ΠΡΟΣΠΑΘΗΣΑ ΝΑ παρακολουθήσω όσο ήταν δυνατό την προεκλογική καμπάνια του Ζοχράν Μαμντάνι για τον δήμο της Νέας Υόρκης – όταν γράφονταν αυτές οι γραμμές δεν είχε ολοκληρωθεί η διαδικασία των εκλογών ώστε να έχει βγει το αποτέλεσμα∙ όταν δημοσιευτούν, ευχή μου είναι να έχει εκλεγεί ήδη δήμαρχος μιας από τις πιο σημαντικές, από πολλές απόψεις, πόλεις του κόσμου.
Ακόμα, όμως, κι αν δεν έχει εκλεγεί, έχει εξαιρετικό ενδιαφέρον η περίπτωσή του. Σε ολόκληρη την προεκλογική του πορεία ο Μαμντάνι μίλησε πολιτικά και κυρίως με έναν συγκροτημένο και αρκετά ρεαλιστικό αριστερό πολιτικό λόγο, ο οποίος δεν τρόμαξε μόνο τον Τραμπ, ο οποίος μίλησε για έναν «33χρονο κομμουνιστή που δεν γνωρίζει απολύτως τίποτα», δήλωσε ότι αν εκλεγεί αυτός, θα κόψει τη χρηματοδότηση της πόλης, και έφτασε, μάλιστα, στο σημείο να τον απειλήσει ότι θα του αφαιρέσει την αμερικανική υπηκοότητα!
Πόσες χιλιάδες λέξεις ξοδεύτηκαν για την κηδεία του Σαββόπουλου και για το αν έκαναν καλά ή όχι κάποιοι πολιτικοί αρχηγοί της αριστεράς που δεν πήγαν· πόσες λέξεις έλειψαν από τον δημόσιο διάλογο που θα αναδείκνυαν ουσιαστικές προτάσεις;
Ανάλογο φόβο έδειξαν και κάποια κορυφαία στελέχη του Δημοκρατικού Κόμματος (στο οποίο ανήκει ο Μαμντάνι, κερδίζοντας απρόσμενα, με μεγάλη άνεση, την εσωκομματική κούρσα για την υποψηφιότητα) αλλά και αρκετοί δισεκατομμυριούχοι, οι οποίοι δαπάνησαν τεράστια ποσά προεκλογικά για να μην εκλεγεί ο Μαμντάνι. Κάποιες πληροφορίες τα ανεβάζουν στα 22 δισ. δολάρια! Αυτό το τελευταίο αποτελεί σίγουρα μια ωμή παρέμβαση στην πολιτική, αυτό που θα λέγαμε στη χώρα μας «παρέμβαση από εξωθεσμικές εξουσίες», αλλά παράλληλα είναι λογικό και αναμενόμενο από την πλευρά των υπερ-πλουσίων να μη θέλουν για δήμαρχο της Νέας Υόρκης κάποιον που λέει όσα λέει ο Μαμντάνι. Τι λέει δηλαδή;
Ο Μαμντάνι υποσχέθηκε μερικά πράγματα τα οποία έλεγαν και οι Ευρωπαίοι σοσιαλδημοκράτες και σοσιαλιστές τη δεκαετία του ’80 και για λίγα χρόνια αργότερα, μέχρι να κερδίσουν την εξουσία σε πολλές χώρες και μετά να οδηγηθούν σε μια μεγάλη πολιτική μετάλλαξη, αυτή που ο Ντιντιέ Εριμπόν περιέγραψε με λίγες σοφές λέξεις: «Βάλθηκαν να διαγράψουν καθετί αριστερό από την αριστερά». Αλλά αυτή η υπόθεση αποτελεί μια διαφορετική, μεγάλη ιστορία. Ας επιστρέψουμε στον Μαμντάνι.
Υποσχέθηκε προεκλογικά ένα πρόγραμμα οικονομικής στήριξης των εργαζόμενων, σε μια από τις πιο ακριβές πόλεις του κόσμου, με πάγωμα και έλεγχο των ενοικίων, δημιουργία προσιτής κατοικίας, δωρεάν μετακίνηση με τα λεωφορεία, δημοτική φροντίδα για τα παιδιά, δημοτικά παντοπωλεία και –αυτό είναι το πιο σημαντικό– υψηλότερη φορολογία στους δισεκατομμυριούχους (αυτούς που τον πολέμησαν) και στις μεγάλες εταιρείες.
Το τελευταίο, η φορολόγηση δηλαδή των υπερ-πλουσίων, συζητιέται πάλι τον τελευταίο καιρό και στην Ευρώπη, με πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα τη Γαλλία, όπου ο οικονομολόγος Γκαμπριέλ Ζουκμάν πρότεινε έναν φόρο 2% γι’ αυτούς, για να συναντήσει φυσικά την άρνηση του πλουσιότερου ανθρώπου της Γαλλίας, του Μπερνάρ Αρνό, ο οποίος είπε για τον Ζουκμάν ό,τι περίπου έχει πει και ο Τραμπ για τον Μαμντάνι: «Είναι ένας ακτιβιστής της άκρας αριστεράς και οι ιδέες του απειλούν να καταστρέψουν την οικονομία της χώρας»! Για την ιστορία –αφού η πρόταση Ζουκμάν που έφεραν οι σοσιαλιστές απορρίφθηκε πανηγυρικά από την πλειοψηφία της γαλλικής Βουλής– να σημειώσουμε ότι αφορούσε τη φορολόγηση του πλούτου άνω των 100 εκατ. ευρώ.
Έχει ενδιαφέρον ότι τέτοιες ή ανάλογες συζητήσεις ουσίας απουσιάζουν από τη χώρα μας και από τον δημόσιο διάλογο που γίνεται – απουσιάζουν ακόμα και από τον λόγο των κεντρικών εκπροσώπων κομμάτων που αυτοπροσδιορίζονται ως αριστερά και ήταν στην εξουσία ή τη διεκδικούν πάλι. Μοιάζει να αντιμετωπίζουν τέτοιες προτάσεις φοβικά, ανησυχώντας ότι θα κατηγορηθούν ως κομμουνιστές ή εκπρόσωποι της άκρας αριστεράς. Δείχνουν μια δειλία απέναντι στις ακραία φιλελεύθερες πολιτικές με αρκετές δόσεις λαϊκισμού που εφαρμόζει η κυβέρνηση και μοιάζει να μη θέλουν να μιλήσουν και λίγο αριστερά· να αναφερθούν σε συγκροτημένες εναλλακτικές προτάσεις που θα σταθούν απέναντι σε αυτές της κυβέρνησης, όπως αυτές της φορολόγησης των υπερ-πλουσίων ή σε ουσιαστικές παρεμβάσεις στις κοινωνικές κατοικίες.
Αν παρατηρήσει κανείς τον δημόσιο διάλογο που διεξάγεται στη χώρα μας, θα διαπιστώσει ότι κινείται περισσότερο στη λογική της παραπολιτικής και ενός είδους πολιτικού κουτσομπολιού, παρά σ’ εκείνη της πολιτικής αυτής καθαυτήν. Πόσες χιλιάδες λέξεις ξοδεύτηκαν για την κηδεία του Σαββόπουλου και για το αν έκαναν καλά ή όχι κάποιοι πολιτικοί αρχηγοί της αριστεράς που δεν πήγαν∙ πόσες λέξεις έλειψαν από τον δημόσιο διάλογο που θα αναδείκνυαν ουσιαστικές προτάσεις οι οποίες αφορούν την ευρύτερη κοινωνία που τις έχει ανάγκη; Πότε θα σταματήσουν άραγε να σέρνονται πίσω από την επικοινωνία και θα προχωρήσουν στην παραγωγή πολιτικής;
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.