NEO VIDCAST

Με τον Cary Loren στην AMP

Με τον Cary Loren στην AMP Facebook Twitter
Φωτό: Photoharrie
0

Η AMP είναι μια γκαλερί που άνοιξε σε ένα μέρος δίπλα στην πλατεία Κουμουνδούρου, ανάμεσα σε κινέζικα, πακιστανικά και μπαγκλαντεσιανά μαγαζιά ρούχων και εστιατόρια, πολυκατοικίες με μετανάστες που στοιβάζονται σε διαμερίσματα πληρώνοντας μερικά ευρώ την ημέρα, ναρκομανείς, βαποράκια, αστυνομικούς, άστεγους, απόκληρους. Περπατάς στα γύρω τετράγωνα και νιώθεις παντού μάτια να σε κοιτάνε, άλλα μέσα από ένα παρκαρισμένο αυτοκίνητο, άλλα από μια βρόμικη σκάλα εισόδου, άλλα μέσα από αποθήκες. Κάποτε, πριν η κατάσταση φτάσει σε αυτό το ιδιότυπο γκέτο, πήγαινα συχνά στο εστιατόριο (που έμοιαζε με καφενείο σε ελληνικό χωριό) Bengal Garden και έτρωγα φακές με κάρι, δίπλα σε Πακιστανούς που μασούσαν με μανία το μπετέλ, αυτό το «περίεργο» ναρκωτικό από φύλλα μπανανιάς, ασβέστη (!) και κάποια άλλα συστατικά, που σου κάνει τα σάλια κόκκινα και μπορεί να σε δηλητηριάσει για πλάκα (το ήξερα, γιατί είχα διαβάσει ένα σχετικό άρθρο του μάγου των φυτών Ορέστη Δαβία σ' ένα περιοδικό).

Η AMP είναι απέναντι από τις εκδόσεις Τουμπή κι από τα κινέζικα είδη του Zhongqizad και δίπλα σε ένα άλλο κατάστημα με κινέζικα ρούχα που πουλάει καλτσάκια με ρίγες, ιδανικά μάλλον για χίπστερ ή για φετιχιστές με τα ρούχα-στολές των μαθητριών στην Ιαπωνία. Μια πρώην ξυλαποθήκη μετατράπηκε από τον Ανδρέα Μελά στην πιο εντυπωσιακά ωραία γκαλερί της Αθήνας, ένα εκπληκτικό τριώροφο νεοκλασικό που είναι σαν τη μύγα μες στο γάλα και διοργανώνει μερικές από τις πιο up-to-date εκθέσεις. Απόψε είναι τα εγκαίνια της έκθεσης «Hungry for death», στην οποία παρουσιάζεται το έργο της μυθικής μπάντας Destroy All Monsters, μιας κολεκτίβας από το Ντιτρόιτ που αποτελείται, μεταξύ άλλων, από τον Mike Kelley, τον Cary Loren, τη Niagara και τον Jim Shaw, μια παρέας που στα '70s έκανε καταστασιακή τέχνη και παρόλο που δεν έγινε ποτέ «διάσημη», έμεινε στην ιστορία ως μια από τις σημαντικότερες art bands, έχοντας επηρεάσει δεκάδες μουσικούς (οι Sonic Youth είναι μεγάλοι φαν τους). Ο Cary Loren είναι εδώ απόψε, ένας 60άρης με ισόποσες δόσεις τρέλας και μειλιχιότητας στο βλέμμα, με μια ζωή βουτηγμένη μέχρι τη φτέρνα στη μουσική, την τέχνη και το αβανγκάρντ. Έχει κουβαλήσει μαζί του ένα φορτηγό με συμπράγκαλα που ορίζουν αυτό τον σουρεαλιστικό κόσμο που κρύβει στο κεφάλι του και καθορίζουν αυτό που ήταν η Αμερική στα seventies. Η έκθεση είναι ένα μιξ από CD, σκίτσα σε κάρτες, σαρανταπεντάρια των Soupy Sales, κούκλες Spiderman με κεφάλι Μπάρμπι, πλαστικούς αρουραίους, πιστόλια, μαχαίρια κάθε είδους κόλπα, καπάκια μπίρας Φιξ, ένα τεύχος του περιοδικού «Nude», κονκάρδες που γράφουν «Βring all the troops home now», γυμνές φωτογραφίες της Niagara με αξύριστη μασχάλη και μια άλλη κάτω από ένα κάδρο του μυστικού δείπνου, αφίσες των MC5 από ένα λάιβ στο Straight Theater του Σαν Φρανσίσκο, μια της ταινίας Fuego Del Deseo, μια κάρτα με τη Susan Sontag με ζωγραφισμένο μουστάκι που γράφει «Against Interpretation», ένα κόκκινο πανό με ένα σκαθάρι με κεφάλι κάποιου βασιλιά που γράφει «Show No Shame» κι ένα άλλο που έχει μια σοκολάτα και γράφει «Peanut Butter Motherfucker». Ο κόσμος του Cary Loren. «Είχαμε μια κοινότητα που τη λέγαμε God's Oasis. Ήταν ένα κτίριο που είχε μια ταμπέλα απέξω που έγραφε "God's Oasis drive-in church" και είχαμε κι έναν πύραυλο πάνω εκεί κολλημένο. Κάποιοι περνούσαν από μπροστά και νόμιζαν ότι ήταν κανονική εκκλησία και μας χτυπούσαν την πόρτα. Εκεί κάναμε πρόβες με την μπάντα». Ντιτρόιτ, 1973, βιομηχανίες παντού, μόλυνση, κοινωνικές ανισότητες, ο Iggy με τους Stooges, ξύλο στις διαδηλώσεις. «Ήταν η εποχή που μόλις είχε σβήσει το κίνημα των χίπις, ο James Taylor ήταν στο ραδιόφωνο, η μουσική ήταν παντού χάλια, και θέλαμε να κάνουμε κάτι ασυνήθιστο και διαφορετικό. Εγώ είχα επηρεαστεί από τον Jack Smith, έναν κινηματογραφιστή από τη Νέα Υόρκη, κι άρχισα να κάνω ταινίες και θεατρικά στο loft που μέναμε με τη Niagara. Κάθε βράδυ κάναμε διάφορα χάπενινγκ, όπου το κοινό γινόταν μέρος της παράστασης: τους φορούσαμε κοστούμια και τους βάζαμε μπροστά από την κάμερα. Και κάπως έτσι γνώρισα και τον Mike Kelley και τον Jim Shaw, όταν συνειδητοποιήσαμε ότι μας άρεσαν τα ίδια πράγματα και ξεκινήσαμε την μπάντα». Είμαστε έξω από την γκαλερί όταν περνάνε μπροστά μας τέσσερις Ζητάδες κι από πίσω σταματάει ένα αυτοκίνητο μ' έναν παπά (και την παπαδιά) που μένουν απέναντι και ξεφορτώνουν διάφορες σακούλες και κιβώτια στην είσοδο της πολυκατοικίας. «Κάναμε πάντα guerilla gigs. Στο Ann Arbor, όπου μέναμε, υπήρχαν κτίρια που ανήκαν σε διάφορες αδελφότητες, στα οποία έμεναν κυρίως αστικές οικογένειες, που τα σαββατοκύριακα έκαναν κυριλέ πάρτι. Εμείς χτυπούσαμε την πόρτα και λέγαμε "είμαστε η μπάντα που παίζει στον δρόμο, έχουμε μαζί μας τον εξοπλισμό, θα παίξουμε δωρεάν αν θέλετε". Βασικά, το κάναμε για να τρώμε τσάμπα. Μπαίναμε μέσα, τρώγαμε καλά και μετά στήναμε τα μηχανήματα. Η Niagara φορούσε ένα νυφικό που είχαμε αγοράσει πάμφθηνα από ένα μαγαζί με μεταχειρισμένα. Εγώ είχα ένα μπουκαλάκι με ψεύτικο αίμα και με το που αρχίζαμε να παίζουμε noise αυτοσχεδιασμούς το έριχνα πάνω της κι αμέσως μας πετούσαν έξω με τις κλοτσιές. Και μετά πηγαίναμε στο διπλανό σπίτι και κάναμε το ίδιο. Έτσι παίζαμε πάντα. Δεν πρέπει να είχαμε κάνει και πολλές συναυλίες που να είχαν διαρκέσει πάνω από πέντε λεπτά». Μια συναρπαστική ζωή ενός υπέροχου ανθρώπου.

0

NEO VIDCAST

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

«Μα πώς γεμίζει αυτή η τρύπα;»: Πριν από 40 χρόνια, τα «Δυο Λουξ» ξάφνιασαν τα Χανιά

Θρυλικά Μπαρ / «Μα πώς γεμίζει αυτή η τρύπα;»: Πριν από 40 χρόνια, τα «Δυο Λουξ» ξάφνιασαν τα Χανιά

Ξέρετε πολλές τσαγερί που να έχουν εξελιχθεί σε ολοήμερα στέκια, να έχουν μισθώσει λεωφορεία για να δουν οι θαμώνες τους μια έκθεση σε άλλον νομό ή να βγάζουν μια βάρκα γεμάτη με μελομακάρονα για κέρασμα στον δρόμο; Και όμως, αυτό το μέρος υπάρχει και έχει ξενυχτήσει γενιές στο λιμάνι των Χανίων.
ΖΩΗ ΠΑΡΑΣΙΔΗ
Χταπόδι με σύκα: Μια για πολλούς άγνωστη και σίγουρα απρόσμενη συνταγή

Γεύση / Χταπόδι με σύκα: Μια για πολλούς άγνωστη και σίγουρα απρόσμενη συνταγή

«Όπου υπάρχουν συκιές, λίγο πιο πέρα αρχίζουν τα βότσαλα και μετά η Μεσόγειος και μετά το χταπόδι. Και κάπου, σ’ ένα πανηγυρικό τραπέζι, συναντώνται το χταπόδι και τα σύκα. Μαγειρεμένο το χταπόδι, μαγειρεμένα και τα λιόκαφτα, ξερά σύκα».
ΝΙΚΟΣ Γ. ΜΑΣΤΡΟΠΑΥΛΟΣ
Η ιεροτελεστία του πανηγυρικού πιλαφιού του Δεκαπενταύγουστου στο Καρπάθιο

Γεύση / Tα πιλάφια του Δεκαπενταύγουστου: Έτσι τιμούν τη μεγάλη γιορτή σε Κάσο και Κάρπαθο

Ακολουθώντας τελετουργικό χρόνων, στήνουν καζάνια πάνω σε φωτιές και φτιάχνουν πιλάφι, κρέας κοκκινιστό και τηγανητές πατάτες για να τιμήσουν τη μεγαλύτερη γιορτή του καλοκαιριού.
ΝΙΚΟΣ Γ. ΜΑΣΤΡΟΠΑΥΛΟΣ
Agora symi

Γεύση / Agora: Η πιο γραφική ανηφόρα της Σύμης οδηγεί σε μια κουζίνα με χαρακτήρα

Σε ένα μικρό μπαλκόνι με θέα τα παστέλ αρχοντικά της Σύμης, ο Χρήστος Σιδηρόπουλος σερβίρει μια ελληνική κουζίνα που συνομιλεί με το παρελθόν χωρίς να το αντιγράφει – μιλάει χαμηλόφωνα, αλλά ακούγεται καθαρά.
ΖΩΗ ΠΑΡΑΣΙΔΗ
Οι ανθοί της cucina povera

Γεύση / Κολοκυθανθοί: Τα λουλούδια της φτωχής αλλά σοφής κουζίνας

Τα άνθη που είτε βουτιούνται στο κουρκούτι είτε γίνονται τροφαντός ντολμάς κρύβουν φθαρτή ομορφιά και μεγάλη γευστική παράδοση — πολύ πριν ο οδηγός Michelin αναδείξει τάσεις σαν το zero waste και το «από το χωράφι στο τραπέζι».
ΝΙΚΟΣ Γ. ΜΑΣΤΡΟΠΑΥΛΟΣ
Αμπέλι, άστρα και συναίσθημα: Ο Θοδωρής Κοντογιάννης και η βιοδυναμική οινοποίηση

Το κρασί με απλά λόγια / Αμπέλι, άστρα και συναίσθημα: Ο Θοδωρής Κοντογιάννης και η βιοδυναμική οινοποίηση

Πώς επηρεάζει η αστρονομία τις καλλιεργητικές πρακτικές στο αμπέλι; Η Υρώ Κολιακουδάκη και ο Παναγιώτης Ορφανίδης σε μια συζήτηση με τον Θοδωρή Κοντογιάννη για τη σχέση του ανθρώπου με τη γη, την τεχνολογία και το κρασί, έξω από τα συνηθισμένα.
ΥΡΩ ΚΟΛΙΑΚΟΥΔΑΚΗ
Οι ιδιαίτερες γεύσεις του καλοκαιριού στο Αιγαίο

Γεύση / Σαρδέλες Καλλονής, Φούσκες, Σκίζα. Αυτή είναι η γεύση του Αιγαίου

Οι μένουλες Καρπάθου, το σπινιάλο Καλύμνου, η σκίζα της Μήλου και η μόστρα της Μυκόνου: Από τον ιωδιούχο αφρό του Αιγαίου ως τα μητάτα των Κυκλάδων, η γεύση του καλοκαιριού αποτυπώνεται σε προϊόντα που φέρουν την ιστορία και το φως των νησιών.
ΝΙΚΟΣ Γ. ΜΑΣΤΡΟΠΑΥΛΟΣ
ΕΠΕΞ Ελένη Σαράντη

Γεύση / Ελένη Σαράντη: «Κυνήγησα πράγματα που τελικά δεν είχαν σημασία»

Μετά από μια δύσκολη στιγμή, κατάλαβε πως η μόνη επιβράβευση που μετρά δεν είναι τα αστέρια, αλλά το “φάγαμε καταπληκτικά”. Όταν την αποκαλούν σεφ, απαντά απλά: «Εγώ μαγειρεύω». Η υπερήφανη μαγείρισσα που προκαλεί ουρές στην οδό Σαλαμίνος, στον Κεραμεικό, είναι η Αθηναία της εβδομάδας.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ