Ο Ντιάαρ Καλ θυμάται με κάθε λεπτομέρεια τη στιγμή που έφτασε στη Γερμανία: 6 Δεκεμβρίου 2014, λίγα λεπτά μετά τις 6 το απόγευμα. Σήμαινε το τέλος μιας μακράς περιόδου αβεβαιότητας, αφού είχε διαφύγει από τον εμφύλιο της Συρίας στα 12 του χρόνια και πέρασε τρία δύσκολα χρόνια δουλεύοντας εξαντλητικά στην Τουρκία. Εκείνη την εποχή, το μόνο που γνώριζε για τη Γερμανία ήταν πως ήταν η πατρίδα της Mercedes-Benz.
Λίγο περισσότερο από μια δεκαετία αργότερα, ο Καλ μιλά άπταιστα γερμανικά, ζει στη βιομηχανική πόλη Μανχάιμ και εργοδοτεί 15 άτομα πλήρους απασχόλησης στη startup του, που έχει δημιουργήσει μια εφαρμογή για να βοηθά μετανάστες να πλοηγούνται στη γερμανική γραφειοκρατία. Είναι το είδος ιστορίας επιτυχίας που συχνά αγνοείται στο πολωμένο γερμανικό δημόσιο διάλογο για τη μετανάστευση.
Πάνω από 83.000 Σύροι έγιναν Γερμανοί πολίτες το 2024, η μεγαλύτερη ομάδα μακράν. Περίπου τα δύο τρίτα των προσφύγων που έφτασαν στη Γερμανία μεταξύ 2013 και 2019 έχουν πλέον δουλειά, σύμφωνα με το Ινστιτούτο Έρευνας Απασχόλησης. Όταν ξέσπασε η κρίση, θα θεωρούταν επιτυχία ακόμα και αν το 50% των προσφύγων είχε ενταχθεί στην αγορά εργασίας, σύμφωνα με τον Χέρμπερτ Μπρίκερ, επικεφαλής μεταναστευτικών μελετών στο κρατικό ινστιτούτο.
«Υπάρχουν σημαντικά κόστη στην αρχή», λέει, «αλλά μόλις οι πρόσφυγες αρχίσουν να εργάζονται, παύουν να επιβαρύνουν τα δημόσια οικονομικά. Το ποτήρι είναι περισσότερο μισογεμάτο παρά μισοάδειο».
Σύμφωνα με τον οικονομολόγο Μάρτιν Βέρντινγκ, μέλος του Γερμανικού Συμβουλίου Οικονομικών Εμπειρογνωμόνων, οι μετανάστες μπορούν μάλιστα να ενισχύσουν τον κρατικό προϋπολογισμό. Υπολογίζει ότι με τα τρέχοντα επίπεδα μετανάστευσης, κάθε νέος μετανάστης θα αποφέρει 7.100 ευρώ ετησίως στο κράτος τις επόμενες δεκαετίες — περίπου 3 δισ. ευρώ ετησίως συνολικά. Αυτό συμβαίνει επειδή η μετανάστευση προσθέτει νεότερους φορολογούμενους στο εργατικό δυναμικό και μοιράζει τις συνταξιοδοτικές δαπάνες σε περισσότερους ανθρώπους.
«Η δημόσια συζήτηση είναι υπερβολικά πολωμένη», λέει. «Από δημογραφική σκοπιά, εξαρτόμαστε από τη μετανάστευση».
Η Γερμανία βρέθηκε στο επίκεντρο της μεταναστευτικής κρίσης της Ευρώπης από το 2015, όταν η τότε καγκελάριος Άνγκελα Μέρκελ καλωσόρισε Σύρους και άλλους που έφευγαν από τον πόλεμο. Αυτό προκάλεσε αντιδράσεις που ακόμα ταλανίζουν την Ευρώπη, ενισχύοντας την ακροδεξιά από την Ιταλία έως το Ηνωμένο Βασίλειο.
«Τα πρώτα χρόνια το κλίμα ήταν πιο φιλόξενο», λέει ο Καλ, 26 ετών, του οποίου ο αδερφός είναι γιατρός στο Ντίσελντορφ και η αδερφή του ετοιμάζεται να διδάξει σε σχολείο στη Στουτγκάρδη. «Αλλά πλέον, με τους ξένους να κατηγορούνται για τα πάντα — από την αύξηση των κοινωνικών δαπανών μέχρι την έλλειψη στέγης — μερικές φορές νιώθεις ότι δεν έχει νόημα να προσπαθείς».
Με τη γήρανση του πληθυσμού, η Γερμανία χρειάζεται 400.000 νέους ανθρώπους ετησίως για να διατηρήσει το εργατικό της δυναμικό, σύμφωνα με το Ινστιτούτο DIW. Ωστόσο, αρχικά απαγόρευσε στους αιτούντες άσυλο να εργαστούν, χάνοντας πολύτιμες δεξιότητες και εμπειρία.
Άλλο λάθος ήταν η τοποθέτηση προσφύγων σε απομακρυσμένες περιοχές με χαμηλό κόστος στέγασης αλλά υψηλή ανεργία. Παρ' όλα αυτά, ακόμα και εκεί προκύπτουν ιστορίες επιτυχίας, όπως αυτή του Ριγιάν Αλσέμπλ, 31 ετών, από τη θρησκευτική μειονότητα των Δρούζων.
Αφού έφτασε στη Γερμανία το 2015 για να αποφύγει την επιστράτευση στη Συρία, δύο χρόνια αργότερα ξεκίνησε πρακτική άσκηση στον δήμο του Althengstett στη Μαύρη Δρυ. Πολιτογραφήθηκε το 2022 και το 2023 εκλέχθηκε δήμαρχος της μικρής πόλης Ostelsheim με 55% των ψήφων.
«Φυσικά σκέφτεσαι να επιστρέψεις κάποια στιγμή», λέει. «Αλλά όσο περνούσε ο καιρός καταλάβαινα ότι δεν θα είναι εύκολο. Πλέον, νιώθω ότι το σπίτι μου είναι εδώ».
Οι πρόσφυγες συχνά δυσκολεύονται στην αρχή, λόγω τραυμάτων, γλωσσικών εμποδίων και έλλειψης δεξιοτήτων. Αυτό συνέβη και στον Καλ, που έφυγε παιδί από τη Συρία, εργάστηκε σκληρά στην Τουρκία για να στηρίξει την οικογένειά του και έφτασε στη Γερμανία σε ψυχολογικά κακή κατάσταση, παλεύοντας στο σχολείο και με κατάθλιψη.
Τελικά έγινε ο πρώτος πρόσφυγας που συμμετείχε σε επαγγελματική κατάρτιση στην Robert Bosch GmbH. Το 2020 άρχισε να σπουδάζει κυβερνοασφάλεια στο Μανχάιμ και το 2022 ίδρυσε τη NewStarters, την εφαρμογή του για μετανάστες.
«Αν μπορούσα να μιλήσω στον κύριο Μερτς», λέει, «θα του έλεγα: 'Μην εστιάζετε τόσο στη μετανάστευση. Η ενσωμάτωση είναι αυτό που έχει σημασία.'»
Ωστόσο, οι κρατικές δαπάνες για μαθήματα γλώσσας και στήριξη νεοεισερχομένων υφίστανται περικοπές, λόγω των πολιτικών λιτότητας. Η ανθρωπιστική οργάνωση Johanniter αναφέρει ότι η κοινή γνώμη έχει σκληρύνει. Το 2015 «η υποστήριξη ήταν συντριπτική», λέει η Άννε Έρνστ, υπεύθυνη διαχείρισης κρίσεων, αλλά σήμερα «ο κόσμος είναι πιο απρόθυμος να προσφέρει χρόνο και χρήμα».
Ο καγκελάριος Φρίντριχ Μερτς προσπαθεί να περιορίσει το αντιμεταναστευτικό αίσθημα, επιβάλλοντας αυστηρότερους ελέγχους στα σύνορα, ακόμα και παραβιάζοντας εντολές δικαστηρίων που απαγορεύουν την αποτροπή εισόδου προσφύγων.
Η Πολωνία απάντησε με δικούς της ελέγχους, εντείνοντας την ένταση μεταξύ των χωρών της Ευρώπης και δοκιμάζοντας την αλληλεγγύη της Ευρωπαϊκής Ένωσης. «Μετατρέπουμε το μεταναστευτικό κύμα σε αναστροφή», δήλωσε ο υπουργός Εσωτερικών Αλεξάντερ Ντόμπριντ στη βουλή τον Ιούλιο.
Ο Μερτς υποστηρίζει ότι αυτή η στρατηγική θα εμποδίσει την περαιτέρω άνοδο του ακροδεξιού κόμματος Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD), το οποίο έχει αναδειχθεί σε δεύτερη πολιτική δύναμη στη Βουλή και πλησιάζει το συντηρητικό μπλοκ στις δημοσκοπήσεις.
Ωστόσο, πολλοί αναλυτές αμφισβητούν την αποτελεσματικότητα των μέτρων — τόσο ως προς τη μείωση της μετανάστευσης, όσο και ως προς την αναχαίτιση της AfD, η οποία πλέον υποστηρίζεται από το ένα τέταρτο των Γερμανών ψηφοφόρων, σύμφωνα με τις τελευταίες δημοσκοπήσεις.
Με πληροφορίες από Bloomberg