ΠΟΛΛΑ ΧΡΟΝΙΑ ΜΙΛΑΜΕ ΓΙΑ ΤΟ ΤΕΛΟΣ, τις μεταλλάξεις, την εξασθένιση της «κλασικής» πολιτικής διαίρεσης δεξιάς-αριστεράς. Για όλο και περισσότερα άτομα, ορισμένα λεξιλόγια, σύμβολα και ιδεολογικές αναλύσεις που μοιάζουν με κειμήλια από μια προηγούμενη εποχή. Φυσικά, υπάρχουν πολιτικά κόμματα και συλλογικότητες που εντάσσουν τον εαυτό τους σε παραδόσεις της δεξιάς και της αριστεράς. Πολλές ελληνικές οικογένειες έχουν μεταφέρει πολιτικές ιδέες και ιστορικές πληροφορίες στα νεότερα μέλη τους. Είναι ζωντανό πάντα το κοίτασμα, η παράδοση και ένα πεδίο ελληνικών και παγκόσμιων αναφορών. Αυτά όμως δεν αναιρούν την αίσθηση όλο και περισσότερων πως τα στρατόπεδα αριστεράς και δεξιάς έχουν γίνει, σε έναν βαθμό, υπόθεση αυτοσυντήρησης κάποιων πολιτικών οικοσυστημάτων. Ότι είναι θέματα για μαθήματα πολιτικής θεωρίας ή για μια σχετικά περιορισμένη πολιτικολογούσα αγορά χωρίς αντίκρισμα στην «αληθινή ζωή» των συνηθισμένων καθημερινών συζητήσεων. Ότι, επιπλέον, αυτό που μετρά πια είναι τα πρόσωπα, τα αναστήματα και το αν ανταποκρίνονται στη δουλειά (το έργο της διακυβέρνησης), αν είναι, για παράδειγμα, καλοί διαπραγματευτές ή, όπως γράφουν συχνά για τα κόμματα, αν διαθέτουν «καλό πάγκο».
Εφόσον, μάλιστα, οι «ιδεολογίες» έχουν ξεθυμάνει, το κέντρο βάρους τείνει να μετατοπιστεί σε κατ’ επίφαση μη ιδεολογικούς παράγοντες: στην τεχνοκρατική επάρκεια και αξιοσύνη ή στην ατομική ηθική και στο αδιάφθορο των αξιωματούχων (να μην πλουτίζουν αθέμιτα, να μην εξαγοράζονται).
Με λίγα μικρά διαλείμματα, στη Δύση συζητούν από το 1960 για την κάμψη ή και τον θάνατο των ιδεολογιών, ενώ στην Ελλάδα αυτό το θέμα άργησε να εμφανιστεί. Η δικτατορία, η αντιφασιστική συνείδηση και η λάμψη της μεταπολιτευτικής αριστεράς κατάφεραν να μετριάσουν κάπως την ορμή του ιδεολογικού αποχρωματισμού, όχι όμως και να την ανακόψουν.
Τα οικονομικά σκάνδαλα και τα επώδυνα ηθικά τραύματα όπως αυτό των Τεμπών έσπρωξαν έναν κόσμο να δει ως αχρείαστες ιδεολογικές πολυτέλειες ή ζητήματα ιστορικού ενδιαφέροντος τα ζητήματα πολιτικής ταυτότητας. Στο κάτω-κάτω, λένε, παλιάνθρωποι ή απατεώνες μπορεί να βρεθούν παντού, όπως και άσχετοι και «ανίκανοι». Το θέμα είναι να υπάρχουν καλοί κυβερνήτες, ενώ οι «ταμπέλες» γίνονται πιο αδιάφορες.
Αυτές οι περιγραφές και οι απόψεις έχουν ευρεία διάχυση, φτιάχνοντας έναν υποθετικά αυτονόητο χώρο συνεννόησης και «αντι-ιδεολογίας». Οποιοσδήποτε έρχεται σε επαφή με μη οργανωμένους κομματικά νέους/-ες (στο πανεπιστήμιο) ή και άλλα κοινά θα βρεθεί μπροστά σε ανάλογες απόψεις.
Είναι πολλοί οι λόγοι γι’ αυτήν τη στροφή στις μίνιμουμ απαιτήσεις για κάποια τεχνοκρατική επάρκεια και έντιμους πολιτικούς: ένα σύνδρομο χρόνιας δημοκρατικής κόπωσης, όπως το ονομάζουν στην πολιτική επιστήμη, και φυσικά η απογοήτευση μεγάλου μέρους των ψηφοφόρων από κόμματα και πρόσωπα. Υπάρχει, επίσης, ισχυρή έλξη στα κεντρώα και πιο συντηρητικά ακροατήρια προς την αντίληψη πως η πολιτική και η κυβέρνηση θα ήταν καλό να λειτουργούν σαν σφιχτές επιχειρήσεις με μια κεφαλή που κάνει «καλό κουμάντο».
Με λίγα μικρά διαλείμματα, στη Δύση συζητούν από το 1960 για την κάμψη ή και τον θάνατο των ιδεολογιών, ενώ στην Ελλάδα αυτό το θέμα άργησε να εμφανιστεί. Η δικτατορία, η αντιφασιστική συνείδηση και η λάμψη της μεταπολιτευτικής αριστεράς κατάφεραν να μετριάσουν κάπως την ορμή του ιδεολογικού αποχρωματισμού, όχι όμως και να την ανακόψουν.
Όμως οι ταυτότητες επιμένουν
Άνοιξα αυτό το θέμα για να μεταφέρω μια αντίθετη εκτίμηση. Παρά τη σύγχυση και τις εκτεταμένες φθορές στο ιστορικό δίπολο δεξιάς και αριστεράς, η αντίθεση μοιάζει να αναζωογονείται μέσα σε συγκεκριμένα διλήμματα και εμπειρίες. Επιλέγω δυο θέματα της συγκυρίας, το ένα για μια από τις πιο καυτές συζητήσεις στη Γαλλία, το άλλο για ένα κάτι κοινό σε πολλές χώρες και φυσικά στη δική μας. Το πρώτο ονομάστηκε προσφάτως «φόρος Ζουκμάν», από το όνομα του οικονομολόγου που πρότεινε έναν φόρο 2% στους ολιγάρχες δισεκατομμυριούχους, προκαλώντας θερμές συζητήσεις στην ήδη θερμή δημόσια σκηνή της Γαλλίας. Το άλλο γεγονός είναι, φυσικά, η επιστροφή των ακτιβιστών του στολίσκου για τη Γάζα και όσα τη συνόδευσαν.

Σε αυτά, λοιπόν, τα δυο, εξαιρετικά διαφορετικά μεταξύ τους, γεγονότα συνασπίστηκαν οι δυο ανταγωνιστικές οπτικές, δυο σαφώς διακριτές ηθικοπολιτικές διαθέσεις και ερμηνείες. Υπάρχει αναντίρρητα ένα φάσμα από επιμέρους γνώμες και παραλλαγές άποψης τόσο για την αντιμετώπιση του προβλήματος των ολιγαρχών όσο και για τη Γάζα, την Παλαιστίνη και τις μεθόδους αλληλεγγύης και κινητοποίησης για την υπόθεση. Έγινε όμως ορατή η τομή, κάτι δηλαδή πέρα από το φάσμα των μικρών αποχρώσεων στις απόψεις. Δεν συνασπίζει μόνο συναισθήματα, ούτε υπακούει απλώς σε πολιτικές βλέψεις. Είναι ένας τρόπος με τον οποίο διαμορφώνει ο καθένας και η καθεμία μια βαθύτερη σχέση με συγκεκριμένες προκλήσεις όπως είναι η ανισότητα ή η υπερβολική εξουσία (στην περίπτωση των υπερπλούσιων) και η ανάγκη ενεργοποίησης για κάτι που επείγει και έχει μεγάλη σημασία (όπως μια γενοκτονία).
Στέκομαι στο ένα παράδειγμα:
«Είναι και περήφανοι για τον εαυτό τους οι τύποι που έκαναν κρουαζιέρα» (Et il sont fiers d’eux les croisieristes), Γαλλία
«To κόστος επιστροφής των “ακτιβιστών” μας πρέπει φυσικά να βεβαιωθεί μέσω της ΑΑΔΕ και του ΑΦΜ», Ελλάδα και Γαλλία
«Είστε η ανθρωπιά, ευχαριστώ» (vous êtes l’ humanité, merci), Γαλλία
«Μας κάνατε περήφανους», Ελλάδα, Γαλλία
Διατρέχοντας τα σχόλια, διαπιστώνει κανείς την απόλυτη σύμπτωση λεξιλογίων, συλλογισμών και επιχειρημάτων στην ελληνική και στη γαλλική σφαίρα.
Από τη μια, απέραντη κακοπιστία για κάθε «ακτιβιστική» δράση η οποία, ασφαλώς, πρέπει να κρύβει πίσω της είτε την ιδιωφέλεια των εμπλεκόμενων είτε έναν ηθικό ναρκισσισμό και μια ύποπτη επιχορήγηση. Εν τέλει έναν συνδυασμό πλάνης και φανατισμού.
Από την άλλη, η ιδέα πως η κινητοποίηση των ανθρώπων –και με ανορθόδοξα ή μη συμβατικά μέσα– για υποθέσεις δικαιωμάτων και αλληλεγγύης συνδέει το ατομικό με το γενικό, την αντίσταση σε ένα ακραίο δεινό με μια προσωπική δέσμευση που περιέχει και ένα ρίσκο. Η διαφορά είναι ορατή.
Στην περίπτωση της συζήτησης για τον φόρο Ζουκμάν ή παλαιότερα για τον φόρο που είχε εισηγηθεί ο Τομά Πικετί, είναι επίσης ευδιάκριτο το σύνορο. Παρατηρεί κανείς πως αυτό που έχει προστεθεί στην παραδοσιακή επιχειρηματολογία των αστικών δυνάμεων, που λέει παγίως ότι η φορολόγηση των υπερπλουσίων θα οδηγήσει στη μείωση της ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων και πως οι θιγόμενοι θα πάρουν τις εταιρείες τους για να μετεγκατασταθούν σε πιο «φιλικές» επενδυτικές ζώνες), είναι πολλά, ψυχολογικού τύπου, εχθρικά σχόλια. Πολλοί βλέπουν όλα τα αιτήματα αναδιανομής και φορολόγησης ως πλατφόρμες ατομικού φθόνου για την επιτυχία των άλλων. Μαζί με τη ρητορική για τον κίνδυνο από τη «φυγή επενδυτών» έχει εμφανιστεί μια οπαδική πρόσδεση σε φυσιογνωμίες του μεγάλου πλούτου, ένα ανακυκλωμένο lifestyle με εικόνες από ινσταγκραμικά επιτεύγματα και reels όπου σκηνοθετείται ο ευδαιμονικός βίος των super rich (ή των παιδιών τους).
Δεν είναι όλα «ατομικό συμφέρον»
Ας επιστρέψουμε, κλείνοντας, στους ακτιβιστές και στο κόστος. Το έγραψε ωραία και ο Χρήστος Ράμμος σε μια ανάρτησή του στο Facebook, η ιδέα πως μια τέτοια πρωτοβουλία δεν μπορεί παρά να έχει ιδιοτελή και ύποπτα κίνητρα είναι ο πυρήνας μιας ολόκληρης αντίληψης. Έχει από πίσω της την ιδέα του πολίτη ως Homo economicus, υπολογιστικού ατόμου το οποίο αναθέτει απλώς στα κράτη και στις αγορές να του παρέχουν αγαθά και υπηρεσίες. Κάθε πολίτης είναι εδώ μια ωφελιμιστική μονάδα που μεγιστοποιεί τα κέρδη και ελαχιστοποιεί τις ζημιές του με τις έξυπνες ή λιγότερο έξυπνες «επενδυτικές» του κινήσεις. Έτσι άλλος «επενδύει» στον πλούτο του, όπως οι «Γκρέτες» επενδύουν στον «ακτιβισμό» και στις «ιδεοληψίες» τους, πάνω κάτω όμως τα ίδια είναι όλοι τους. Όσο πεπαλαιωμένη και ταξικά αραχνιασμένη κι αν είναι αυτή η εκδοχή, φαίνεται να έχει αποκτήσει βαθιές ρίζες στις αυθόρμητες δεξιές ιδεολογίες.
Να όμως που σήμερα, όπου, όπως γράφει κάπου ο Έρικ Σαλβάτζιο, το hype πάει να υποκαταστήσει την ελπίδα (hope), τα κοινωνικά συναισθήματα βγάζουν πολιτικό νόημα. Δεν είναι ένα παράλογο παιχνίδι θυμών και άναρθρων κραυγών. Αν όντως η διάκριση δεξιάς/ αριστεράς δεν διαθέτει από καιρό την αρχιτεκτονική παλαιότερων καιρών, κάποια ουσιώδη θέματα την υπενθυμίζουν. Δυο βλέμματα στην ουσία. Το ένα βλέμμα αντικρίζει απλώς τη ματαιότητα και τη δόλια απάτη κάθε πράξης αλληλεγγύης, ανυπακοής και αντίστασης. Το άλλο βλέμμα ψάχνει αντιθέτως προς έναν διαφορετικό ορίζοντα, ένα μέλλον που μπορεί να έλθει ακριβώς μέσα από πράξεις πολιτικής παρουσίας και κοινωνικής μαρτυρίας. Η αντίθεση δεξιάς και αριστεράς παίζεται έτσι στο χάσμα μεταξύ εγωιστικής ελευθερίας (το προνόμιο να με αφήνουν ήσυχο οι διάφοροι «τρελοί») και αλληλέγγυας ανησυχίας (το καθήκον να μπλέκομαι σε καταστάσεις που μπορεί να μην με αφορούν στενά προσωπικά ή οικογενειακά). Προφανώς και σαν αντίθεση έχει πολλές και σύνθετες πολιτικές, οικονομικές, οικολογικές και δικαιωματικές πλευρές. Μπορεί όμως να είναι και κάτι πιο απλό: να αφορά το πώς αντιλαμβάνεται κανείς καθημερινά μια ελάχιστη ή πιο μεγάλη πράξη χειραφέτησης σε έναν κόσμο αλγοριθμικής κυριαρχίας και πολεμικής εξαχρείωσης.
Θέλοντας, μάλιστα, να απομονώσουμε την ουσία μιας αντιδραστικής κατανόησης του κόσμου, δεν έχουμε παρά να διαβάσουμε την τοποθέτηση του Ντόναλντ Τραμπ για την Γκρέτα Τούνμπεργκ: αυτή η «τρελή» που χρειάζεται θεραπεία και «διαχείριση θυμού». She is a troublemaker, μια ταραχοποιός. Τα ίδια ακριβώς διαβάζει κανείς αυτές τις μέρες και εδώ. Από τη σκοπιά του κτητικού ατομικισμού, τα πλοιάρια για τη Γάζα είναι μια τρέλα με τον ίδιο περίπου τρόπο που οι απεργίες είναι, σχεδόν πάντα, παράνομες και καταχρηστικές. Δεν πρόκειται για κάτι ανεξήγητο: η ιδεολογία, απλώς, συνεχίζει να υπάρχει και μας στοιχειώνει ακόμα και όταν την έχουμε «καταργήσει», δηλαδή ακόμα και αν πιστεύουμε πως την έχουμε ξεπεράσει και μιλάμε με τη φωνή της θεάς κοινής λογικής.