Οι διατροφικές διαταραχές μπορεί να επιβαρύνουν την υγεία για πολλά χρόνια μετά τη διάγνωση, αυξάνοντας σημαντικά τον κίνδυνο για σοβαρές παθήσεις, σύμφωνα με νέα μελέτη που δημοσιεύθηκε στο BMJ Medicine.
Η ανάλυση, που βασίστηκε σε δεδομένα σχεδόν 24.700 ατόμων στην Αγγλία με διαγνωσμένη διατροφική διαταραχή, δείχνει ότι μέσα στον πρώτο χρόνο από τη διάγνωση οι ασθενείς παρουσιάζουν αυξημένες πιθανότητες για ηπατική νόσο, νεφρική ανεπάρκεια, οστεοπόρωση, διαβήτη, καρδιακή ανεπάρκεια, κατάθλιψη, αυτοτραυματισμό και αυτοκτονικό ιδεασμό. Οι ερευνητές συνέκριναν τα στοιχεία με δείγμα 493.000 ατόμων χωρίς διατροφική διαταραχή και διαπίστωσαν ότι οι κίνδυνοι παραμένουν αυξημένοι ακόμη και πέντε και δέκα χρόνια αργότερα, αν και σε χαμηλότερα επίπεδα.
Στη μελέτη, το 89% των συμμετεχόντων ήταν γυναίκες. Από όσους είχαν διατροφική διαταραχή, το 15% είχε ανορεξία, το 21% βουλιμία και το 5% διαταραχή υπερφαγίας, με τον μεγαλύτερο όγκο να ανήκει στις «άλλες» ή ακαθόριστες κατηγορίες. Οι διατροφικές διαταραχές, σημειώνουν οι συγγραφείς, συνδέονται με παθολογικές συμπεριφορές γύρω από το φαγητό και την εικόνα σώματος και επηρεάζουν παγκοσμίως περίπου 16 εκατομμύρια ανθρώπους.
Οι ερευνητές τονίζουν ότι η παρακολούθηση των ασθενών δεν πρέπει να σταματά όταν ολοκληρώνεται η αρχική θεραπεία, καθώς οι μακροπρόθεσμες επιπλοκές είναι συχνές και σοβαρές. Καλούν τους γενικούς γιατρούς να συντονίζονται καλύτερα με ειδικούς και να υποστηρίζουν ενεργά όσους βρίσκονται σε φάση ανάρρωσης, επισημαίνοντας ότι πολλοί ασθενείς πέφτουν «στο κενό» μεταξύ χαμηλής έντασης παρεμβάσεων και εξειδικευμένων δομών.
Η έρευνα αναγνωρίζει και ορισμένους περιορισμούς, όπως το ότι δεν καταγράφηκε η βαρύτητα της κάθε διαταραχής. Ωστόσο, υπογραμμίζει μια σταθερή τάση: οι διατροφικές διαταραχές έχουν μακροχρόνιο κόστος στην υγεία και απαιτούν συνεχή, οργανωμένη φροντίδα.