Λιγότερο από δέκα λεπτά χρειάστηκαν οι ληστές για να μπουν στο Λούβρο, να σπάσουν τις προθήκες της Γκαλερί του Απόλλωνα και να εξαφανιστούν με οκτώ κοσμήματα του γαλλικού στέμματος.
Η ληστεία σημειώθηκε νωρίς το πρωί, λίγο μετά το άνοιγμα του μουσείου, πριν καν γεμίσουν οι αίθουσες με επισκέπτες. Το πραγματικό ερώτημα, όμως, δεν είναι πια πώς κατάφεραν να διαφύγουν οι δράστες, αλλά τι ακριβώς πήραν μαζί τους: κοσμήματα που αφηγούνται τρεις αιώνες γαλλικής ιστορίας, από τον Ναπολέοντα μέχρι τη Δεύτερη Αυτοκρατορία.
Τι εκλάπη και τι διασώθηκε
Το γαλλικό υπουργείο Πολιτισμού επιβεβαίωσε ότι εκλάπησαν οκτώ κοσμήματα από τη Γκαλερί του Απόλλωνα. Μεταξύ αυτών δεν περιλαμβάνεται το περίφημο στέμμα της αυτοκράτειρας Ευγενίας, συζύγου του Ναπολέοντα Γ΄, το οποίο οι ληστές άφησαν πίσω τους καθώς αποχωρούσαν. Άθικτο παρέμεινε επίσης το διαμάντι Regent, αξίας άνω των 60 εκατομμυρίων δολαρίων, σύμφωνα με τον οίκο Sotheby’s.
Τώρα, η αστυνομία ερευνά αν οι δράστες είχαν εσωτερική πληροφόρηση σχετικά με τη διάταξη του χώρου και τα μέτρα ασφαλείας. Παρά τη γρήγορη κινητοποίηση των φρουρών και το αυτόματο κλείδωμα των εξόδων, οι ληστές είχαν ήδη διαφύγει πριν φτάσουν οι πρώτες δυνάμεις ασφαλείας.
Η τιάρα από ζαφείρια της βασίλισσας Ορτάνς και της Μαρίας-Αμελίας
Ανάμεσα στα κοσμήματα που εκλάπησαν από το Λούβρο ξεχωρίζει η τιάρα από ζαφείρια και διαμάντια, η οποία ανήκε αρχικά στη βασίλισσα Ορτάνς ντε Μποαρνέ, θετή κόρη του Ναπολέοντα και βασίλισσα της Ολλανδίας, και αργότερα στη βασίλισσα Μαρία-Αμελία, σύζυγο του βασιλιά Λουδοβίκου-Φιλίππου. Το κόσμημα δημιουργήθηκε στο Παρίσι στις αρχές του 19ου αιώνα (περίπου 1800–1835) από άγνωστο χρυσοχόο και αποτελεί αριστούργημα της γαλλικής κοσμηματοποιίας της εποχής.

Η τιάρα αποτελείται από πέντε περίτεχνα τμήματα, καθένα διακοσμημένο με ένα μεγάλο ζαφείρι από την Κεϋλάνη, φέρνοντας το σύνολο σε 24 ζαφείρια και 1.083 διαμάντια. Ανήκε αρχικά σε πλήρες σετ κοσμημάτων, πιθανότατα κληροδότημα της αυτοκράτειρας Ιωσηφίνας. Το 1821, ο δούκας της Ορλεάνης, μετέπειτα Λουδοβίκος-Φίλιππος, το αγόρασε από την Ορτάνς, ενώνοντάς το έτσι με τις δυναστείες των Βοναπάρτη και Ορλεάνης.
Η Μαρία-Αμελία φορούσε συχνά το πλήρες σετ – τιάρα, περιδέραιο και καρφίτσες – όπως φαίνεται σε πορτρέτα της δεκαετίας του 1830. Το 1864, για τον γάμο του εγγονού της, η τιάρα τροποποιήθηκε: αφαιρέθηκαν τέσσερα από τα εννέα αρχικά στοιχεία και ένα μετατράπηκε σε καρφίτσα. Το μικρότερο πλέον κόσμημα πέρασε στην εγγονή της, Ιζαμπέλ, κόμισσα του Παρισιού, και παρέμεινε στην οικογένεια των Ορλεάνης για περισσότερο από έναν αιώνα.
Το 1985, ο κόμης Ανρί του Παρισιού πώλησε ολόκληρο το σετ στο Λούβρο, το οποίο το χαρακτήρισε «ανεκτίμητο τεκμήριο της γαλλικής κληρονομιάς». Μέχρι τη ληστεία, η τιάρα εκτίθετο στη Γκαλερί του Απόλλωνα ως μέρος της εθνικής συλλογής των κοσμημάτων του γαλλικού στέμματος.
Το περιδέραιο από ζαφείρια της Ορτάνς και της Μαρίας-Αμελίας
Το περιδέραιο από ζαφείρια και διαμάντια ανήκε στο ίδιο σετ με την τιάρα της Ορτάνς και της Μαρίας-Αμελίας. Δημιουργήθηκε στο Παρίσι στις αρχές του 19ου αιώνα και αποτελεί χαρακτηριστικό δείγμα της παρισινής χρυσοχοΐας της περιόδου του Πρώτου Αυτοκρατορικού καθεστώτος. Αποτελείται από οκτώ οβάλ και ρομβοειδείς ζαφείριους από την Κεϋλάνη και 631 διαμάντια, ενωμένα με διακοσμητικά μοτίβα τύπου palmette. Οι πολύτιμοι λίθοι είναι φυσικοί, χωρίς καμία θερμική επεξεργασία, τοποθετημένοι σε χρυσή βάση και περιβαλλόμενοι από μπριγιάν.

Όπως και η τιάρα, το περιδέραιο αποδίδεται στην Ορτάνς και στη συνέχεια στη Μαρία-Αμελία. Μάλιστα, δεν αποκλείεται να ενσωματώνει λίθους από τη συλλογή της αυτοκράτειρας Ιωσηφίνας. Μετά την ανατροπή του συζύγου της Λουδοβίκου Φίλιππου το 1848, η Μαρία-Αμελία πήρε μαζί της ολόκληρο το σετ στην εξορία, θεωρώντας το προσωπική περιουσία και όχι κρατικό θησαυρό. Σε αντίθεση με την τιάρα, το περιδέραιο δεν υπέστη μετατροπές και διατηρήθηκε ακέραιο καθώς περνούσε στους απογόνους των Ορλεάνης, όπως στη δούκισσα της Γκιζ, που το φορούσε σε κοσμικές εκδηλώσεις στις αρχές του 20ού αιώνα.
Το 1985, μαζί με την τιάρα, ο κόμης Ανρί του Παρισιού πώλησε το σετ στο Μουσείο του Λούβρου. Το περιδέραιο εντάχθηκε στο Τμήμα Διακοσμητικών Τεχνών και μέχρι πρότινος εκτίθετο στη Γκαλερί του Απόλλωνα ως κομβικό τεκμήριο της γαλλικής κοσμηματοποιίας του 19ου αιώνα — έως τη ληστεία, κατά την οποία περιλαμβάνεται μεταξύ των κλοπιμαίων.
Το σκουλαρίκι από το ζαφειρένιο σετ
Το τρίτο κόσμημα του ίδιου σετ ήταν ένα ζευγάρι σκουλαρικιών από ζαφείρια και διαμάντια, που συμπλήρωνε την περίφημη parure της Ορτάνς και της Μαρίας-Αμελίας. Κάθε σκουλαρίκι είχε στο κέντρο έναν μεγάλο ζαφείρι, πλαισιωμένο από μικρότερους λίθους και διαμάντια, με σχέδιο που ακολουθούσε τα ίδια μοτίβα όπως η τιάρα και το περιδέραιο. Δημιουργήθηκαν στο Παρίσι στις αρχές του 19ου αιώνα και απεικονίζονται σε πορτρέτα της Μαρίας-Αμελίας, που τη δείχνουν να τα φορά στις επίσημες εμφανίσεις της κατά τη διάρκεια της Ιουλιανής Μοναρχίας.

Το ζευγάρι πέρασε αλώβητο στους απογόνους των Ορλεάνης και παρέμεινε στην οικογενειακή συλλογή μέχρι το 1985, οπότε και αγοράστηκε από το Λούβρο μαζί με τα υπόλοιπα κομμάτια. Ωστόσο, κατά τη ληστεία του 2025, οι δράστες κατάφεραν να αποσπάσουν μόνο το ένα από τα δύο σκουλαρίκια· το δεύτερο είτε δεν εκτίθετο είτε έπεσε κατά τη διαφυγή τους.Το μοναδικό σκουλαρίκι που διασώθηκε πέρασε από τη βασίλισσα Ορτάνς και τη Μαρία-Αμελία στους κληρονόμους του οίκου των Ορλεάνων, προτού καταλήξει στο Λούβρο. Παρότι μικρό σε μέγεθος, θεωρείται ανεκτίμητης ιστορικής αξίας, καθώς αποτελεί ένα από τα τελευταία κοσμήματα της τελευταίας βασίλισσας της Γαλλίας.
Το περιδέραιο από σμαράγδια της αυτοκράτειρας Μαρίας-Λουίζας
Ανάμεσα στα κοσμήματα που αφαιρέθηκαν από το Λούβρο περιλαμβάνεται και το περιδέραιο από σμαράγδια και διαμάντια που ο Ναπολέων Α΄ χάρισε στη δεύτερη σύζυγό του, αρχιδούκισσα Μαρία-Λουίζα της Αυστρίας, το 1810. Δημιουργήθηκε από τον παριζιάνικο οίκο Nitot, τον επίσημο κοσμηματοπώλη της αυτοκρατορικής αυλής, και αποτελεί ένα από τα λαμπρότερα δείγματα της κοσμηματοποιίας της εποχής.
Το περιδέραιο φέρει 32 σμαράγδια από την Κολομβία και 1.138 διαμάντια, σε χρυσή και αργυρή βάση. Το κεντρικό σμαράγδι, βάρους περίπου 14 καρατίων, δεσπόζει στο μέσον, ενώ δέκα από τους λίθους έχουν σχήμα δάκρυ και καταλήγουν σε κρεμαστά μοτίβα. Το σχέδιο ακολουθεί την αισθητική του Πρώτου Αυτοκρατορικού στυλ, με αυστηρή συμμετρία και έμφαση στη λάμψη των πολύτιμων λίθων.

Ο Ναπολέων παρέδωσε το κόσμημα στη Μαρία-Λουίζα λίγο πριν από τον γάμο τους, ως μέρος του γαμήλιου σετ που περιελάμβανε επίσης τιάρα, σκουλαρίκια και χτένα. Η αυτοκράτειρα το φόρεσε σε επίσημες τελετές, όπου, σύμφωνα με τις περιγραφές της εποχής, τα σμαράγδια αντανακλούσαν το φως των κηροπηγίων δημιουργώντας εντυπωσιακή λάμψη.
Μετά την πτώση του Ναπολέοντα το 1814, η Μαρία-Λουίζα διατήρησε τα κοσμήματα αυτά ως προσωπική περιουσία. Παρέδωσε στους Βουρβόνους μόνο τα κρατικά διαμάντια, αλλά κράτησε το σετ των σμαραγδιών, το οποίο πήρε μαζί της στην Ιταλία, όταν διορίστηκε δούκισσα της Πάρμας.
Μετά τον θάνατο της Μαρίας-Λουίζας το 1847, το περιδέραιο πέρασε στους Αψβούργους συγγενείς της, αρχικά στην αρχιδούκισσα Ελισάβετ και στη συνέχεια στον μεγάλο δούκα της Τοσκάνης Λεοπόλδο Β΄. Για περισσότερο από έναν αιώνα το κόσμημα διατηρήθηκε προσεκτικά στη συλλογή των Αψβούργο-Τοσκάνης, μακριά από τη δημοσιότητα.
Το 1953, οι απόγονοι της αυτοκράτειρας πούλησαν το σετ των σμαραγδιών στον οίκο Van Cleef & Arpels, σε μια συναλλαγή που θεωρήθηκε τότε μεγάλη απώλεια για την ευρωπαϊκή κληρονομιά. Οι τεχνίτες του VCA διέλυσαν δυστυχώς την τιάρα, αφαιρώντας τα σμαράγδια της, όμως το περιδέραιο και τα σκουλαρίκια διασώθηκαν ακέραια, χάρη στην παρέμβαση συλλεκτών που αναγνώρισαν την ιστορική τους αξία.
Στη συνέχεια, το περιδέραιο πέρασε στην κατοχή της βαρόνης Ελί ντε Ρότσιλντ, γνωστής συλλέκτριας κοσμημάτων και προστάτιδας των τεχνών. Το 2004, με τη στήριξη του γαλλικού Ταμείου Πατριμονίου και του συλλόγου Φίλοι του Λούβρου, το μουσείο κατάφερε να το αποκτήσει, επαναφέροντάς το στη Γαλλία ύστερα από σχεδόν δύο αιώνες περιπλάνησης.
Έως τη ληστεία του 2025, το περιδέραιο εκτίθετο στη Γκαλερί του Απόλλωνα, δίπλα στα στέμματα και τις τιάρες των Ναπολεόντειων αυτοκρατειρών. Θεωρείτο ένα από τα κορυφαία εκθέματα της συλλογής των Κοσμημάτων του Στέμματος, όχι μόνο για την αισθητική του αρτιότητα, αλλά και για το συμβολισμό του: το ίδιο το γαμήλιο δώρο του Ναπολέοντα προς τη γυναίκα που προοριζόταν να ενώσει την αυτοκρατορία με τους Αψβούργους.
Τα σκουλαρίκια από σμαράγδια της αυτοκράτειρας Μαρίας-Λουίζας
Τα σκουλαρίκια από σμαράγδια και διαμάντια αποτελούσαν το αντίστοιχο ζευγάρι του περιδέραιου της αυτοκράτειρας Μαρίας-Λουίζας και δημιουργήθηκαν το 1810 από τον οίκο Nitot, στο ίδιο σετ γαμήλιων κοσμημάτων που είχε παραγγείλει ο Ναπολέων Α΄. Κάθε σκουλαρίκι αποτελείται από δύο σμαράγδια σε σχήμα δακρύου, συνολικού βάρους περίπου 45 καρατίων, τα οποία κρέμονται από μικρότερες σμαραγδένιες συνθέσεις περιβαλλόμενες από διαμάντια. Συνολικά, το ζευγάρι περιλαμβάνει έξι σμαράγδια και 108 διαμάντια, τοποθετημένα σε χρυσό και ασήμι.
Η Μαρία-Λουίζα φέρεται να τα φόρεσε στις γαμήλιες τελετές και σε δεξιώσεις της αυλής, όπου οι πολύτιμοι λίθοι αντανακλούσαν το φως σε απόλυτη αρμονία με το περιδέραιο και την τιάρα του ίδιου σετ. Πορτρέτα και χρονικά της εποχής τα περιγράφουν ως αναπόσπαστο μέρος της αυτοκρατορικής της αμφίεσης.

Όπως και το περιδέραιο, τα σκουλαρίκια ακολούθησαν τη Μαρία-Λουίζα στην Ιταλία μετά το 1814, όταν ανέλαβε τη δούκισσα της Πάρμας, και πέρασαν στους Αψβούργους απογόνους της. Παρέμειναν στη συλλογή της Τοσκάνης μέχρι το 1953, οπότε πουλήθηκαν επίσης στον οίκο Van Cleef & Arpels. Ευτυχώς, το ζευγάρι διασώθηκε αναλλοίωτο, σε αντίθεση με άλλα κομμάτια του σετ που διαλύθηκαν.
Αργότερα, τα σκουλαρίκια κατέληξαν – μαζί με το περιδέραιο – στη συλλογή της βαρόνης Ελί ντε Ρότσιλντ, πριν αποκτηθούν από το Λούβρο το 2004. Έως τη ληστεία του 2025, εκτίθεντο δίπλα στο περιδέραιο στη Γκαλερί του Απόλλωνα, επιτρέποντας στους επισκέπτες να δουν ολοκληρωμένο το μοναδικό σωζόμενο σύνολο των γαμήλιων κοσμημάτων της Μαρίας-Λουίζας.
Η τιάρα από μαργαριτάρια και διαμάντια της αυτοκράτειρας Ευγενίας
Ανάμεσα στα κοσμήματα που εκλάπησαν από τη Γκαλερί του Απόλλωνα βρισκόταν και η εντυπωσιακή τιάρα από μαργαριτάρια και διαμάντια της αυτοκράτειρας Ευγενίας, συζύγου του Ναπολέοντα Γ΄. Δημιουργήθηκε το 1853 από τον κοσμηματοπώλη Αλεξάντρ-Γκαμπριέλ Λεμονιέ, λίγο μετά τον γάμο του αυτοκρατορικού ζεύγους, και αποτέλεσε ένα από τα πλέον αναγνωρίσιμα κοσμήματα της Δεύτερης Αυτοκρατορίας.

Η τιάρα συνδυάζει 212 φυσικά μαργαριτάρια – μεταξύ αυτών 17 σε σχήμα δακρύου– και σχεδόν 3.000 διαμάντια, τοποθετημένα σε ασήμι με χρυσή βάση. Οι μαργαριταρένιοι σχηματισμοί εναλλάσσονται με διαμαντένια φυλλοειδή μοτίβα, δημιουργώντας μια σύνθεση που αποπνέει νεοκλασική κομψότητα και πολυτέλεια. Η Ευγενία, λάτρης της τέχνης και θαυμάστρια του 18ου αιώνα, θεωρούσε το συγκεκριμένο κόσμημα φόρο τιμής στην αισθητική της Μαρίας-Αντουανέτας, την οποία θαύμαζε.
Η αυτοκράτειρα φορούσε την τιάρα σε κρατικές τελετές και επίσημα πορτρέτα, όπου συμβόλιζε την αίγλη και τη σταθερότητα του νέου καθεστώτος. Μετά την πτώση της Δεύτερης Αυτοκρατορίας το 1870, το κόσμημα εντάχθηκε στα Κοσμήματα του Στέμματος και παρέμεινε ιδιοκτησία του γαλλικού κράτους.
Το 1887, η Τρίτη Γαλλική Δημοκρατία αποφάσισε να δημοπρατήσει το μεγαλύτερο μέρος των αυτοκρατορικών κοσμημάτων. Η τιάρα της Ευγενίας πωλήθηκε τότε στον κοσμηματοπώλη Julius Jacoby, ο οποίος λίγα χρόνια αργότερα την μεταπώλησε στον πρίγκιπα Αλβέρτο του Θουρν και Τάξις στη Γερμανία.

Για περισσότερο από έναν αιώνα η τιάρα παρέμεινε στη συλλογή της οικογένειας Θουρν και Τάξις, φυλασσόμενη σχεδόν ανέπαφη. Το 1992, οι απόγονοι της οικογένειας την έθεσαν προς πώληση σε δημοπρασία του Sotheby’s στη Γενεύη. Με τη στήριξη του συλλόγου Φίλοι του Λούβρου, το μουσείο απέκτησε το ιστορικό κόσμημα και το επανέφερε στη Γαλλία, όπου εκτίθετο από τότε στη Γκαλερί του Απόλλωνα ως εμβληματικό δείγμα της χρυσοχοΐας του 19ου αιώνα.
Η διαμαντένια καρφίτσα-φιόγκος της αυτοκράτειρας Ευγενίας
Η εντυπωσιακή καρφίτσα-φιόγκος από διαμάντια, γνωστή και ως Grand Nœud de Corsage, ήταν ένα από τα πιο επιβλητικά κοσμήματα της αυτοκράτειρας Ευγενίας και βρισκόταν επίσης ανάμεσα στα κλοπιμαία της ληστείας του Λούβρου. Δημιουργήθηκε το 1855 από τον διάσημο κοσμηματοπώλη Φρανσουά Κράμερ, με σκοπό να παρουσιαστεί στην Παγκόσμια Έκθεση του Παρισιού εκείνης της χρονιάς, ως επίδειξη της δύναμης και του πλούτου της Γαλλικής Αυτοκρατορίας.
Το κόσμημα έχει μήκος περίπου 22 εκατοστά και αποτελείται από περισσότερα από 2.400 διαμάντια, τοποθετημένα σε ασήμι με χρυσή υποστήριξη. Ο φιόγκος σχηματίζεται από περίτεχνα «κορδέλες» που δένουν σε δύο κρεμαστές ουρές, διακοσμημένες με σειρές διαμαντιών. Η κατασκευή του απαιτούσε εξαιρετική δεξιοτεχνία και πλήρη ακρίβεια, καθώς κάθε λίθος τοποθετήθηκε έτσι ώστε να αντανακλά το φως από διαφορετικές γωνίες.

Η Ευγενία φόρεσε το στολίδι σε δύο από τα πιο λαμπρά γεγονότα της Δεύτερης Αυτοκρατορίας: το επίσημο δείπνο στις Βερσαλλίες προς τιμήν της βασίλισσας Βικτωρίας το 1855 και τη δεξίωση στο Δημαρχείο του Παρισιού για τη βάπτιση του αυτοκρατορικού διαδόχου, το 1856. Οι αυτόπτες μάρτυρες περιγράφουν πως ο τεράστιος διαμαντένιος φιόγκος έλαμπε σχεδόν εκτυφλωτικά κάτω από τα φώτα των πολυελαίων, προκαλώντας δέος στους παρευρισκομένους.
Μετά την πτώση της Αυτοκρατορίας, το κόσμημα εντάχθηκε στα Κοσμήματα του Στέμματος και περιλήφθηκε στην περίφημη δημοπρασία του 1887 στο Παρίσι, όπου αγοράστηκε από τον Παριζιάνο κοσμηματοπώλη Εμίλ Σλέσινγκερ, εκ μέρους της Αμερικανίδας Κάρολαϊν Άστορ, γνωστής ως «βασίλισσας» της υψηλής κοινωνίας της Νέας Υόρκης.
Αργότερα, το στολίδι πέρασε στα χέρια του Δούκα του Ουέστμινστερ, ο οποίος το χάρισε στην κόρη του, Λέτις Γκρόσβενορ, για τον γάμο της στις αρχές του 20ού αιώνα. Παρέμεινε στην οικογένεια των Μπηουτσάμπ έως τη δεκαετία του 1980, οπότε και επανεμφανίστηκε στην αγορά μέσω του συλλέκτη Ραλφ Εσμεριάν στη Νέα Υόρκη.
Το 2008, χάρη σε δωρεά του Μισέλ και της Ελιζαμπέτ Ρουφέ και τη στήριξη των Φίλων του Λούβρου, το μουσείο κατάφερε να αποκτήσει το ιστορικό κόσμημα, επαναφέροντάς το στη Γαλλία. Έως τη ληστεία, η καρφίτσα εκτίθετο στη Γκαλερί του Απόλλωνα, δίπλα στην τιάρα και την κορώνα της Ευγενίας — ένα από τα πλέον εντυπωσιακά σύνολα της γαλλικής αυτοκρατορικής χρυσοχοΐας.
Η «Καρφίτσα-Λειψανοθήκη» της αυτοκράτειρας Ευγενίας (1855)
Ανάμεσα στα κοσμήματα που χάθηκαν στη ληστεία του Λούβρου βρίσκεται και η περίφημη «Καρφίτσα-Λειψανοθήκη» (Reliquary Brooch), ένα από τα πλέον σπάνια και ιστορικά αντικείμενα της συλλογής. Δημιουργήθηκε το 1855 από τον Αλφρέντ Μπαπστ, τον επίσημο κοσμηματοπώλη της αυτοκρατορικής αυλής και συνεχιστή της θρυλικής οικογένειας Bapst, η οποία εξυπηρετούσε το γαλλικό στέμμα ήδη από τον 18ο αιώνα.
Η καρφίτσα είναι κατασκευασμένη από επιχρυσωμένο ασήμι και διακοσμημένη με 85 διαμάντια διαφορετικών αποχρώσεων. Στο κέντρο της δεσπόζουν δύο ασυνήθιστοι λίθοι – διαμάντια σε σχήμα καρδιάς ή φτερών πεταλούδας – γνωστά ως Mazarin Νο. 17 και Νο. 18, προερχόμενα από το περίφημο σύνολο των δεκαοκτώ διαμαντιών που ο καρδινάλιος Μαζαρέν κληροδότησε στον Λουδοβίκο ΙΔ΄ το 1661. Αυτή η μοναδική προέλευση καθιστά την καρφίτσα έναν ζωντανό σύνδεσμο ανάμεσα στο Παλαιό Καθεστώς και τη Δεύτερη Αυτοκρατορία.

Το σχέδιο της καρφίτσας, ασύμμετρο και περίτεχνο, εντάσσεται στο ροκοκό ύφος που αγαπούσε η Ευγενία, η οποία τη φορούσε σε επίσημες δεξιώσεις της δεκαετίας του 1850. Ίσως γι’ αυτό επικράτησε η ονομασία «Λειψανοθήκη»: όχι γιατί περιείχε θρησκευτικά λείψανα, αλλά επειδή περιέκλειε αυτά τα “ιερά” διαμάντια του 17ου αιώνα, σαν πολύτιμα ιστορικά κειμήλια.
Όταν το 1887 η Γαλλική Δημοκρατία διέθεσε τα περισσότερα κοσμήματα του Στέμματος σε δημοπρασία, η Καρφίτσα-Λειψανοθήκη εξαιρέθηκε από την πώληση, καθώς θεωρήθηκε αντικείμενο εθνικής σημασίας και μεταφέρθηκε απευθείας στη συλλογή του Λούβρου. Έκτοτε φυλασσόταν εκεί, με αριθμό καταλόγου MV 1024, καθ’ όλη τη διάρκεια του 20ού αιώνα, επιβιώνοντας δύο παγκόσμιους πολέμους και όλες τις μετακινήσεις των πολύτιμων εκθεμάτων.
Η απώλειά της θεωρείται ιδιαίτερα οδυνηρή για τους ιστορικούς και τους επιμελητές του μουσείου, καθώς πέρα από την καλλιτεχνική της αξία, η καρφίτσα αυτή ενσωμάτωνε δύο από τα διαμάντια του Λουδοβίκου ΙΔ΄, τα ίδια που είχαν περάσει από τα χέρια των Βουρβόνων, του Ναπολέοντα και της Ευγενίας, μέχρι να βρουν καταφύγιο στο Λούβρο. Αν δεν ανακτηθεί, το κοινό θα χάσει την ευκαιρία να δει ένα από τα ελάχιστα σωζόμενα κομμάτια που συνδέουν τρεις διαφορετικές εποχές της γαλλικής μοναρχίας: το Παλαιό Καθεστώς, την Αυτοκρατορία και τη Δημοκρατία.