ΕΙΝΑΙ ΜΙΑ ΠΑΛΙΑ ΕΚΚΡΕΜΟΤΗΤΑ που στοιχειώνει ακόμα το παρόν μας και, ειλικρινά, δεν πιστεύω ότι θα λυθεί ποτέ: πόση «πολιτική» χωράει ο «πολιτισμός», πόσο βαθιά μπορούν να εισβάλουν οι βρόμικες όψεις της Ιστορίας σε χώρους και εκδηλώσεις όπου, όπως λένε κάποιοι, πρέπει να μας ενώνουν;
Από τον πόλεμο στο Βιετνάμ και τα χρόνια του απαρτχάιντ στη Νότια Αφρική (τον προηγούμενο αιώνα) μέχρι το αίμα στα χωριά και στις πόλεις της Ουκρανίας και την ισοπέδωση της Γάζας, η απορία έγινε ρήγμα, πόλεμος ανακοινώσεων, διαμάχη που δύσκολα κατασιγάζεται. Σε βάθος χρόνου έχουν σχηματιστεί δύο στρατόπεδα. Το πρώτο ισχυρίζεται ότι η πολιτική δεν έχει θέση μέσα στην αισθητική και καλλιτεχνική σφαίρα. Μην πολιτικοποιείτε τον πολιτισμό, αυτό οδηγεί στη βαρβαρότητα και στον ολοκληρωτισμό, ισχυρίζονται, αν και η συγκεκριμένη άποψη έχει χάσει έδαφος. Συγκεκριμένα, ο 21ος αιώνας ήρθε με πολλά σκληρά μέτωπα (τις οικονομικές κρίσεις, την πτώση των μεσαίων τάξεων, τους πολέμους) που και οι πιο απολίτικοι θύλακες της λογοτεχνικής και καλλιτεχνικής πιάτσας πήραν κάποια στιγμή τον λόγο.
Στους αντίποδες βρίσκουμε τη θέση πως τίποτα δεν υπάρχει εκτός πολιτικής. Σύμφωνα με αυτήν, οι εξουσίες, οι αγώνες, τα συμφέροντα διαπερνούν όλα τα άβατα και όποιοι/-ες υπερασπίζονται τα παρθένα εδάφη της λογοτεχνίας και της κουλτούρας ζητούν απλώς να μην ελέγχονται και να μη λογοδοτούν.
Δεν θα πω ότι η αλήθεια βρίσκεται «κάπου στη μέση». Η δεύτερη άποψη, η πολιτικά περισσότερο υποψιασμένη, έχει πολύ μεγάλο έρεισμα στην πραγματικότητα και στις αντιθέσεις της. Φέρνει φυσικά μαζί της ορισμένα ρίσκα, γιατί το πρόβλημα με τις γενικές και στρατηγικές τοποθετήσεις (και τις ορθές) είναι το πώς μεταφράζονται στην κάθε μοναδική περίπτωση, πώς δηλαδή τις ερμηνεύουμε και τις ενσαρκώνουμε σε κάθε ιδιαίτερο φαινόμενο. Με ποιον τρόπο προβάλλεις και κοινοποιείς στους άλλους το πρόβλημα, μια πολιτική αλήθεια, μια κοινωνική αδικία, μια πληγή; Από εδώ αναδύονται και άλλες απορίες και ενστάσεις για την κατάλληλη μέθοδο, για τη στιγμή και τη γλώσσα της πράξης. Είναι όμως καλύτερο να προσπαθείς να το κάνεις από το να μη μιλάς, να μην εκτίθεσαι.
Είναι πια η συνθήκη τραγωδίας και ντροπής στην Παλαιστίνη που δείχνει πως δεν υπάρχει μέτρο σύγκρισης ανάμεσα στην αντίδραση στο κακό και στο ίδιο το κακό, ανάμεσα σε χειρονομίες διαμαρτυρίας και σε έναν μηχανισμό εξολόθρευσης.
Επειδή όμως, όπως είπα, τα τελευταία χρόνια οι κρίσεις και οι πόλεμοι έχουν σκεπάσει τον ορίζοντα, οι περισσότεροι/-ες στον ευρύτερο χώρο του πολιτισμού εντάσσουν τους εαυτούς τους «κάπου ανάμεσα» στην καθαρή αισθητική και στην ηθική/κοινωνική ευαισθητοποίηση. Η κυρίαρχη γνώμη –ας την πω «έναν φιλελευθερισμό της κουλτούρας»– φαίνεται να κλίνει προς την εξής άποψη: φυσικά να έχουμε πολιτική ευαισθησία και κοινωνικά ενδιαφέροντα, μακριά όμως από ακτιβισμούς. Οι όποιες δράσεις βαφτίζονται αυτόματα γραφικότητες, γελοιότητες ή και αντιδημοκρατικές ενέργειες. Αμέσως, δε, ξεκινά ένας χορός περί επιλεκτικότητας, ιδεολογικής μονομέρειας και whataboutism.
Ό,τι συνέβη, λοιπόν, στην Έκθεση Βιβλίου της Θεσσαλονίκης με την ακύρωση μιας συγκεκριμένης εκδήλωσης που ήταν υπό την κάλυψη της Ισραηλινής Πρεσβείας (έχουν ήδη γραφτεί πολλά και παραπέμπω τον αναγνώστη στο κείμενο του Δημήτρη Πολιτάκη εδώ, στη LiFO) είναι ένα ακόμα επεισόδιο σε μια ιστορία δίχως τέλος. Δεν ήμουν αυτόπτης μάρτυρας των γεγονότων, παρά το ότι είχα καθημερινά ομιλίες και παρουσία στους χώρους της έκθεσης. Ξέρω όμως πολλούς από τους εκδοτικούς οίκους, πρόσωπα και πράγματα της σχετικής πρωτοβουλίας. Δεν έχουν καμιά σχέση με κάποιον αντιδραστικό αντισημιτισμό και γενικό «αντιεβραϊσμό». Πολλοί εκδίδουν Ισραηλινούς συγγραφείς και έχουν δεσμούς με την εβραϊκή πνευματικότητα. Ο κόσμος που κινητοποιείται για το θέμα βλέπει τα πράγματα με τους όρους που περιγράφουν ο Έντσο Τραβέρσο, ο Ιλάν Παπέ, ο Ντιντιέ Φασέν και πολλοί άλλοι στοχαστές, δημοσιογράφοι, ερευνητές, ανθρωπιστικές οργανώσεις. Διαφορετικές φωνές, όχι με τα ίδια αναλυτικά εργαλεία και τις ίδιες διαδρομές φωτισμού των πραγμάτων.
Υπάρχει ένα κομμάτι διεθνούς κοινής γνώμης που έχει φτάσει στα όριά του με τη δολοφονική εκστρατεία του Νετανιάχου και των μηχανισμών του. Είναι και άνθρωποι μετριοπαθών ιδεών και σοσιαλδημοκράτες και ριζοσπάστες, αντισιωνιστές και κριτικοί σιωνιστές. Αυτό για μένα είναι πολύ πιο σημαντικό από το αν κάποια εκδοτικά εγχειρήματα ή οι νέοι που κινητοποιήθηκαν εδώ κι εκεί είναι «ακροαριστεροί» ή οτιδήποτε άλλο. Αυτός ο τρόπος να περιγράφουμε την κατάσταση, αντιστρέφοντας τις υπαιτιότητες και φτιάχνοντας τελικά μια ψευδή αφήγηση αντισημιτικού επεισοδίου, απομακρύνει από το αντικείμενο, από την καρδιά του θέματος.
Επιλέγω μια άλλη αφετηρία, μια διαφορετική αξιολόγηση της κατάστασης: όταν συντελείται και ολοκληρώνεται η καταστροφή ενός τόπου και ενός λαού –ατιμώρητα και σχεδόν ανενόχλητα από τη λεγόμενη διεθνή κοινότητα– είναι αδύνατο να παραμείνει ακλόνητη η μικρή μας ρουτίνα, το πρόγραμμα και οι «ατζέντες» μας. Συμβαίνει παντού στην Ευρώπη, στις ΗΠΑ και αλλού. Εδώ και καιρό καταλαβαίνουμε πως δεν μπορεί να συνυπάρχει ανέφελα ένα τόσο μεγάλο κακό με μια άθραυστη κανονικότητα.
Το δεύτερο είναι ότι ακόμα και αν διαφωνείς με συγκεκριμένα ρεπερτόρια δράσης τύπου ακύρωσης/cancel, δεν μπορεί αυτό να σε κάνει να αποστρέφεις το βλέμμα από το τερατώδες: ότι μια γη έγινε ερείπια και χώρος συλλογικού μαρτυρίου. Πενήντα δυο χιλιάδες νεκροί (μετριοπαθείς εκτιμήσεις), συντριπτικό ποσοστό κτιρίων, σπίτια, νοσοκομεία και άλλες ζωτικές υποδομές σε τοξικά συντρίμμια που χρειάζονται χρόνια για να μεταφερθούν μακριά (και που;), παιδική θνησιμότητα σε εκρηκτική άνοδο. Και το κράτος του Ισραήλ έχει υπερβεί κάθε νόμο και κανόνα. Η «αυτοάμυνα» έγινε σπείρα καταστροφής και αυτοκαταστροφής. Όπως θα έλεγε ο ποιητής, στη Γάζα ο «θάνατος το στρώνει».
Είναι χρήσιμο να κουβαλάμε μαζί μας (προσωπικά το βλέπω ως ένα ιδεολογικό κιτ πρώτων βοηθειών, όπως η ανάγνωση του Βίκτορ Σερζ), την προειδοποίηση για λάθη ή ανοησίες που γεννήθηκαν από παραδοσιακές στρατεύσεις ή και από πιο πρόσφατες πολιτικές και μοραλιστικές σταυροφορίες. Τα έχουμε γράψει και δεν ξεχνάμε τίποτα. Όμως η υπενθύμιση των λαθών δεν μπορεί να γίνεται πρόσχημα για την αναβίωση της πιο μουχλιασμένης άποψης περί πολιτισμού: της άποψης που ταυτίζει τον πολιτισμό με τις διακρατικές σχέσεις, με τα τυπικά διπλωματικά πρωτόκολλα, με τον πολιτισμικό τουρισμό του «να είμαστε καλά με όλους». Την άποψη που θέλει να εκτοπίσει τα πιο ενοχλητικά ερωτήματα και τις αγωνίες για όσα συμβαίνουν δίπλα μας.
Είναι πια η συνθήκη τραγωδίας και ντροπής στην Παλαιστίνη που δείχνει πως δεν υπάρχει μέτρο σύγκρισης ανάμεσα στην αντίδραση στο κακό και στο ίδιο το κακό, ανάμεσα σε χειρονομίες διαμαρτυρίας και σε έναν μηχανισμό εξολόθρευσης. Είναι θέμα προτεραιότητας και αλήθειας, αν θα βάλουμε πάνω-πάνω ως «αντιπάλους» όσες και όσους λένε και κάνουν και κάτι (όχι πάντοτε με τρόπους του γούστου μας και σχήματα αποδεκτά) και πιο χαμηλά και τελείως στα μαλακά μια κρατική μηχανή που εγκληματεί, επιδιώκοντας να μην κρίνεται και να μην έχει συνέπειες γι’ αυτά της τα εγκλήματα.
Κανένας αντισημιτισμός δεν δοκιμάζεται εδώ. Μόνο μια αίσθηση δικαιοσύνης και η προσπάθεια να ανταποκριθεί κανείς στοιχειωδώς σε μια καταστροφή που συνεχίζεται και δεν υπάρχει κάποιος να την εμποδίσει.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.