Η Boston Consulting Group (BCG) βρίσκεται στο επίκεντρο μιας αυξανόμενης κρίσης που συνδέεται με την εμπλοκή της σε ένα έργο ανθρωπιστικής βοήθειας στη Λωρίδα της Γάζας.
Η κατάσταση επιδεινώθηκε την Πέμπτη, όταν η εταιρεία ανακοίνωσε την αποχώρηση δύο ανώτατων στελεχών από ηγετικές θέσεις, λόγω της σχέσης τους με την υπόθεση.
Το φθινόπωρο του 2023, η BCG ενεπλάκη σε μια προσπάθεια παροχής βοήθειας στη Γάζα, η οποία υποστηρίχθηκε από το Ισραήλ και μετεξελίχθηκε σε μια άκρως αμφιλεγόμενη πρωτοβουλία. Σύμφωνα με τις τοπικές υγειονομικές αρχές, εκατοντάδες Παλαιστίνιοι σκοτώθηκαν το τελευταίο διάστημα καθώς ισραηλινοί στρατιώτες άνοιξαν πυρ σε πλήθη που συνωστίζονταν για τη λήψη βοήθειας.
Η υπόθεση έχει προκαλέσει κύμα αντιδράσεων από πελάτες και εργαζομένους της BCG, πολλοί εκ των οποίων αναρωτιούνται πώς μία από τις μεγαλύτερες και πιο αναγνωρίσιμες εταιρείες συμβούλων στον κόσμο ενεπλάκη εξαρχής σε ένα τόσο ευαίσθητο γεωπολιτικό περιβάλλον.
Το έργο στη Γάζα και οι επιπτώσεις στη BCG
Το έργο ξεκίνησε ως μια pro bono αποστολή για την επίλυση ζητημάτων εφοδιασμού τροφίμων στη Γάζα. Ωστόσο, η BCG δηλώνει σήμερα ότι μετεξελίχθηκε, εν αγνοία της, σε ένα μη εξουσιοδοτημένο project από δύο συνεργάτες, οι οποίοι ανέπτυξαν και μεταπολεμικό οικονομικό μοντέλο για την εθελοντική μετεγκατάσταση Παλαιστινίων.
Στο πλαίσιο ανασχηματισμού, ο Adam Farber (επικεφαλής διαχείρισης κινδύνου) και ο Rich Hutchinson (επικεφαλής κοινωνικού αντίκτυπου) αποχωρούν από τους ρόλους τους, διατηρώντας πάντως τη θέση του ανώτερου συνεργάτη. Πηγές αναφέρουν ότι και οι δύο γνώριζαν τα πρώτα στάδια της εμπλοκής, χωρίς να είναι ενήμεροι για το πλήρες εύρος του έργου.
Οι απομακρύνσεις έρχονται μετά την απόλυση των συνεργατών Matt Schlueter και Ryan Ordway τον Ιούνιο, οι οποίοι εργάζονταν στο τμήμα άμυνας και δημόσιας ασφάλειας της BCG και φέρεται να προχώρησαν το έργο χωρίς άδεια.
«Στα τέλη του 2024, ένας συνεργάτης της BCG παρουσίασε λανθασμένα το pro bono έργο. Μήνες αργότερα, ξεκίνησε μια αμειβόμενη φάση εργασίας χωρίς άδεια και παράλληλα, αυτός και ένας άλλος συνεργάτης ανέλαβαν μη λογιστική μοντελοποίηση σεναρίων ανοικοδόμησης της Γάζας, άμεσα ενάντια στις οδηγίες της BCG», δήλωσε η εταιρεία στην Wall Street Journal.
Η BCG υποστηρίζει ότι μόλις εντόπισε το ζήτημα, διέκοψε άμεσα τη συνεργασία και δεν έλαβε πληρωμή για καμία από τις σχετικές υπηρεσίες. «Μια ανεξάρτητη έρευνα επιβεβαίωσε ότι αυτό ήταν αποτέλεσμα ατομικής κακής διαγωγής σε συνδυασμό με αποτυχίες στην εποπτεία και την κρίση. Λάβαμε άμεσα μέτρα για να διασφαλίσουμε ότι αυτό δεν θα συμβεί ξανά», αναφέρει η δήλωση.
Από το pro bono έργο στη Γάζα στην ανάμειξη σε ευαίσθητους σχεδιασμούς
Οι προσπάθειες της BCG ξεκίνησαν τον Οκτώβριο, όταν η εταιρεία υπέγραψε σύμβαση για την εκπόνηση μελέτης σκοπιμότητας για τη δημιουργία νέου οργανισμού παροχής βοήθειας στη Γάζα. Η συνεργασία έγινε μέσω της Orbis Operations, εταιρείας ασφαλείας στην Ουάσινγκτον που ανήκει στη McNally Capital και στελεχώνεται από πρώην πράκτορες της CIA και ειδικούς στην αντιτρομοκρατία.
Το αποτέλεσμα ήταν η δημιουργία του Ιδρύματος Ανθρωπιστικής Βοήθειας για τη Γάζα, το οποίο έχει δεχθεί σφοδρή κριτική από ανθρωπιστικές οργανώσεις, την ΕΕ και κυβερνήσεις περισσότερων από 20 χωρών, με κατηγορίες ότι εξέθεσε πολίτες σε κίνδυνο και συνέβαλε στην εξαναγκαστική μετακίνηση Παλαιστινίων για την παραλαβή βοήθειας.
Τον Μάρτιο, το έργο της BCG μετατράπηκε σε επί πληρωμή σύμβαση με τη McNally Capital για την υποστήριξη της Safe Reach Solutions, παρόχου logistics και ασφάλειας. Η Safe Reach διαχειριζόταν την ασφάλεια των περιοχών διανομής βοήθειας.
Πηγές αναφέρουν ότι οι δύο συνεργάτες προχώρησαν πέρα από την εγκεκριμένη αποστολή, αναπτύσσοντας ένα μεταπολεμικό οικονομικό σενάριο για το κόστος μετεγκατάστασης Παλαιστινίων από τη Γάζα. Η McNally Capital, σύμφωνα με τις ίδιες πηγές, δεν είχε συμμετοχή στο σκέλος αυτό.
Εσωτερική πίεση στη BCG λόγω του έργου στη Γάζα
Η εμπλοκή της BCG σε σενάρια μετεγκατάστασης κατοίκων της Γάζας προκάλεσε σφοδρές αντιδράσεις εντός και εκτός εταιρείας. Η Save the Children, με μακροχρόνια συνεργασία pro bono με την BCG, ανακοίνωσε ότι ανέστειλε τη συνεργασία, τον περασμένο μήνα.
Σε επιστολή προς τους alumni της BCG, δηλαδή πρώην εργαζόμενους που έχουν αποχωρήσει οικειοθελώς ή μετά από μακρά θητεία, που είδε η Wall Street Journal, ο διευθύνων σύμβουλος Christoph Schweizer παραδέχεται το πλήγμα στην εικόνα της εταιρείας: «Αυτό δεν ήταν με κανέναν τρόπο, ούτε διαμορφωνόταν ως επίσημη θέση μας. Σε σχέση με το έργο της BCG, η σχέση μας με αυτό είναι πραγματική - βαθιά ανησυχητική και πολύ επιζήμια από άποψη φήμης», ανέφερε χαρακτηριστικά.
Κριτική ασκείται και στους μηχανισμούς διαχείρισης κινδύνου της BCG, με πρώην εταίρους να υποστηρίζουν ότι ο Farber, ως επικεφαλής, δεν είχε τον χρόνο που απαιτούνταν για την επαρκή εποπτεία, καθώς ήταν ταυτόχρονα επιφορτισμένος με παραγωγική εργασία. Η εταιρεία προχωρά σε ευρεία αναθεώρηση των εσωτερικών ελέγχων της, ενώ τρεις ανώτεροι ηγέτες έχουν αναλάβει προσωρινά τον έλεγχο κινδύνου και συμμόρφωσης.
Έλεγχος και από τις αρχές του Ηνωμένου Βασιλείου για το έργο στη Γάζα
Η BCG πλέον βρίσκεται και στο στόχαστρο θεσμικού ελέγχου. Κοινοβουλευτική επιτροπή του Ηνωμένου Βασιλείου απέστειλε επιστολή στον Schweizer ζητώντας εξηγήσεις και λεπτομερές χρονοδιάγραμμα της εμπλοκής της εταιρείας με το Ίδρυμα Ανθρωπιστικής Βοήθειας. Η επιστολή, με καταληκτική ημερομηνία απάντησης την 22α Ιουλίου, ζητά επίσης διευκρινίσεις για την εμπλοκή των αποπεμφθέντων συνεργατών στο σκέλος του σχεδιασμού κόστους μετεγκατάστασης Παλαιστινίων.
«Ποιος ανέθεσε ή ζήτησε αυτό το έργο;» αναφέρεται χαρακτηριστικά.
Η Μέση Ανατολή ως αναδυόμενη αγορά συμβουλευτικών υπηρεσιών
Η Μέση Ανατολή αποτελεί μια μικρή αλλά ταχέως αναπτυσσόμενη αγορά για τις εταιρείες συμβούλων. Σύμφωνα με τη Source Global Research, ο κλάδος συμβουλευτικών υπηρεσιών στην περιοχή κατέγραψε έσοδα 8,72 δισ. δολαρίων το 2024, αντιστοιχώντας στο 3,4% της παγκόσμιας αγοράς, σημειώνοντας αύξηση 11% από την προηγούμενη χρονιά.
Όπως επισημαίνει ο αναλυτής Dane Albertelli, εταιρείες όπως η BCG συνεργάζονται συχνά με ανθρωπιστικούς οργανισμούς στη Μέση Ανατολή, αξιοποιώντας pro bono έργα για τη δικτύωση με φορείς λήψης αποφάσεων και την ανάδειξη της τεχνογνωσίας τους.
Ο Mark O’Connor της Monadnock Research υπογραμμίζει πως η εργασία pro bono είναι διαδεδομένη σε όλα τα επίπεδα των συμβουλευτικών εταιρειών, από τα χαμηλόβαθμα στελέχη έως τους συνεργάτες. «Όλοι σε μια μεγάλη εταιρεία συμβούλων που βρίσκονται εκεί έστω και για τρία χρόνια πιθανότατα έχουν κάνει κάποια εργασία pro bono», σημειώνει χαρακτηριστικά.
Με πληροφορίες από The Wall Street Journal