Το νέο πολυποστ της ΟΑΣΗΣ είναι ένα queer μωσαϊκό δέκα κειμένων που χαρτογραφούν τη θερμοκρασία του σύγχρονου βλέμματος. Από τη σαρωτική λαϊκότητα της θείας Σταματίνας και τον σαρκασμό του Ryan Murphy, ως την τρυφερότητα του Lukas Gage, την εξομολόγηση του Sorour Darabi και την ατελή ομορφιά του Juergen Teller, η ΟΑΣΗ κινείται ανάμεσα στην ποπ κουλτούρα και τη φιλοσοφία του σώματος.Η στήλη εξερευνά πώς το queer χιούμορ, η εξάντληση και η τρυφερότητα μπορούν να συνυπάρχουν ως μορφές πολιτικής επιβίωσης.
Σε μια εποχή όπου η ειρωνεία έχει κουραστεί και η τελειότητα έχει χάσει το νόημά της, η ΟΑΣΗ προτείνει μια νέα μορφή αντίστασης: την πίστη στο βλέμμα που τρέμει, στο σώμα που εκτίθεται, και στην ευαισθησία που επιστρέφει σαν πράξη ελευθερίας.
*Ο Juergen Teller και το Queer Μάθημα της Ατέλειας/
Ένα κείμενο για την πίστη στο βλέμμα, για την ατέλεια ως πράξη ελευθερίας,
και για τον Juergen Teller που επιμένει να αγαπά τη ζωή μέσα στον αλγόριθμο.
Υπάρχουν καλλιτέχνες που χτίζουν καριέρες πάνω στην τελειότητα κι άλλοι που επιβιώνουν χάρη στην ευθραυστότητα.
Ο Juergen Teller ανήκει στη δεύτερη φυλή εκείνη των αδέξιων ιερέων που φωτογραφίζουν τη ζωή όχι για να την ωραιοποιήσουν, αλλά για να τη θυμηθούν.
Ο Teller ποτέ δεν προσπάθησε να προστατέψει τη φωτογραφία από τη βρωμιά της πραγματικότητας. Αντιθέτως, τη βούτηξε μέσα της.
Στις εικόνες του, το φλας καίει, το σώμα λάμπει απ’ τον ιδρώτα,το βλέμμα πλησιάζει πιο πολύ απ’ όσο αντέχεις.
Είναι ο μοναδικός φωτογράφος που μπορεί να δουλέψει για τον Louis Vuitton και την ίδια στιγμή να φωτογραφίζει τη μητέρα του στην κουζίνα με την ίδια απροσποίητη τρυφερότητα.
Η μόδα, στα χέρια του, δεν είναι επιφάνεια είναι εξομολόγηση.
📸 Το βρώμικο βλέμμα ως πολιτική πράξη
Σε έναν κόσμο από αψεγάδιαστα pixels και αλγοριθμικά πρόσωπα, ο Teller υπερασπίζεται την ατέλεια σαν να είναι η τελευταία μορφή αλήθειας.
Το φλας του δεν φωτίζει εκθέτει. Η φωτογραφία του δεν ωραιοποιεί, ανασαίνει.
Αυτό το «βρώμικο βλέμμα» είναι πράξη αντίστασης. Αρνείται τη νεκρή συμμετρία της μηχανής∙επαναφέρει το σώμα, τον ιδρώτα, το αδέξιο χέρι που τρέμει. «Για να φωτογραφίσεις, πρέπει να αγαπάς τη ζωή», λέει.
Μια φράση απλή, σχεδόν παιδική. Μα μέσα της καίει μια αντι-τεχνολογική πίστη: ότι καμία τεχνητή ευαισθησία δεν θα αντικαταστήσει ποτέ το βλέμμα που τρέμει από ενθουσιασμό.
🧬 Ο Teller απέναντι στην AI–εικόνα
Η τεχνητή εικόνα υπόσχεται έναν καθαρό ρεαλισμό έναν κόσμο χωρίς θόρυβο, χωρίς σάρκα. Ο Teller κάνει το αντίθετο: φέρνει πίσω το λάθος, την αδέξια χειρονομία, την υπερβολή.
Τα σώματά του είναι θνητά, στέκονται άβολα, λάμπουν, συστέλλονται.
Κουβαλούν το βάρος της στιγμής όχι του φίλτρου. Έτσι η φωτογραφία του γίνεται queer με τον πιο καθολικό τρόπο: μιλά για το δικαίωμα να εκτεθείς χωρίς να αυτο-λογοκριθείς.
Στο βλέμμα του Teller, η επιθυμία ξαναγίνεται ανθρώπινη, η εικόνα ξαναγίνεται εμπειρία.
🪞 Το queer του Teller: αθώο, άσεμνο, απροστάτευτο
Ο Teller δεν δηλώνει queer∙ μα λειτουργεί με queer ηθική. Αποδομεί την εξουσία του βλέμματος, υπερασπίζεται την ευαλωτότητα, μετατρέπει το γυμνό σε χώρο συνύπαρξης
Το βλέμμα του δεν κατακτά, παραδίδεται.
Κι έτσι, παράδοξα, μιλά την ίδια γλώσσα με τα drag σώματα που μετατρέπουν την υπερβολή σε αλήθεια.
Το φλας του λειτουργεί όπως το glitter: καίει και φωτίζει ταυτόχρονα.
🧠 Δάσκαλος χωρίς μέθοδο
Όταν αποφάσισε να διδάξει στη Νυρεμβέργη, δεν έγινε καθηγητής, έγινε συμμαθητής. Πηγαίνει στο μάθημα με τη μητέρα του το πρωί, διδάσκει χωρίς θεωρία, με αναθέσεις που θυμίζουν προφορική τελετή: ένα γυμνό, οι γονείς σου, ένα ζώο, το φαγητό σου, ένα αστείο.
Δεν μεταδίδει γνώση μεταδίδει ενέργεια. Θέλει, όπως λέει, να «ενθαρρύνει τους φοιτητές να θέλουν». Αυτό, αν το δεις πολιτισμικά, είναι μια queer παιδαγωγική της φροντίδας.
Σαν drag mother της φωτογραφίας ο Teller διδάσκει στους μαθητές του πώς να παραμείνουν ζωντανοί μέσα στο βλέμμα τους.
Όχι πώς να τραβούν, αλλά γιατί.
⚙️ Η πολιτική της ατέλειας
Η ατέλεια του Teller είναι πολιτική.
Σε μια εποχή όπου το αποστειρωμένο glamour είναι το κυρίαρχο νόμισμα, η δική του ειρωνική ευθύτητα μοιάζει σχεδόν αναρχική.
Δεν περιγελά το όμορφο· το αποδομεί με στοργή. Δεν γελοιοποιεί τα πρόσωπα· τα αγαπά μέχρι να ξεγυμνωθούν.
Το χιούμορ του είναι συνενοχικό: ένα χαμόγελο που προστατεύει. Όπως η Nan Goldin φωτογράφιζε τους φίλους της με tender βία, έτσι κι αυτός, χωρίς αποστάσεις, χωρίς άδεια.
Η φωτογραφία του είναι κοινός τόπος, όχι παράσταση πρωτοκόλλου φήμης.
🧿 Araki, Eggleston και η φιλοσοφία της επιθυμίας
Ο Araki του έμαθε το πάθος, ο Eggleston την ελευθερία. Ο ένας, ηφαίστειο που καίει από μέσα. Ο άλλος, παιδί που γελά γύρω απ’ τη λάβα. Ανάμεσά τους ο Teller: ο φωτογράφος που κάνει το φως εξομολόγηση.
Η ιστορία με το “You and you, fucky fucky, me taking pictures” είναι σχεδόν θεολογία του βλέμματος.
Δύο δημιουργοί που μεταφράζουν το σεξ σε ενέργεια, την ενέργεια σε τέχνη, την τέχνη σε απορία. Η επιθυμία, για τον Teller, δεν είναι πράξη κατοχής είναι τρόπος να είσαι ζωντανός.
🪙 Μετά το βλέμμα
Αν η Nan Goldin μας έμαθε να επιβιώνουμε μέσα στην οικειότητα, κι ο Ryan McGinley να εξιδανικεύουμε το νεανικό φως, ο Teller μας υπενθυμίζει ότι η ζωή είναι ακατάστατη, γελοία, συγκινητική.
Ότι το πραγματικό δεν είναι ωραίο είναι παρόν. Κι αυτό αρκεί.
Στην εποχή της τέλειας συμμετρίας, ο Teller παραμένει το σφάλμα που λάμπει.
*Η Θεία Σταματίνα και η Ιερότητα του «Δεν Μ’ Αρέσει»/
Η ελληνική τηλεόραση αγαπάει τις γυναίκες που συμφωνούν. Τις ήρεμες, τις ευγενικές, τις «καταδεχτικές». Και μετά, έρχεται η θεία Σταματίνα του Γιώργου Καπουτζίδη στις Σέρρες, η γυναίκα που δεν της αρέσει τίποτα και τα σαρώνει όλα. Δεν της αρέσει η Αντέλ, ούτε η Βίσση, ούτε η Μάιλι Σάιρους. Δεν τις ξέρει, δεν θέλει να τις μάθει. «Δεν μ’ αρέσει, δεν την ξέρω» επαναλαμβάνει με θρησκευτική συνέπεια, μέχρι που ολόκληρη η queer σκηνή μπροστά της μοιάζει να γκρεμίζεται σε ένα μικρό χωριάτικο σαλόνι με τζαμωτά.
Κι όμως πίσω από τη γκρίνια και την αποστροφή της κρύβεται το πιο αστείο και ταυτόχρονα βαθιά φιλοσοφικό queer σχόλιο του Καπουτζίδη. Γιατί η Σταματίνα δεν είναι ομοφοβική, ούτε συντηρητική είναι ταυτοτικά αδιάφορη. Αντιπαθεί τους πάντες με τον ίδιο τρόπο.
Δεν κάνει διακρίσεις, δεν εντυπωσιάζεται, δεν θέλει να «συμμετάσχει». Κι έτσι, μέσα από την πλήρη της άρνηση, επιτυγχάνει κάτι που ούτε τα πιο προοδευτικά σενάρια δεν κατάφεραν: την απόλυτη ισότητα του “όλοι με εκνευρίζετε”.Η σκηνή είναι ξεκαρδιστική γιατί φανερώνει κάτι τρομερά οικείο: την ελληνική θεία που θα πει τη γνώμη της για όλους μόνο που εδώ, η γνώμη της γίνεται μια αντεστραμμένη προσευχή για ισότητα.
Ο Καπουτζίδης, με αυτή τη μικρή σάτιρα, πιάνει στα πράσα το παραζαλισμένο ελληνικό zeitgeist σε ότι έχει να κάνει με τα ΛΟΑΤΚΙ+ θέματα και του δίνει να καταλάβει: την κουλτούρα της γνώμης, του σχολιασμού, της αντίδρασης χωρίς κατανόηση, του greek woke και antiwoke (το πιο κωμικοτραγικό παγκόσμια),Μόνο που η θεία Σταματίνα δεν είναι κακιά· είναι απλώς κουρασμένη. Κουρασμένη από τον θόρυβο, από τα labels, από τη νεωτερικότητα που δεν έχει πια γεύση. Μονάχα χορηγούς.
Κι έτσι, καθώς πετάει ένα «δεν μ’ αρέσει» κάθε πέντε δευτερόλεπτα γίνεται άθελά της ο πιο σύγχρονος καθρέφτης μας: μια γυναίκα που έχει δει τα πάντα και δεν πιστεύει πια σε τίποτα. Κι αυτό, σε μια εποχή που όλοι ψάχνουμε νόημα σε κάθε ταμπέλα, είναι σχεδόν λυτρωτικό.
Η θεία Σταματίνα δεν είναι “περασμένης νοοτροπίας” είναι το τώρα, ξαναγραμμένο με ξυνίλα και ειρωνεία. Μια queer αγία της αδιαφορίας. Και ίσως, το πιο έντιμο πλάσμα που πέρασε ποτέ από την ελληνική κωμική μυθοπλασία. Μέτα βέβαια από την ανυπέρβλητη Σωσώ της Καίτης Κωνσταντίνου στα Εγκλήματα.
Γι’ αυτό και έγινε viral: όχι γιατί είναι «κωμική φιγούρα», αλλά γιατί είναι ανακουφιστικά αληθινή. Σε μια εποχή όπου όλοι πρέπει να έχουν θέση, εκείνη επιμένει να έχει διάθεση. Κακή. Κι αυτή η κακή διάθεση είναι ο πιο τίμιος καθρέφτης μας. Γιατί στην πραγματικότητα, η σκηνή της με τη drag queen δεν είναι σύγκρουση· είναι συνάντηση.
Η θεία Σταματίνα δεν ξέρει τη Σάσα Βελούρ, ούτε τη Μάιλι, ούτε καν τη Βουγιουκλάκη και αυτή η άγνοια, αντί να μικραίνει τον κόσμο, τον κάνει αστεία οικείο. Είναι σαν να λέει: «Δεν ξέρω τι είσαι, αλλά δεν θα σε φοβηθώ, θα σου γκρινιάξω σαν σεραίικο drag στρουμφάκι.»
Κι έτσι, το drag σώμα απέναντί της δεν χρειάζεται να εξηγηθεί∙ στέκει, λάμπει, και γελά μαζί της. Μια μικρή λαϊκή θεία και μια queer περφόρμερ αναπαριστούν χωρίς να το καταλαβαίνουν την πιο σπάνια μορφή συμπερίληψης: εκείνη που γεννιέται μέσα από τη σύγκρουση, όχι την ομοφωνία. Η Σταματίνα δεν θα γίνει ποτέ «σύμμαχος» κι όμως, με το δικό της στραβό βλέμμα, μας χαρίζει μια στιγμή τηλεοπτικής αλήθειας: ότι η αποδοχή δεν είναι φιλική.
Είναι ανθρώπινη.
*Ο Κόσμος ως Αστείο που Πονάει/
Υπάρχουν καλλιτέχνες που δουλεύουν με το φως, άλλοι με το σκοτάδι. Ο Max Siedentopf δουλεύει με τη στιγμή που το φως γελάει με το σκοτάδι.
Στο έργο του δεν υπάρχει τραγωδία χωρίς χαμόγελο, ούτε χιούμορ χωρίς κάψιμο. Η εγκατάστασή του Toto Forever, εκείνη η ατέρμονη μετάδοση του “Africa” μέσα στην έρημο, μοιάζει με τελετουργία αφιερωμένη στη συλλογική μας εμμονή: μια γενιά που δεν ξέρει αν χορεύει από ειρωνεία ή από ανάγκη να πιστέψει ξανά σε κάτι. Ο ήχος γίνεται άμμος, η ποπ κουλτούρα αποκτά διάρκεια μεγαλύτερη από τη ζωή μας. Το έργο δεν γελάει με το τραγούδι γελάει με την ιδέα της αιωνιότητας.

Ο Siedentopf ανήκει σε μια γενιά καλλιτεχνών που δεν πιστεύουν στην αυθεντικότητα· πιστεύουν στη συνέχεια.

Στην ανακύκλωση των αισθημάτων, στην αποδόμηση των συνηθειών, στη μεταμόρφωση του κοινού σε συνένοχο.

Οι εικόνες του μοιάζουν με αθώα memes, μα πίσω τους κρύβεται η πιο σκληρή ερώτηση: Πόσο απέχει η ειρωνεία από την πίστη;

Στη σειρά Passport Photos, επαναλαμβάνει τον πιο ανιαρό τύπο φωτογραφίας το πρόσωπο χωρίς χαμόγελο, η εικόνα της υπακοής.

Μα μέσα απ’ αυτή την υπακοή αναδύεται το παράλογο: ένας ολόκληρος πολιτισμός έχει αποφασίσει πως το ουδέτερο είναι πιο αληθινό από το ζωντανό.

Η απαγόρευση του χαμόγελου γίνεται σύμβολο μιας κοινωνίας που χρειάζεται τα πρόσωπα για να μην τα βλέπει. Η ομοιομορφία γίνεται τέχνη, και η τέχνη μετατρέπεται σε παρατήρηση της εξουσίας.

Αυτή είναι η ειρωνεία του Siedentopf: χρησιμοποιεί το καθημερινό όχι για να το γελοιοποιήσει, αλλά για να το κάνει αφόρητα ακριβές.

Ο καλλιτέχνης δεν είναι εχθρός της μαζικής κουλτούρας είναι το παιδί της που δεν κοιμάται. Το βλέμμα του δεν είναι κυνικό· είναι εξαντλημένο από ομορφιά.

Έχει καταλάβει πως το αστείο είναι το μόνο πεδίο όπου η αλήθεια μπορεί να σταθεί χωρίς να ντρέπεται.

Στο Pleasure Portraits, τα πρόσωπα μεταμορφώνονται σε γλυκίσματα, σε χρώματα που θυμίζουν κρέμα, σάρκα, πλαστικό.

Η ομορφιά παθαίνει overdose· γίνεται σχεδόν άρρωστη.

Αλλά εκεί, στο σημείο όπου το kitsch συναντά τη γαλήνη, εμφανίζεται κάτι νέο: μια μορφή τρυφερότητας που δεν έχει πια ανάγκη την αισθητική για να είναι όμορφη.

Η ειρωνεία μετατρέπεται σε καταφύγιο, ένα pop καθαρτήριο για όλες τις επιθυμίες που δεν βρήκαν ποτέ ικανοποίηση.

Στο Don’t Worry Be Happy, τα βυθισμένα χέρια που σχηματίζουν “thumbs up” μοιάζουν με emoji της εποχής μας που πνίγονται στο ίδιο τους το θετικό μήνυμα.

Μια τελετουργία της αισιοδοξίας που δεν χρειάζεται σώμα για να λειτουργήσει. Ο Siedentopf στήνει ένα μνημείο για τον ψηφιακό μας αυτισμό και το κάνει με τη χάρη ενός παιδιού που φτιάχνει κάστρο στην άμμο.

Αυτό είναι το μεγαλείο του: η δουλειά του ποτέ δεν φωνάζει, πάντα υποκλίνεται στο παράλογο. Στο σύμπαν του, το γελοίο είναι η νέα μορφή κατανόησης. Ο καλλιτέχνης δεν ζητά να τον πάρεις στα σοβαρά· ζητά να δεις πόσο σοβαρά έχουμε πάρει τη γελοιότητα.
Αυτό που τον ενδιαφέρει είναι το τι συμβαίνει όταν το κοινό αγγίζει το έργο, όταν το βλέμμα του θεατή γίνεται μέρος του πειράματος. α έργα του δεν χρειάζονται επεξήγηση· χρειάζονται συμμετοχή. Κάθε selfie μπροστά σε μια εγκατάστασή του είναι, με έναν τρόπο, συνεργασία. Ο Siedentopf δεν χτίζει έναν κόσμο· καθρεφτίζει αυτόν που έχουμε ήδη χτίσει και τον φωτίζει με παιδικό φακό.
Όπως ένα παιδί που ανάβει ένα φως κάτω από τα σκεπάσματα, για να δει τι τον φοβίζει.
Αυτή η παιδικότητα δεν είναι αφέλεια· είναι η μόνη μορφή σοβαρότητας που μας απέμεινε.
Στον καιρό του meme και της αέναης ειρωνείας, ο Siedentopf κάνει κάτι σχεδόν επαναστατικό: δεν προσπαθεί να αποκαλύψει προσπαθεί να απολαύσει το παράλογο χωρίς να το διαλύσει. Η τέχνη του θυμίζει πως μπορείς να γελάς και να πονάς ταυτόχρονα, να είσαι επιφανειακός και αληθινός, να είσαι θεατής και μέρος του έργου.

Στο τέλος, ό,τι κι αν βλέπουμε ένα τραγούδι που παίζει για πάντα, ένα πρόσωπο χωρίς χαμόγελο, ένα χέρι που βυθίζεται σε θετικό μήνυμα είναι πάντα το ίδιο ερώτημα που επιστρέφει, με τον πιο τρυφερό τρόπο:
Τι μένει από εμάς όταν σταματά η εικόνα να γελάει;
*Ryan Murphy vs Ryan Murphy/
Δύο καθρέφτες του ίδιου ναρκισσισμού.
Η τηλεόραση ως queer όνειρο και ως εργοστάσιο φαντασμάτων.
Υπάρχουν δημιουργοί που χτίζουν κόσμους. Κι άλλοι που χτίζουν μηχανές παραγωγής κόσμων. Ο Ryan Murphy είναι και τα δύο∙ ο σκηνοθέτης και παραγωγός που έμαθε στην Αμερική ότι το queer τραύμα μπορεί να κάνει νούμερα. Αλλά και ο gay άντρας που κάποτε πίστεψε πως το camp θα τη σώσει.
1. Ο πρώτος Ryan Mur
phy
Αυτός του Nip/Tuck και του Glee. Ο ιεροκήρυκας του κιτς, ο υπερήφανος queer που έβαλε τον έφηβο να τραγουδά Madonna μέσα σε σχολικό διάδρομο και το βάπτισε επανάσταση.
Ήταν η εποχή που η υπερβολή του είχε ακόμα ψυχή. Κάθε επεισόδιο μια εξομολόγηση με sequins. Η Αμερική γέλασε, έκλαψε, και για λίγο πίστεψε πως η ποπ κουλτούρα μπορεί να εξαγνίσει τη βία της.
2. Ο δεύτερος Ryan Murphy
Ο παραγωγός–αυτοκρατορία. Το Netflix ως παλάτι, το ego του ως brand. Δεκάδες σειρές, όλες με το ίδιο βλέμμα: όμορφα σώματα που βασανίζονται αισθητικά, δολοφόνοι που λάμπουν κάτω από σωστά φώτα.
Από το Hollywood μέχρι το Dahmer, η ομορφιά έγινε μηχανή κατανάλωσης ενοχής ή φαντασίωσης. Ή και τα δυο μαζί. Ο Murphy έπαψε να καθρεφτίζει το queer το παρήγαγε και του πούλησε πανάκριβα.
3. Το queer που έγινε περιεχόμενο
Κάποτε ήθελε να δείξει ότι οι gay δεν είναι τέρατα. Τώρα δείχνει τα τέρατα σαν να είναι gay.
Το βλέμμα του, άλλοτε στοργικό, έγινε σαρκοβόρο. Η queer τραγωδία έγινε mainstream διακόσμηση. Οι νεκροί ήρωες του AIDS απέκτησαν ring light. Η θλίψη απέκτησε sound design.
Κι ο θεατής, παρηγορημένος από την αισθητική, ξέχασε να θυμώσει.
4. Το δίλημμα της επιτυχίας
Ο Murphy που ήθελε να σοκάρει, σήμερα αναπαριστά το ίδιο του το σοκ με budget. Είναι το τίμημα της ορατότητας: όταν σε αφήνουν να μιλήσεις, αρχίζεις να λες αυτά που περιμένουν. Η queer οργή εξημερώθηκε, η ευαισθησία έγινε franchise.

Αλλά μέσα στη χλιδή υπάρχει ακόμη μια μικρή ρωγμή· στις καλύτερες στιγμές του, ο Murphy δείχνει το ψέμα της λάμψης με μια γκροτέσκα θλίψη σχεδόν τρυφερή, σαν να ζητά συγγνώμη απ’ το ίδιο του το είδωλο.
5. Ο Ryan απέναντι στον Ryan
Ο πρώτος πιστεύει στην τέχνη. Ο δεύτερος στην παραγωγή. Ο ένας μισεί τα συστήματα, ο άλλος τα διοικεί.



Μα και οι δύο ξέρουν το ίδιο πράγμα: ότι η Αμερική θα σου συγχωρήσει τα πάντα, αρκεί φωτίσεις σωστά το six pack.
6. Το queer που κουράστηκε να φαίνεται

Ίσως αυτός ο καθρέφτης να μην είναι καταγγελία, αλλά προσευχή. Ο Ryan Murphy δεν είναι πρόβλημα είναι σύμπτωμα. Η εποχή μας μιμείται τον εαυτό της, όπως εκείνος μιμείται τον πρώτο του ενθουσιασμό.
Κι όμως, κάπου ανάμεσα στους τίτλους τέλους, στις υπερβολικά καλογυαλισμένες κραυγές του, ακούγεται ακόμη μια φράση που θυμίζει το παλιό του πάθος: ότι η υπερβολή, αν ειπωθεί με αγάπη, μπορεί να ξαναγίνει αλήθεια.
Όταν η εξουσία κουράζεται να μιλά για το queer,
το queer αρχίζει να μιλά για την εξουσία.
Κι η Indya Moore δεν ζητά θέση στο κάδρο ζητά ευθύνη.
*Το Ξέσπασμα της Indya Moore/
Κατά του Ryan Murphy και της σιωπής που πληγώνει περισσότερο από κάθε λέξη
Η φωνή της Indya Moore στο live δεν φωνάζει∙ ραγίζει. Και μέσα σε αυτή τη ρωγμή χωράει ολόκληρη η ιστορία μιας κοινότητας που κουράστηκε να ζητά να ακουστεί.
Η Moore δεν κάνει καταγγελία για εντύπωση∙ μιλά με εκείνη την εξαντλημένη καθαρότητα των ανθρώπων που έζησαν τη σιωπή από μέσα της. Σαν σώμα που έγινε σύμβολο χωρίς να το επιλέξει.
@pinknews Pose star Indya Moore has called out Ryan Murphy for being silent on trans attacks.Moore shared a video on her Instagram where she spoke about the attacks on transgender people in the USA. The actress spoke about how trans people are increasingly seen as 'terr*rists' and a threat while also being stripped of their rights. After thanking people who support trans people, Moore called out Murphy: "The fact that Ryan Murphy has been so silent? Like, we really p*ssed you off that much, Ryan? Like, Ryan Murphy, who upset you that much? Janet p*ssed you off that much?" Moore was referring to Janet Mock's speech at the premiere for Pose's final season, where they said: "How is it that you can do something like Pose during the Donald Trump administration, then it's like… Poof… It's gone. It's like garbage. It's like an embarrassment. Like, that's how it feels." Moore continued: "We need help. Trans people need help." #indyamoore #ryanmurphy #trumpadministration #transrights #pose ♬ Serious piano and strings, the end(973959) - 8.864
Αναφέρεται στον Ryan Murphy τον δημιουργό που υπέγραψε το Pose, το έργο που έδωσε στα trans σώματα ρόλο, ιστορία και σκηνή στην Αμερική της πρώτης προεδρικής θητείας του Τραμπ. Και τώρα, η απουσία του μοιάζει με πληγή. Γιατί όταν έχεις μικροφωνική και επιλέγεις να μη μιλήσεις, η σιωπή σου γίνεται καθεστώς.
Η Moore δεν ζητά ευγένεια. Ζητά ευθύνη. Για τις αμοιβές που δεν εξισώθηκαν, για την υποστήριξη που χάθηκε όταν έσβησαν τα φώτα του Pose, για το πώς οι trans δημιουργοί μένουν εκτός κάδρου ακόμη κι όταν η ιστορία αφορά τη δική τους ζωή. «We really pissed you off that much, Ryan?» είπε. Κι η φράση της ακούστηκε σαν μαχαιριά μέσα σε αίθουσα τελετής όχι για να προσβάλει, αλλά για να θυμίσει πως δεν υπάρχει queer αφήγηση χωρίς λογοδοσία.
Στο πρόσωπό της δεν υπάρχει μόνο οργή. Υπάρχει το βάρος του να πρέπει να εξηγείς διαρκώς την ίδια αδικία σ’ έναν κόσμο που έχει μάθει να χειροκροτά αλλά όχι να ακούει. Το βλέμμα της είναι κουρασμένο και καθαρό σαν κάποιου που ξέρει πως η φωνή του θα παρεξηγηθεί, μα παρ’ όλα αυτά επιμένει να μιλά.
Η Indya Moore δεν κάνει πόλεμο· κάνει επίκληση. Σε όσους σιώπησαν. Σε όσους επωφελήθηκαν από μια ιστορία που δεν τους ανήκε. Μιλά για μια βιομηχανία που χειροκροτά τη διαφορετικότητα όσο αυτή παράγει κέρδος κι ύστερα την ξεχνά, μόλις τα φώτα σβήσουν. Το ξέσπασμά της δεν είναι θυμός είναι πένθος. Για τη σιωπή που βαφτίζεται ευγένεια, για την ορατότητα που μετατρέπεται σε παγίδα, για τις υποσχέσεις που έμειναν ανοιχτές.
Κι όμως, μέσα στα δάκρυά της υπάρχει φως η επιμονή μιας τρανς γενιάς που δεν θα αφήσει τη σιωπή να γίνει μνήμη. Η πίστη ότι το να μιλάς είναι μορφή αγάπης, κι ότι το να επιμένεις να υπάρχεις είναι ο πιο ριζοσπαστικός τρόπος να συνεχίσεις.
*Το Αγόρι με τα Μπλε Νύχια και η Queer Επανάσταση που Επέζησε/
Υπάρχουν συνομιλίες που μοιάζουν με τελετουργία: δυο γέροντες μιλούν, κι ενώ τα λόγια τους κυλούν απαλά, νιώθεις πως μεταδίδεται ένα είδος φωτιάς. Έτσι ήταν και η συνομιλία του Don Kilhefner και του Llee Heflin, δύο μορφών του Los Angeles Gay Liberation Front, της πρώτης επανάστασης που δεν ήθελε εξουσία αλλά απελευθέρωση.
Ο Don, ακτιβιστής με ρίζες στο UCLA, θυμάται τη στιγμή που διάβασε για το Stonewall σε μια βιβλιοθήκη και πήγε στο πρώτο meeting του GLF. Δεν ξαναέφυγε. Ο Llee, LSD dealer στα gay bars του ’69, λέει: «Δεν ξέρω πώς μπήκα στο κίνημα. Ήταν στον αέρα». Ήταν η εποχή που ένα χάδι μπορούσε να σε συλλάβει∙ που το σώμα δεν ήταν δεδομένο, αλλά επιχείρημα.
Η Επανάσταση των Αγγιγμάτων
Κάπου εκεί γεννήθηκε η πρώτη επαφή τους: ένα βράδυ σε ένα μπαρ του L.A., οι άντρες μπήκαν ένας-ένας, δήθεν αδιάφοροι, μέχρι που κάποιος σφύριξε και ξαφνικά όλοι άρχισαν να αγκαλιάζονται. Τα φώτα άναψαν, τα βλέμματα πάγωσαν, η μουσική κόπηκε. Κάποιος φώναξε «You can’t!». Κι ένας άλλος απάντησε: «Τι θα κάνετε; Θα καλέσετε την αστυνομία;»

Τέσσερα περιπολικά στάθηκαν έξω. Οι μπάτσοι μπήκαν, κοίταξαν τους άντρες να αγκαλιάζονται και βγήκαν χωρίς να συλλάβουν κανέναν. Η μουσική ξανάρχισε, κι εκείνη τη νύχτα η Ιστορία γύρισε προς το μέρος μας με ένα άγγιγμα.

Ο Don θυμάται τη δράση ως “act of civil disobedience”. Ο Llee τη θυμάται σαν εμπειρία φωτός. Ο ένας την ονομάζει revolution, ο άλλος blossoming. Ανάμεσά τους, η queer camp σκηνή που πάντα σώζει τον κόσμο: ένα bar γεμάτο άντρες που μόλις ανακάλυψαν πως μπορούν να χορέψουν.
Ο Ένας Μιλούσε για Fanon, ο Άλλος για Φως
Ο Don συνέχισε τη ζωή του σαν στρατηγός της απελευθέρωσης. «Δεν ζητούσαμε αποδοχή», λέει, «ζητούσαμε να τελειώσει η ετερο-υπεροχή. Οργανωθείτε από τα κάτω». Για εκείνον, η ιστορία είναι ζωντανό όπλο: χωρίς μνήμη, ο λαός αυτοκαταστρέφεται.

Ο Llee ζει σήμερα στην Αρκάνσας, σε έναν χωματόδρομο όπου όλοι ξέρουν ποιος είναι. Δεν κάνει ακτιβισμό, καλλιεργεί σχέσεις. Κάθε μέρα περπατά, και οι γείτονες σταματούν το αμάξι: «Είσαι καλά;», τον ρωτάνε με γνήσιο ενδιαφέρον. Λέει πως το σημαντικότερο πράγμα που είδε τα τελευταία χρόνια είναι ένας νεαρός υπάλληλος στο Walmart, με νύχια βαμμένα γαλάζια.
«Αυτός είναι η απόδειξη», λέει. «Ότι το Σύμπαν επιβίωσε. Ότι το αγόρι με τα μπλε νύχια κουβαλάει μέσα του όλη την επανάσταση».

Ο Don απαντά: «Αν αυτό μπορεί να συμβεί στην Αρκάνσας, είναι γιατί εμείς κάναμε τη δουλειά πριν εξήντα χρόνια».
Κι ο Llee γελά: «Ναι. Μόνο που εκείνοι δεν το ξέρουν και δεν πειράζει».
Το Σύμπαν Είπε Ναι
Στο τέλος, μιλούν για το παρελθόν σαν να μιλούν σε έναν θεό που τους άκουσε. «Το Σύμπαν είπε ναι σε μας», λέει ο Llee.
«Όταν βάλαμε φόρεμα, όταν χορέψαμε, όταν αγκαλιαστήκαμε, ο κόσμος δεν διαλύθηκε. Το Σύμπαν δεν έπεσε πάνω μας.
Απλώς απάντησε: ναι.»

Αυτή είναι η πιο αληθινή φράση που ειπώθηκε ποτέ σε συνέντευξη για το queer. Γιατί το queer δεν υπήρξε ποτέ απλώς ταυτότητα. Ήταν πάντα η στιγμή που το Σύμπαν βλέπει κάτι αλλιώτικο και δεν το τιμωρεί το αγκαλιάζει.
Σκέφτομαι αυτούς τους δύο άντρες ο ένας ακόμα οργανώνει ακτιβιστικές δράσεις, ο άλλος ακόμα παρατηρεί τα λουλούδια. Κι ανάμεσά τους, ένας νεαρός στο Walmart που δίνει τα φάρμακα σε πελάτες με γαλάζια νύχια. Χωρίς να το ξέρει, είναι ο τρίτος κρίκος στην ίδια αλυσίδα.

Κάποτε, η απελευθέρωση σήμαινε να μην σε συλλάβουν αν χορέψεις. Σήμερα, μπορεί να σημαίνει να φοράς νύχια στον πάγκο ενός φαρμακείου. Ίσως αυτό να είναι το πιο ριζοσπαστικό πράγμα που μας απέμεινε: να συνεχίζουμε να υπάρχουμε και να μην πέφτει ο ουρανός.
*Από τον λαιμό ως την αυγή/
Οι Χίλιες και Μία Νύχτες του Sorour Darabi
Υπάρχουν νύχτες που δεν φωτίζονται∙ αναπνέουν. Το Mille et Une Nuits του Sorour Darabi είναι μια τέτοια νύχτα. Δεν ξεκινά με φως, αλλά με φωνή μια φωνή που βγαίνει απ’ το λαρύγγι σαν πρώτη ανάσα μετά από μακρόχρονη σιωπή. Η σκηνή δεν είναι τόπος∙ είναι σώμα. Το φως δεν είναι διακοσμητικό∙ είναι απειλή. Και ο θεατής, αντί να κοιτάζει, παρασύρεται σε ένα τελετουργικό όπου το σκοτάδι γίνεται μνήμη και η αναπνοή, πράξη πολιτική.
Ο Sorour Darabi δεν είναι απλώς χορογράφος∙ είναι ένα σώμα που αρνείται να επιλέξει πλευρά.Γεννημένος στο Ιράν, ζει ανάμεσα σε γλώσσες, φύλα και γεωγραφίες, όπως άλλοι ζουν ανάμεσα σε αναπνοές. Η τέχνη του δεν είναι «πολιτική» με τη φλύαρη έννοια του όρου είναι μια πρακτική επιβίωσης, μια ιεροτελεστία μετάφρασης του ανείπωτου.
Στη σκηνή, δεν παρουσιάζεται∙ συμβαίνει. Είναι performer, φωνή, φάντασμα, παιδί της Σεχραζάδ και της techno. Το έργο του μιλά για την εμπειρία του να κατοικείς μέσα στο σώμα σου όπως άλλοι κατοικούν σε εξορία: με φόβο, λαχτάρα και απόλυτη επίγνωση ότι κάθε νύχτα μπορεί να σε σώσει.
Στο Mille et Une Nuits, ο Darabi μεταφέρει το βλέμμα του μέσα στο ίδιο το αρχέτυπο της αφήγησης. Η Σεχραζάδ, η γυναίκα που διέσωσε τη ζωή της αφηγούμενη, γίνεται τώρα queer προφήτισσα: αφηγείται για να διασώσει τις φωνές των σωμάτων που ιστορικά διαγράφηκαν. Γύρω της, οκτώ σώματα, χορευτές, τραγουδιστές, ερμηνευτές εμφανίζονται σαν πνεύματα της ίδιας νύχτας. Χορεύουν και ψιθυρίζουν, τραγουδούν και λιώνουν, καθώς οι πάγοι που αιωρούνται πάνω από τη σκηνή στάζουν αργά∙ σαν να μετράει ο χρόνος τις σταγόνες της επιβίωσης.
Το Mille et Une Nuits μοιάζει να γεννιέται μέσα απ’ το From the Throat to the Dawn, σαν η φωνή εκείνου του σόλο να βρήκε επιτέλους χορωδία. Αν το πρώτο έργο ήταν μια νύχτα που ψιθύριζε, αυτό είναι μια νύχτα που τραγουδά.Η μοναχική αναπνοή του Darabi ανοίγει τώρα χώρο για οκτώ σώματα για ένα σύνολο που δεν αφηγείται πια μόνο την επιβίωση, αλλά τη δυνατότητα του να υπάρχουμε μαζί μέσα στο σκοτάδι.Δεν είναι “συνέχεια” με την αφηγηματική έννοια∙ είναι μεταμόρφωση το σημείο όπου το ατομικό βίωμα γίνεται συλλογική όπερα. Από την αναπνοή ενός, στη φωνή πολλών· από το θρήνο, στην επιθυμία.
Ανάμεσά τους, ένα queer ορατόριo παίρνει μορφή: ένα όπερα-σώμα που αναρωτιέται υπήρξαν ποτέ trans σώματα στην όπερα; Κι αν η Σεχραζάδ ήταν queer, τι ιστορίες θα είχε διηγηθεί για να μείνει ζωντανή;
Το έργο διαμορφώνει έναν τόπο αντι-εξουσίας, έναν χώρο όπου η λευκή, cis-ετεροκανονική αφήγηση διαλύεται μέσα σε παγωμένους καθρέφτες και θερμές αναπνοές. Το κοινό δεν κάθεται· περιπλανιέται γύρω από τη σκηνή, σαν σε queer ναό όπου τα σώματα ψιθυρίζουν ιστορίες αντίστασης, έρωτα, επιθυμίας και τρυφερότητας. Η μουσική, παιγμένη ζωντανά, στήνει ένα πλέγμα ήχων που μοιάζει άλλοτε με προσευχή, άλλοτε με βογκητό. Η παράσταση λειτουργεί σαν εγκατάσταση, σαν όνειρο, σαν ανατρεπτικό ρεκβιεμ για όλους τους έρωτες που δεν άντεξαν το φως.
Και πάλι, όπως πάντα στον Darabi, το queer δεν είναι θέμα είναι θερμοκρασία. Μια θερμοκρασία που αλλάζει την αντίληψη του θεατή, τοποθετώντας τη νύχτα όχι ως αντίθεση του φωτός αλλά ως τόπο αποκάλυψης. Εκεί όπου ο πόνος δεν είναι πια μυστικός, και η επιθυμία δεν χρειάζεται πια μετάφραση.
✎ Editorial Σημείωμα
Η παράσταση Mille et Une Nuits του Sorour Darabi παρουσιάστηκε στις 10–11 Οκτωβρίου 2025 στο La Raffinerie / Charleroi Danse στις Βρυξέλλες. Πρόκειται για ένα queer–πολιτικό έργο για οκτώ ερμηνευτές, όπου τα σώματα trans και οι ομοφυλοφιλικές επιθυμίες μετατρέπουν τις Χίλιες και Μία Νύχτες σε ερωτικό πεδίο αντίστασης και μνήμης. Μια queer όπερα–performance, ανάμεσα στην εγκατάσταση, τον χορό και την αφήγηση, που θέτει το ερώτημα: αν η Σεχραζάδ ζούσε σήμερα, πόσες φωνές θα χωρούσε ο λαιμός της;
*Το Παιδί που Έγραψε για να το Προσέξουν/
Δεν είναι απλώς η εξομολόγηση ενός ηθοποιού. Είναι η ιστορία ενός παιδιού που έκανε την προσοχή επάγγελμα κι ύστερα έμαθε να ζει χωρίς αυτήν. Ο Lukas Gage, ο ανοιχτά queer ηθοποιός που γνωρίσαμε στο White Lotus, στο You και στο Euphoria, κυκλοφόρησε την αυτοβιογραφία του με τίτλο I Wrote This for Attention. Κι ο τίτλος μοιάζει αφοπλιστικά ειλικρινής: δεν μιλά για δόξα, μιλά για εκείνη την πρωταρχική, σχεδόν παιδική ανάγκη να σε δουν∙ να σε ακούσουν∙ να υπάρξεις.
I. Ο μικρός πρίγκιπας του reality
Το βιβλίο ξεκινά με ένα δωμάτιο, ένα παιδί κι έναν πατέρα που δεν είναι πια εκεί. Η απουσία του λειτουργεί σαν κάμερα που γράφει σιωπή.
Από εκεί ξεκινά το βλέμμα του Gage μια ολόκληρη ζωή να μεταφράζει την έλλειψη σε απόδοση. Αυτό δεν είναι επιδειξιομανία· είναι μηχανισμός επιβίωσης. Η queer εμπειρία, άλλωστε, μοιάζει συχνά με audition: κάθε μέρα παίζεις για να σε δεχτούν στο ρόλο του ίδιου σου του εαυτού.
II. Όταν το σώμα σου γίνεται storyline
Κάπου ανάμεσα στα set του Euphoria και στις viral φωτογραφίες του, ο Gage γράφει ένα κεφάλαιο που λέγεται «Big-Penis Disorder». Το αναφέρει με χιούμορ, σχεδόν camp, αλλά από κάτω υπάρχει η τραγωδία του να είσαι αντικείμενο.
Το σώμα του, ορατό και εκτεθειμένο, γίνεται εργαλείο δουλειάς αλλά και χώρος ντροπής, εξουσίας, απόστασης. «Η βιομηχανία με ήθελε desirable∙ εγώ ήθελα απλώς να κοιμηθώ χωρίς κάμερα», γράφει.
Εγώ το διαβάζω σαν παραβολή της εποχής: πώς το queer σώμα, για να επιβιώσει, μαθαίνει να υποδύεται το ίδιο του το βλέμμα.
III. Οριακή τρυφερότητα
Στη μέση του βιβλίου, αποκαλύπτει πως διαγνώστηκε με οριακή διαταραχή προσωπικότητας. Αντί να το κρύψει, το κάνει πυρήνα του αφηγήματος. Δεν ζητά λύπηση ζητά κατανόηση για το τι σημαίνει να ζεις στα άκρα των συναισθημάτων σου. Αυτή η διαύγεια δεν είναι θεραπεία· είναι αποδοχή. Να βλέπεις το χάος σου και να λες: είμαι ακόμη εδώ.
Στην πιο όμορφη σελίδα, γράφει ότι «το να είσαι ευαίσθητος σ’ έναν κόσμο που ζει με φίλτρα είναι πράξη επαναστατικής ασυνέπειας». Κι εκεί, ο Gage γίνεται σύμβολο μιας γενιάς που μαθαίνει να επιβιώνει με την ψυχή στο off και την καρδιά στο on.
IV. Πώς έγινα meme και επέζησα
Η εποχή του viral δεν συγχωρεί καμία σιωπή. Ο Gage γνωρίζει καλά πως το βλέμμα του κοινού είναι πιο διψασμένο απ’ ό,τι η ίδια του η φιλοδοξία. Κάθε meme, κάθε clip, κάθε tweet λειτουργεί σαν μια μικρή δόση επιβεβαίωσης και μια μικρή απώλεια ψυχής.
Στο τέλος, όμως, το βιβλίο του I Wrote This for Attention μοιάζει να μετατρέπεται σε κάτι άλλο: ένα πείραμα για το πώς μετατρέπεις την επιθυμία σε επίγνωση. Δεν γράφει πια για να τον δουν∙ γράφει για να δει ο ίδιος.
V. Ο άνθρωπος που έγραψε για να ανασάνει
Στο φινάλε, ο Gage δεν ζητά συγχώρηση από το κοινό τη χαρίζει ο ίδιος στην οικογένειά του. Όχι γιατί την ξεπέρασε, αλλά γιατί έμαθε πως η συγχώρηση είναι η πιο ριζοσπαστική μορφή επιμονής. Στην πιο ήσυχη παράγραφο του βιβλίου, λέει: «Μπορεί να έγραψα για να με προσέξουν, αλλά βρήκα ησυχία όταν άρχισα να προσέχω εγώ τους άλλους.»
Κι αυτό είναι ίσως το πραγματικό queer μάθημα του memoir του: πως η επιβίωση δεν είναι υπόθεση φήμης ή αποδοχής· είναι υπόθεση τρυφερότητας.
Δεν ξέρω αν ο Lukas Gage ήθελε να γράψει ένα ευαγγέλιο της νέας χολλυγουντιανής queer ευαισθησίας. Αλλά, διαβάζοντάς το, καταλαβαίνεις πως η προσοχή δεν είναι έπαθλο· είναι σύμπτωμα. Κι όταν πάψει να πονάει, τότε -επιτέλους- αρχίζει η αληθινή ζωή. Όλοι γράφουμε για να μας προσέξουν, κάποιοι, απλώς, μαθαίνουμε να αγαπάμε τον εαυτό μας μέσα από αυτό.
*Όταν οι Άγγελοι στην Αμερική συνάντησαν τον Prince Faggot/
Δύο εποχές του queer θεάτρου συναντιούνται σ’ έναν καθρέφτη. Ο Tony Kushner, οραματιστής της επιδημίας και της ενοχής, κι ο Jordan Tannahill, παιδί του αλγορίθμου και της επιθυμίας, καθισμένοι μπροστά στο φως μιας οθόνης, μιλούν για το ίδιο πράγμα: πώς σώζεται η ευαισθησία όταν όλα γύρω της εμπορεύονται.
1. Fire Island, πρόλογος
Ο Tannahill μιλά από το Fire Island: ένα σπίτι που ξυπνάει αργά, μια παραλία γεμάτη κορμιά, ένας μικρός rave ναός όπου οι άντρες κάνουν έρωτα κάτω απ’ τα αστέρια.

Η φωνή του Kushner τον ακούει από τη στεριά της μνήμης· από τα χρόνια που ο έρωτας σήμαινε ρίσκο, καρτέρι, θάνατο.

Ο ένας γεννήθηκε μέσα στην κραυγή, ο άλλος μέσα στο Wi-Fi, κι όμως και οι δύο μιλούν για την ίδια τελετή το δικαίωμα να αγγίζεις χωρίς να απολογείσαι.

2. Το παιδί στη φωτογραφία
Ένα παιδί με βασιλική στολή και φρουτένια έκφραση. Ο Tannahill το βλέπει και αναγνωρίζει τον εαυτό του.
Θυμάται τις δικές του φωτογραφίες που έσκισε εκείνα τα πρόσωπα πριν από τη ντροπή. Από αυτό το υπαρξιακό σκίσιμο γεννιέται το Prince Faggot.

Η queer παιδικότητα, λέει, είναι το τελευταίο ταμπού· κανείς δεν σε αφήνει να την αγγίξεις χωρίς να σε κατηγορήσει.Ο Kushner χαμογελά: «τίποτα δεν επιτρέπεται να μείνει προσωπικό». Κάθε ευαισθησία πρέπει να δοκιμαστεί δημόσια. Κάπως έτσι το θέατρο ξαναγίνεται ο καθρέφτης της ενοχής και η ενοχή, πρώτη ύλη της φαντασίας.

3. Το kink ως γνώση
Ο Tannahill αφηγείται πώς, στα lockdowns, δούλεψε ως fetish sex worker στο Λονδίνο. «Έπινα καφέ, έκανα scroll, μετέτρεπα έναν επιχειρηματία σε σκύλο, κι έπειτα γύριζα σπίτι και έγραφα.»

Η εξουσία, λέει, είναι μορφή τελετουργίας· το σώμα αναπνέει μόνο όταν υποτάσσεται οικειοθελώς.

Ο Kushner τον ακούει με την ηρεμία εκείνου που είδε τη βία να ξαναγεννιέται ως πολιτική ρητορική: «Όταν το sex θαφτεί και γίνει δημόσιο θέαμα, γεννιέται ο φασισμός.»

Ανάμεσά τους μια σιωπή σαν να προσεύχονται και οι δύο στο ίδιο πράγμα: στην τρυφερότητα που σώζει ακόμα κι όταν παίζει με αλυσίδες.
4. Η ευγένεια του οικείου
Ο Kushner θαυμάζει το πώς ο Tannahill δεν σατιρίζει τους βασιλιάδες· τους παρουσιάζει σαν ανθρώπους που μπερδεύονται, που αγαπούν άτσαλα. «Είναι πολύ η καλοσύνη», του λέει. «Ίσως περισσότερη απ’ όση τους αξίζει.»

Ο Tannahill γελά: «Δεν γράφω για να εκδικηθώ · γράφω για να αντέξω.». Αυτή είναι η μετατόπιση της νέας queer δραματουργίας: από τη θυμωμένη καταγγελία στη μετα-τραυματική τρυφερότητα.
5. Το έργο που δεν τελειώνει ποτέ
Μιλούν για την τελειότητα και τη φθορά.Ο Kushner θυμίζει τον Goethe και τα “incommensurables”: έργα που ποτέ δεν τελειώνουν. Ο Tannahill χαμογελά ίσως γιατί ξέρει ασυνείδητα πως και η δική του ζωή είναι ένα τέτοιο έργο.

Η queer τέχνη δεν τελειώνει · ανασαίνει. Κάθε σκηνή είναι μια παύση ανάμεσα σε δύο αναπνοές του ίδιου σώματος.

6. Η πολιτική της φροντίδας
Ο Kushner είναι ο παλιός ακτιβιστής με το megaphone, ο Tannahill ο νέος performer της οικειότητας.Δύο τρόποι να υπερασπίζεσαι την ευαισθησία: με κραυγή ή με άγγιγμα.

Στο βάθος, η ίδια ηθική σκηνή: η ευγένεια ως πολιτική πράξη. Όχι η ευγένεια του σαλονιού, αλλά εκείνη που γεννιέται όταν κρατάς κάποιον στην αγκαλιά σου και δεν τον κρίνεις.
7. Το Φως που Αντέχει
Στο τέλος, ο Kushner λέει: «Όταν κάτι νέο και ανθρώπινο εμφανίζεται, θυμάμαι πως δεν τα έχουμε καταστρέψει όλα.» Ο Tannahill τον ευχαριστεί με εκείνο το αφοπλιστικό “thank you so much”.

Ίσως να είναι αυτό το μυστικό της queer συνέχειας: η γενιά που έμαθε να επιβιώνει μέσα στο αίμα, να μιλά τώρα με ευγένεια. Κι η γενιά που γεννήθηκε μέσα στο Instagram, να μαθαίνει ξανά πώς μοιράζεται τη σιωπή.
Η τέχνη τους δεν είναι ομολογία · είναι μαρτυρία ότι το φως επιμένει.
*Το εθνικό μας onlyfans/
Αν τα cam boys είναι οι queer άγγελοι της εποχής, τότε οι τσολιάδες είναι τα εθνικά τους είδωλα. Σώματα σε στολή, σε δημόσια προβολή, σε 24ωρη βάρδια οι πιο πειθαρχημένοι sex workers του ελληνικού κράτους.
Το τελετουργικό έχει κάτι από live stream: ακινησία, επανάληψη, έλεγχος, exposure. Η στολή δεν είναι φετίχ, είναι brand. Η φουστανέλα, το τακούνι του τσαρουχιού, ο συγχρονισμός του βηματισμού όλα φτιάχνουν ένα εθνικό OnlyFans, χωρίς συνδρομή, αλλά με απεριόριστο κοινό.
Κάθε μέρα, εκατοντάδες τουρίστες, γηγενείς, πιστοί της αισθητικής του Instagram ή της ανδρικής καύλας ενδεδυμένη τη στολή παρελαύνουν μπροστά τους. Κανείς δεν κοιτάζει πραγματικά το μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη.
Όλοι βλέπουν το Κορμί που φυλάει τη χώρα. Την τετραγωνισμένη γάμπα, το ίσιο βλέμμα, το ιδρωμένο δέρμα κάτω απ’ τη μάλλινη κάπα. Ο εθνικός ανδρισμός ως performance τέλειας πειθαρχίας και υποδόριας σεξουαλικότητας.

Ο φωτογράφος αυτός ο τουρίστας του βλέμματος τραβάει ένα κλικ, κάνει edit, τυπώνει επιτόπου.

Μα η φωτογραφία δεν είναι πια τεκμήριο είναι ανταλλαγή.

Μικρό δώρο ανάμεσα σε δύο άντρες που ξέρουν ότι κάτι έχει περάσει από τον έναν στον άλλο,

μια σιωπηλή συμφωνία ανάμεσα σε δύο ρόλους της ίδιας επιθυμίας.

Γιατί ο εύζωνας δεν είναι απλώς φρουρός. Είναι ένα queer τοτέμ του κράτους ένας performer εγκλωβισμένος σε μια φαντασίωση ανδρισμού που δεν του ανήκει.

Η στολή του μυρίζει σπέρμα και αγιασμό, οι κινήσεις του είναι ακριβείς και έγκαυλες σαν τον Querelle του Fassbinder, κι όταν σηκώνει το πόδι ψηλά, το μάρμαρο του μνημείου γίνεται γυμνό στέρνο.

Αυτό είναι το πραγματικό θέαμα του Συντάγματος: όχι η αλλαγή της φρουράς, αλλά η πομπή των βλέμματων γύρω απ’ τα σώματα. Η ανταλλαγή ενέργειας, η τελετή των βλέψεων. Ένα παζάρι λατρείας και καταστολής. Ένας μικρός, καθημερινός οργασμός του έθνους.
Κι όταν η φωτογραφία ανεβαίνει στο Instagram και μαζεύει δεκάδες χιλιάδες likes, ο κύκλος κλείνει. Το κράτος, το κοινό και η επιθυμία ενώνονται σε μια κοινή λαγνεία: το δικαίωμα να βλέπεις χωρίς να αγγίζεις. Να καταναλώνεις το σώμα του συμβόλου χωρίς να ρισκάρεις να το επιθυμήσεις στ’ αλήθεια.

Οι τσολιάδες, τελικά, δεν φυλάνε τον Άγνωστο Στρατιώτη. Φυλάνε την ψευδαίσθηση ότι ο ανδρισμός είναι ακόμη ιερός. Μα μέσα στη σιωπή τους, ανάμεσα στα βήματα και στις στάσεις, μια άλλη Ελλάδα ανασαίνει.
Εκείνη που δεν ντρέπεται πια για το πόσο ερωτευμένη είναι με τα ίδια της τα αγόρια.
*Υ.Γ./
Από τη λαϊκή ειρωνεία ως τη μεταφυσική της τρυφερότητας,
από τα μπλε νύχια του Walmart
ως τα σώματα της όπερας του Sorour Darabi,
αυτός είναι ο νέος χάρτης της queer ευαισθησίας:
ένα σύμπαν που καίει, γελά, αμφισβητεί,
και επιμένει να ζει χωρίς φίλτρα.
Η ΟΑΣΗ παρακολουθεί την εποχή που η ειρωνεία κουράστηκε
κι η ευαισθησία επέστρεψε όχι ως αδυναμία,
αλλά ως πράξη πολιτικής αντίστασης.
Είναι ο χώρος όπου η pop συνάντηση γίνεται προσευχή,
όπου η εικόνα ανασαίνει ξανά,
και κάθε σώμα θυμάται γιατί υπάρχει φως.
Το queer εδώ δεν είναι θέμα· είναι θερμοκρασία.
Μια θερμοκρασία που αλλάζει ό,τι αγγίζει.