Έχω μια αδυναμία στους μικρούς τόπους, ιδίως το καλοκαίρι προτιμώ εκείνα τα μέρη που δεν σου δίνουν πολλές επιλογές εξόδου, γιατί πολύ απλά πιστεύω ότι αυτός είναι ένας τρόπος διακοπών που πραγματικά ξεκουράζει.
Βορειοδυτικά της Ρόδου και κοντά στις τουρκικές ακτές, η Σύμη είναι ένα τέτοιο μέρος. Χτισμένη αμφιθεατρικά γύρω από το φυσικό της λιμάνι, με νεοκλασικά αρχοντικά με αετώματα που ξεχωρίζουν για τα παστέλ χρώματά τους, πρόκειται για ένα από τα πιο γραφικά νησιά των Δωδεκανήσων. Είναι μια σταλιά τόπος που, χωρίς να κάνει θόρυβο, σε σαγηνεύει.
Κάπως έτσι λειτουργεί και το Old Markets Boutique Hotel, ένα πετρόχτιστο στολίδι σκαρφαλωμένο στην ιστορική Παλιά Αγορά, που μοιάζει να αιωρείται πάνω από το λιμάνι. Στο πρώην «εμπορικό κέντρο» του νησιού, το ξενοδοχείο διατηρεί το βλέμμα στραμμένο στο παρελθόν, γεφυρώνοντας αρμονικά το τότε με το τώρα.
Το κτίριο χρονολογείται από τον 19ο αιώνα, αλλά από το 2010 κι έπειτα, μετά από μια σχολαστική ανακαίνιση, προσφέρει μια εμπειρία φιλοξενίας αυθεντική και εκλεπτυσμένη. Μετρώντας μόλις επτά δωμάτια και τρεις σουίτες, το Old Markets είναι ένα μπουτίκ καταφύγιο για εκείνους που αναζητούν μια πολυτέλεια χαμηλών τόνων. Οι χώροι του, από τα custom-made έπιπλα που σχεδιάστηκαν ώστε να αποτυπώσουν μοτίβα και υφές του 19ου αιώνα, μέχρι τις ζωγραφισμένες στο χέρι οροφές και τα περίτεχνα βοτσαλωτά, αναδεικνύουν την ταυτότητα ενός κτιρίου-ζωντανού μνημείου.
Το φαγητό του Χρήστου Σιδηρόπουλου συνδιαλέγεται με το νησιωτικό τοπίο και έχει ελληνική ταυτότητα, χωρίς να παπαγαλίζει την παράδοση και να υπηρετεί τη νοσταλγία.
Όλα αυτά τα συναντάμε στην Καλή Στράτα, στον γραφικό πεζόδρομο που συνδέει τον Γιαλό, δηλαδή το λιμάνι, με το Χωριό, δηλαδή την Άνω Σύμη ή τη Χώρα, αν προτιμάτε. Πρόκειται για ένα παλιό καλντερίμι με περίπου 500 πέτρινα σκαλοπάτια που περνάει μέσα από τα χρωματιστά σπίτια του νησιού. Πρόκειται για μία από τις πιο όμορφες βόλτες στη Σύμη, ιδανική για φωτογραφίες, ειδικά νωρίς το πρωί ή αργά το απόγευμα που δεν έχει πολύ ήλιο.


Ακολουθώντας, λοιπόν, αυτήν τη διαδρομή, θα συναντήσετε το Old Markets καθώς και το γειτονικό Captain's Mansion, εκεί όπου το ξενοδοχείο παρουσιάζει τη δική του γευστική άποψη σε ένα περιποιημένο μπαλκόνι και έναν χώρο ανοιχτό σε όλους. Ήδη από το πρωινό του με τις χειροποίητες πίτες και τα παραδοσιακά ακούμια (οι λουκουμάδες της Σύμης) που φτιάχνονται σε έναν κοντινό φούρνο το ξενοδοχείο μάς προϊδεάζει για το ότι δεν αντιμετωπίζει με προχειρότητα το φαγητό.
Στο τιμόνι της κουζίνας του εστιατορίου Agora βρίσκεται ένας νεαρός σεφ με δυνατό βιογραφικό, ο Χρήστος Σιδηρόπουλος, που έχει θητεύσει δίπλα σε ονόματα σαν αυτό του Daniel Clifford στο βρετανικό και διάστερο Midsummer House, έχει περάσει από το το Meraki του Λονδίνου, ενώ πιο πρόσφατα βρέθηκε στη Hytra της Αθήνας όπου κρατούσε τον ρόλο του chef de cuisine.
Το φαγητό του συνδιαλέγεται με το νησιωτικό τοπίο και έχει ελληνική ταυτότητα, χωρίς να παπαγαλίζει την παράδοση και να υπηρετεί τη νοσταλγία. Σε αυτό το μικρό και προσεγμένο –όπως είναι και το ίδιο το νησί αλλά και το ξενοδοχείο– εστιατόριο, ο Χρήστος Σιδηρόπουλος μεταφράζει με τον δικό του τρόπο τη μοντέρνα ελληνική κουζίνα, ακολουθώντας την εποχικότητα και αξιοποιώντας ήπιες τεχνικές της παγκόσμιας γαστρονομικής σκηνής.
Στην όψη τα πιάτα του είναι fine, στον ουρανίσκο όμως είναι comfort. Ο σεφ δουλεύει με ντόπιες πρώτες ύλες, με όσα μπορεί να του δώσει το νησί και μπόλικα μυρωδικά. Το βράδυ, δίνοντας έμφαση στη θάλασσα, το Agora προτείνει ένα pescatarian μενού γευσιγνωσίας τριών, έξι, εννιά και δώδεκα σταδίων για να επιλέξετε.

Πολλοί υπόσχονται ότι εκείνο που μας σερβίρουν θα μας θυμίσει κάτι πολύ οικείο, αλλά ο Χρήστος Σιδηρόπουλος πράγματι καταφέρνει να συμπυκνώσει τη γεύση της σπανακόπιτας και του μπριάμ σε μια μπουκιά με τρόπο καθαρό, που δεν μπερδεύει.
Το διάσημο έδεσμα του νησιού, το συμιακό γαριδάκι, μπαίνει σε ένα κοχύλι και σερβίρεται με κονσομέ από γαρίδες. Με ντόπιο τυρί, τουρσί κρεμμύδι και ελιά, προσθέτει μια ελληνική πινελιά στο κλασικό ντοματένιο γκασπάτσο, ένα πιάτο που είναι το μεσογειακό καλοκαίρι σε μια κουταλιά. Το crudo μαγιάτικου με την καπνιστή μαγιονέζα, τη χαρίσα και τη μελιτζάνα δίνει τον τόνο του μενού, ενώ τα καπνιστά μύδια φρικασέ με τα σέσκουλα και τον αφρό αυγολέμονο είναι ένα πιάτο που γεφυρώνει με χάρη την παράδοση με το σήμερα, όπως και η γλώσσα πλακί με την τερίνα από τηγανητή πατάτα, το κρεμμύδι και την ντομάτα κονφί.
Πολύ νόστιμα και φίνα είναι και τα καπελέτι με το κολοκυθάκι, τη γραβιέρα Νάξου και τον κρόκο αυγού. Πριν από το φινάλε, ο Θεσσαλονικιός σεφ βγάζει μια επιλογή τυριών από Φάρμα Ραγιάν του Κιλκίς, η οποία συνοδεύεται από τσάτνεϊ φρούτων και χειροποίητα κράκερ.


Είναι αρκετές εκείνες οι φορές που ένα καλοδουλεμένο μενού δεν συνοδεύεται από ίδιου επιπέδου γλυκά, όμως αυτά της Βάσως Γιαμούρα αποτελούν έκπληξη. Με μια πορεία πίσω από το πάσο πολυβραβευμένων εστιατορίων και ξενοδοχείων (Hide, NoΜad, Soil), η pastry chef φέρνει στο τραπέζι δροσερά pre-dessert όπως το φοβερό σορμπέ από πράσινο μήλο, αφρό από μάραθο και παγωμένη σαλάτα αγγουριού, και επιδόρπια όπως το Eton mess με φράουλες, μακρύκοκκο πιπέρι και αγουρίδα Κρήτης.
Agora, Καλή Στράτα, Σύμη. Περισσότερες πληροφορίες θα βρείτε εδώ.