Μόλις 40 δευτερόλεπτα μετά την έναρξη του ντοκιμαντέρ Democracy Noir της Κόνι Φιλντ για τη σύγχρονη Ουγγαρία, το μήνυμα γίνεται ξεκάθαρο.
Αρχικά, βλέπουμε εντυπωσιακά πλάνα του Δούναβη και της Βουδαπέστης. Έπειτα, ο πρωθυπουργός Βίκτορ Όρμπαν παρουσιάζεται σε ομάδα ακτιβιστών, μιλάει φιλικά με τον Βλαντίμιρ Πούτιν και στη συνέχεια σφίγγει το χέρι του χαμογελαστού Ντόναλντ Τραμπ. Το υπονοούμενο είναι σαφές: το φιλμ δεν αφορά απλώς μια μικρή χώρα της ανατολικής Ευρώπης, αλλά μια παγκόσμια απειλή.
Το 90λεπτο ντοκιμαντέρ, που κάνει πρεμιέρα στις ΗΠΑ αυτήν την εβδομάδα, καταγράφει την αυταρχική στροφή της Ουγγαρίας μέσα από τα μάτια τριών γυναικών: της Τίμεα Σαμπό (αντιπολιτευόμενης πολιτικού), της Μπαμπέτ Ορόζι (τηλεοπτικής δημοσιογράφου) και της Νίκο Άνταλ (νοσοκόμας). Όλες βιώνουν προσωπικά πώς ένας πρώην φιλελεύθερος ηγέτης μετέτρεψε μια δημοκρατία σε «ανελεύθερο κράτος».
Η Φιλντ, βραβευμένη σκηνοθέτρια με έργα για το απαρτχάιντ, το κίνημα πολιτικών δικαιωμάτων στις ΗΠΑ και τη σφαγή του Μάι Λάι στο Βιετνάμ, δηλώνει: «Η μεγαλύτερη απειλή σήμερα είναι η κατάρρευση της δημοκρατίας. Οι άνθρωποι τη θεωρούν αφηρημένη έννοια, αλλά δεν είναι. Είναι το καλύτερο σύστημα που διαθέτουμε για ισότητα».
Το ενδιαφέρον της ξεκίνησε το 2014, όταν παρακολούθησε διαδήλωση στην Πλατεία Ελευθερίας στη Βουδαπέστη. Ο κόσμος διαμαρτυρόταν για μνημείο που παρουσίαζε ψευδώς την Ουγγαρία ως «θύμα» του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, αποσιωπώντας τη συνεργασία της με τη ναζιστική Γερμανία. Έτσι, ξεκίνησε να καταγράφει την αυταρχική πορεία του Όρμπαν: αλλαγές στο Σύνταγμα για αλλοίωση εκλογικών αποτελεσμάτων, φίμωση ΜΜΕ και πανεπιστημίων, έλεγχος των δικαστηρίων.
Η άνοδος του Τραμπ στις ΗΠΑ έδωσε νέα διάσταση. Οι σχέσεις Όρμπαν – Τραμπ έγιναν στενές, με τρεις επισκέψεις του Ούγγρου ηγέτη στο Μαρ-α-Λάγκο το 2024, αμέσως μετά τη νίκη του Τραμπ επί της Κάμαλα Χάρις. Το δε CPAC, το ισχυρό ακροδεξιό συνέδριο των ΗΠΑ, πραγματοποιεί συχνά εκδηλώσεις στη Βουδαπέστη.
Αυτό όμως δημιουργεί προβλήματα στην προβολή του ντοκιμαντέρ. Η διανομέας Clarity Films δεν βρίσκει κινηματογράφους στην Ουάσινγκτον που να τολμούν να το δείξουν, με κάποιους να παραδέχονται ότι «φοβούνται να αποξενώσουν το κοινό τους». Στην Αϊντάχο, μάλιστα, κινηματογράφος απέσυρε την προβολή, επικαλούμενος έλλειψη ενδιαφέροντος.
Η Φιλντ επιμένει ότι οι ομοιότητες είναι ανησυχητικές: «Μικρές ομάδες θεατών που το είδαν είπαν: ‘Θεέ μου, αυτό είναι ακριβώς ό,τι συμβαίνει εδώ’. Οι στρατηγικές είναι ίδιες – και τώρα το καταλαβαίνουν ξεκάθαρα».
Η ίδια βλέπει και διαφορές: «Ο Όρμπαν κινήθηκε αργά, σταδιακά. Ο Τραμπ επιχειρεί ολομέτωπη επίθεση. Ξεκινά στοχοποιώντας τους πιο ευάλωτους, τους μετανάστες. Ο Όρμπαν δεν χρειάστηκε να φτάσει σε αυτό το σημείο».
Παρά τον ζόφο, το μήνυμα του φιλμ είναι αισιόδοξο. Οι ΗΠΑ έχουν δύο όπλα που δεν είχε η Ουγγαρία: την αποκέντρωση εξουσίας στα πολιτειακά επίπεδα και μια καλά χρηματοδοτημένη αντιπολίτευση. Στην Ουγγαρία, μετά από 12 χρόνια αντίστασης, οι τρεις πρωταγωνίστριες και χιλιάδες άλλοι συνεχίζουν τον αγώνα, ενώ οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι το κόμμα Fidesz ίσως χάσει τις εκλογές του 2025.
«Η ιστορία που αφηγούμαι είναι η ιστορία ανθρώπων που δεν παραδίδονται. Η δημοκρατία είναι πολύτιμη και πρέπει να την υπερασπιστούμε», λέει η Φιλντ. «Εμπνέομαι από αυτές τις γυναίκες που δεν σταμάτησαν ποτέ να αγωνίζονται. Και ελπίζω το αμερικανικό κοινό να αντλήσει την ίδια ελπίδα».
Με πληροφορίες από BBC