Η επίσημη έρευνα για την πανδημία της Covid-19 στο Ηνωμένο Βασίλειο καταλογίζει σοβαρές ευθύνες στην κυβέρνηση Μπόρις Τζόνσον, κρίνοντας ότι η καθυστέρηση στη λήψη μέτρων την άνοιξη του 2020 οδήγησε σε χιλιάδες θανάτους που θα μπορούσαν να είχαν αποφευχθεί.
Η πρόεδρος της επιτροπής, βαρόνη Χάλετ, ανέφερε ότι η αντιμετώπιση της κρίσης χαρακτηρίστηκε από αργές αποφάσεις, λανθασμένες εκτιμήσεις για την ταχύτητα μετάδοσης και υπερβολική αυτοπεποίθηση πως η χώρα ήταν έτοιμη, παρά τις προειδοποιήσεις.
Σύμφωνα με την έκθεση, αν τα περιοριστικά μέτρα είχαν επιβληθεί μία εβδομάδα νωρίτερα (στις 16 αντί για τις 23 Μαρτίου) οι θάνατοι του πρώτου κύματος στην Αγγλία θα ήταν σχεδόν οι μισοί, εκτιμώντας πως 23.000 ζωές θα μπορούσαν να είχαν σωθεί. Η επιτροπή υποστηρίζει ότι το lockdown επιβλήθηκε όταν πλέον δεν υπήρχε άλλη επιλογή, καθώς η κυβερνητική καθυστέρηση είχε αφήσει την κατάσταση να ξεφύγει.
Ο «χαμένος μήνας» του 2020
Ο Φεβρουάριος του 2020 χαρακτηρίζεται ως «χαμένος μήνας», με τη ζωή να συνεχίζεται σχεδόν κανονικά ενώ τα διεθνή δεδομένα έδειχναν ραγδαία εξάπλωση και υψηλό κίνδυνο. Παράλληλα, το σύστημα επιδημιολογικής επιτήρησης δεν ανίχνευσε έγκαιρα τον πραγματικό ρυθμό μετάδοσης, ενώ το υπουργείο Υγείας διαβεβαίωνε πως η χώρα ήταν έτοιμη για πανδημία, στηριζόμενο σε ελλιπή μοντέλα και ανεπαρκή ιχνηλάτηση.
Η Χάλετ σημειώνει ότι στις 16 Μαρτίου 2020 υπήρχαν ήδη σαφή στοιχεία πως η μετάδοση ήταν εκθετική και ότι οι απώλειες θα ήταν «ασύλληπτες». Παρ’ όλα αυτά, οι κυβερνήσεις επέλεξαν αρχικά εθελοντικά μέτρα αντί καθολικών περιορισμών, υιοθετώντας μια σταδιακή προσέγγιση αντί άμεσης αναχαίτισης. Το lockdown ανακοινώθηκε στις 23 Μαρτίου, όταν, σύμφωνα με την έκθεση, η επιβολή του ήταν πλέον αναπόφευκτη.
Η καθυστέρηση αποδίδεται σε σειρά παραγόντων, μεταξύ των οποίων λανθασμένες επιστημονικές εκτιμήσεις για τον ρυθμό μετάδοσης, αργή πολιτική κινητοποίηση σε επίπεδο πρωθυπουργού και διαφωνίες σχετικά με τις οικονομικές και κοινωνικές συνέπειες των περιορισμών.
Τι θα μπορούσε να είχει γίνει διαφορετικά, σύμφωνα με την έκθεση
Η επιτροπή δεν αμφισβητεί ότι τα lockdown ήταν αναγκαία και ότι έσωσαν ζωές, αλλά υποστηρίζει πως με νωρίτερα μέτρα αποστασιοποίησης, απομόνωσης και περιορισμού μετακινήσεων θα μπορούσαν να είχαν μικρότερη διάρκεια. Επισημαίνεται επίσης ανεπαρκής προετοιμασία για την εφαρμογή των lockdown, ελλιπής μέριμνα για τις επιπτώσεις σε φτωχότερα νοικοκυριά και ευάλωτες ομάδες, καθώς και περιορισμένη αξιολόγηση του αντίκτυπου που είχε το κλείσιμο των σχολείων στα παιδιά.
Κατά το φθινόπωρο του 2020, οι τέσσερις διοικήσεις του Ηνωμένου Βασιλείου ακολούθησαν διαφορετικές προσεγγίσεις. Στη Σκωτία εφαρμόστηκαν αυστηρότερα και στοχευμένα μέτρα, καθυστερώντας την κορύφωση των κρουσμάτων. Στην Αγγλία δεν υιοθετήθηκε εγκαίρως ένα σύντομο «μικρό lockdown» τον Σεπτέμβριο, που, σύμφωνα με την έκθεση, θα μπορούσε να είχε περιορίσει τη σφοδρότητα του δεύτερου κύματος. Στην Ουαλία η προετοιμασία για το λεγόμενο circuit breaker θεωρήθηκε ανεπαρκής, ενώ στη Βόρεια Ιρλανδία οι αποφάσεις επηρεάστηκαν από πολιτικές αντιπαραθέσεις και εσωτερικές διχογνωμίες.
Η Βρετανία ήταν η πρώτη χώρα που ξεκίνησε εμβολιασμούς κατά της Covid-19 τον Δεκέμβριο του 2020, και η έκθεση χαρακτηρίζει την εκστρατεία «εξαιρετικό επίτευγμα». Ωστόσο, σημειώνεται ότι η καθυστερημένη λήψη μέτρων περιόρισε το όφελος του εμβολιασμού, καθώς το σύστημα υγείας είχε ήδη δεχτεί πίεση από τα επόμενα κύματα πριν αναπτυχθεί επαρκής ανοσία στον πληθυσμό.
Οι οικογένειες θυμάτων, μέσω της οργάνωσης Covid-19 Bereaved Families for Justice, δήλωσαν ότι τα ευρήματα επιβεβαιώνουν τις πολιτικές ευθύνες. «Είναι οδυνηρό να ξέρουμε ότι πολλοί συγγενείς μας θα ήταν ζωντανοί αν η ηγεσία είχε ενεργήσει διαφορετικά», είπε η Ντέμπορα Ντόιλ, κατηγορώντας τον τότε πρωθυπουργό Μπόρις Τζόνσον ότι «έβαλε την πολιτική του εικόνα πάνω από τη δημόσια ασφάλεια».
Με πληροφορίες από BBC