Υπήρξε ένα μικρό διάλειμμα, αλλά από το «It» και έπειτα οι διασκευές του έργου του Στίβεν Κινγκ επανήλθαν αριθμητικά στα επίπεδα του παρελθόντος. Βλέπεις, το όνομα του συγγραφέα είναι συνώνυμο του λογοτεχνικού τρόμου, μας τρομοκρατεί εδώ και μισό αιώνα και η δημοφιλία του υπερβαίνει τους λογοτεχνικούς κύκλους. Τα γραπτά του δεν περιορίζονται στο είδος του τρόμου, αλλά καλύπτουν το ευρύτατο φάσμα του φανταστικού, κάποτε «προσγειώνονται» και στον κόσμο μας, αφήνοντας, όμως, πάντα την αίσθηση ενός παραμυθιού. Ας μην ξεχνάμε ότι ο μανιχαϊσμός είναι σύμφυτος με τα παραμύθια και ο Κινγκ, λόγω της ανατροφής του, αποστρέφεται μεν τη θρησκοληψία, αλλά συνειδητά ή ασυνείδητα στρέφεται στις χριστιανικές διδαχές για έμπνευση. Πιστεύει στην ύπαρξη του Θεού, και σε εκείνη σκοτεινών δυνάμεων που θέλουν να μας βλάψουν – κι αυτή η πίστη σίγουρα βοηθά τη φαντασία ενός συγγραφέα. Πιστεύει, γενικότερα στην ύπαρξη του Καλού και του Κακού, τόσο του εξωτερικού όσο και του ενδογενούς, που βρίσκονται σε αιώνια πάλη μεταξύ τους, με τους ανθρώπους να καλούνται να επιλέξουν ανάμεσά τους και τη σωτηρία τους να εξαρτάται από την επιλογή τους.
Πολλά μπορούμε να γράψουμε για τον Στίβεν Κινγκ, τις εμμονές του και το έργο του, μα θα ξεφύγουμε από το αντικείμενο του παρόντος. Όπως γράφαμε και νωρίτερα, είναι εντυπωσιακός ο αριθμός διασκευών του έργου του που θα δούμε μέσα στους επόμενους τέσσερις μήνες. To (υπέροχο) «Life of Chuck» κυκλοφορεί στις αίθουσες από την Πέμπτη 4 Σεπτεμβρίου. Το «Long Walk», με τη διασκευή του οποίου είχαν καταπιαστεί κατά καιρούς διάφοροι σκηνοθέτες στο παρελθόν, χωρίς το εγχείρημα να λάβει το πράσινο φως, έρχεται στις 11 Σεπτεμβρίου. Τον Νοέμβριο ο καλός μας Έντγκαρ Ράιτ έχει ετοιμάσει μια νέα μεταφορά του «Running Man» με τον Γκλεν Πάουελ στον πρωταγωνιστικό ρόλο. Στη μικρή οθόνη τον Οκτώβριο θα δούμε μέσω του HBO και του Vodafone TV το «Welcome to Derry», ένα prequel του «It». Και οι διασκευές Στίβεν Κινγκ δεν σταματούν στα παραπάνω formats. Tην προσεχή θεατρική σεζόν θα δούμε στα αθηναϊκά θέατρα όχι μία αλλά δυο παραστάσεις βασισμένες σε έργα του, το «Tελευταία Έξοδος: Ρίτα Χέιγουορθ» και τη «Μίζερυ», αμφότερα στο θέατρο «Άνεσις».
Αν εκεί βλέπουμε τα λυτρωτικά αποτελέσματα της ελπίδας, εδώ βιώνουμε τις καταστροφικές συνέπειες της απουσίας της, με μια κορύφωση που διαφοροποιείται από εκείνη του βιβλίου, ολοκληρώνει το αρχαιοελληνικό σχήμα που οδηγεί από την ύβρη στη νέμεση και αποτελεί –δίχως ίχνος υπερβολής– ένα από τα πιο σοκαριστικά φινάλε όλων των εποχών.
Η παραπάνω συγκυρία υπήρξε μια καλή αφορμή για να ανατρέξουμε στις κινηματογραφικές διασκευές Στίβεν Κινγκ και να ξεχωρίσουμε τις καλύτερες. Υπάρχουν κι άλλες αξιόλογες μεταφορές, ίσως όχι σε ύψος ανάλογο με αυτές που επιλέξαμε – εδώ δεν στέκουν καν στο ίδιο ύψος μεταξύ τους. Μόνο το «Πράσινο Μίλι» (1999) μας δυσκόλεψε, με λύπη το αφήσαμε εκτός, έχοντας, όμως, ως παρηγοριά την παρουσία στη λίστα των άλλων δύο διασκευών Κινγκ διά χειρός Φρανκ Ντάραμποντ.
Carrie (1976)
Ο συγγραφέας συνήθιζε να λέει ότι «το βιβλίο έφτιαξε την ταινία και η ταινία έφτιαξε το βιβλίο», καθώς η επιτυχία της ανέβασε τις πωλήσεις του και βοήθησε πολύ την καριέρα του. Η σεκάνς του χορού συνιστά μοναδικό επίτευγμα εκκρεμότητας και κλιμακούμενης αγωνίας, η πυρωμένη τιμωρία έρχεται επειδή η ανήλικη ηρωίδα έχει διδαχθεί μόνο τον τρόπο της Παλαιάς Διαθήκης από τη μητέρα της, ενώ το ξάφνιασμα του φινάλε, που γνώρισε εκατοντάδες μιμητές στο κινηματογραφικό μέλλον, φροντίζει να θυμόμαστε την Κάρι κάποιες φορές που ξυπνάμε ιδρωμένοι μέσα στη νύχτα.
The Shining (1980)

Μέχρι σήμερα ο Κινγκ διαμαρτύρεται για τις δημιουργικές ελευθερίες που πήρε ο Κιούμπρικ, εν μέρει γιατί η «Λάμψη» ήταν βιβλίο πολύ προσωπικό για τον ίδιο, εμπνευσμένο από τη μάχη του με τον αλκοολισμό, αλλά μπορεί και να ζηλεύει λίγο, καθώς το βιβλίο του είναι, θεματικά, απλώς μια υποσημείωση μιας ταινίας που παρουσίασε το Χάος στην ολόφωτη, φρικιαστική, καλά οργανωμένη μα πάντα αδύνατη να αποκωδικοποιηθεί από τον άνθρωπο μορφή του. Από τις σπάνιες δημιουργίες που περιπλέκονται περισσότερο με κάθε επαναληπτική προβολή, αντί να ξεκαθαρίζουν.
The Dead Zone (1983)
Μια από τις καλύτερες ταινίες του Ντέιβιντ Κρόνενμπεργκ, που σπάνια συγκαταλέγεται σε αυτές, καθώς οι πιο σκληροπυρηνικοί οπαδοί της θεωρίας του auteur δυσκολεύονται να την εντάξουν στο ευρύτερο έργο του, κι ας έχουμε και πάλι μια εξωτερική αφορμή, που ξυπνά κάτι εσωτερικό και πυροδοτεί μια μεταμόρφωση, εκείνη ενός άνδρα από δάσκαλο σε προφήτη, ικανού να προβλέψει μελλοντικές τραγωδίες. Ο Κρόνενμπεργκ υφαίνει μια παγωμένη ατμόσφαιρα με τρόπο που ελάχιστοι κατάφεραν –είναι ικανή να σας κάνει να τουρτουρίζετε κατά την προβολή– και δίνει μια ωραία απάντηση στο γνωστό ερώτημα αν θα σκοτώναμε τον Χίτλερ σε περίπτωση που μπορούσαμε να γυρίσουμε πίσω στον χρόνο.
Christine (1983)

Όπως και η ταινία που ακολουθεί, η «Christine» αποτελεί ένα καλωσόρισμα στην ενήλικη ζωή για τον νεαρό ήρωα, αφού πρώτα συνδέσει την υπερχειλίζουσα ερωτική διάθεση με τη φετιχιστική λατρεία για τα αυτοκίνητα, αμφότερα δομικά στοιχεία της μέσης (ανδρικής) εφηβείας. Ευλογημένη από την ικανότητα του σκηνοθέτη να κάνει τις παραγωγές να μοιάζουν ακριβότερες, με μια φανταστική σκηνή μεταμόρφωσης της ομώνυμης «ηρωίδας» που αποτελεί υπόδειγμα χειροποίητων εφέ, η «Christine» είναι αναπόσπαστο μέρος ενός μοναδικού σερί του σκηνοθέτη, που ξεκίνησε με το «Halloween» (1978) και σταμάτησε δέκα χρόνια μετά, με το «They Live» (1988).
Stand by Me (1984)

Για θεατές που βρίσκονταν περίπου στην ίδια ηλικία με τους ήρωες την εποχή εκείνη, το «Stand by Me» έχει διαστάσεις «ταινίας γενιάς» – στα μέρη μας, ενδεχομένως και για εκείνους που το πρόλαβαν στα πρώτα χρόνια της ιδιωτικής τηλεόρασης. Και πάλι έχουμε ένα ξύπνημα στον κόσμο των ενηλίκων για τέσσερα παιδιά που τώρα μπαίνουν στην εφηβεία, μέσα από μια περιπέτεια που θα τους ενώσει για πάντα και θα μας χαρίσει μια ωραιότατη ταινία για τη φιλία, βασισμένη σε ένα αυτοβιογραφικό κείμενο του Στίβεν Κινγκ και άρρηκτα συνδεδεμένη με το ομώνυμο, διαχρονικό άσμα ενός άλλου Κινγκ, του Ben E.
Misery (1990)
Ο Ρομπ Ράινερ του «Stand by Me» μεταφέρει και πάλι Κινγκ στο πανί, αλλάζοντας στυλ, ρυθμό και διαθέσεις. Με χιτσκοκική αίσθηση του σασπένς και με μια Κάθι Μπέιτς βγαλμένη από την κόλαση και δίκαια τιμημένη με Όσκαρ για την ερμηνεία της, η κινηματογραφική εκδοχή της «Misery» εκπληρώνει την επιθυμία της εμμονικής φαν ενός συγγραφέα, η οποία έκανε ό,τι χρειαζόταν προκειμένου ο χαρακτήρας που τον έκανε διάσημο να συνεχίσει τις λογοτεχνικές περιπέτειές του. Δεκαετίες μετά θυμόμαστε ακόμα τη Μίζερι και, ειδικότερα, τον ήχο σε εκείνη τη σκηνή με το σφυρί – οι γνώστες ξέρετε. Πολύ λυπόμαστε που ο Ρομπ Ράινερ δεν μετέφερε ξανά έργο του συγγραφέα στο πανί.
The Shawshank Redemption (1994)

Παίρνοντας, θαρρείς, τη σκυτάλη από τον Ράινερ, ο Φρανκ Ντάραμποντ παραδίδει ένα δράμα φυλακής που αποτέλεσε εμπορική αποτυχία στην εποχή του, για να αγαπηθεί σταδιακά μέσα από τις επαναληπτικές του προβολές στην τηλεόραση. Με ένα εμπνευσμένο twist κι ένα λυτρωτικό φινάλε, το οποίο κερδίζεται δύσκολα, έπειτα από δύο επαχθείς ώρες για τον ήρωα, το «Τελευταία Έξοδος: Ρίτα Χέιγουορθ» αναδεικνύει τη ζωογόνο δύναμη της ελπίδας, τιμά τον τρόπο του κλασικού αμερικανικού σινεμά και, ειδικότερα, εκείνον του Φρανκ Κάπρα, και παραμένει ένα έξοχο δείγμα crowd-pleaser που, δυστυχώς, τα αμερικανικά στούντιο έχουν σχεδόν σταματήσει να παράγουν.
Apt Pupil (1998)
Γυρισμένα από έναν σκηνοθέτη το όνομα του οποίου δεν θα αναφέρουμε εδώ, επειδή είναι γραμμένο στη γλώσσα της Μόρντορ, τα «Μαθήματα Φόβου», που στη χώρα μας κυκλοφόρησαν απευθείας σε VHS, μοιάζουν ακόμα πιο απαραίτητα σήμερα, που η ναζιστική ιδεολογία έχει καταφέρει να απενοχοποιηθεί για μια διόλου ευκαταφρόνητη μερίδα του πληθυσμού και να υποβαθμίσει τα φρικιαστικά αποτελέσματα της εφαρμογής της. Στην ταινία, ένας νεαρός μαθαίνει περισσότερα για τη ναζιστική Γερμανία και το Ολοκαύτωμα και αρχίζει να υποψιάζεται ότι ο φιλήσυχος γείτονάς του είναι πρώην αξιωματούχος των Ναζί. Τον τελευταίο υποδύεται ο Ίαν ΜακΚέλεν στον πιο ανατριχιαστικό ρόλο της καριέρας του.
The Mist (2007)
Μετά το «Πράσινο Μίλι», που, θα το ξαναγράψουμε, πολύ λυπηθήκαμε που δεν καταφέραμε να χωρέσουμε εδώ, ο Φρανκ Ντάραμποντ πετυχαίνει χατ-τρικ στις μεταφορές Στίβεν Κινγκ, γυρίζοντας για πρώτη φορά μια ιστορία τρόμου του συγγραφέα και, κατά κάποιο τρόπο ερχόμενος σε διάλογο με το «Τελευταία Έξοδος: Ρίτα Χέιγουορθ». Αν εκεί βλέπουμε τα λυτρωτικά αποτελέσματα της ελπίδας, εδώ βιώνουμε τις καταστροφικές συνέπειες της απουσίας της, με μια κορύφωση που διαφοροποιείται από εκείνη του βιβλίου, ολοκληρώνει το αρχαιοελληνικό σχήμα που οδηγεί από την ύβρη στη νέμεση και αποτελεί –δίχως ίχνος υπερβολής– ένα από τα πιο σοκαριστικά φινάλε όλων των εποχών.
The Life of Chuck (2024)

Μετά τον Ράινερ και τον Ντάραμποντ, ο Στίβεν Κινγκ φαίνεται να βρήκε στο πρόσωπο του Μάικ Φλάναγκαν μια καλλιτεχνική «αδελφή ψυχή» και τον φιλοδώρησε με το υλικό για την πρώτη πραγματικά μεγάλη στιγμή της φιλμογραφίας του. Λίγο πολύ, η ζωή κι ο θάνατος απασχολούν τις περισσότερες ταινίες –πώς αλλιώς;– αλλά σημασία έχει πώς τις απασχολούν, ποιος είναι ο τρόπος που διαχειρίζονται τις θεματικές τους. Στα χαρτιά, το «Life of Chuck» ακούγεται σαν καλόψυχη life-affirming ταινία συνταγής, η δομή του όμως το κάνει να ξεχωρίζει από τον σωρό. Ξεκινά από κάτι (περίπου) κοσμικό, καταλήγει με έναν άνδρα σε μια σοφίτα και, μέσω της (πυκνής) διαδρομής που διανύσαμε, κατορθώνει η «περιορισμένη» αυτή εικόνα να φέρει διαστάσεις μεγαλύτερες από εκείνες της πρώτης πράξης, όπου, ούτε λίγο, ούτε πολύ παρακολουθήσαμε το τέλος του κόσμου. Δεδομένη η θέση της στα μελλοντικά αγαπημένα του κοινού και μια ταινία που, πραγματικά, χρειαζόμαστε όσο λίγες αυτήν τη δύσκολη περίοδο.