Tα πιλάφια του Δεκαπενταύγουστου: Έτσι τιμούν τη μεγάλη γιορτή σε Κάσο και Κάρπαθο

Η ιεροτελεστία του πανηγυρικού πιλαφιού του Δεκαπενταύγουστου στο Καρπάθιο Facebook Twitter
Ο Γιάννης και οι βοηθοί του στα μαγειρεία της Παναγιάς. Φωτ.: Νίκος Γ. Μαστροπαύλος/Eudemonia.gr
0

Η Κάσος, στη νοτιοανατολική γωνία του Αιγαίου, στο όριο με την ανοιχτή Μεσόγειο Θάλασσα, και η παρακείμενη Όλυμπος στη βόρεια Κάρπαθο αντιπροσωπεύουν τις δύο άκρες της νησιωτικότητας στο Καρπάθιο Πέλαγος, που εμφανίζονται γλαφυρά στην πιο ιερή στιγμή των κοινοτήτων, στο χαρμόσυνο ξεφάντωμα, σε γάμο ή πανηγύρι.  

Η εξωστρεφής Κάσος, ήδη από τους ομηρικούς χρόνους, απλωνόταν με τα καράβια της κάθε εποχή σε όλα τα μήκη και τα πλάτη του κόσμου και ενσωμάτωνε στον πολιτισμό της –και στην πλέον χαρακτηριστική έκφανσή του, το γλέντι της– τις νέες επιρροές των μακρινών ταξιδιών. Το γλέντι της είναι ανοιχτό και μπορούν να μπουν στον κύκλο του χορού και ξένοι που δεν ξέρουν να χορεύουν.

Το ξεφάντωμα έχει αυστηρό τελετουργικό που τηρείται με θρησκευτική ευλάβεια κάτω από το αυστηρό βλέμμα του πρωτομερακλή παπα-Γιάννη, από τα αιωνόβια εισαγωγικά τραγούδια της τάβλας μετά το φαγητό και το καθιστό γλέντι μέχρι τον ζωηρό Πάνω Χορό που κρατά ώρες ατέλειωτες, ακόμη και μέρες.

Η εσωστρεφής Όλυμπος, αν και οι άνθρωποί της ταξίδευαν κι αυτοί στο Αιγαίο, στην Κρήτη και στη Μικρά Ασία, συγκροτώντας συνεργεία κτιστών, έφερναν όταν επέστρεφαν μόνο μερικά τραγούδια, αλλά η κοινωνία τους έμενε προσηλωμένη στις δικές της πανάρχαιες δωρικές και μεταγενέστερες βυζαντινές παραδόσεις, στις οποίες επιμένει με γενναιότητα ακόμη και σήμερα. Το ξεφάντωμα έχει αυστηρό τελετουργικό που τηρείται με θρησκευτική ευλάβεια κάτω από το αυστηρό βλέμμα του πρωτομερακλή παπα-Γιάννη, από τα αιωνόβια εισαγωγικά τραγούδια της τάβλας μετά το φαγητό και το καθιστό γλέντι μέχρι τον ζωηρό Πάνω Χορό που κρατά ώρες ατέλειωτες, ακόμη και μέρες. Στον χορό κρατιούνται σταυρωτά οι πρωτοχορευτές με τη συγγενική ομάδα τους, τις γυναίκες με τις παραδοσιακές τους στολές που τις φορούν σε κάθε γιορτή, και χορεύουν περιμένοντας να έρθει η σειρά τους να πιάσουν μπροστά. Κανείς δεν μπορεί να μπει ανάμεσά τους.      

Η ιεροτελεστία του πανηγυρικού πιλαφιού του Δεκαπενταύγουστου στο Καρπάθιο Facebook Twitter
Το σερβίρισμα του πιλαφιού στο Μέγαρο της Ολύμπου.Φωτ.: Νίκος Γ. Μαστροπαύλος/Eudemonia.gr
Η ιεροτελεστία του πανηγυρικού πιλαφιού του Δεκαπενταύγουστου στο Καρπάθιο Facebook Twitter
Το πιάτο του γλεντιού της Ολύμπου. Φωτ.: Νίκος Γ. Μαστροπαύλος/Eudemonia.gr

Το γλέντι στο Πλατύ, μπροστά στο μνημείο της εκκλησίας της Κοίμησης που πανηγυρίζει τον Δεκαπενταύγουστο, είναι αποκλειστικά εσωτερική υπόθεση της κοινότητας –με προεξάρχοντες τους πρωτομερακλήδες που γνωρίζουν την τάξη του– και αυτό εκδηλώνεται στον χαρακτήρα του και στη γεύση του κύριου φαγητού της ξεφάντωσης, του πιλαφιού, κοινού και για τα δύο γλέντια, αλλά τόσο διαφορετικού όσο και τα ίδια. 

Το πιλάφι είναι αριστοκρατικό φαγητό, καθώς το ρύζι συμβολίζει πλούτο υλικών αγαθών αλλά και συναισθημάτων. Είναι τελετουργικό έδεσμα που μέσα στην ουσία του περιλαμβάνεται και η δεξιοτεχνία του μάγειρα, ο οποίος, αν και απολαμβάνει μεγάλη φήμη, πιάνει τις μακριές ξύλινες κουτάλες για να μαγειρέψει αυτό και μόνο το φαγητό, αποκλειστικά στα μαγειρεία του γλεντιού. Από τότε που ο Μέγας Αλέξανδρος και το επιτελείο του, όπως φημολογείται, δοκίμασαν πρώτη φορά πιλάφι σε ένα μεγάλο πανηγυρικό συμπόσιο στη Βακτριανή και έφεραν πίσω στη Μακεδονία αυτήν τη γευστική εμπειρία τους, μέχρι και σήμερα που στο Τόξο της Λύρας –την Κρήτη, την Κάσο και την Κάρπαθο– είναι η χαρακτηριστική γεύση του γλεντιού και της χαράς, στους γάμους και τα πανηγύρια. 

Η ιεροτελεστία του πανηγυρικού πιλαφιού του Δεκαπενταύγουστου στο Καρπάθιο Facebook Twitter
Στην Κάσο το πιάτο του γλεντιού φτάνει σε όλους τους συμμέτοχους του πανηγυριού. Φωτ.: Νίκος Γ. Μαστροπαύλος/Eudemonia.gr
Η ιεροτελεστία του πανηγυρικού πιλαφιού του Δεκαπενταύγουστου στο Καρπάθιο Facebook Twitter
Η σύνθεση του κασιώτικου πιάτου για το γλέντι του Δεκαπενταύγουστου. Φωτ.: Νίκος Γ. Μαστροπαύλος/Eudemonia.gr

Το πιο μεγάλο γλέντι της Κάσου είναι της Πέρα Παναγίας τον Δεκαπενταύγουστο, μια έκρηξη χαράς και καλοκαιριού, υπερήφανη επίδειξη της ταυτότητας του κασιώτικου τρόπου ζωής και της κουλτούρας του, νόστιμον ήμαρ για τους ξενιτεμένους. Το νόστιμο εδώ είναι, κυρίως, το πιλάφι, καθώς το πανηγυρικό ξεφάντωμα στο νησί επικεντρώνεται στο φαγητό και ακολουθούν ο αρχοντικός χορός και οι μαντινάδες, οι οποίες μπορεί να «συνταίνονται» σε ζωντανό χρόνο. Όμως, η αποφασιστική στιγμή των μαγειρείων του γλεντιού –όπου μεγάλα καζάνια κοχλάζουν επάνω στις «παρανιστιές» όπου καίγονται φυσικά ξύλα– είναι ο συναγερμός των μαγείρων και παραμαγείρων για να ετοιμάσουν το φημισμένο πιλάφι, λίγο πριν αρχίσει η διανομή του πιάτου του γλεντιού, χέρι-χέρι, από την αλυσίδα των σερβιτόρων με τις λευκές ποδιές. Και σε αυτό το πανηγύρι, για να χορτάσουν οι συνδαιτυμόνες, χρειάζεται να μαγειρευτούν εκείνη την ώρα της διανομής έξι μεγάλα καζάνια πιλάφι. 

Το πιλάφι γίνεται την τελευταία στιγμή, αλλά οι προεργασίες έχουν ξεκινήσει πολύ πριν. Γιατί το πιάτο του πανηγυριού είναι συνθετικό και, εκτός από το πιλάφι, περιέχει τα μικροσκοπικά ντολμαδάκια –η πιο μικρή μπουκιά Κάσου, τα μόνα που ετοιμάζει η πανστρατιά των γυναικών, οι οποίες κατέχουν την τέχνη, την προηγούμενη του πανηγυριού, αλλά τα βράζουν οι άνδρες μάγειροι‒, κοκκινιστό κρέας και πατάτες τηγανητές.  

Το μυστικό του πιλαφιού είναι ο δυνατός ζωμός μέσα στον οποίο θα βράσει το ρύζι. Για να το πετύχουν βράζουν επί ώρες μεγάλα σφαχτά ολόκληρα, όπως και τα άκρα, τα κεφαλάκια, οι λαιμοί, τα μέρη που δεν αξιώνουν να γίνουν μερίδες, μαζί με σέλινο, καρότο και κρεμμύδια κομμένα στη μέση, για να «σπάσει» η μυρωδιά του κρέατος. Σε άλλο καζάνι «καβουρντίζουν» τις μερίδες των κρεάτων και σε άλλο ετοιμάζουν τη σάλτσα μέσα στην οποία θα τις «κοκκινίσουν». Τσιγαρίζουν μπόλικα, ψιλοκομμένα κρεμμύδια και σκόρδο και μόλις ροδίσουν βάζουν τις καβουρντισμένες μερίδες του κρέατος για να «βασανιστούν» μαζί και να ανταλλάξουν τα γευστικά αρώματά τους, και να γιαχνιστούν. Αρωματίζουν το φαγητό με φύλλα δάφνης, ξύλα κανέλλας, «μοσκοκάρφια» (γαρίφαλα), αλάτι και πιπέρι, προσθέτουν και φυτικό βούτυρο, και το σβήνουν με κόκκινο κρασί. Το κοκκινίζουν έντονα με πελτέ ντομάτας.  

Η ιεροτελεστία του πανηγυρικού πιλαφιού του Δεκαπενταύγουστου στο Καρπάθιο Facebook Twitter
Η διανομή του πιάτου του γλεντιού, χέρι-χέρι, από την αλυσίδα των σερβιτόρων με τις λευκές ποδιές στην Πέρα Παναγιά. Φωτ.: Νίκος Γ. Μαστροπαύλος/Eudemonia.gr

Όταν μετά από τέσσερις ώρες βράσουν οι μερίδες του κρέατος είναι ήδη έτοιμο το ένα τεταρτημόριο του πιάτου του γλεντιού και η βάση –ενισχυμένη από τον ζωμό των ολόκληρων σφαχτών που έβρασαν πριν– μέσα στην οποία θα ψηθεί το ρύζι για να γίνει πιλάφι. Έτοιμα είναι και τα άλλα δύο, οι τηγανητές πατάτες (η μοναδική περίσταση που τρώγονται ευχάριστα και κρύες) και τα ζεστά ντολμαδάκια. Απομένει το πιλάφι, για να μπει στη γραμμή σύνθεσης του πιάτου του γλεντιού, την τελευταία στιγμή, ζεστό-ζεστό.  

Και τότε σημαίνει συναγερμός στα μαγέρικα. Ο υπολογισμένος ζωμός έχει αρχίσει να κοχλάζει και σε λίγο πέφτει και το ανάλογο ρύζι, μετρημένο από το σακί με πιάτα. Ο επικεφαλής μάγειρας του πιλαφιού –στην Πέρα Παναγία είναι, συνήθως, ο Γιάννης της Φλουρούς– δίνει εντολές και κάθε τόσο δοκιμάζει, και οι νέοι εκκολαπτόμενοι μάγειρες –ο Βασιλάκης ο Βοναπάρτης, ο εγγονός του Καραμηνά, ο Μηνάς, ο Ηλίας, ο Νικόλας που τροφοδοτεί την παρανιστιά με ξύλα– γυρίζουν με νεανικό πάθος και ορμή με τις μακριές ξύλινες κουτάλες το ρύζι για να μην πιάσει κάτω, μέχρι να πάρουν την επιβεβαίωση ότι κρατάει λίγο και το καζάνι πρέπει να κατεβεί από την παρανιστιά. Συνεχίζουν να ανακατεύουν και όταν πέφτει στο καζάνι τσιτσιρίζοντας το καυτό βούτυρο, ως η τελευταία γευστική πινελιά στο πιλάφι. Ή μάλλον, η τελευταία πινελιά μπαίνει στο σερβίρισμα, όταν το πιλάφι πασπαλίζεται με σκόνη κανέλας, την απολύτως ενδημική γευστική τσαχπινιά της κουλτούρας των μεγάλων ταξιδιών.  

Η ιεροτελεστία του πανηγυρικού πιλαφιού του Δεκαπενταύγουστου στο Καρπάθιο Facebook Twitter
Ο μάγειρας του πιλαφιού της Ολύμπου, Ηλίας Λιορείσης. Φωτ.: Νίκος Γ. Μαστροπαύλος/Eudemonia.gr

Στην Κάσο το πιάτο του γλεντιού φτάνει σε όλους τους συμμέτοχους του πανηγυριού. Στην Όλυμπο, όμως, οι αυτόχθονες, μετά την πανηγυρική λειτουργία, τρώνε στο σπίτι τους, και στο Μέγαρο πηγαίνουν για να καθίσουν στις τάβλες οι επισκέπτες. Μέσα στα μαγειρεία ο Ηλίας Λιορεΐσης ετοιμάζει το πιλάφι, λευκό, με ζωμό από κατσίκια, και όταν είναι έτοιμο μπαίνει στο πιάτο του πανηγυριού, μαζί με τις κοκκινισμένες μερίδες του κρέατος και τις τηγανητές πατάτες. Από νωρίς τσιγάρισε τις μερίδες του κρέατος και τις έβρασε σε νερό και κρασί μαυροδάφνη για να βγάλει το ζωμό για το πιλάφι, μαζί με ψιλοκομμένη πράσινη πιπεριά, ντομάτα φρέσκια, παλιό κρεμμύδι, μαϊντανό, σκόρδο, πελτέ αραιωμένο, φυτικό βούτυρο, αλάτι θαλασσινό χοντρό και πιπέρι. Παλιά, μας λέει, δεν έκαναν πιλάφι –γιατί στην Τουρκοκρατία επιτρεπόταν να έχουν ρύζι μόνο οι ναυτικοί– αλλά μακαρούνες από σιτάρι που άλεθαν οι ανεμόμυλοι, και φυσικά έπλαθαν μόνοι τους.  

Άρχοντες τρων και πίνουσι σε μαρμαρένια τάβλα 
Σε μαρμαρένια, σε χρυσή και σε μαλαματένια 
Κι όλοι τρώσι και πίνουσι κι όλοι χαροκοπούσι 
Κι ο Κωνσταντίνος ο μικρός, ας ελιανοτραγούδει
του Ανδρόνικου τ’  αήττητου, του νιου του πενεμένου: 
Μαύρος είσαι, μαύρα φορείς, μαύρο καβαλικεύγεις. 
Μαθαίνεις το να πορπατεί, μαθαίνεις το να δρέμει, 
μαθαίνεις το να δέχεται, τον όχλο του πολέμου. 

Η ιεροτελεστία του πανηγυρικού πιλαφιού του Δεκαπενταύγουστου στο Καρπάθιο Facebook Twitter
Κορίτσια με την αμφίεση της ανύπαντρης γυναίκας περιμένουν να πιάσουν στον Πάνω Χορό στο Πλατύ. Φωτ.: Νίκος Γ. Μαστροπαύλος/Eudemonia.gr

Όντως, οι άρχοντες της Ολύμπου, οι πρωτομερακλήδες και οι μερακλήδες, κάθονται στην τάβλα στο κέντρο του Μεγάρου, κι όταν τελειώσουν το φαγητό, χτυπούν, σύμφωνα με το βυζαντινό συνήθειο, τα πιρούνια τους στα ποτήρια και δίνουν το σύνθημα να αρχίσει με τελετουργικό τρόπο το γλέντι. Τα τραγούδια, χωρίς όργανα, μόνο με φωνή, διαδέχονται το ένα το άλλο –«Κόρη το μαξιλάρι σου», «Τρεις κοπελιές ε(γ)άπου», «Του Κίτσου η μάνα κάθονταν»– μέχρι να παραδοθεί η σκυτάλη του γλεντιού στη μικρή ομήγυρη των γλεντιστών που φορούν μέσα στον γιακά τους φούντες βασιλικού, έχουν ήδη κουρδίσει τα όργανα –τη λύρα και το λαγούτο, ενώ η τσαμπούνα περιμένει να αρχίσει ο χορός για να μπει– και αρχίζουν να τραγουδούν στο Πλατύ, όπου θα αναπτυχθεί ο χορός. Όταν το κέφι θα έχει ωριμάσει, χτυπούν την καμπάνα και καλούν τις κοπέλες με τις επίσημες παραδοσιακές ενδυμασίες να βγουν από τα σπίτια τους και να έρθουν να πιάσουν στον χορό που δεν σταματά μέχρι το ξημέρωμα.

Γεύση
0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Το ελληνικό νησί που βρίσκεται ανάμεσα στις «7 καλύτερες ταξιδιωτικές εμπειρίες της Ευρώπης»

Ελλάδα / Το ελληνικό νησί που βρίσκεται ανάμεσα στις «7 καλύτερες ταξιδιωτικές εμπειρίες της Ευρώπης»

«Αυτός ο υπέροχος τόπος διαθέτει εντυπωσιακούς ορεινούς σχηματισμούς, φιλόξενα χωριά και ειδυλλιακές παραλίες» γράφει το δημοφιλές ταξιδιωτικό μέσο, Freedom Travel
LIFO NEWSROOM

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Agora symi

Γεύση / Agora: Η πιο γραφική ανηφόρα της Σύμης οδηγεί σε μια κουζίνα με χαρακτήρα

Σε ένα μικρό μπαλκόνι με θέα τα παστέλ αρχοντικά της Σύμης, ο Χρήστος Σιδηρόπουλος σερβίρει μια ελληνική κουζίνα που συνομιλεί με το παρελθόν χωρίς να το αντιγράφει – μιλάει χαμηλόφωνα, αλλά ακούγεται καθαρά.
ΖΩΗ ΠΑΡΑΣΙΔΗ
Οι ανθοί της cucina povera

Γεύση / Κολοκυθανθοί: Τα λουλούδια της φτωχής αλλά σοφής κουζίνας

Τα άνθη που είτε βουτιούνται στο κουρκούτι είτε γίνονται τροφαντός ντολμάς κρύβουν φθαρτή ομορφιά και μεγάλη γευστική παράδοση — πολύ πριν ο οδηγός Michelin αναδείξει τάσεις σαν το zero waste και το «από το χωράφι στο τραπέζι».
ΝΙΚΟΣ Γ. ΜΑΣΤΡΟΠΑΥΛΟΣ
Αμπέλι, άστρα και συναίσθημα: Ο Θοδωρής Κοντογιάννης και η βιοδυναμική οινοποίηση

Το κρασί με απλά λόγια / Αμπέλι, άστρα και συναίσθημα: Ο Θοδωρής Κοντογιάννης και η βιοδυναμική οινοποίηση

Πώς επηρεάζει η αστρονομία τις καλλιεργητικές πρακτικές στο αμπέλι; Η Υρώ Κολιακουδάκη και ο Παναγιώτης Ορφανίδης σε μια συζήτηση με τον Θοδωρή Κοντογιάννη για τη σχέση του ανθρώπου με τη γη, την τεχνολογία και το κρασί, έξω από τα συνηθισμένα.
ΥΡΩ ΚΟΛΙΑΚΟΥΔΑΚΗ
Οι ιδιαίτερες γεύσεις του καλοκαιριού στο Αιγαίο

Γεύση / Σαρδέλες Καλλονής, Φούσκες, Σκίζα. Αυτή είναι η γεύση του Αιγαίου

Οι μένουλες Καρπάθου, το σπινιάλο Καλύμνου, η σκίζα της Μήλου και η μόστρα της Μυκόνου: Από τον ιωδιούχο αφρό του Αιγαίου ως τα μητάτα των Κυκλάδων, η γεύση του καλοκαιριού αποτυπώνεται σε προϊόντα που φέρουν την ιστορία και το φως των νησιών.
ΝΙΚΟΣ Γ. ΜΑΣΤΡΟΠΑΥΛΟΣ
ΕΠΕΞ Ελένη Σαράντη

Γεύση / Ελένη Σαράντη: «Κυνήγησα πράγματα που τελικά δεν είχαν σημασία»

Μετά από μια δύσκολη στιγμή, κατάλαβε πως η μόνη επιβράβευση που μετρά δεν είναι τα αστέρια, αλλά το “φάγαμε καταπληκτικά”. Όταν την αποκαλούν σεφ, απαντά απλά: «Εγώ μαγειρεύω». Η υπερήφανη μαγείρισσα που προκαλεί ουρές στην οδό Σαλαμίνος, στον Κεραμεικό, είναι η Αθηναία της εβδομάδας.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Από τη γαλλική bistronomie στο σαμιώτικο αμπέλι: Η συναρπαστική διαδρομή του Βασίλη Αλεξίου

Το κρασί με απλά λόγια / Από τη γαλλική bistronomie στο σαμιώτικο αμπέλι: Η συναρπαστική διαδρομή του Βασίλη Αλεξίου

Ο σεφ και οινοποιός μας ταξιδεύει από τη Σαντορίνη στο Παρίσι, στο Μarais, όπου είχε μια πολύ επιτυχημένη μακρόχρονη πορεία ως ένας από τους δημιουργούς του ρεύματος του bistronomie. Τώρα βρίσκεται στη Σάμο όπου φτιάχνει κρασιά τα οποία εκφράζουν την προσωπικότητά του και τον χαρακτήρα του, με σκοπό να τα απολαμβάνει ο κόσμος με το φαγητό του, μαζί με άλλους ανθρώπους.
THE LIFO TEAM
Νάπολη: Γιορτάζοντας τη χαρά της ζωής στη σκιά του Βεζούβιου

Nothing Days / Νάπολη: Γιορτάζοντας τη χαρά της ζωής στη σκιά του Βεζούβιου

Ένα «ανοιξιάτικο» τριήμερο σε μία πόλη που ξέρει από φυσικές καταστροφές αλλά ξέρει και να υμνεί τη ζωή, και μία μεγάλη βόλτα στην Πομπηία και στο Ερκολάνο. Από το αρχαίο «fast food» στις σύγχρονες γεύσεις της ναπολιτάνικης κουζίνας.
M. HULOT
Τραπέζι κάτω από την κληματαριά

Γεύση / Τραπέζια κάτω από βαθύσκιωτες κληματαριές. Αυτό είναι το καλοκαίρι

Σκάροι με μπάμιες μαγειρεμένα στον χυμό των ανώριμων σταφυλιών από την κληματαριά της αυλής μας, σκορπιοί μακαρονάδα με ρόγες των ώριμων τσαμπιών, καθώς και αρνάκι κοκκινιστό με γλυκόξινες αγουρίδες. Αυτές είναι οι γεύσεις που αξίζουν τον ίσκιο της κληματαριάς.
ΝΙΚΟΣ Γ. ΜΑΣΤΡΟΠΑΥΛΟΣ