Παιδί μου, γιατί δεν καταλαβαίνω τι λες;

words final
Στην Ελλάδα δεν δεχόμαστε πολλά πράγματα λόγω της γλωσσικής ιδεολογίας μας. Ε, καλό είναι να διαβρώνεται η γλωσσική ιδεολογία. Εικονογράφηση: Μαργαρίτα Καμαριώτη/LIFO
0


Η ΑΡΧΗ ΕΓΙΝΕ ΠΡΙΝ 
από μια δεκαπενταετία, όταν τα παιδιά της πρώτης γενιάς που γεννήθηκε μέσα στον ψηφιακό κόσμο άρχισαν να βάζουν στο λεξιλόγιό τους λέξεις πρωτόγνωρες, κυρίως τεχνικούς όρους αλλά και νεολογισμούς που προέκυπταν από αγγλικές λέξεις που δεν είχαν ελληνικό αντίστοιχο. Μετά ήρθε το τραπ και άλλαξε τα πάντα. Από το 2015 και μετά οι άγνωστες λέξεις για τους boomers και τους genXers άρχισαν να αυξάνονται, τα ερεθίσματα για τη δημιουργία νέας γλώσσας πλήθαιναν και τα χαρακτηριστικά του νέου ραπ υποείδους προσφέρονταν για ακόμα περισσότερους νέους όρους. Το τραπ είναι μια μουσική που ήρθε «φυτευτή», ακριβώς την ώρα που συνέβαινε στην Αμερική, όπως συνέβαινε εκεί, με ίδιο ήχο και μεταφρασμένους στίχους, ή ακόμα και αμετάφραστους, που έγιναν σημείο αναφοράς για το κοινό που το υιοθέτησε, στην αρχή ως δημιουργοί, στη συνέχεια ως οπαδοί του είδους. Για μια γενιά που ήταν εξοικειωμένη με την τεχνολογία, που ζούσε 24/7 online και γνώριζε πολύ καλά αγγλικά, είχε άμεση επικοινωνία με μηνύματα στα chat ή τα fora με κόσμο από το εξωτερικό και χρησιμοποιούσε την ίδια παγκόσμια γλώσσα, η νέα γλώσσα ήρθε φυσιολογικά και αβίαστα.

Αν δεν έχεις παρακολουθήσει την εξέλιξη της ιδιόρρυθμης αυτής αργκό μέσα από τα ραπ κομμάτια (τα οποία έχουν περισσότερους στίχους από ένα συμβατικό ποπ τραγούδι, άρα και την ανάγκη χρήσης περισσότερων λέξεων) κι ανοίξεις μια μέρα το Spotify ανίδεος για το νέο lingo, το πιο πιθανό είναι να θεωρήσεις ότι οι νέοι ράπερ λένε ασυναρτησίες.

«Δεν θα πάρουν το sauce μου / hoe bitch δεν μαθαίνει το lock μου / real talk μισώ τους πόπο / έχω το χάρισμα σαν τον τόκο / βλάκες δεν μιλάνε για μένα / πενηντάρικα τάλιρα φέρ’ τα / λέει τα ίδια που έπαιζε η κασέτα / αυτό είναι το πιο δυνατό από κασέτα»,

λέει ο $ulee στο «Mula mula» (mula είναι το χρήμα), στο οποίο επίσης ραπάρει:

«IG το κάνω Tinder / hoe κολλάει σαν sticker / $ulee θα βγάλει το money / lames είναι fake σαν filter / bad bitch σκάει με ντουμάνι / τον $ulee αυτό τον ανάβει / τα feats μου αλλάζω κανάλι / κλέβουν το στυλ μου, χαλάλι (mula)».

Αν δεν ανήκεις σε αυτήν τη γενιά, σχεδόν όλοι οι στίχοι σού φαίνονται ακατανόητοι. Είναι η πρώτη φορά μετά τα καλιαρντά που εμφανίζεται μια νέα γλώσσα την οποία, αν δεν είσαι εξοικειωμένος –ή πιτσιρικάς–, είναι αδύνατο να την καταλάβεις. Και μπορεί το τραπ να βοήθησε να φανεί και να είναι πλέον πιο εύκολο να την εντοπίσεις, αλλά δεν διαμορφώθηκε μόνο από το τραπ. Είναι πολλοί οι παράγοντες που συνέβαλαν στη δημιουργία της. Από τα ηλεκτρονικά παιχνίδια και τις φίρμες των ακριβών ρούχων, των αξεσουάρ και της κολόνιας μέχρι τα αντικείμενα που φετιχοποιούνται από τους πιτσιρικάδες, τα gadgets, τα αυτοκίνητα, τα ποτά, τις νέες τάσεις στα social media, τα ναρκωτικά και το σεξ – η καθημερινή τους ζωή δηλαδή.

Στην Ελλάδα δεν συμβαίνουν πολλά πράγματα για λόγους οι οποίοι έχουν να κάνουν με το πώς αντιμετωπίζεται η γλώσσα στον δημόσιο λόγο. Η γλώσσα στην Ελλάδα είναι τοτέμ: το λατρεύουμε, το προσκυνάμε, δεν το αγγίζουμε και δεν έχουμε και ακριβή γνώση γι αυτό.

Η κουβέντα με τον Φοίβο Παναγιωτίδη, καθηγητή Θεωρητικής Γλωσσολογίας στο Πανεπιστήμιο Κύπρου, ξεκίνησε ανεπίσημα, ως σχόλιο για συγκεκριμένους στίχους και κατέληξε σε μια προσπάθεια αποκωδικοποίησης της νέας γλώσσας από δύο genXers που χρειάζεται να ψάχνουν συχνά στο Google για να καταλάβουν τι λένε πολλά από τα κομμάτια. Το νέο lingo είναι μια ολόκληρη άγνωστη γλώσσα και όσο περνάει ο καιρός γίνεται όλο και πιο άγνωστη.

— Στο «Lingo» ο FY κάνει ξεκάθαρη αναφορά σε αυτήν τη νέα γλώσσα που είχαν αρχίσει να χρησιμοποιούν οι νέοι ράπερ, η οποία δεν ήταν ακόμη τόσο σύνθετη όσο έχει γίνει σήμερα, αλλά περιλάμβανε λέξεις που τις καταλάβαινε μόνο ο κόσμος που είχε τα ίδια ενδιαφέροντα (μόδα, καλή ζωή, ηλεκτρονικά παιχνίδια) και χρησιμοποιούσε αγγλικές φράσεις στην καθημερινότητά του.
Το τραπ επηρέασε πάρα πολύ τη νέα γλώσσα. Όταν έχεις γεννηθεί και μεγαλώσει μέσα στον ψηφιακό κόσμο, αναγνωρίζεις μια βασική ορολογία την οποία μπορείς να ενσωματώσεις στην τοπική σου αργκό πάρα πολύ εύκολα.

Φοίβο Παναγιωτίδη, Καθηγητή Θεωρητικής Γλωσσολογίας στο Πανεπιστήμιο Κύπρου
Ο Φοίβος Παναγιωτίδης, καθηγητή Θεωρητικής Γλωσσολογίας στο Πανεπιστήμιο Κύπρου

— Τι είναι αυτό που κάνει έναν πιτσιρικά να χρησιμοποιεί μια άγνωστη γλώσσα;
Μιλάμε για αυτό που παλιά ονομάζαμε αργκό. Οι περισσότερες αργκό δεν είναι καινούργιες γλώσσες, είναι ένα σύνολο όρων· άρα δεν πρόκειται για ζήτημα γλώσσας αλλά για ζήτημα ορολογίας, η οποία είτε προέρχεται από υποκουλτούρες ή πολλές φορές περιλαμβάνει καθαρά τεχνικούς όρους. Η «σλατίνα» είναι όρος που ανήκει σε μια υποκουλτούρα, αλλά το «τζι» είναι η τεχνική ορολογία των ανθρώπων οι οποίοι ντιλάρουν κόκα.

— Είναι μια γλώσσα που δεν καταγράφεται, κανείς δεν έχει ασχοληθεί με τον τρόπο που μιλάνε οι νέοι άνθρωποι, και δεν αναφέρομαι στο «μπρο» που έχει μπει στο λεξιλόγιο ακόμη και μεγαλύτερων ανθρώπων ή τις λέξεις του συρμού της αγγλικής που περιλαμβάνονται κάθε χρόνο σε αγγλικά κι αμερικάνικα λεξικά. 
Αν πάμε πίσω 60-70 χρόνια, στο γυμνάσιο αρρένων όπου φοιτούσε εκείνη την εποχή ο πατέρας μου, έλεγαν «μόρτη μου» και «μάγκα μου». Είναι ενδιαφέρον αυτό καθώς εκείνη την εποχή ήταν στιγματισμένοι όροι, επειδή ο μάγκας ήταν μια φιγούρα του υποκόσμου, ενώ για εμάς είναι μια ουδέτερη λέξη, ταυτόχρονα όμως ήταν ο τρόπος που αποκαλούσαν οι γυμνασιόπαιδες ο ένας τον άλλο: «μόρτη μου», «μάγκα μου». Αν έχεις την όρεξη να διαβάσεις τα περιοδικά της εποχής εκείνης, της δεκαετίας του ’50 και του ’60, θα δεις τις τάσεις του «καλού» κόσμου, ας το πούμε έτσι, απέναντι σε κάποια πράγματα. Το «μόρτη» λοιπόν θεωρούνταν χειρότερο απ’ το «μάγκα», γιατί υποτίθεται πως μόρτης ήταν αυτός που έχει κάνει και φυλακή, κάτι που χτύπαγε άσχημα στο φαντασιακό του μικροαστού της δεκαετίας του ’50, ενώ μάγκας ήταν αυτός που κυκλοφορούσε στου Ψυρρή με το ένα μανίκι του σακακιού αφόρετο. 

Παιδί μου, γιατί δεν καταλαβαίνω τι λες; Facebook Twitter
Εικονογράφηση: Μαργαρίτα Καμαριώτη/LIFO

— Τι είδους ανάγκη ωθεί τους νέους κάθε εποχής να φτιάχνουν μια γλώσσα με κώδικα που τον καταλαβαίνουν μόνο οι ίδιοι;
Κάθε γενιά έχει δική της ορολογία στη γλώσσα που χρησιμοποιούν πολλοί νέοι μεταξύ τους. Τα παλιότερα εγχειρίδια γλωσσολογίας θα σου πουν ότι η χρήση της αργκό αποσκοπεί στο να μη σε καταλαβαίνουν οι άλλοι όταν συνεννοείσαι σε έναν κύκλο δικό σου, έναν κύκλο που μπορεί να ορίζεται από μια υποκουλτούρα μέχρι ένα κίνημα. Τα καλιαρντά, ας πούμε, είναι μια τέτοια περίπτωση: θέλουμε να συνεννοούμαστε μεταξύ μας χωρίς να μας καταλαβαίνουν οι μπάτσοι, ο «καλός ο κόσμος» κ.λπ. Η λειτουργία της αργκό μεταξύ των νέων είναι αυτή. Το ενδιαφέρον είναι ότι στην περίπτωση του τραπ έχεις μια αργκό που θεμελιώνεται πάνω σε μια πολύ συγκεκριμένη υποκουλτούρα, κι αυτό κάνει εντύπωση σε εμάς, τους ανθρώπους της γενιάς μου. Εμείς της Generation Χ είχαμε ένα κενό, γιατί χρησιμοποιούσαμε μια πολύ στοιχειώδη αργκό, καμία σχέση με την ορολογία και την εκλέπτυνση των όρων που ακούς στην τραπ μουσική. Επίσης, δεν διαθέταμε μία κυρίαρχη υποκουλτούρα: υπήρχαν οι μεταλλάδες, υπήρχαν οι grunge, οι λαϊκοί, οι ravers κ.ο.κ. 

— Ήταν πολύ περιορισμένη η αργκό σε σχέση με σήμερα. Ακόμα και τον raver, που ήταν αρκετά ακραίος για την εποχή, αποκλείεται να μην τον καταλάβαινε ο πατέρας του, όσες λέξεις της αργκό κι αν χρησιμοποιούσε. 
Ακριβώς. Ερχόμαστε αντιμέτωποι με κάτι που υπήρχε πριν από τη δική μας γενιά: λ.χ. οι ροκάδες, οι καρεκλάδες παλιότερα, οι τύποι με τα μοχέρ ζιβάγκο τη δεκαετία του ’50 που πήγαιναν στην οδό Μασσαλίας για να πιουν μπίρα και να παίξουν φλιπεράκι διέθεταν αργκό. Εμείς της GenX είμαστε το κενό, η εξαίρεση. Γι’ αυτό ήταν τόσο μεγάλο το σοκ απέναντι στη γλώσσα των σημερινών νέων που εμφανίζεται στα τραγούδια τους.

— Αν εξαιρέσεις τα καλιαρντά, δεν έχει υπάρξει αργκό τόσο συμπαγής όπως υπάρχει σήμερα, η οποία μάλιστα εμπλουτίζεται συνεχώς με νέες λέξεις. 
Όντως τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια είναι πολύ συμπαγής κι αναγνωρίσιμη η αργκό, αλλά στιβαρές αργκό έχουν ξαναϋπάρξει, π.χ. στον κόσμο του ρεμπέτη, όμως τότε δεν υπήρχε ίντερνετ. Έπρεπε να ήσουν στον Πειραιά, ανάμεσα σε ρεμπέτες, να πας στον τεκέ για να ξέρεις τι είναι η στούφα ή το τουμπεκί κ.λπ. Τώρα μπαίνεις στο ίντερνετ, ακούς ένα τραγούδι που προσπαθείς να αποκωδικοποιήσεις, κι έτσι έχεις πρόσβαση στη νέα αργκό αλλά και το Google για βοήθεια.

— Γιατί μέχρι τώρα δεν την έχουμε καταγράψει καθόλου αυτήν τη νέα γλώσσα;
Στην Ελλάδα δεν συμβαίνουν πολλά πράγματα για λόγους οι οποίοι έχουν να κάνουν με το πώς αντιμετωπίζεται η γλώσσα στον δημόσιο λόγο. Η γλώσσα στην Ελλάδα είναι τοτέμ: το λατρεύουμε, το προσκυνάμε, δεν το αγγίζουμε και δεν έχουμε και ακριβή γνώση γι' αυτό. Τέλος πάντων, το θέμα μας εδώ είναι το εξής: οι παλιότερες γενιές φετιχοποιούν την ύπαρξη κάποιων όρων που χρησιμοποιούν οι πιτσιρικάδες. Με άλλα λόγια, η μη επιστημονική ενασχόληση με την αργκό της νεολαίας, η οποία έχει χαρακτήρα ταυτοτικό, στον δημόσιο λόγο έχει χαρακτήρα φετιχοποιημένο: υπενθυμίζω τις περισσότερες ταινίες του Δαλιανίδη στην ύστερη περίοδό του, που φετιχοποιούσαν το ότι οι νέοι έλεγαν «βασικά», «μου τη σπας», «κουφάθηκα», «είναι φάση» κ.λπ. Δηλαδή, και να μην υπάρχει αργκό, οι μεγαλύτεροι θα την επινοήσουν. Στην περίπτωση του τραπ, πάντως, η αργκό ξεκινάει και με όρους που περιγράφουν υπαρκτά υλικά αντικείμενα: μάρκες, φίρμες...

— Ο αντιαμερικανισμός που κυριαρχούσε στην ελληνική κοινωνία μέχρι και τα ’90s δεν επέτρεπε στους νέους μουσικούς να βάλουν ονόματα από αμερικανικές φίρμες στα τραγούδια τους, ήταν και πολύ μικρότερη η ανάγκη για το χλιδάτο lifestyle από τους «κάγκουρες» των ’80s, τα λαϊκά παιδιά.
Κι όταν ανέφερες μάρκες, αυτό γινόταν με επιτιμητικό και σαρκαστικό τρόπο: σου θυμίζω το σουξέ «Το Gucci φόρεμα», που δανείστηκε στοιχεία από τη χιπ χοπ κουλτούρα για να μπορέσει να σερβιριστεί και σαν κάτι πολύ mainstream, όπως ήταν, ενώ η αναφορά στα Gucci λειτουργούσε υποτιμητικά, ότι δηλαδή είσαι λίγο ψωνάρα που το φοράς, όχι με τον ίδιο τρόπο που θα αναφερόταν σε αυτά ένας νέος ράπερ. Από μια στιγμή λοιπόν και ύστερα, το όνομα της φίρμας άρχισε να δείχνει κάτι ιδανικό, κάτι που σκοπός σου είναι να αποκτήσεις ή που θεωρείς μεγάλη επιτυχία να το έχεις.

Παιδί μου, γιατί δεν καταλαβαίνω τι λες; Facebook Twitter
Εικονογράφηση: Μαργαρίτα Καμαριώτη/LIFO

— Μπορεί να υπάρξει σήμερα underground;
Δεν είμαι κοινωνικός επιστήμονας για να το ξέρω, αλλά δεν ξέρω τι άλλο underground μπορεί να υπάρξει σήμερα εκτός από τον κόσμο που ζει γύρω από το dark web.

— Είναι δύσκολο να υπάρξει πλέον underground όταν, για να υπάρξει στο ίντερνετ η μουσική σου, πρέπει να περάσεις από μια μεγάλη πλατφόρμα στην οποία έχουν πρόσβαση όλοι.
Όμως πάντα υπάρχει ροπή να κλειστείς προς τα μέσα, λ.χ. πάρα πολλή δουλειά γίνεται μέσα από τους σέρβερ Discord: στήνει ο άλλος ή η άλλη έναν σέρβερ Discord, καλεί 15 άτομα και είναι σαν να αλλάζουν χέρια κασέτες. 

— Και πρόθεση να έχει κάποιος που κάνει μουσική να μείνει underground, όταν υπάρχει τόση έκθεση στα social media δεν μπορεί να ελέγξει το κοινό στο οποίο θα φτάσει η μουσική του.
Και πάλι πρόκειται για μια διαδικασία που παίζει πάρα πολύ στην ποπ κουλτούρα: το πιο χαζό παράδειγμα είναι ο Έλβις, που ξεκινάει ως κάποιος πραγματικά περιθωριακός, όχι μόνο γιατί κουνιόταν, αλλά γιατί ήθελε να φέρει τη μαύρη μουσική σε λευκά αυτιά. Σε πάρα πολύ σύντομο διάστημα έγινε ό,τι πιο mainstream και All American υπήρχε. Νομίζω ότι έτσι λειτουργεί η ποπ κουλτούρα γενικά: προσπαθεί να οικειοποιηθεί και να αποστρογγυλέψει τα πάντα – και εκεί έγκειται και η τραγωδία της βέβαια. 

— Αυτό όμως που δεν είχε κάνει ποτέ η μουσική ήταν να φέρει το περιθώριο στο mainstream, γιατί υπήρχαν πάντα ενδιάμεσοι χώροι, μια δισκογραφική εταιρεία ή η λογοκρισία, που δεν σου επέτρεπαν να μιλάς ξεκάθαρα για ναρκωτικά σε τραγούδι και να γίνει αυτό το τραγούδι χιτ, εκτός κι αν ξέφευγε από τον λογοκριτή. Στην Αμερική υπήρχε μεν το gangsta rap, αλλά στην Ελλάδα καμία μεγάλη εταιρεία δεν θα επέτρεπε να βγουν κομμάτια ύμνοι στα ναρκωτικά, στα όπλα ή με λέξεις που εμφανίστηκαν στο τραπ. Δεν θα μπορούσαν να γίνουν mainstream επιτυχία κομμάτια με τέτοιους στίχους. 
Στην Ελλάδα πάντως δεν θα ακούσεις τους τράπερ στο Δεύτερο Πρόγραμμα.

— Και φυσικά ήταν το Δεύτερο Πρόγραμμα αυτό που έχασε ακροατές – το ραδιόφωνο χρειάζεται τους ακροατές, δεν χρειάζονται οι ακροατές το ραδιόφωνο. Οι millennials και τα παιδιά της gen Z βρήκαν άλλους τρόπους να ακούνε μουσική. Γενικότερα, τα μέσα χρειάζονται όλο αυτό που δημιουργήθηκε ερήμην τους και γιγαντώθηκε, για να προσελκύσουν το κοινό που ακούει αυτήν τη μουσική. Δεν χρειάζεται η μουσική τα παραδοσιακά μέσα, έχει βρει τρόπο να διαδίδεται μόνη της.
Οι τάσεις είναι πια λιγότερο διαμεσολαβημένες από κάποιον τύπο που θα τη δει κάπως μάνατζερ, λίγο παραγωγός. Τις δεκαετίες του ’80 και του ’90 ακούγαμε ιστορίες για τον μαέστρο που έμπαινε στο στούντιο και έλεγε «καλό τραγούδι, παιδιά, θα αλλάξουμε αυτόν τον στίχο, θα βάλουμε εκείνον τον ήχο και θα γίνει έτσι». Το ενδιαφέρον, επιμένω, είναι ότι δεν είναι mainstream, είναι αδιαμεσολάβητοι καλλιτέχνες και έχουν το κοινό τους.

— Τι είναι mainstream;
Αυτό που θα ακούσεις στο σούπερ μάρκετ.

— Σε κάθε μπιτσόμπαρο το καλοκαίρι άκουγες τραπ κομμάτια. Αυτό δεν τα καθιστά mainstream; Το ότι κάνουν 300 και 400 εκατομμύρια ακροάσεις στο Spotify τα άλμπουμ των καλλιτεχνών του τραπ δεν τα κάνει mainstream; Ένα δισεκατομμύριο ακροάσεις έχει ο Light. Είχε πλάκα που φέτος τον Αύγουστο ανακάλυψαν τον Rack –από μια αναφορά που έκανε σε αυτόν ο Άδωνις Γεωργιάδης– άνθρωποι που μπορεί να έβγαζαν σπυριά ακούγοντας τα κομμάτια του, κι αναρωτιούνταν «μα είναι τόσο δημοφιλής;», ή ακόμα χειρότερα, «πώς γίνεται να είναι δημοφιλής αν δεν τον ξέρω εγώ;», λες και το μόνο κριτήριο για το αν είναι κάποιος δημοφιλής είναι να τον ξέρεις εσύ. 
Συνεπώς έχουμε μάλλον έναν επαναπροσδιορισμό του mainstream, γιατί πλέον δεν μας αφορά το τι περνάει στα μέσα τα οποία χρησιμοποιούν οι 40άρηδες, 50άρηδες, 60άρηδες, αλλά τι έχει πραγματική διάδοση. 

— Το τραπ υπάρχει μόνο σε προφίλ του Instagram που παίζουν τις ειδήσεις γύρω από αυτήν τη μουσική και κάποιες βιντεοεκπομπές στο YouTube, πέρα από τα στόρι των ίδιων των καλλιτεχνών. Αλλά έχουν πολύ μεγάλο following. Τα παραδοσιακά μέσα θα αναφερθούν σε αυτή μόνο με αρνητικό πρόσημο, αν γίνει κάποιος ράπερ είδηση για κάτι που έκανε. Εξού και η λέξη «τράπερ» τονίζεται ως κάτι κακό, «ο τράπερ τάδε», και περιμένεις να ακούσεις ποια παρανομία έχει κάνει. 
Γενικά δεν υπάρχει ενδιαφέρον να αναλυθεί το τραπ ως κοινωνικό φαινόμενο, να ψάξουν να δουν τι στο καλό είναι αυτό που κάνει τόσο δημοφιλή αυτήν τη μουσική, αυτόν τον ήχο και αυτόν τον στίχο, για έναν πιτσιρικά. Αν πάντως αφαιρέσει κανείς τον παράγοντα «αδιαμεσολάβητο» που σου προσφέρει το ίντερνετ, η ιστορία λίγο πολύ μού θυμίζει τη μοίρα του ρεμπέτικου τις δεκαετίες του ’30 και του ’40: κάτι που είχε διάδοση κι ήταν μουσική διασκέδασης, όπως είναι η τραπ. Δηλαδή, όταν ο άλλος τραγουδούσε για τα δέντρα και τα φύλλα και τις καναβουριές, δεν ήταν απαραίτητο ότι ήταν ρεμπέτης στην Τρούμπα και τις κάπνιζε, μπορεί να ήταν κάποιος comme il faut που έκανε κέφι στις Τζιτζιφιές, ας πούμε.

Παιδί μου, γιατί δεν καταλαβαίνω τι λες; Facebook Twitter
Εικονογράφηση: Μαργαρίτα Καμαριώτη/LIFO

— Οι ρεμπέτες όπως και οι τράπερ συνήθως τραγούδαγαν κάτι που βίωναν· έστω και από μακριά, πάντως είχαν μια σχέση με αυτό. Πιο πολύ τραγουδούσαν για πράγματα που είχαν ζήσει παρά για πράγματα που είχαν ακούσει. Κάπως έτσι γράφουν στίχους και οι ράπερ. Υπάρχουν και τα ρεμπέτικα της φυλακής που έχουν πολλά σεξουαλικά υπονοούμενα και αναφορά σε ναρκωτικά, υπάρχουν και τα ελαφρά ρεμπέτικα που ακούγονταν παντού και ήταν αποδεκτά από περισσότερο κόσμο.
Το μεν ρεμπέτικο τη δεκαετία του ’30 απαγορεύτηκε από τη δικτατορία του Μεταξά, ενώ το αρχοντορεμπέτικο και ελαφρύ ρεμπέτικο είναι κάτι που πουσαρίστηκε πολύ τη δεκαετία του ’40, πριν από τη διάλεξη του Χατζιδάκι. Αυτό δεν μπορεί να γίνει σήμερα: ακόμα κι αν απαγορευτεί κάτι, ο καθένας μπορεί να κάνει έναν σέρβερ στο Discord και να το μοιραστεί με 50, 500, 5.000 άτομα: μπορείς πια να μοιραστείς ό,τι θέλεις με όποιον θέλεις, και το ξέρουμε αυτό γιατί δυστυχώς, πέρα από τραγούδια, μουσικές κ.λπ., έτσι κυκλοφορούν και διάφορα κακοποιητικά βίντεο. Εύκολα μπορεί κανείς να βρει έναν τρόπο να μοιραστεί τη μουσική του.

— Tα ναρκωτικά τι ρόλο έχουν παίξει στη γλώσσα του τραπ; Ήταν κάτι που σε καμία περίπτωση δεν υπήρχε σε τραγούδι, ούτε καν ως υπόνοια. Στο ροκ π.χ. της δεκαετίας του ’80 υπήρχαν αναφορές, αλλά όχι με τον ίδιο τρόπο που υπάρχει στο ραπ. 
Τις Μουσικές Ταξιαρχίες και όποιον άλλο το έκανε τους απαγόρευαν με τη σέσουλα, πότε για το εξώφυλλο, πότε για το τάδε τραγούδι. Στο ραπ γίνεται μια ενδιαφέρουσα τομή, αφού παλιότερα σε ελληνικό στίχο θα άκουγες για ναρκωτικά –όπως και για το σεξ– μόνον υπαινιγμούς, ή υπονοούμενα, ή ανώδυνες περιφράσεις. Στον μεν αγγλόφωνο στίχο και στην αγγλοσαξονική παραγωγή, πέρα από το «Brown Sugar» ή το «Cocaine» του Κλάπτον (τα πιο mainstream που μπορώ να σκεφτώ), ολόκληρα άλμπουμ έχουν γραφτεί για την πρέζα, για την κόκα, για τη φούντα. Η διαφορά είναι πλέον ότι αυτό το πράγμα έχει περάσει στον ελληνόφωνο στίχο. Φεύγουμε πλέον από μια συνθήκη όπου ο κόσμος χόρευε πάνω στα τραπέζια το «Σεξ» της Κοκκίνου, που απλώς μιλάει για κάποια που σκέφτεται το αγόρι της και «τρελαίνεται», ουσιαστικά πρόκειται για μια φαντασίωση. Στο τραπ, απεναντίας, σεξ είναι «κάνω αυτό, κάνω εκείνο, είναι στενή, είναι φαρδιά, την πήρα έτσι, με πήρε έτσι, της κέρασα αυτό, μου πήρε εκείνο» κ.λπ.

Αντίστοιχα, η στιχουργική σεμνοτυφία που αφορά τα ναρκωτικά σπάει κι αυτή στο τραπ. Το ενδιαφέρον είναι ότι πια περνάει στον ελληνόφωνο στίχο μια πιο άμεση κουβέντα για το σεξ και μια πολύ πιο άμεση κουβέντα για διαφορετικά ναρκωτικά – και όχι σε φαντασιακό επίπεδο, όπως «είσαι η πρέζα μου» και σαχλαμάρες, αλλά μιλάς ακριβώς για το lean, για τη φούντα, για την κόκα. Δεν ξέρω αν μιλάνε και για άλλα ναρκωτικά, όπως κέτα, μεθ κ.λπ.

— Στο νέο lingo υπάρχει και πολλή ορολογία για τη μουσική τεχνολογία, για όρους των προγραμμάτων που χρησιμοποιούν για να φτιάξουν μουσική ή μουσικούς όρους που δεν είχαμε ξανασυναντήσει σε κομμάτια, π.χ. adlib.
Αυτό είναι πάρα πολύ ενδιαφέρον, γιατί πρόκειται για μια κίνηση που δείχνει αυτοπεποίθηση σε ένα είδος. Όπως λ.χ. η ωριμότητα αλλά και η κατάρα, η παρακμή της ποίησης είναι τα ποιήματα ποιητικής (γράφω ένα ποίημα για το πώς έγραψα το ποίημα, γράφω ένα ποίημα για το τι είναι η ποίηση για μένα), αντίστοιχα το να έχω μπροστά μου ένα μικρό λάπτοπ και να γράφω ένα τραγούδι για το πώς φτιάχνω τη μουσική μου είναι δείγμα ενηλικίωσης του τραπ. Επίσης, μιλάνε για τις διάφορες εφαρμογές, τα apps, πράγμα αναπόφευκτο από τη στιγμή που αποτελεί μέρος της καθημερινής τους ζωής: φυσικά και χρειάζεται να μιλήσεις για τα apps και τα προγράμματα που χρησιμοποιείς.

— Ένα νέο άτομο σήμερα έχει άμεση επαφή με όλες αυτές τις νέες λέξεις που βγαίνουν από τις νέες τάσεις και μπαίνουν στα λεξικά, είναι η γλώσσα των social, γίνονται αυτόματα μέρος του λεξιλογίου τους και κάποια παιδιά τις χρησιμοποιούν και με πολύ ωραίο τρόπο, αβίαστα και εντελώς φυσικά.
Είναι πάντως αστείο όταν τις χρησιμοποιεί ένας δημοσιογράφος σε τίτλο, είναι αυτό που λέμε «θα κάτσω με τη νεολαία». 

— Θα μου σχολιάσεις περισσότερο το σεξ και τον τρόπο που χρησιμοποιήθηκε στα μουσικά κομμάτια; Αυτό σοκάρει περισσότερο απ’ όλα, νομίζω, κι ας γίνονται θέμα κυρίως οι αναφορές στα ναρκωτικά και τα όπλα.
Βεβαίως σοκάρει. Όπως είπαμε, δεν υπήρχε προηγούμενο σε αυτό το πράγμα. Δηλαδή οι γενιές που τραγούδαγαν «θέλω στην καρδιά σου να μπω» ήταν λογικό να σοκαριστούν από το «Πίνω τα drugs μου και φτάνω στο peak / δεν κατεβαίνει, γουστάρει το dick / είναι ανοιχτή so deep / δες πάτο, so thick / τρώει χαρτόνι, nice / ροδάκινο κώλος, ice tea» ή από το «μου στέλνει photos απ’ το ντους, δεν μπορώ να περιμένω / πριν να μου τον ακουμπήσει είμαι ήδη καυλωμένος».

— Κανένας ράπερ σε τραπ κομμάτι δεν τραγουδάει για καημό, δεν αυτοοικτίρεται κανείς, όπως έκαναν στα λαϊκά και στα σκυλάδικα. Εδώ δεν υπάρχει πόνος· αν δεν γουστάρει, πάμε παρακάτω.
Αυτό ενδεχομένως είναι από τα σημαντικότερα κειμενικά στοιχεία αυτού του είδους: δεν υποφέρει κανείς, και αν υποφέρει δεν το δείχνει, κανείς ποτέ δεν λέει «πονάω», όλοι περνάνε καλά. Έχει αλλάξει ο τρόπος που παρουσιάζεται το σεξ: στο τραπ δεν υπάρχει κακομοιριά, πάντα υπάρχει μια καβάντζα.

Παιδί μου, γιατί δεν καταλαβαίνω τι λες; Facebook Twitter
Εικονογράφηση: Μαργαρίτα Καμαριώτη/LIFO

— Βέβαια, το σεξ υπάρχει σε μεγάλο βαθμό σε φαντασιακό επίπεδο: δεν είναι τόσο γαμίκουλες όσο φαίνονται όλοι. Έχει όμως ενδιαφέρον πως για πρώτη φορά μίλησαν ανοιχτά και ξεκάθαρα γι' αυτό που θέλουν να κάνουν, με την καθημερινή γλώσσα που χρησιμοποιούν μεταξύ τους, χωρίς περιορισμούς και φίλτρα.
Δεν θα μιλήσω ως ειδικός τώρα, θα κάνω απλώς μια αξιολογική κρίση. Το προτιμώ, αν πρέπει να διαλέξω μεταξύ αυτού και εκείνης της σαχλαμάρας του περιοδικού «Free», που είχε σημαδέψει αρκετούς genXers και μερικούς millennials: δεν έγραφε «μουνί» αλλά «νινί», «πώλος» αντί για κώλος και κάτι τέτοια. Καλύτερα ωμότητα παρά εκείνη η ένεση αμερικανιάς με μεγάλη δόση σεμνοτυφίας. Μεταξύ της σεμνότυφης καλλιέπειας και του να λες τα πράγματα με το όνομά τους, ό,τι κι αν σημαίνει αυτό, προτιμώ το δεύτερο, σαφώς.

Όντως όλο αυτό το φαλλοκρατικό όνειρο είναι ένα τεράστιο φαντασιακό, αλλά τα πάντα στην τέχνη φαντασιακό είναι: όταν οι μεταλλάδες έλεγαν «λατρεύω τον σατανά», σιγά να μην ξυπνούσαν από το μεθύσι αφού είχαν πιει δέκα μεγάλες μπίρες και οκτώ Jack Daniel’s ο καθένας για να κάνουν τελετή και να λατρέψουν τον Εωσφόρο. Το μέταλ παρουσίαζε ένα φαντασιακό όπου πρωταγωνιστούσαν ο σατανάς, κάτι Βίκινγκ και βάρβαροι, τσεκούρια, σπαθιά κ.λπ. Τώρα, το φαντασιακό των τράπερ όντως ενσωματώνει μια αντίληψη για το σεξ η οποία δεν πλαισιώνεται με όρους καημού, στέρησης, αποχωρισμού, ενώ φυσικά είναι ταυτόχρονα φουλ φαλλοκρατικό. Περιμένω να δω κάποια στιγμή περισσότερη γυναικεία τραπ και τι θα βγει από κει. Πάντως, με όρους πιο φιλολογικούς, στα ελληνικά γράμματα, στην ελληνική έκφραση, είναι πρωτιά αυτή η χύμα παρουσίαση του σεξ στιχουργικά.

— Βέβαια είναι ο καθρέφτης της ελληνικής κοινωνίας όλο αυτό, γιατί δείχνει πώς μεγαλώνει ακόμα τα αγόρια της η ελληνική κοινωνία: με daddy issues και σεξισμό. Ακόμα και αν ένα αγόρι μεγαλώνει μόνο με μαμά, δέχεται τέτοιου είδους ερεθίσματα. Και daddy να μην έχεις, τα daddy issues τα δημιουργεί η μαμά.
Η μονογεονεϊκή οικογένεια είναι ένα μικροαστικό πράγμα πια, στον βαθμό που υπάρχει. Στους μικροαστούς είναι πολύ μεγάλο το ποσοστό διαζυγίων, πολύ δύσκολη η ζωή, η μαμά κάνει τρεις δουλειές για να ζήσει...

— Ταυτόχρονα τα αγόρια πρέπει να δείξουν από νωρίς ότι είναι άντρες. Στη μουσική καθρεφτίζεται η κοινωνία, η κατάστασή της επηρεάζει τη μουσική και όχι το αντίστροφο. Όταν αναγκάζεσαι από τα 14 και τα 15 να παρατήσεις το σχολείο για να βοηθήσεις τη μαμά, επειδή δεν μπορεί να τα βγάλει πέρα, ψάχνεις τρόπους να βγάλεις εύκολο χρήμα. Επειδή πολλά παιδιά βλέπουν νέο κόσμο να χιτάρει, θεωρούν ότι το ραπ μπορεί να είναι εύκολος τρόπος να βιοποριστείς. Ο άλλος τρόπος είναι η παρανομία, όλα αυτά που λένε στα μουσικά κομμάτια που, ακόμα και αν δεν είναι εντελώς αληθινά, θα μπορούσαν και να είναι.
Δεν καταλαβαίνουν όλοι ότι έχουν περάσει 15 χρόνια από το 2010: τα παιδάκια τα οποία ήταν δύο και τριών χρονών τότε, αυτήν τη στιγμή βρίσκονται σε μια ηλικία τέτοια, που έχουν πλήρη επίγνωση του πού έχει βρεθεί η ελληνική κοινωνία, και για πάρα πολλούς είναι πάνω κάτω αυτή που περιγράφεις. Επίσης, μετά το 2015 και ειδικά μετά το 2019 η ελληνική κοινωνία επιλέγει να κοιτάζει μόνο αυτό το οποίο θεωρεί ότι είναι ανώτερα μεσοαστικά και ανώτερα στρώματα, ενώ δεν θέλει καθόλου να κοιτάξει προς τα κάτω, γιατί προς τα κάτω θα συναντήσει ανθρώπους οι οποίοι είχαν καταλήξει κάποια στιγμή το 2012 και το 2013 να ψάχνουν στα σκουπίδια.

Γενικότερα, να πούμε ότι η νέα αυτή γλώσσα είναι ορολογία, δεν είναι καν καλιαρντά: τα καλιαρντά είχαν και κάποιες αποκλίσεις σε επίπεδο γραμματικής. Ως γλωσσολόγος φρονώ ότι θα έπρεπε να τεκμηριώνεται η νεανική αργκό κάθε γενιάς. Παράλληλα, εννοείται ότι το ελληνικό σχολείο θα πρέπει να σε βάλει να γράφεις δόκιμα, αλλά σε ένα καλό εκπαιδευτικό σύστημα θα έπρεπε να μαθαίνεις να χρησιμοποιείς το αντίστοιχο κειμενικό είδος ανάλογα με τη συγκυρία, την κατάσταση και το τι θες να κάνεις. Έχουν γίνει φιλότιμες προσπάθειες από συναδέλφους να πάμε προς τα εκεί, αλλά έχουμε πολύ δρόμο ακόμα.

Το «κειμενικό είδος» σκέψου το με την ευρύτερη έννοια, δηλαδή να γράφεις αλλιώς ένα κείμενο γνώμης, αλλιώς ένα τραγούδι, αλλιώς ένα μέιλ, αλλιώς μια συνταγή μαγειρικής. Σαφώς αν ένας έφηβος κληθεί να γράψει στον δήμαρχο για την αποκομιδή των σκουπιδιών στα Σεπόλια, πρέπει να γράψει δόκιμα, αλλά αν θέλεις πραγματικά να βάλεις τον νέο να μιλήσει για κάτι που του αρέσει, κάτι που το ελληνικό σχολείο δεν το θέλει, εκεί θα γινόταν χαμός, γιατί τότε όντως θα ’πρεπε να αφήσεις να εκφραστεί ο μαθητής ή η μαθήτρια με τον τρόπο που μπορεί – και φυσικά χρησιμοποιώντας την ορολογία που θέλει. Το να βάζεις έναν νέο άνθρωπο να μεταφράσει σε κάτι τάχα δόκιμο τα ερεθίσματά του, τα βιώματά του, τους προβληματισμούς του, τα αντικείμενα με τα οποία ασχολείται, αν δεν το απαιτεί το κειμενικό είδος, είναι πρόβλημα. Είναι απαραίτητο το σχολείο να σου παρέχει εποπτεία λεξιλογίου πέρα από τον καθημερινό σου λόγο και να σου προσφέρει τριβή με όρους πέρα από την καθημερινή ζωή σου. Δεν γίνεται π.χ. να γράψεις στον γιατρό ότι η γιαγιά είναι ντελούλου: είναι λίγο σκληρό για τη γιαγιά.

— Το ντελούλου δεν υπάρχει στο ελληνικό λεξικό.
Το ότι μια λέξη συμπεριλαμβάνεται σε ένα λεξικό δεν σημαίνει και πάρα πολλά. Στην Ελλάδα δεν δεχόμαστε πολλά πράγματα λόγω της γλωσσικής ιδεολογίας μας. Ε, καλό είναι να διαβρώνεται η γλωσσική ιδεολογία. Δεν χρειάζεται να παίζουμε το παιχνίδι ότι ναι, οφείλουμε να προσθέσουμε στο λεξικό κάθε νέο όρο που γίνεται της μόδας. Την εποχή του πατέρα μου ήταν στη μόδα η φράση «σκίζει χασέδες» –ο χασές είναι λεπτή τσόχα, που σήμαινε ότι όντως σκίζω, είμαι και γαμώ (αυτό, της δικής μου γενιάς) ή χρησιμοποιούνταν ειρωνικά: είσαι τάχα τόσο γαμάτος, που σκίζεις κάτι που είναι πολύ εύκολο να σκιστεί. Δεν ξέρω αν θα έπρεπε να υπάρχει στα λεξικά η έκφραση «σκίζω χασέδες»: ήρθε, έκανε τον κύκλο της, έφυγε. Αν υπήρχε τότε γλωσσολογική κοινότητα, για σκοπούς καταγραφής θα έπρεπε να ενδιαφέρεται για την έκφραση «σκίζω χασέδες» και για την προέλευσή της – μάλλον από τον κόσμο που μπιλιάρδου, να άλλος ένας λόγος να μελετάμε τις υποκουλτούρες. Δεν μπορούμε γενικά να περιμένουμε από το λεξικό να δικαιώσει ποια λέξη θα χρησιμοποιήσουμε και ποια όχι. Άλλωστε, στην πράξη δεν το πράττουμε.

Ο Φοίβος Παναγιωτίδης είναι συγγραφέας των εκλαϊκευτικών εισαγωγών στη Γλωσσολογία «Μίλα μου για γλώσσα» (Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 2013), «Μέσα από τις λέξεις» (Εκδόσεις του 21ου, 2021) και «Μεταξύ νόησης και φωνής» (Νήσος, 2023).

Οπτική Γωνία
0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΔΕΥΤΕΡΑ 13/12 - ΕΧΕΙ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΙΣΤΕΙ- Τι συμβαίνει όταν οι λέξεις δεν είναι αρκετές; - Ο γλωσσολόγος Φοίβος Παναγιωτίδης απαντά.

Radio Lifo / Τι συμβαίνει όταν οι λέξεις δεν είναι αρκετές; Ο γλωσσολόγος Φοίβος Παναγιωτίδης απαντά

Ο γλωσσολόγος Φοίβος Παναγιωτίδης κουβεντιάζει με τον Τάσο Μπρεκουλάκη και τη Μαρία Δρουκοπούλου με αφορμή το νέο του βιβλίο «Μέσα από τις λέξεις» και λύνει όλες τους τις απορίες.
THE LIFO TEAM
Είναι τα ελληνικά μια εγγενώς σεξιστική γλώσσα;

Θέματα / Είναι τα ελληνικά μια εγγενώς σεξιστική γλώσσα;

Η Άννα Ρούσσου, καθηγήτρια Γλωσσολογίας στο Τμήμα Φιλολογίας και πρόεδρος της Επιτροπής Ισότητας των Φύλων του Πανεπιστημίου Πατρών, εξηγεί τι σημαίνει σεξισμός στη γλώσσα και τι μπορούμε να κάνουμε για να γίνει πιο συμπεριληπτική η χρήση της.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΛΑΜΠΡΑΚΗΣ
ξυδόπουλος

Γιώργος Ξυδόπουλος / «Όταν δανείζεσαι μια αγγλική λέξη δεν την προφέρεις όπως ο Άγγλος»

Ο καθηγητής Γλωσσολογίας και πρώην πρόεδρος του Τμήματος Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Πατρών Γιώργος Ξυδόπουλος σχολιάζει τις απορίες μας για τις αργκό, τις διαλέκτους, τους γλωσσικούς φόβους και για πολλά άλλα γλωσσικά ζητήματα.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΛΑΜΠΡΑΚΗΣ

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Απειλείται η Ευρώπη από μια νέα οικονομική κρίση;

Οπτική Γωνία / Θ' αντέξει η Ευρώπη την επερχόμενη κρίση στη Γαλλία;

Η Γαλλία, η δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία της Ε.Ε., αντιμετωπίζει πολιτική αστάθεια και το ενδεχόμενο οικονομικού εκτροχιασμού. Γιατί υπάρχει φόβος για ντόμινο στις αγορές; Μιλά στη LiFO ο καθηγητής Χρηματοοικονομικών στο University of Liverpool Κώστας Μήλας.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΝΤΑΖΟΠΟΥΛΟΣ
«Κι ύστερα γίναμε ωραία φωτογραφία…» που τη ζωντάνεψε το AI / Ποιος θα ήθελε να δει τους νεκρούς του να «ζωντανεύουν»; / AI, η αθανασία σού πάει πολύ / Ο θάνατος στην εποχή της Τεχνητής Νοημοσύνης 

Οπτική Γωνία / Ποιος θα ήθελε να δει τους νεκρούς του να «ζωντανεύουν»;

Οι φωτογραφίες νεκρών αγαπημένων μας αποκτούν «ζωή» μέσω εφαρμογών AI. Πώς αλλάζει η Τεχνητή Νοημοσύνη τον τρόπο που βλέπουμε τον θάνατο σήμερα και ποια διλήμματα και φιλοσοφικά ερωτήματα θέτει;
ΕΙΡΗΝΗ ΓΙΑΝΝΑΚΗ
Οι διακοπές που δεν κάναμε φέτος

Ρεπορτάζ / Οι διακοπές που δεν κάναμε φέτος

Με τους μισθούς καθηλωμένους και τα κόστη των διακοπών να έχουν ξεφύγει, οι μεγάλες καλοκαιρινές εξορμήσεις που συνηθίζαμε μέχρι πρόσφατα, κατέληξαν σε «long weekends» για πολλούς, ενώ για άλλους ούτε καν αυτό δεν είναι πια επιλογή.
ΝΤΙΝΑ ΚΑΡΑΤΖΙΟΥ
Βέτο τριών υπουργείων για τη Βασιλίσσης Όλγας – Αμετακίνητος ο Χάρης Δούκας

Αθήνα / Βέτο τριών υπουργείων για τη Βασιλίσσης Όλγας – Αμετακίνητος ο Χάρης Δούκας

Σε τροχιά μετωπικής σύγκρουσης μεταξύ κεντρικής διοίκησης και Δήμου Αθηναίων βρίσκεται πλέον το θέμα της λεωφόρου Βασιλίσσης Όλγας, μετά την απόφαση του δημοτικού συμβουλίου να προχωρήσει, κατά πλειοψηφία, στην επαναφορά της κυκλοφορίας οχημάτων και στη μετατροπή της σε δρόμο ήπιας κυκλοφορίας.
ΝΤΙΝΑ ΚΑΡΑΤΖΙΟΥ
Η Νέα Δημοκρατία και οι δύο επιστροφές που θέλει

Ρεπορτάζ / Η Νέα Δημοκρατία και οι δύο επιστροφές που θέλει

Κάποιοι ελπίζουν στην επιστροφή του Αλέξη Τσίπρα και άλλοι ζητάνε την επιστροφή του Γρηγόρη Δημητριάδη. Οι πληροφορίες της LiFO επιβεβαιώνουν τις συζητήσεις για την επιστροφή του Δημητριάδη, αλλά στο κόμμα και όχι στο Μαξίμου.
ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΣΙΟΥΤΗ
Μετανάστες, ΜΚΟ και δικαιώματα στο στόχαστρο – η κυβέρνηση νομοθετεί τον αποκλεισμό

Οπτική Γωνία / Μετανάστες, ΜΚΟ και δικαιώματα στο στόχαστρο – η κυβέρνηση νομοθετεί τον αποκλεισμό

Η κυβέρνηση σκληραίνει ακόμα περισσότερο την αντιμεταναστευτική της πολιτική, στοχοποιώντας επιπλέον ξανά τις ΜΚΟ, ευτυχώς όμως όχι χωρίς «αντίλογο», παρά την απουσία ικανής αντιπολίτευσης και σε αυτό το πεδίο. 
ΘΟΔΩΡΗΣ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ
«Με απειλούν από τις ΗΠΑ επειδή λέω “Free Palestine”»

Οπτική Γωνία / «Δέχομαι απειλές από τις ΗΠΑ επειδή λέω “Free Palestine”»

Η Ιωάννα Αλυγιζάκη μιλά για το γράμμα που έλαβε στο μαγαζί της στα Χανιά ενώ ο πρώην πρόεδρος της Ισραηλιτικής Κοινότητας Αθηνών Μίνος Μωυσής σχολιάζει τις συνέπειες του περιστατικού και περιγράφει την ανησυχία του για τη μισαλλοδοξία στην Ελλάδα. 
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΝΤΑΖΟΠΟΥΛΟΣ
Δυο καράβια των παιδικών χρόνων

Οπτική Γωνία / Η αριστοκρατική Μαριλένα και η τραχιά Μυρτιδιώτισσα όργωσαν τις ελληνικές θάλασσες, αφήνοντας το στίγμα τους

Βίος και πολιτεία δυο καραβιών που έγραψαν τη δική τους ξεχωριστή ιστορία στα όχι άγνωστα αλλά και όχι πάντοτε ήρεμα νερά της Ελλάδας.
ΝΙΚΟΛΑΣ ΣΕΒΑΣΤΑΚΗΣ
«Η μόνη καλλιέργεια που σώθηκε είναι της καταναλωτικής πλάνης»

Ρεπορτάζ / «Η μόνη καλλιέργεια που σώθηκε είναι της καταναλωτικής πλάνης»

Ο συγγραφέας Γιάννης Μακριδάκης, που ζει στη Χίο και καλλιεργεί εκεί ο ίδιος τη δική του γη, περιγράφει στη LiFo την καθημερινότητα, που έχει αλλάξει ριζικά μετά τις φωτιές, και την προσπάθεια των κατοίκων να σταθούν ξανά στα πόδια τους.
ΝΤΙΝΑ ΚΑΡΑΤΖΙΟΥ
Θα λήξει τον πόλεμο στην Ουκρανία ο Τραμπ και με ποιους όρους;

Βασιλική Σιούτη / Θα λήξει τον πόλεμο στην Ουκρανία ο Τραμπ και με ποιους όρους;

Πώς θα τελειώσει ο πόλεμος στην Ουκρανία και πόσο κοντά βρισκόμαστε σε αυτό το τέλος; Τραμπ και Πούτιν μοιάζουν αποφασισμένοι, αλλά ο Ζελένσκι και οι Ευρωπαίοι ηγέτες δεν βιάζονται.
ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΣΙΟΥΤΗ
Μαζωνάκης: Το χρονικό μιας (ακόμα) διαπόμπευσης

Οπτική Γωνία / Μαζωνάκης: Το χρονικό μιας (ακόμα) διαπόμπευσης

Αν έβγαζε κάποιος ένα συμπέρασμα από τον χειρισμό της υπόθεσης αυτής, θα έλεγε πως «όλα ήταν ένα λάθος». Ένα λάθος το οποίο πολλοί δεν το βλέπουν ως τέτοιο, καθώς θεωρούν αυτονόητο να μαθαίνουν πληροφορίες για τις ζωές των άλλων, ακόμα και αν αυτές έχουν δυσκολίες και απαιτούν σεβασμό.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΝΤΕΛΑΚΗΣ
Για τους «εμπρηστές της Πάτρας»: Ιδεολογικές καταχρήσεις μιας φωτογραφίας

Οπτική Γωνία / Για τους «εμπρηστές της Πάτρας»: Ιδεολογικές καταχρήσεις μιας φωτογραφίας

Από που προκύπτει το αναρχικό, πόσο μάλλον κάποιο «κομμουνιστικό» προφίλ των «εμπρηστών»; Από ένα σκουλαρίκι, την είδηση για το χασίς και τα τσίπουρα, τα ρούχα που είναι αυτά που συναντάς σε πλήθος εικοσάρηδων σε πλατείες και δρόμους της χώρας;
ΝΙΚΟΛΑΣ ΣΕΒΑΣΤΑΚΗΣ