Γεννήθηκα και μεγάλωσα τον Κεραμεικό, είμαι παιδί του κέντρου, το αγαπώ πολύ και έχω ζήσει όλες τις αλλαγές του. Στην οδό Σαλαμίνος μένω και σήμερα, όπως και τα αδέλφια μου: ο Μιχάλης με την οικογένειά του, η Φάνια και η μικρότερη, η Αντριάνα. Στον ίδιο δρόμο είναι το Osteria Mamma και το Armando, τα δυο μαγαζιά μου – θα τον αποκαλούσα οικογενειακό μας δρόμο.
• Είμαστε τέσσερα αδέλφια, τα δύο ασχολούμαστε με την εστίαση και τα άλλα δύο με το θέατρο. Ζούσαμε με τους γονείς και τη γιαγιά μας στο ίδιο οίκημα και οι γονείς μου είχαν εργοστάσιο υφασμάτων στο Μοσχάτο και εκεί πήγαμε και σχολείο για να είμαστε κοντά. Είχαν κληρονομήσει την επιχείρηση από τον παππού και τη γιαγιά που έφτιαχναν εσώρουχα. Οι γονείς μου ασχολήθηκαν με την παραγωγή του υφάσματος, θυμάμαι ακόμα τους ήχους, το βουητό από τις πελώριες μηχανές και τα τόπια να υφαίνονται. Στην αρχή, όταν αντιλαμβανόσουν το μέγεθος, ήταν τρομακτικό, ένα θέαμα που σε καθήλωνε.
• Στο σπίτι μαγείρευε η γιαγιά, που είχε καταγωγή από τη Μάνη. Είχαμε πρόγραμμα στο φαγητό, που καθόριζαν και οι θρησκευτικές συνήθειες. Δεν τρώγαμε ποτέ κρέας την Τετάρτη και την Παρασκευή, που είχαμε λαδερό ή όσπριο.
«Στα πρώτα μαγαζιά που δούλεψα ήταν ελάχιστες οι γυναίκες. Με τον Parodi όταν δούλεψα κατάλαβα ότι στην κουζίνα δεν χωράνε κλάματα και «ιστορίες», ότι εδώ επιβιώνει ο δυνατός και όχι ο αδύναμος και αυτό δεν έχει να κάνει με το φύλο».
• Στην ίδια πολυκατοικία όπου μέναμε ζούσε και η θεία μου, οπότε εγώ έτρωγα από δυο κουζίνες: την πιο μοντέρνα, της θείας μου, που ακολουθούσε την τάση των ’90s με κλασικές ελληνικές καρμπονάρες με κρέμα γάλακτος και κρέπες που μου έμαθε να κάνω από πέντε ετών, και από την πιο παραδοσιακή της γιαγιάς μου. Έχουν περάσει τόσα χρόνια που έχει φύγει από τη ζωή και την ανάμνηση της γεύσης που είχε το παστίτσιο της δεν την έχω ξεπεράσει. Είναι κάποια φαγητά που σου μένουν αλησμόνητα, π.χ. το Πάσχα, μετά την Ανάσταση, έφτιαχνε μικρά κοκορετσάκια και τα πέταγε στο τηγάνι. Έκανε φαγητά πολύ απλά, αλλά πολύ νόστιμα, κοτόπουλο με πατάτες, γιουβαρλάκια του ονείρου, γεμιστά που δεν έχω φάει ίδια ποτέ. Η καλοκαιρινή ανάμνηση που έχω από εκείνη είναι από τη Μάνη, όπου περνούσαμε όλο το καλοκαίρι κι εκείνη τηγάνιζε μελιτζάνες στο γκάζι με ντομάτα. Αυτά τα καλοκαίρια, η εμπειρία της λακωνικής φύσης που δεν θέλαμε να αφήσουμε, μαζί με τα βιβλιαράκια με τις συνταγές της γιαγιάς μου, που ήμασταν συνονόματες, και τα έχω ακόμα είναι το νήμα που με συνδέει με τις γεύσεις του παρελθόντος.

• Όπως μπορεί κάποιος να καταλάβει, με τέσσερα παιδιά στο σπίτι επικρατούσε χάος, οι γονείς μου ήταν ήρωες και θηρία μαζί για να αντέχουν εμάς που δεν ήμασταν ήρεμα παιδιά και το καθένα είχε τη δική του προσωπικότητα. Εγώ πέρασα μια πολύ ήσυχη εφηβεία και από μικρή δεν ήθελα να ταράζω την ησυχία κανενός, ούτε των γονιών μου, δεν ήθελα να τους στενοχωρώ.
• Στο σχολείο ήμουν καλή μαθήτρια, αλλά ήξερα από πολύ μικρή ότι ήθελα να γίνω μαγείρισσα. Το ήξεραν και οι καθηγητές μου ήδη από τη Δευτέρα Γυμνασίου κι έτσι προσπάθησα για κάτι άλλο. Ο πατέρας μου ήταν πολύ υποστηρικτικός, όπως και η μητέρα μου, μόνο που εκείνη είχε μια ανησυχία, έλεγε «πού πας να μπλέξεις, μπιμπελό μου, με τους αγροίκους» γιατί ήξερε πόσο σκληρή δουλειά είναι και τότε υπήρχε και μια άλλη αντίληψη για τον μάγειρα, δεν ήταν επάγγελμα εξευγενισμένο. Άρχισε να αλλάζει την εποχή που μπήκα στη σχολή, τότε το όλο πράγμα ξεκίνησε να γίνεται πιο σωστό και πιο επαγγελματικό. Μέχρι τότε έβλεπες ανθρώπους που δεν ήξεραν τι άλλο να κάνουν και πήγαιναν στις σχολές. Θυμάμαι, ήμασταν από τις τελευταίες χρονιές που ξεκινούσαμε είκοσι παιδιά στο τμήμα και καταλήγαμε τέσσερα, στους υπόλοιπους δεν άρεσε καν η μαγειρική.
• Πήγα στην ΑΚΜΗ, που είχε τότε ένα παράρτημα της σχολής Escoffier, δεν μπορούσα να πληρώνω μόνη μου μια σχολή πιο ακριβή – δεν ήθελα να έχω βοήθεια από τους γονείς μου, αυτό μπορούσα τότε. Πέρασα ωραία, αλλά δεν έμαθα σχεδόν τίποτα, δεν μαθαίνεις τίποτα στις σχολές, εκτός αν πας σε μια κορυφαία, και μάθεις αληθινά. Ωστόσο, πιστεύω πως έμαθα τα βασικά και είχα και έναν δάσκαλο εκεί, ζαχαροπλάστη, τον Χρήστο Βέργαδο, πολύ ταλαντούχο. Θυμάμαι μου είχε πει: «Άσ’ το, μην το ζορίζεις με τη ζαχαροπλαστική, δεν το ’χεις». Έτσι δεν έδωσα ποτέ καμία σημασία στη ζαχαροπλαστική. Ποιος θα μου το έλεγε ότι η πρώτη μου δουλειά μετά από έναν χρόνο θα ήταν σε ζαχαροπλαστείο; Είναι λίγο της μοίρας αυτά, γι’ αυτό πιστεύω στη μοίρα, σου κλείνει το μάτι.

• Όταν πήγαινα στη σχολή τα καλοκαίρια δούλευα στο Mamacas, που το είχε ο πατέρας της κολλητής μου από το σχολείο. Τότε στο Γκάζι υπήρχαν κυριολεκτικά πέντε μαγαζιά και το Mamacas έκανε πάταγο. Άφησε εποχή, ήταν η πρώτη γαστροταβέρνα που έγινε διάσημη, γινόταν χαμός. Πριν πάω στο Mamacas πήγα να κάνω πρακτική, σεζόν, στην Πάρο και γύρισα πίσω σε μια μέρα. Ήταν άθλια και, δυστυχώς, σε μερικά τουριστικά μέρη εξακολουθεί να είναι έτσι μέχρι και σήμερα. Όταν είδα στο ξενοδοχείο κέικ με έτοιμες σκόνες είπα «δεν το θέλω αυτό». Το μάθημα από αυτή την εμπειρία ήταν πως όταν μπήκα σε μια κουζίνα, μπορεί να μην ήξερα τι ήθελα να κάνω, αλλά ήξερα τι δεν ήθελα.
• Στο Mamacas πέρασα υπέροχα. Ήταν η πρώτη μου δουλειά και η πιο σημαντική, γιατί έμαθα να λειτουργώ υπό πίεση. Έκανε τότε 350 κουβέρ «σβηστά», μια χαλαρή μέρα, τις άλλες έφτανε να κάνει 500 και 600 σε μια εποχή που δεν υπήρχαν κρατήσεις, τίποτε απ’ όσα γνωρίζουμε σήμερα. Ήταν μια καλή εμπειρία, έκανα σωστή επιλογή, ο μάγειρας εκεί μού ταίριαξε ως άνθρωπος. Έμαθα ότι η δουλειά χωρίζεται σε δύο πράγματα που πρέπει να έχει όποιος αποφασίσει να την κάνει: στην τεχνική και την παραγωγή, την ταχύτητα, κι εγώ συνήθισα σε αυτό από πολύ μικρή.
• Συνέχισα τη σχολή και παράλληλα δούλευα. Τότε ήρθε ένας φίλος και μου είπε ότι ένας σεφ με αστέρι Michelin, στο Milton’s στην Πλάκα, ψάχνει για μάγειρες. Μέχρι τότε δεν είχα ιδέα τι σημαίνει το αστέρι, αλλά έτσι ξεκίνησα να ασχολούμαι με τα μαγαζιά που είναι πιο γαστρονομικά, μετά μπήκα στην κουζίνα του Alain Parodi, που είναι ο μαγειρικός μου πατέρας, και έμεινα μαζί του έξι-επτά χρόνια. Του οφείλω πολλά κομμάτια του χαρακτήρα μου, την αγάπη μου για το φαγητό. Και ηλικιακά θα μπορούσε να είναι πατέρας μου, με είχε πάντα σαν «γιο του» και έτσι με φώναζε, γιατί με αυτόν τον τρόπο ήθελε να μου δείξει ότι δεν έβλεπε φύλο. Εκεί μου έμαθε ότι πρέπει να τα πας τα πράγματα σωστά και μεθοδικά, έμαθα να αγαπώ τις πρώτες ύλες και να μη μαγειρεύω αν δεν είμαι καλά, γιατί αυτό περνάει στο φαγητό. Κι εγώ με τη σειρά μου εκπαιδεύτηκα να μπαίνω σε μια κουζίνα και να είμαι καλά, να αφήνω τα πάντα πίσω μου, να είμαι συγκεντρωμένη εκεί, και αυτό με έκανε να νιώθω καλύτερα.
• Υπήρχαν τότε λίγα μαγαζιά, το Βαρούλκο, η Σπονδή, η Χύτρα στου Ψυρρή που μας έμαθε πολλά, όταν κανένας δεν ήξερε τίποτα. Μετά τον Parodi πήγα στον Τραστέλη. Πέρασα από τη Χύτρα στη Στέγη επί Καραθάνου και μετά πήγα στη Σπονδή, στον «θείο», όπως αποκαλούμε τον Τραστέλη. Για να τα λέμε όλα, ο Τραστέλης έφερε τη γαστρονομία στην Ελλάδα. Είναι αυτός που τα ξεκίνησε όλα και εννοείται τα credits πάνε όλα σε αυτόν. Έχει φάει σε όλο τον πλανήτη όταν δεν υπήρχε ακόμα κριτική, ήξερε τι έκανε και φιλοδοξούσε να κάνει τα καλύτερα μαγαζιά στην Ελλάδα, γι’ αυτό και η Σπονδή για δυο δεκαετίες ήταν στην κορυφή.

• Μέσα σε αυτές τις κουζίνες μαθαίνεις τι σημαίνει πειθαρχία, οργάνωση, να δουλεύεις με σύστημα με δώδεκα δεκατέσσερις ανθρώπους γύρω –στη Χύτρα ήμασταν με ανοιχτή κουζίνα και εκεί δεν μιλάς καν, οι κινήσεις σου είναι χορευτικές–, κι αυτό σε βοηθά πολύ να χτίσεις χαρακτήρα και να εξελιχθείς γιατί βλέπεις τεχνικές φερμένες από το εξωτερικό.
• Μεγαλώνοντας σε μια τόσο μεγάλη οικογένεια, είχα πάντα έναν αντίλογο. Και με τα αδέλφια, μου όταν τσακωνόμασταν, είχα μάθει έτσι, γιατί ήμουν και καλομαθημένη από τους γονείς μου. Οπότε την πρώτη φορά που αντιμίλησα σε κουζίνα βρήκα αντίδραση· αυτό δεν υπάρχει στην κουζίνα, μόνο σεβασμός στην ιεραρχία. Όταν περάσεις κάποια στάδια και μπορείς να είσαι chef de partie του πόστου σου ή sous chef, τότε θα ακούσεις τη φωνή σου. Εμένα μου άρεσε αυτό γιατί μπήκα σε έναν ρόλο που τον έκανα κομμάτι μου και με έχει διαμορφώσει πολύ σαν άνθρωπο, είμαι στρατιώτης σε όλα.
• Στα πρώτα μαγαζιά που δούλεψα ήταν ελάχιστες οι γυναίκες. Με τον Parodi όταν δούλεψα κατάλαβα ότι στην κουζίνα δεν χωράνε κλάματα και «ιστορίες», ότι εδώ επιβιώνει ο δυνατός και όχι ο αδύναμος και αυτό δεν έχει να κάνει με το φύλο. Το πρώτο τρίμηνο έκλαιγα κρυφά κάθε μέρα, αλλά συνήθισα. Δεν δέχτηκα ποτέ μπούλινγκ, αλλά κονταροχτυπιόμουν κάθε μέρα πρώτα με τον εαυτό μου για το πώς θα στέκομαι όταν ακούω κάτι που δεν μου αρέσει σε κουζίνες όπου το περιβάλλον εκείνα τα χρόνια ήταν στρατιωτικό, παρατηρήσεις που δεν είχα δεχτεί ποτέ μέχρι τα δεκαοκτώ μου από το σπίτι μου. Έτσι έφτιαξα τον χαρακτήρα μου σε αυτές τις κουζίνες, όπου πέρασα τουλάχιστον δώδεκα χρόνια πριν να κάνω τις δικές μου.
• Το Zillers ήταν το τελευταίο μαγαζί όπου δούλεψα. Δεν είχα σκοπό να φύγω από τις γαστρονομικές κουζίνες, ήμουν sous chef του Παύλου Κυριάκη, τα είχα όλα σε κουτάκια στο κεφάλι μου. Ήξερα ότι στα 25 μου ήθελα να κυνηγήσω ένα αστέρι και δούλευα σε αυτή την κατεύθυνση. Τότε γνώρισα τον Βασίλη Στεφανάκη, ο οποίος είχε το Lost in Athens στο Παγκράτι και το Noah στο Πάρκο Ελευθερίας, και μέσω της αδελφής μου κάναμε ένα ραντεβού στο Lost για να μιλήσουμε. Όταν μπήκα μέσα ένιωσα κάπως περίεργα, σκέφτηκα ότι δεν είχα πάει να μιλήσω γι’ αυτό το μαγαζί, αλλά αυτό το μαγαζί θα γίνει δικό μου. Μπήκα με μεγάλη αυτοπεποίθηση και ήξερα τι ήθελα να κάνω. Ο Βασίλης, ως επιχειρηματίας, ήταν ένας άνθρωπος εντελώς διαφορετικός από εμένα. Έβλεπε πάντα την καλή πλευρά των πραγμάτων, είχε μότο «go with the flow». Εγώ ήμουν ακριβώς το αντίθετο, ήμουν νευρική, οπότε όταν κάναμε τη συζήτηση για το Noah, μου είπε «θα τα αναλάβεις όλα» κι εγώ απάντησα «δεν αναλαμβάνω τίποτα, θα σου φτιάξω την ομάδα και το μενού και θα λειτουργεί σαν να είμαι μέσα, αλλά δεν θα είμαι». Συνεργαστήκαμε καλά, μπήκε νέο αίμα στο μαγαζί – λειτουργούσε ήδη έναν χρόνο, είχε επιτυχία, αλλά για τη μουσική, όχι για το φαγητό τότε. Εγώ δούλευα γαλλική κουζίνα, αυτό είχα μάθει με τους δασκάλους μου, αλλά μπαίνοντας στο Noah έπρεπε να σκεφτώ να κάνω κάτι άλλο, γιατί το μαγαζί μού έβγαζε και κάτι πιο εξωτικό, οπότε κάναμε μια κουζίνα με πάρα πολλές επιρροές από το Περού, την Ιαπωνία, την Ινδία, τα μπαχαρικά – γιατί εγώ ζω με τα μπαχαρικά. Είχαν ενθουσιαστεί όλοι.

• Και μετά συνεχίσαμε με ένα καινούργιο πρότζεκτ στο Θησείο, το Diego, που δεν υπάρχει πια και κάναμε μια κουζίνα πολύ αντισυμβατική σε σχέση με αυτά που υπήρχαν γύρω μας. Όταν μπήκα μέσα διαισθάνθηκα τον χώρο και έβγαλα ένα μενού κάπως τρελό. Διάβαζα τέσσερις μήνες, ταξίδεψα, ήθελα να τα δώσω όλα και έβγαλα μια κουζίνα με επιρροές από το Βιετνάμ, τη Λατινική Αμερική, με πολλές εντάσεις, μια κουζίνα aggressive. Σκοπός μου ήταν να αναδείξω αυτό το φαγητό μέσω τεχνικών Michelin, αλλά να το σερβίρω σε πλαστικά μίας χρήσης· να σερβίρουμε πάνω σε καφάσια μπίρας. Ήθελα να κάνω μια τέτοια κόντρα και όντως το φαγητό του Diego ήταν από τα καλύτερα που έχουμε κάνει ποτέ. Ήταν το πρώτο φαγητό μου που βραβεύτηκε και με δικαίωσε αυτό, γιατί νίκησα έναν φόβο και πήρα ένα ρίσκο πηγαίνοντας σε άγνωστα νερά, και επηρέασε και άλλα μαγαζιά. Ήταν ωραίο όσο κράτησε.
• Μου άρεσε αυτή η περιπέτεια και νομίζω ότι σε εκείνο το σημείο σταμάτησα να κυνηγάω βραβεία. Έβλεπα ανθρώπους που έρχονταν να μου πουν ότι έφαγαν καταπληκτικά και κατάλαβα ότι τελικά αυτό με νοιάζει, το κομμάτι της επιβράβευσης με τα αστέρια άρχισε να σβήνει· έσβησε τελείως όταν έφυγε η μαμά μου από τη ζωή. Εκείνη ήταν βράχος της οικογένειας και ο θάνατός της μού έβγαλε μεγάλο θυμό, υπήρχε ένα «γιατί» αναπάντητο που πονούσε πολύ. Τότε κατάλαβα ότι κάποια πράγματα είναι πολύ πιο σημαντικά. Άφηνα πίσω μου στιγμές, γιορτές, ιστορίες που θα είχα να λέω για να κυνηγήσω άλλα, που τελικά δεν έχουν σημασία.
• Δεν ξέρω πώς θα ήμουν σήμερα αν δεν είχα τα αδέλφια μου σε αυτή την πολύ δύσκολη στιγμή της ζωής μας, που είχαμε ο ένας τον άλλο και αυτό ήταν βάλσαμο. Η μητέρα μου έλεγε «θα είστε πάντα μαζί και θα είστε πάντα αγαπημένοι». Με αυτό το βίωμα μεγάλωσα και όταν ακούω ότι δυο αδέρφια δεν μιλάνε δεν μπορώ να το σκεφτώ, δεν μου περνάει από το μυαλό αυτή η ιδέα μου φαίνεται εφιάλτης. Φαντάσου ότι τώρα μένουμε όλοι μαζί στην ίδια πολυκατοικία και δεν μπορούμε να σκεφτούμε ότι θα φύγει κάποιος, έχουμε μείνει σε αυτή την παιδικότητα. Ξυπνάω κάθε πρωί και βλέπω την ανιψιά μου, τα αδέλφια μου, έχουμε τις πόρτες ανοιχτές με τα κλειδιά επάνω.
• Με τον Βασίλη, ο πρώτος χρόνος της συνεργασίας μας ήταν πολύ δύσκολος, πίστευα ότι ακολουθεί ένα hype, ενώ είχα συνηθίσει με επιχειρηματίες τιτάνες. Εγώ ήμουν σκυθρωπή και πολύ σκληρή πρώτα με τον εαυτό μου, όταν τον έκρινα. Μου είπε κάποτε μια ατάκα που με ξύπνησε πολύ, «πώς μπορείς να ζεις τόσο μέτρια, με τα κουτάκια που έχεις στο μυαλό σου, δεν είσαι δυστυχισμένη;» Με ταρακούνησε αυτό που είδε σ’ εμένα γιατί μου είπε ωμά μια αλήθεια. Για μια μεγάλη περίοδο μετά τη μαμά μου δεν χαμογελούσα, δεν ήμουν ποτέ ερωτευμένη ούτε χαρούμενη, είχα συμβιβαστεί με όλο αυτό, με έτρεφε μόνο η δουλειά ακόμα και για να ξεσπάσω. Ταρακουνήθηκα και άρχισα να αλλάζω διάφορα κομμάτια και παρόλο που τρόμαζα να μπλέξω τα προσωπικά με τα επαγγελματικά, είμαστε μαζί πια με τον Βασίλη. Παντρευτήκαμε και με έχει βοηθήσει πολύ ως άνθρωπο. Είχα συνηθίσει το όχι να είναι η πρώτη απάντηση που έδινα και την πρώτη φορά που είπα «ναι» είδα και τι έχανα, τι σημαίνει ευτυχία, τι σημαίνει να είσαι με έναν άνθρωπο και να μοιράζεσαι.
• Έψαχνα να κάνω έναν χώρο για να μαγειρεύω και να μην είναι γαστροταβέρνα, γιατί αυτό με έχει κουράσει πολύ ως έννοια, δεν το θέλω. Ήθελα να κάνω μια κουζίνα και να μαγειρεύω από τέσσερις ώρες και πάνω σαν να ετοιμάζω κυριακάτικο τραπέζι, να μαγειρεύω όπως η γιαγιά μου. Η μητέρα μου έλεγε πάντα για έναν άδειο χώρο που υπήρχε δίπλα στο σπίτι μας, «όταν μεγαλώσετε θα ανοίξετε ένα μαγαζί και οι τέσσερις να δουλεύετε όλοι μαζί και να μη χαθείτε ποτέ». Έτσι φτιάξαμε το Osteria Mamma, που είναι αφιερωμένο σ’ εκείνη, ξεκινήσαμε ένα ταξίδι και η αυλή του χώρου μάς έδωσε έμπνευση να κάνουμε κάτι ιταλικό. Έναν ολόκληρο χρόνο ταξιδεύαμε με τον Βασίλη στην Ιταλία, και όταν φτιάξαμε το μαγαζί φέραμε κομμάτια ολόκληρα από το πατρικό μας, έπιπλα και κάδρα και σερβίτσια που αγόραζε για εμάς επί τέσσερα, έτσι στήσαμε το μενού σε τέσσερις κατηγορίες των τεσσάρων πιάτων. Το μενού είναι ιταλικό, έφερα πράγματα που δεν υπάρχουν στην Ελλάδα, όλα τα πιάτα είναι διαφορετικά από αυτά που συναντάς σε ένα ιταλικό στην Ελλάδα. Τα κάνουμε όλα εδώ, από τα ψωμιά μέχρι τα παγωτά, φτιάχνουμε δική μας πάστα και ενθουσιαζόμαστε όταν έρχονται Ιταλοί και λένε πόσο καλή είναι η κουζίνα μας.
• Μετά από δύο μήνες ανοίξαμε το Armando προς τιμήν του Μαραντόνα, λίγο πιο πάνω, στη Σαλαμίνος. Είχα κάνει πολλές δοκιμές στα ζυμάρια, αν και τότε έλεγα ότι δεν θα ασχοληθώ με την πίτσα γιατί η πίτσα είναι τέχνη κι εγώ δεν είμαι πιτσαγιόλο και δεν μπορώ να συγκριθώ με κάποιον που κάνει αυτό σε όλη του τη ζωή. Διάβαζα πολύ γιατί τα μαγειρικά μου βιβλία, που είναι εκατοντάδες, είναι μια προίκα, τα ψάχνω στα ταξίδια μου σε κάθε μέρος του κόσμου. Καταλήξαμε σε ένα ζυμάρι πολύ εύπεπτο και νόστιμο και επικεντρώθηκα περισσότερο στο από πάνω, ώστε να είναι πιο μαγειρικό, όχι μια σάλτσα ντομάτας. Όταν ανοίξαμε, δεν περιμέναμε ότι θα είχε τόση επιτυχία, είδα μια ουρά που έφτανε μέχρι τη γωνία και τρόμαξα. Είπα «έχω δώσει την ψυχή μου σε τόσα μαγαζιά και έχω αναμονή στην πίτσα;». Αλλά είναι ένα αγαπημένο φαΐ και αν είναι καλό ο κόσμος το λατρεύει, γίνεται αμέσως η σύνδεση.
• Όταν μου λένε «είσαι σεφ», απαντώ, «εγώ μαγειρεύω». Με τους τίτλους έχω μια ευαισθησία και κάποια πρότυπα, σεφ για μένα είναι κάποιοι άνθρωποι από τους οποίους ακόμα είμαι πολύ μακριά. Είμαι μια υπερήφανη μαγείρισσα, αυτό μου αρκεί.
Osteria Mamma, Σαλαμίνος 64, Κεραμεικός
Armando Pizzeria, Σαλαμίνος 43, Κεραμεικός