Οι αναλογίες με τα χρόνια του Μεσοπολέμου χρησιμοποιήθηκαν πολύ την προηγούμενη δεκαετία, ιδίως στη φάση των μεγάλων λαϊκών κινητοποιήσεων και των συγκρούσεων της περιόδου ψήφισης των μνημονίων. Η ένταση της οικονομικής κρίσης, η αποσταθεροποίηση μεγάλου μέρους της κοινωνίας, το πολυσυζητημένο (και εκτός ελληνικής επικράτειας) «κύμα των λαϊκισμών» και κάποια άλλα συμπτώματα είχαν ζωγραφιστεί με χρώματα Μεσοπολέμου. Ιδίως όμως η εκτόξευση της νεοναζιστικής Χρυσής Αυγής στάθηκε το πιο εντυπωσιακό και δραματικό τεκμήριο της αίσθησης ότι «είμαστε ανίατα Μεσοπόλεμος», όπως έγραφε στην Ψυχοστασία του ο ποιητής Βύρωνας Λεοντάρης.
Σήμερα, παρά το διεθνές κλίμα, φαίνεται ότι έχουμε «ομαλοποιηθεί». Η κρίση έχει πάρει άλλες μορφές, πιο υπόγεια διάχυτες. Έχουμε βρεθεί σε ένα άλλο συναισθηματικό και κοινωνικό πεδίο, όπου η «ιδιωτικοποίηση του άγχους» (Μαρκ Φίσερ) έχει τον πρώτο λόγο, τουλάχιστον μέχρι να διακοπεί κάπως από τις κινητοποιήσεις για τα Τέμπη και τη συνέχειά τους. Τα συναισθηματικά ρήγματα και μαζί τα διάσπαρτα αιτήματα αξιοπρέπειας και δικαιοσύνης τελούν εν κινήσει. Δεν έχουν βρει κοίτη ανάθεσης ή σαφές πολιτικό πέρασμα (παρά τις κομματικές διαμάχες στην αντιπολίτευση γι’ αυτό το θέμα).
Οποιαδήποτε έγερση θεωρείται εθνική εξαίρεση, κοινωνική διαστροφή, ψυχική παθολογία. Το «Free Palestine» είναι τρέλα, αν όχι «πλαστελίνη». Αυτά που εκστομίζει ο Τραμπ για τους αντιπάλους του (άρρωστοι, τρελοί κ.λπ.) ακούγονται και γράφονται στη χώρα μας για όλους τους πολίτες που κατέβηκαν στο Σύνταγμα αυτές τις μέρες.
Να όμως που πλέον μοιάζει να αποκτά περισσότερο νόημα η αναφορά σε κάποιον «Μεσοπόλεμο». Δεν αφορά κάποιον λαϊκισμό, όσο τη στροφή οπαδών και δημόσιων υπερασπιστών της ευρύτερης κυβερνώσας παράταξης προς μια άτυπη ακροδεξιά οπτική. Σε μια κλασική ανάλυση, με προέλευση τον προηγούμενο αιώνα, επίκεντρο της γοητείας του φασισμού ήταν τα πιο ευάλωτα στρώματα της μεσαίας τάξης, ένας μικροαστικός χώρος θιγμένων ανεξάρτητων επαγγελματιών και ανέργων, που αναζητούσε την ταύτιση με κάποιον παντοδύναμο αρχηγό ή ένα κραταιό ολοκληρωτικό κόμμα. Δεν έχουμε τίποτα τέτοιο σήμερα. Στη δική μας συγκυρία, η ροπή προς αντιδραστικά συναισθήματα και απόψεις είναι ένα ξέσπασμα οργής για τους… χαμένους.
Η ρητορική περί άπλυτων, μίζερων, κακομαθημένων, αισθητικά και κοινωνικά «χαμένων» διατρέχει την ενδοχώρα κάποιων εκφραστών του άλλοτε μεσαίου χώρου. Ένας αστικών καταβολών ακροδεξιός λόγος αναπτύσσεται σε όσους/-ες αγανακτούν με τους «χαμένους». Γιατί όμως; Φαίνεται πως και μόνο η ύπαρξη μιας εστίας δυσφορίας, μιας αντίστασης, μιας ετερόδοξης φωνής δεν αντέχεται. Ένα πανό δεν καταλαμβάνει απλώς έναν χώρο. Γίνεται αντιληπτό ως βλασφημία προς την εθνική κοινότητα και το ίδιο το πολίτευμα. Οποιαδήποτε έγερση θεωρείται εθνική εξαίρεση, κοινωνική διαστροφή, ψυχική παθολογία. Το «Free Palestine» είναι τρέλα, αν όχι «πλαστελίνη». Αυτά που εκστομίζει ο Τραμπ για τους αντιπάλους του (άρρωστοι, τρελοί κ.λπ.) ακούγονται και γράφονται στη χώρα μας για όλους τους πολίτες που κατέβηκαν στο Σύνταγμα αυτές τις μέρες.
Έχουμε ένα μεγάλο πρόβλημα σε σχέση με την αναγνώριση της πραγματικότητας, τη στάθμιση των μεγεθών και των απειλών. Ξέρουμε, ας πούμε, ότι για ποικίλους λόγους (και με ευθύνη προσώπων και κομμάτων της) η αριστερά, ο σοσιαλισμός, οι ριζοσπαστικές ιδέες δεν «περπατούν» ιδιαίτερα και έχουν υποστεί πλήγματα. Σε πολλές χώρες της Ευρώπης και αλλού ο εκλογικός και πολιτικός ανταγωνισμός έχει περιοριστεί σε κόμματα, ομάδες και πρόσωπα που κινούνται από το φιλελεύθερο κέντρο μέχρι την αντιμεταναστευτική ακροδεξιά. Αυτά που θα ονομάζαμε κόμματα ή κινήματα με αναφορά σε μεγάλες αλλαγές στο σύστημα εξουσίας και στις κοινωνικοοικονομικές δομές έχουν μικρή επιρροή ή έχουν βρει «άσυλο» σε επιλεγμένους χώρους της πανεπιστημιακής και μητροπολιτικής ριζοσπαστικότητας. Παρ’ όλα αυτά, ενώ υποχωρούν ή έχουν διασπαστεί περισσότερο, αντιμετωπίζονται σαν να συνιστούν μεγάλη απειλή. Ας παραδεχτούμε πως αυτό δεν είναι το σοβαρότερο. Στο κάτω-κάτω, κάποιος θα μπορούσε να πει «ας πρόσεχαν» και να προσπεράσει τα παθήματα των αριστερών. Ή και να αντιτείνει ότι αφού τα εκλογικά σώματα με τις επιλογές τους έχουν μικρύνει το εκτόπισμα των διαφόρων σοσιαλισμών, αυτοί πρέπει να ξανακοιτάξουν την πραμάτεια τους και να μην ασχολούνται με τη χαιρεκακία των αντιπάλων τους (η πολιτική δεν είναι «παιδική χαρά»).
Το χειρότερο όμως είναι άλλο: η αποστροφή για τα ίδια τα θύματα, όταν αυτά ιδίως δεν αποδέχονται απλώς το σιωπηλό πένθος και δεν ευχαριστούν για κάποια κρατική αποζημίωση. Όταν τα θύματα ανασηκώνονται από το έδαφος. Αυτοί που αισθάνονται μέρος μιας προνομιακής κανονικότητας τα βάζουν περισσότερο και διαρκώς με εκείνους/-ες που αρθρώνουν στον δημόσιο χώρο (κι όχι απλώς ιδιωτικά) αιτήματα τα οποία περιέχουν αμφισβήτηση, κριτική, πάθος. Διαβάζει κανείς σχόλια όπου υπερχειλίζει το μίσος για κάθε ομάδα που διεκδικεί κάτι ως καταπιεσμένη, για κάθε άνθρωπο που θέτει προβλήματα καταπάτησης της ζωής του, για κάθε δημόσια φωνή η οποία θεωρεί πως πάμε προς τη λάθος κατεύθυνση ή ότι υπάρχουν γύρω μας σοβαροί λόγοι συλλογικής και ατομικής αφύπνισης.
Ο «Μεσοπόλεμος» ο δικός μας μοιάζει με κήρυξη ψυχολογικού πολέμου στα θύματα στη βάση της βεβαιότητας πως είναι απατεώνες, ψεύτες, αχάριστοι ή και παράφρονες που δεν αντιλαμβάνονται την ορθή θεσμική τάξη.
Η συγκεκριμένη τάση δεν είναι μόνο ελληνική. Παρά τις πολιτισμικές και πολιτικές τους διαφορές, κόμματα και πρόσωπα που συντάσσονται με τον οικονομικό φιλελευθερισμό έχουν πλησιάσει τους νέους παίκτες της εθνικιστικής και ταυτοτικής δεξιάς. Εκκολάπτεται μια κινούμενη βάση για την οποία τα ιδιοκτησιακά δικαιώματα, η αλλεργία για τους κοινωνικούς φόρους, η καχυποψία για τους πιο ενδεείς και τις κρατικές δομές βοήθειας συναντά τη ρητορική για τα «άχρηστα πανεπιστήμια» των κοινωνικών επιστημών που θα έπρεπε να κλείσουν ή να προσαρμοστούν.
Έχουμε, εν πολλοίς, ένα καινούργιο συναίσθημα. Το κλασικό συναίσθημα της εποχής των φασισμών ήταν ο φόβος να μη βρεθεί κανείς στη θέση των κατώτερων, όσων έμειναν πίσω ή «από κάτω». Στη δική μας νέα αντιδραστική εποχή βλέπει κανείς μένος κατά των θυμάτων με φωνή. Είναι και αυτή μια μορφή αγανάκτησης: αγανάκτηση κατά όσων… αγανακτούν για κοινωνικές αδικίες, ταξικά προνόμια, ανομήματα της πολιτικής εξουσίας ή των ισχυρών.
Δεν αρκεί δηλαδή να είναι κανείς με τον νικητή. Πρέπει να εξασφαλίσει και την αιώνια σιγή ή τον οριστικό θάνατο του προσωρινά ηττημένου. Έτσι μπορεί κανείς να βλέπει ως κυρίαρχο πρόβλημα της χώρας την «τσαντιροκατάσταση» και τον Πάνο Ρούτσι. Να διεκδικεί εν τέλει την αντισηψία του δημόσιου χώρου από τα ηθικά τραύματα και την πολιτική τους μετάπλαση. Η επιθυμία όμως για μια κοινωνία αναντίρρητης συμμόρφωσης δημιουργεί τους όρους για μια πραγματικά κυβερνώσα ακροδεξιά, καθόλου γραφική και παρωχημένη. Θα δούμε όμως αν περάσει από τη ζώνη των απόψεων στα ίδια τα πράγματα και ιδίως στη ζωντανή πολιτική.