότι το πρόβλημα εμπιστοσύνης της κοινωνίας προς το πολιτικό σύστημα παραμένει. Και παρότι πρόκειται για ένα αρκετά ανησυχητικό εύρημα, καθώς, αν συνεχιστεί, μπορεί να οδηγήσει σε κρίση (απο)νομιμοποίησης, δεν φαίνεται να ταρακουνά κανέναν συστημικό παίκτη. Αυτό συμβαίνει κυρίως επειδή όλοι οι παίκτες χάνουν και ο καθένας από αυτούς ελπίζει στην αδυναμία του άλλου για να επικρατήσει.
Δυστυχώς, όλοι γνωρίζουν πως αμέσως μετά τις εκλογές το κύριο μέλημα των πολιτικών δεν είναι η αντιμετώπιση των προβλημάτων και οι πολιτικές προτάσεις που θα έκαναν τη χώρα καλύτερη, αλλά η επανεκλογή τους. Όλοι γι’ αυτό εργάζονται, και αυτό φυσικά συμβαίνει και τώρα.
Η κυβέρνηση, παρότι βλέπει πως ό,τι κι αν κάνει (από αυτά που θεωρεί η ίδια σωστά, βέβαια) δεν ανεβαίνει η «βελόνα» και όλη η μάχη περιορίζεται τελικά στο να μην υποχωρήσει κι άλλο, δεν αναζητά τις πραγματικές αιτίες για τις οποίες πολλοί ψηφοφόροι του 2023 την έχουν εγκαταλείψει. Εστιάζει στη μεγάλη διαφορά που έχει από το δεύτερο κόμμα, ενώ την ανακουφίζουν ο πολυκερματισμός της αντιπολίτευσης και οι αδυναμίες των αντιπάλων. Στρατηγική σκέψη δεν φαίνεται να υπάρχει, καθώς η τακτική που ακολουθεί δεν διευκολύνει τον προσωπικό στόχο του Κυριάκου Μητσοτάκη για τρίτη θητεία. Ακόμα κι αν η ΝΔ βγει πρώτη στις επόμενες εκλογές, βάσει των σημερινών δημοσκοπήσεων, η αυτοδυναμία είναι άπιαστο όνειρο και κανένα κόμμα –αν υποτεθεί ότι κάποιο θα δεχόταν να συνεργαστεί μετεκλογικά– δεν θα αποδεχόταν την παραμονή του στην πρωθυπουργία. Όσον αφορά το ΠΑΣΟΚ ειδικά, αυτό θα πρέπει να θεωρείται απολύτως βέβαιο.
Δυστυχώς, όλοι γνωρίζουν πως αμέσως μετά τις εκλογές το κύριο μέλημα των πολιτικών δεν είναι η αντιμετώπιση των προβλημάτων και οι πολιτικές προτάσεις που θα έκαναν τη χώρα καλύτερη, αλλά η επανεκλογή τους. Όλοι γι’ αυτό εργάζονται, και αυτό φυσικά συμβαίνει και τώρα. Υπό αυτό το πρίσμα αναλύονται και όλες οι ενέργειές τους, γεγονός που εξηγεί εν πολλοίς τόσο την κατάσταση της χώρας όσο και την ποιότητα του πολιτικού προσωπικού, το οποίο –στη συντριπτική του πλειοψηφία– βλέπει την πολιτική ως επάγγελμα και όχι ως λειτούργημα.
Η πρόσφατη δημοσκόπηση της Opinion Poll αποτυπώνει με ευκρίνεια την κατάσταση. Οι πολίτες, για άλλη μια φορά, αναδεικνύουν το πρόβλημα της ακρίβειας ως το μεγαλύτερο ζήτημα της καθημερινότητάς τους, αποδεικνύοντας ότι η κυβέρνηση δεν έχει καταφέρει να το αντιμετωπίσει. Παρά το success story για την ελληνική οικονομία που προβάλλει η κυβερνητική αφήγηση, στην κοινή γνώμη αυτό δεν μοιάζει να έχει απήχηση.
Τα υπόλοιπα προβλήματα που ιεραρχεί ως σημαντικά η κοινή γνώμη είναι η Δικαιοσύνη, η διαφθορά, η κατάσταση της δημόσιας υγείας, τα εθνικά θέματα, οι τιμές της ενέργειας και η κατάσταση της Παιδείας. Πρόκειται για τομείς στους οποίους η κυβέρνηση περνά κάτω από τον πήχη των προσδοκιών που η ίδια καλλιέργησε κάποτε. Γι’ αυτό και το 70,7% σήμερα κρίνει αρνητικά τη θητεία της. Αλλά ούτε αυτό ανησυχεί ιδιαίτερα το Μαξίμου, καθώς εστιάζει διαρκώς στη διαφορά από το δεύτερο κόμμα.
Τα πράγματα, ωστόσο, εξακολουθούν να μην πηγαίνουν καθόλου καλά ούτε στην αντιπολίτευση. Είναι χαρακτηριστικό ότι, στην ερώτηση της Opinion Poll για το ποιο από τα υπόλοιπα κόμματα ασκεί την καλύτερη αντιπολίτευση στην κυβέρνηση, η πλειοψηφία των πολιτών (45,1%) απαντά «κανένα». Στη δεύτερη θέση έρχεται η Πλεύση Ελευθερίας, μόλις με 13%, και πολύ πιο πίσω όλοι οι υπόλοιποι.
 
 Παρόμοια εικόνα υπάρχει και στις απαντήσεις για το ποιος από τους αρχηγούς των κομμάτων είναι ο καταλληλότερος πρωθυπουργός. Οι περισσότεροι απαντούν και πάλι «κανένας», ο Κυριάκος Μητσοτάκης συγκεντρώνει το 28,1%, ενώ στην τρίτη θέση βρίσκεται η Ζωή Κωνσταντοπούλου με 7,9%, σχεδόν ισοψηφώντας με τον Νίκο Ανδρουλάκη και τον Κυριάκο Βελόπουλο.
Θα άλλαζε το τοπίο με την εμφάνιση νέων κομμάτων από παλιούς συστημικούς παίκτες, όπως ο Αντώνης Σαμαράς και ο Αλέξης Τσίπρας; Καμία ένδειξη δεν υπάρχει ότι κάτι τέτοιο θα ανέτρεπε την απογοήτευση των πολιτών για το πολιτικό σύστημα.
Ο Αντώνης Σαμαράς μοιάζει να έχει χάσει το momentum που είχε το διάστημα έπειτα από τις ευρωεκλογές, όταν το πρώτο μεγάλο κύμα των απογοητευμένων ψηφοφόρων της ΝΔ αναζητούσε τρόπους να εκφράσει τη διαμαρτυρία του. Αυτό φάνηκε στο αποτέλεσμα των ευρωεκλογών, με την πτώση των ποσοστών της ΝΔ, τη μεγάλη αποχή, αλλά και την εκλογή της Λατινοπούλου. Εκφράστηκε επίσης και στις αυτοδιοικητικές εκλογές, τόσο στην Αθήνα όσο και στη Θεσσαλονίκη και την περιφέρεια. Από την άλλη πλευρά, το 10% στην ίδια δημοσκόπηση, που αναδεικνύει τα εθνικά θέματα και τα ελληνοτουρκικά ως μείζονα προβλήματα σε μια περίοδο που αυτά δεν απασχολούν εντόνως την επικαιρότητα, καταδεικνύει ότι υπάρχει ένα ακροατήριο και μια υπολογίσιμη βάση για την ατζέντα του Αντώνη Σαμαρά, η οποία δεν μπορεί να υποτιμηθεί.
Ο Αλέξης Τσίπρας, με τη βοήθεια μερικών ισχυρών παραγόντων που τον στηρίζουν, κάνει αυτό που ξέρει πολύ καλά να κάνει: δημιουργεί ειδήσεις γύρω από τον εαυτό του μέσω μιας οργανωμένης επικοινωνιακής καταιγίδας, χωρίς ωστόσο να υπάρχει κανένα πολιτικό περιεχόμενο σε αυτές.
Στην τελευταία του συνέντευξη στην «Εφημερίδα των Συντακτών» (η οποία πέρασε στα χέρια ενός επιχειρηματία με τον οποίο έχει καλές σχέσεις) επιχείρησε να παρουσιάσει τον εαυτό του ως εκφραστή του νέου –παρότι έχει κυβερνήσει πέντε χρόνια και βρίσκεται είκοσι πέντε χρόνια στο πολιτικό προσκήνιο– με έναν εντελώς αποϊδεολογικοποιημένο λόγο. Καμία πολιτική πρόταση δεν ανέφερε και, όταν ρωτήθηκε για την επόμενη κίνησή του, απάντησε ότι η απόφασή του είναι να μπει στην «κολυμπήθρα της κοινωνίας, με εμπιστοσύνη στις δυνάμεις του λαού».
 
 Το μόνο που κατέστησε σαφές σε αυτή τη συνέντευξη είναι ότι, αυτή την περίοδο, φαίνεται να εξετάζει το ενδεχόμενο να αλλάξει πάλι την τοποθέτησή του (positioning), δοκιμάζοντας να εμφανιστεί ως αντισυστημικός παίκτης. Εξού και οι συνεχείς αναφορές του ότι αποφάσισε να βγει έξω από το πολιτικό σύστημα, παρουσιάζοντας την (επιβεβλημένη) παραίτησή του ως αντισυμβατική επιλογή. Το «κλείσιμο του ματιού» στο αντισυστημικό κοινό ήταν το μόνο σαφές μήνυμα, ενώ κατηγόρησε την προοδευτική αντιπολίτευση (του ΣΥΡΙΖΑ και της Νέας Αριστεράς συμπεριλαμβανομένων) ως συμφιλιωμένη με τη σημερινή πολιτική σήψη.
Το προηγούμενο διάστημα, ωστόσο, έπειτα από την παραίτησή του από την προεδρία του ΣΥΡΙΖΑ, ακολουθούσε άλλη τακτική, προσπαθώντας να εμφανιστεί ως συστημικός παίκτης που δεν πρέπει να φοβάται το σύστημα. Γι’ αυτό και είχε απολογηθεί για τις τηλεοπτικές άδειες και τη Novartis και επιχείρησε να διορθώσει το συστημικό του προφίλ με επισκέψεις στις ΗΠΑ, στο Χάρβαρντ κ.α. Αυτές τις μέρες φαίνεται ότι δοκιμάζει να δει αν μπορεί να ποντάρει στο αντισυστημικό κοινό, το οποίο, είναι αλήθεια, διαθέτει μια μεγάλη βάση στη χώρα μας – αν και μέρος της εκφράζεται ήδη από άλλα κόμματα. Στη δημοσκόπηση της Opinion Poll, το 8,6% των ερωτηθέντων δηλώνει ότι θα ψήφιζε σίγουρα ένα κόμμα Τσίπρα, ενώ το 17,5% (μικρότερο από την προηγούμενη μέτρηση) απαντά ότι «θα μπορούσε να τον ψηφίσει».
Ο ίδιος, σύμφωνα με το ρεπορτάζ, θεωρεί ότι έχει βέβαιη μια βάση περίπου 10%, η οποία μπορεί να φτάσει στο ποσοστό που πήρε στις τελευταίες εκλογές – αν και δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι θα τον ακολουθήσουν όλοι οι ψηφοφόροι που στην πορεία βρέθηκαν στη Νέα Αριστερά, στη Ζωή Κωνσταντοπούλου ή στον Στέφανο Κασσελάκη. Ο ίδιος σκοπεύει να τους διεκδικήσει· γι’ αυτό κατηγορεί τα κόμματα αυτά για συμφιλίωση με τη σημερινή σήψη, βγάζοντας τον εαυτό του απ’ έξω, αλλά το αποτέλεσμα παραμένει αμφίβολο. Αντιθέτως, οι περισσότεροι βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ εμφανίζονται πρόθυμοι να τον ακολουθήσουν ενθουσιωδώς, καθώς θεωρούν ότι αποτελεί τη μόνη ελπίδα για να ξαναβρεθούν στο επόμενο κοινοβούλιο έπειτα από τις εκλογές.
Πόσο αφορούν όλα αυτά την κοινωνία; Ελάχιστα έως καθόλου. Γι’ αυτό και ο καθρέφτης των δημοσκοπήσεων, παρά τη ρευστότητα και τη συγκεκριμένη κινητικότητα παλαιών παικτών, δεν πρόκειται να δείξει διαφορετική εικόνα ούτε την επόμενη φορά.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.
 
  
  
  
  
  
  
  
  
  
  
  
  
  
  
  
  
  
  
  
  
  
  
  
  
  
  
  
  
  
  
  
 