ΑΠΟΡΟΥΣΑ ΣΥΧΝΑ με τους ανθρώπους που διαβάζουν μεγάλη, σημαντική, κλασική, βαριά ή βαθιά (αν θέλετε βάζετε εισαγωγικά στους προσδιορισμούς αυτούς) λογοτεχνία στις διακοπές τους. Πώς τα καταφέρνουν να συγκεντρωθούν με όλους αυτούς τους αντιπερισπασμούς τριγύρω; Κι αν τα καταφέρνουν, δεν επηρεάζει το παράλληλο σύμπαν του βιβλίου και ό,τι (ασήκωτο συχνά) συμβαίνει ή διαπραγματεύεται μέσα εκεί, την ανεμελιά και την ελαφράδα που υποτίθεται ότι είναι τα λάβαρα των διακοπών;
Αφελή ερωτήματα, πιθανότατα. Σε κάθε περίπτωση, είχα φέτος την ευκαιρία να το εξακριβώσω από πρώτο χέρι περιφέροντας στα δωμάτια και στις παραλίες και στα μπιτσόμπαρα ένα τέτοιο βιβλίο – όχι πυκνό, στριφνό ή δύστροπο, απλά όχι ιδανικό (στο μυαλό μου τουλάχιστον) για υπαίθριους χώρους και πάσης φύσεως ρευστά περιβάλλοντα.
Καιρό είχε να μου συμβεί αυτό το αλλόκοτο μούδιασμα μετά το τέλος της ανάγνωσης ενός μυθιστορήματος. Και μάλιστα σε δημόσιο χώρο αναψυχής.
Τα κατάφερα, με κόπο και ιδρώτα, αλλά η διαδικασία με γονάτισε. Κάθε τόσο που το άφηνα προκειμένου να συμμετέχω πιο ενεργά και πιο κοινωνικά στις καθημερινές δραστηριότητες και τελετουργίες των διακοπών, το έκανα με ένα μίγμα ανακούφισης και ενοχής. Θυμάμαι να το τελειώνω με λυτρωτικό σπαραγμό στη σκιερή και ήσυχη σχετικά άκρη μιας μικρής παραλίας (δεν είχα βγάλει καν την μπλούζα μου παρά την ζέστη, σαν από σεβασμό στο πένθιμα φθινοπωρινό κλίμα του βιβλίου).

Τζον Γουίλιαμς,
Ο Στοουνερ, Μτφρ.: Αθηνά Δημητριάδου. εκδόσεις Gutenberg
Για λίγο, ήταν σα να μην ήξερα πού βρίσκομαι. Καιρό είχε να μου συμβεί αυτό το αλλόκοτο μούδιασμα μετά το τέλος της ανάγνωσης ενός μυθιστορήματος. Και μάλιστα σε δημόσιο χώρο αναψυχής. Ήταν, όπως λέει κάπου στο ίδιο το βιβλίο, μια έντονη ανάκληση της «αγάπης για τη λογοτεχνία, για τη γλώσσα, για το μυστήριο του μυαλού και της καρδιάς που αποκαλύπτονται στο λεπτό, για τους παράξενους και απρόσμενους συνδυασμούς των λέξεων, για το μαύρο και ψυχρό αποτύπωμα των γραμμάτων στη σελίδα».
Το βιβλίο ήταν το –ή μάλλον ο– Stoner του Τζον Γουίλιαμς (στα ελληνικά κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Gutenberg), που κυκλοφόρησε για πρώτη φορά πριν από εξήντα ακριβώς χρόνια, αλλά θα παρέμενε στο καθαρτήριο μέχρι την θριαμβευτική ανάληψή του σαράντα χρόνια αργότερα, το 2005, όταν επανεκδόθηκε από τις εκδόσεις New York Review Books Classics, προκαλώντας μια θύελλα διθυραμβικών κριτικών ανά την υφήλιο. Δυστυχώς, ο συγγραφέας του είχε πεθάνει μια δεκαετία πριν. Θυμάμαι τον ντόρο που είχε ξεκινήσει τότε γι’ αυτό το «παραγνωρισμένο αριστούργημα», για το «πιο σπουδαίο μυθιστόρημα που δεν έχεις διαβάσει ποτέ» (ισχύουν και τα δύο) και αρχικά είχα την εντύπωση ότι ο τίτλος αναφερόταν σε κάποιον αιώνιο μαστούρη και όχι στην ζωή και το τέλος ενός έντιμου και εσωστρεφούς καθηγητή Αγγλικής Φιλολογίας σε περιφερειακό πανεπιστήμιο που το όνομα του ήταν Γουίλιαμ Στόουνερ.
Κάποια «κλασικά» βιβλία καλύτερα να τα διαβάζει κανείς μεγάλος. Ή έστω μεγαλύτερος. Όταν έχει απεξαρτηθεί από τη σαγήνη της πυροτεχνικής πρόζας και μπορεί να εκτιμήσει καλύτερα την ουσία…
Στο τεσσαρακοστό τρίτο έτος του, ο Γουίλιαμ Στόουνερ έμαθε αυτό που άλλοι, πολύ νεότεροι, είχαν μάθει πριν από αυτόν: ότι το πρόσωπο που αγαπάς στην αρχή δεν είναι το πρόσωπο που αγαπάς στο τέλος, και ότι η αγάπη δεν είναι ένας σκοπός, αλλά μια διαδικασία μέσω της οποίας ένα άτομο προσπαθεί να γνωρίσει ένα άλλο… Στην ακραία νεότητά του, ο Στόουνερ θεωρούσε τον έρωτα ως μια απόλυτη κατάσταση ύπαρξης στην οποία, αν ήταν τυχερός, μπορούσε κανείς να βρει πρόσβαση. Στην πρώτη ωριμότητά του, είχε αποφασίσει ότι δεν ήταν παρά ο παράδεισος μιας ψεύτικης θρησκείας, την οποία έπρεπε να αντιμετωπίζει κανείς με μια ελαφρά δυσπιστία, με μια ήπια και οικεία περιφρόνηση και με μια αμήχανη νοσταλγία. Τώρα, στη μέση ηλικία του, άρχισε να καταλαβαίνει ότι δεν επρόκειτο ούτε για θεία χάρη ούτε για ψευδαίσθηση. Την έβλεπε ως μια πράξη συντέλεσης, μια κατάσταση που επινοείται και τροποποιείται από στιγμή σε στιγμή και από μέρα σε μέρα, από τη θέληση, το μυαλό και την καρδιά...