Η ανατολική Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό βιώνει μια από τις πιο σκοτεινές ανθρωπιστικές κρίσεις του αιώνα. Η βία από αντάρτικες ομάδες, τον στρατό και πολιτοφυλακές έχει καταστήσει τον βιασμό σχεδόν «κανονικότητα». Χιλιάδες γυναίκες και παιδιά πέφτουν θύματα σεξουαλικής κακοποίησης, χωρίς καμία δυνατότητα δικαιοσύνης ή ουσιαστικής φροντίδας.
Η ιστορία της 22χρονης Ντέμπορα είναι χαρακτηριστική. Ενώ προσπαθούσε να βρει τροφή για τα παιδιά της, τρεις ένοπλοι την κακοποίησαν βίαια. Στο κέντρο της Γιατροί Χωρίς Σύνορα έλαβε μόνο τα στοιχειώδη: επείγουσα αντισύλληψη, πρόληψη HIV και ηπατίτιδας, λίγη ψυχολογική στήριξη. Καμία καταγραφή, καμία νομική διαδικασία, καμία ελπίδα για δικαιοσύνη.
Η κατάσταση επιδεινώθηκε δραματικά μετά την προέλαση των ανταρτών M23, που έθεσαν υπό τον έλεγχό τους μεγάλο μέρος της περιοχής. Τα στρατόπεδα εκτοπισμένων διαλύθηκαν, οι κλινικές για τα θύματα έκλεισαν και η διεθνής βοήθεια κόπηκε. Η διακοπή της χρηματοδότησης από τις ΗΠΑ στέρησε ακόμη και τα βασικά «rape kits», με φάρμακα για επείγουσα φροντίδα.
Σύμφωνα με τους Γιατρούς Χωρίς Σύνορα, μόνο το 2024, περισσότερες από 40.000 γυναίκες ζήτησαν βοήθεια για σεξουαλική βία στην ανατολική χώρα. Σήμερα, ελάχιστες έχουν πρόσβαση σε στοιχειώδη ιατρική περίθαλψη.
Η ατιμωρησία ενισχύει τον φαύλο κύκλο: είτε πρόκειται για αντάρτες, στρατιώτες, πολιτοφυλακές ή τοπικές ομάδες, όλοι δρουν γνωρίζοντας ότι δεν θα τιμωρηθούν. Ακόμα και οι προσπάθειες για νομική υποστήριξη σκοντάφτουν σε μια κρατική μηχανή ανίκανη ή απρόθυμη να δράσει.
Το Κονγκό παραμένει πλούσιο σε φυσικούς πόρους, αλλά οι γυναίκες και τα παιδιά πληρώνουν το πιο βαρύ τίμημα. Με το κύμα βίας να εξαπλώνεται, οργανώσεις δικαιωμάτων τονίζουν ότι αν δεν υπάρξει άμεση παρέμβαση, ο βιασμός θα συνεχίσει να χρησιμοποιείται ως όπλο πολέμου με καταστροφικές συνέπειες για ολόκληρες γενιές.
Με πληροφορίες από New York Times